Ἡ «Magna Carta» καί τό «Ἱερόν Πηδάλιον»
Στά δύο προηγούµενα τεύχη τοῦ περιοδικοῦ εἴχαµε ἀναφερθεῖ στήν ἰδιαίτερη σηµασία πού ἔχει γιά τήν προστασία τῆς ἐλευθερίας καί µάλιστα τῆς θρησκευτικῆς, στό πλαίσιο ἑνός κράτους, ἡ θέσπιση τῶν κατάλληλων νοµικῶν ἐγγυήσεων. Ὅταν αὐτές οἱ θεσµικές ἐγγυήσεις ἔχουν θεσπισθεῖ, τότε µπορεῖ κανείς νά ἀναµένει ὅτι τό κράτος αὐτό παρέχει στούς πολῖτες του τήν ἐλευθερία νά ἐπιλέξουν τόν τρόπο τῆς ζωῆς πού τούς ἐκφράζει καί νά ἀναπτύξουν τήν προσωπικότητά τους, ὅπως αὐτοί ἐπιθυµοῦν. Ὅταν ἀντιθέτως, οἱ ἐγγυήσεις αὐτές ἀπουσιάζουν, πρᾶγµα πού συνήθως σηµαίνει ὅτι οἱ κρατικοί ἄρχοντες ἀντιµετωπίζουν τούς πολῖτες ὡς ἁπλούς ὑπηκόους ἤ ἀκόµη καί ὡς «πρώτη ὕλη» γιά τήν κατασκευή µιᾶς τεχνοκρατικῆς οὐτοπίας, τότε παρουσιάζονται φαινόµενα διώξεων καί καταπίεσης, ὅπως αὐτά πού περιγράψαµε στό προηγούµενο τεῦχος σχετικά µέ τόν συστηµατικό διωγµό τῶν Χριστιανῶν στή πρώην Σοβιετική Ἕνωση.
Εἶναι ἀναµφίβολο ὅτι οἱ ὁποιεσδήποτε θεσµικές ἐγγυήσεις, ὁσοδήποτε σοφές καί µελετηµένες καί ἄν εἶναι, δέν ἀρκοῦν ἀπό µόνες τους νά προστατεύσουν ἀπό τήν αὐθαιρεσία ἤ τήν τυραννία. Διότι, ὅσο δηµοκρατικό καί ἐάν εἶναι ἕνα κράτος, ὅσες θεσµικές ἐγγυήσεις καί ἐάν εἶναι ἐνσωµατωµένες στό δίκαιό του, ἐάν οἱ πολῖτες του γενικά, καί, ἰδιαιτέρως, ὅσοι τυχαίνει νά ὑπηρετοῦν στίς πιό καίριες θέσεις τοῦ κρατικοῦ µηχανισµοῦ, δέν φροντίσουν τήν κρίσιµη ὥρα γιά τήν διαφύλαξη τῆς ἐλευθερίας, θά ἀποδειχθεῖ ὅτι οἱ νοµικές προβλέψεις ἀπό µόνες τους δέν ἀποτελοῦν ἰσχυρά ἐµπόδια, ἀλλά ἁπλῶς καί µόνο «φράχτες φτιαγµένους ἀπό χαρτί». Ὅµως, µέ τήν ἐπιφύλαξη πού προαναφέραµε, ἡ σηµασία τῆς πρόβλεψης τῶν κατάλληλων θεσµικῶν ἐγγυήσεων ἀπέναντι στήν τυραννία εἶναι µεγάλη, διότι θέτει ἐνώπιον τῶν πολιτῶν ἕνα πρότυπο ἐλευθερίας καί αὐτονοµίας καί τούς διαπαιδαγωγεῖ, ὥστε νά ἔχουν ἐλεύθερο φρόνηµα καί συµπεριφορά.
Ἰδιαίτερη δέ ἀξία µεταξύ τῶν θεσµῶν γιά τή διαφύλαξη τῆς ἐλευθερίας ἀπέναντι στήν κρατική αὐθαιρεσία ἔχει προσδοθεῖ κατά τούς Νέους Χρόνους στήν ὕπαρξη «κράτους δικαίου» (rule of law) καί συναφῶς στήν θέσπιση «Συντάγµατος», τά ὁποῖα µάλιστα θεωροῦνται ὡς ἐπιτεύξεις σύγχρονες, οἱ ὁποῖες σηµειώνουν τή µετάβαση ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Μεσαίωνα στήν ἐποχή τοῦ Διαφωτισµοῦ.
Πράγµατι, στά σχετικά συγγράµµατα, Ἑλληνικά καί ξενόγλωσσα, συναντοῦµε σχεδόν στερεότυπα τήν ἑξῆς περίπου διατύπωση, ὅσον ἀφορᾶ στήν «ἀρχή τοῦ κράτους δικαίου»: «Ἡ ἀρχή τοῦ κράτους δικαίου ἀποτελεῖ θεµελιώδη ὀργανωτικό θεσµό τοῦ συγχρόνου δηµοκρατικοῦ κράτους πού συνδέεται ἱστορικά µέ τήν ἀνάπτυξη τῆς φιλελεύθερης ἰδεολογίας καί τήν ἑδραίωση τῆς ἀστικῆς τάξης στήν ἐξουσία». Ἀκόµη, στά σχετικά συγγράµµατα ἀναφέρονται, σχεδόν πανοµοιότυπα, ὡς σταθµοί γιά τήν καθιέρωση τῆς ἀρχῆς ἡ θέσπιση τῆς «Magna Carta» τό 1215 στήν Ἀγγλία, ἡ ἀρχή τοῦ habeas corpus, ἡ Petition of Rights τοῦ 1628 καί ἄλλα γεγονότα τῆς Ἀγγλοσαξωνικῆς Ἱστορίας, χωρίς ἀναφορά σέ καµία ἄλλη χώρα ἤ ἱστορική περίοδο (βλ. χαρακτηριστικό παράδειγµα στό Thomas Bingham, «The rule of law», Penguin Books, 2011).
Ἡ ἀγγλική φράση rule of law ἔχει βέβαια ἐπικρατήσει νά ἀποδίδεται στά Ἑλληνικά µέ τή φράση «κράτος δικαίου», ἄν καί νοµίζουµε ὅτι τό ἀκριβές της νόηµα θά ἀποδιδόταν εὐστοχότερα ἀπό τή φράση «διακυβέρνηση µέ βάση τούς νόµους» ἤ «ἐξουσία τοῦ νόµου (=γενική ὑποκειµενική)» ἤ κάτι ἀνάλογο, καθώς µέ τή γενικότερη ἀπό ὅσο ἔπρεπε, φράση «κράτος δικαίου» δηµιουργεῖται ἡ ἐντύπωση ὅτι ἀναφερόµαστε ἁπλῶς σέ ἕνα «δίκαιο κράτος» γενικά, χωρίς νά ἐξειδικεύεται δηλαδή ὅτι κατά τήν ἀρχή τοῦ «rule of law» τό κράτος τότε καί µόνο εἶναι δίκαιο, ὅταν αὐτό διακυβερνᾶται ἀπό τούς νόµους καί ὄχι ἀπό τήν αὐθαίρετη θέληση τῶν ἑκάστοτε ἀρχόντων, τῶν ὁποίων οἱ ἀποφάσεις, ἀντιθέτως, πρέπει νά ὑπόκεινται καί αὐτές στούς νόµους. Μάλιστα, οἱ πλέον θεµελιώδεις ἐξ αὐτῶν τῶν νόµων, συναποτελοῦν τό «Σύνταγµα», τό ὁποῖο, µέ τήν ὑπέρτερη ἰσχύ του, δεσµεύει τή λειτουργία ὅλων τῶν κρατικῶν ὀργάνων πού δέν ἔχουν τήν ἁρµοδιότητα νά τό τροποποιοῦν. Γιά παράδειγµα, ὅσον ἀφορᾶ στή χώρα µας, οἱ νόµοι πού θεσπίζει ἡ Βουλή καί οἱ ἀποφάσεις τῶν Ὑπουργῶν ἐπιβάλλεται νά εἶναι σύµφωνα µέ τούς κανόνες τοῦ Συντάγµατος, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ὑπέρτερη ἰσχύ καί ἐπικρατοῦν ἔναντι αὐτῶν. Ἔτσι, µέ τήν καθιέρωση δηλαδή τῆς ἀρχή τοῦ rule of law καί τήν εἰσαγωγή Συντάγµατος, στό ὁποῖο ὑπόκειται ὁ ἑκάστοτε κρατικός ἄρχων ἤ ἄρχοντες, ἐπιδιώκεται ἡ ἐξασφάλιση ἀπέναντι στό πάντοτε παρόν ἐνδεχόµενο τῆς αὐθαίρετης κατάχρησης τῆς ἐξουσίας καί τῆς ὑποδούλωσης τῶν πολιτῶν. Σύµφωνα µέ τήν κλασσική διατύπωση τοῦ T. Peine, θεωρητικοῦ τῆς Ἀµερικανικῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1776: «..ὅπως στό ἀπολυταρχικό κράτος ὁ Βασιλεύς εἶναι Νόµος, ἔτσι στίς ἐλεύθερες χῶρες ὁ Νόµος ὀφείλει νά εἶναι Βασιλεύς..» (Τ.Peine, «Common Sense», Oxford University Press, 1995).
Δέν χρειάζεται, βέβαια, νά τονίσει κανείς τή µεγάλη ἀξία τῶν θεσµικῶν αὐτῶν ἐπιτευγµάτων, τήν ὁποία ὅλοι, προφάσει ἤ ἀληθείᾳ, ἀποδέχονται. Αὐτό, ὅµως, πού δέν ἔχει ἐπισηµανθεῖ, ἐξ ὅσων τουλάχιστον γνωρίζουµε, εἶναι ὅτι τόσο ἡ ἀρχή τοῦ rule of law, ὅσο καί ἡ καθιέρωση ἑνός Συντάγµατος, ὑπό τήν ἔννοια ἑνός συνόλου κανόνων, τούς ὁποίους δέν ἐπιτρέπεται νά τροποποιήσει ἤ καταργήσει ὁ ἑκάστοτε φορέας τῆς κρατικῆς ἐξουσίας, δέν εἶναι καθόλου νεωτερικά ἐπιτεύγµατα. Μπορεῖ µάλιστα κανείς νά ἐντοπίσει τήν ἐπίκληση καί τή λειτουργία τους σέ ἱστορικό χρόνο καί χῶρο, στόν ὁποῖο, λιγότερο ἀπό ὁπουδήποτε ἀλλοῦ, θά ἀνέµενε νά τά συναντήσει κάποιος πού ἔχει ἀσπασθεῖ τούς στερεότυπους κοινούς τόπους τῆς δικῆς µας ἐποχῆς.
Ὁ ἅγιος Νικόδηµος ὁ Ἁγιορείτης εἶχε ἤδη ἀντιληφθεῖ τήν ἱστορική αὐτή ἀλήθεια. Ἀπό µόνο του τό γεγονός ὅτι φρόντισε µέ τήν ἔκδοση τοῦ «Πηδαλίου» γιά τή συλλογή τῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας καί τή δηµοσίευσή τους, µαρτυρεῖ περί τοῦ ὅτι εἶχε ἰδιαιτέρως ἀνεπτυγµένη τή συναίσθηση τῆς ἀξίας πού ἔχει ἡ ὕπαρξη ἑνός σαφοῦς, γνωστοῦ καί συγκροτηµένου σώµατος κανόνων, γιά τή διακυβέρνηση ἑνός συνόλου ἀνθρώπων, πόσῳ µάλιστα ὅταν πρόκειται γιά τούς Ἱερούς Κανόνες πού διέπουν τή διακυβέρνηση τῆς Ἐκκλησίας. Πέραν τῆς σχεδόν αὐτονόητης αὐτῆς διαπίστωσης, ὅµως, ἔχει ἰδιαίτερη σηµασία νά παραθέσουµε κάποια ἀποσπάσµατα ἀπό τό «Πηδάλιον», ἀπό τά ὁποῖα προκύπτει, ὅπως νοµίζουµε, ὅτι ἡ ἀρχή τῆς διακυβέρνησης µέ βάση τούς (συνταγµατικούς) νόµους ἀποτελεῖ µιά ὀργανωτική ἀρχή, ἡ ὁποία ἀνήκει στήν Καθολική παράδοση καί τῆς ὁποίας τήν τήρηση ἀξίωνε ἡ Ἐκκλησία ἀπό τό Κράτος.
Συνήθως στά βιβλία Βυζαντινῆς ἱστορίας πού πραγµατεύονται τό ζήτηµα τῆς ἔκτασης τῆς ἐξουσίας τοῦ Βυζαντινοῦ Αὐτοκράτορα παρατίθεται ἡ φράση Ρωµαίων νοµικῶν, σύµφωνα µέ τήν ὁποία «ὁ βασιλεύς δέν δεσµεύεται ἀπό τόν νόµο» γιά νά τεκµηριωθεῖ µέ αὐτήν ὁ ἰσχυρισµός ὅτι ἡ ἐξουσία τοῦ αὐτοκράτορα ἦταν ἀπεριόριστη. Γιά τόν ἅγιο Νικόδηµο, ὅµως, µιά τέτοια ἄποψη εἶναι σαφῶς ἀπορριπτέα: «Εἰ δέ καί ὁ Βαλσαµών λέγει ὅτι ὁ βασιλεύς πάντα δύναται καί διά τοῦτο δύναται µέν νά δώση καί ἐξωτερικόν κριτήν διά νά κρίνη τόν Ἐπίσκοπον καί ἁπλῶς κάθε κληρικόν, δύναται δέ κατά νόµιµον παρατήρησιν νά µεταβάλλη τό ἐκκλησιαστικόν κριτήριον εἰς πολιτικόν, λέγοµεν ὅτι ναί, δύναται ὅλα τά θεµιτά καί δίκαια, ὄχι ὅµως καί τά ἀθέµιτα καί ἄδικα. Ἐπειδή κατά τόν Χρυσόστοµον (λόγῳ, ὅτι τρεῖς τρόπους δουλείας εἰσήγαγεν ἡ ἁµαρτία), οἱ νόµοι καί αὐτῶν τῶν ἀρχόντων, ἄρχοντες εἶναι καί ἐξουσιασταί. Μόνω γάρ τῷ δικαίῳ οὐ κεῖται νόµος…» (βλ. Ὑποσηµείωση 1 στόν Στ΄ Κανόνα τῆς Β’ Οἰκουµενικῆς Συνόδου).
Δέν θά σταθοῦµε ἐδῶ στή συγκεκριµένη ἀφορµή γιά τή διατύπωσή του, ἀλλά στόν ἴδιο τόν γενικό κανόνα καθ’ ἑαυτόν, ὁ ὁποῖος συνιστᾶ ἤδη µιά πλήρη καί ἀναµφισβήτητη διατύπωση τοῦ rule of law: «οἱ νόµοι καί αὐτῶν τῶν ἀρχόντων, ἄρχοντες εἶναι καί ἐξουσιασταί». Ὁ ἅγιος Νικόδηµος, µάλιστα, ἔχει ἐπίγνωση ὅτι ἐν προκειµένῳ ἐκφράζει τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἤδη τήν εἶχε διατυπώσει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστοµος, στόν ὁποῖο παραπέµπει, δέν διστάζει δέ νά διορθώσει τόν γνωστό κανονολόγο Βαλσαµῶνα, ὁ ὁποῖος ὑποστήριζε τό ἀντίθετο, ὅτι, δηλαδή, ὁ ἑκάστοτε βασιλεύς ἔχει τάχα ἀπεριόριστη ἐξουσία.
Αὐτό πού πρέπει περαιτέρῳ νά τονισθεῖ εἶναι ὅτι ὡς «νόµοι καί αὐτῶν τῶν ἀρχόντων ἄρχοντες καί ἐξουσιασταί» νοοῦνται ἐν προκειµένῳ ὄχι µόνο οἱ κρατικοί νόµοι, ἀλλά ἰδίως οἱ Κανόνες πού θεσπίζονται ἀπό τήν Ἐκκλησία. Διότι, ὅπως θά ἐπισηµάνει ὁ ἅγιος Νικόδηµος ἤδη στήν εἰσαγωγή τοῦ Πηδαλίου (βλ. «Προλεγόµενα ἐν γένει περί τῶν Ἱερῶν Κανόνων»), «οἱ Θεῖοι Κανόνες ὑπέρ τούς βασιλικούς νόµους ἰσχύουσιν». Παραθέτει δέ ἐν συνεχείᾳ τά Κανονικά καί Νοµικά τεκµήρια, προκειµένου νά τεκµηριώσει τόν ἰσχυρισµό του αὐτόν, στά ὁποῖα καί παραπέµπουµε.
Στήν παροῦσα συνάφεια δέν ἔχει σηµασία, ἐάν πράγµατι στό πλαίσιο τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους οἱ ἑκάστοτε ἄρχοντες ἀκολούθησαν τούς κανόνες πού παραθέσαµε, ἤ ἐάν ἐξετράπησαν ἐνίοτε σέ αὐθαίρετη ἄσκηση τῆς ἐξουσίας τους, ἐπιδιώκοντας νά ὑποτάξουν τήν Ἐκκλησία. Μιά τέτοια ἔρευνα ὑπάγεται στήν ἁρµοδιότητα τῶν Ἱστορικῶν καί ἔχει βέβαια τήν ἀδιαµφισβήτητη ἀξία της. Αὐτό, ὅµως, πού µᾶς ἐνδιαφέρει ἐν προκειµένῳ εἶναι ἡ συνοπτική, ἀλλά πάντως, ὅπως νοµίζουµε, ἀκριβής παρουσίαση τῆς ἀξίωσης τῆς Ἐκκλησίας νά θέσει τούς κρατικούς ἄρχοντες ὑπό τήν ἐξουσία τῶν Κανόνων πού ἡ ἴδια, διά µέσου τῶν ἁρµοδίων ὀργάνων της, ἑκάστοτε θεσπίζει. Ἡ πρόθεσή της, δηλαδή, νά δηµιουργήσει καί νά ὑπερασπισθεῖ ἕνα «κράτος (Κανονικοῦ) δικαίου», στό ὁποῖο τή θέση τοῦ Συντάγµατος θά ἐπέχει τό «Σύνταγµα τῶν Ἱερῶν Κανόνων» καί τοῦ ὁποίου «οἱ ἐξουσιασταί καί οἱ ἄρχοντες» θά ὑπόκεινται στήν ἐξουσία τῶν Κανόνων αὐτῶν. Ἕνα κράτος στό ὁποῖο, ὅπως τό ἔθεσε ὁ ἅγιος Ἀµβρόσιος Μεδιολάνων σέ ἕνα κήρυγµά του: «ὁ πιστός αὐτοκράτωρ εἶναι τέκνο τῆς Ἐκκλησίας καί δέν ἀσκεῖ ἐξουσία ἐπάνω της».
Οἱ πολιτειολόγοι διδάσκουν ὅτι ἀπαραίτητο στοιχεῖο τοῦ ὁρισµοῦ τῆς ἔννοιας τοῦ «κράτους» εἶναι ἡ ὕπαρξη καί ἡ ἄσκηση αὐτοδύναµης ἐξουσίας/κυριαρχίας ἐντός τῆς ἐπικρατείας του, σύµφυτη µέ τήν ὁποία εἶναι ἡ ἀπειλή καί ἡ χρήση (νόµιµης καί συντεταγµένης) βίας. Αὐτό σηµαίνει ὅτι ὁ κρατικός ἄρχων (ἤ οἱ πολλοί ἄρχοντες, ἀνάλογα µέ τό πολίτευµα) ἔχει τήν ἐξουσία καί τήν ἁρµοδιότητα νά ἀσκεῖ τήν πλήρη κυριαρχία ἐντός τοῦ κράτους, ἐνῶ, ἀκόµη καί ὅταν αὐτό-περιορίζεται θεσπίζοντας ἕνα Σύνταγµα, ἡ ἐξουσία δέν παύει νά παραµένει, ἐξ ὁλοκλήρου καί ἀδιαίρετη, στά κρατικά ὄργανα. Ἐξετάζοντας, ὅµως, τό Βυζαντινό Κράτος, ἀντιµετωπίζουµε τό παράδοξο «ὑβριδικό» φαινόµενο ἑνός κράτους, τό ὁποῖο δέν ἀσκεῖ τό ἴδιο πλήρως αὐτοδύναµη ἐξουσία, ἀλλά ἀναγνωρίζει σέ ἄλλα ὄργανα πού δέν ἀνήκουν ἐξ ὁρισµοῦ στόν κρατικό ὀργανισµό ἤ ἀκόµη ἑδρεύουν ἐκτός τῆς ἐπικρατείας του καί στά ὁποῖα δέν ἐπιτρέπεται ἐπ’ οὐδενί λόγῳ νά ἀσκήσουν βία, ἤτοι τά ἁρµόδια ὄργανα τῆς Ἐκκλησίας (Οἰκουµενικές καί Τοπικές Σύνοδοι, Οἰκουµενικοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας) νά ἀποφασίζουν γιά τά σηµαντικότερα ζητήµατα πού ἀφοροῦν τό κράτος αὐτό.
Τό µοναδικό αὐτό φαινόµενο ἑνός κράτους πού σταδιακά «ἀφοπλίζεται» καί ἐκχριστιανίζεται εἶχε ἐπισηµάνει καί ὁ Φ. Ντοστογιέφσκη, ὅταν ἔγραψε: «..πρέπει ὄχι ἡ Ἐκκλησία νά ἐξελιχθεῖ σέ Κράτος, περνῶντας τἄχα ἀπό κατώτερο σέ ἀνώτερο τύπο, µά ἀπεναντίας πρέπει τό Κράτος νά ἐξαφανιστεῖ καί νά ἀξιωθεῖ νά γίνει ἀποκλειστικά Ἐκκλησία καί µονάχα Ἐκκλησία». (βλ. «Ἀδελφοί Καραµαζώφ», ἀπό τό κεφάλαιο µέ τόν τίτλο «Οὕτω γενήσεται!»). Ἀκόµη καί οἱ Μαρξιστές ἀπό τήν πλευρά τους προσδοκοῦσαν, ἄν καί ὑπό ἐκκοσµικευµένο πρῖσµα, κάτι ἀντίστοιχο, τόν λεγόµενο «µαρασµό τοῦ κράτους», µιά οὐτοπία πού διαψεύσθηκε ἀπό τά πράγµατα. Τό γεγονός, ὅµως, ὅτι τόσοι πολλοί Βυζαντινοί αὐτοκράτορες ἀνακηρύχθηκαν Ἅγιοι, δηλώνει, ὅπως ἐκτιµοῦµε, ὅτι ἡ ἐπιδίωξη αὐτή τῆς Ἐκκλησίας δέν ἔµεινε µιά τελείως ἀπραγµατοποίητη «οὐτοπία»!
Νοµοµαθής
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 240-241
Αὔγουστος-Σεπτέμβριος 2022