«ΘΕΣΜΟΦΟΡΙΑΖΟΥΣΑΙ»

«ΘΕΣΜΟΦΟΡΙΑΖΟΥΣΑΙ»

 

κωμωδία αὐτή τοῦ κορυφαίου ἀρχαίου Ἕλληνα κωμωδιογράφου Ἀριστοφάνη (448-380 π.Χ.) δέν ἔχει καταλάβει σελίδες τῆς «ΕΝΟΡΙΑΚΗΣ ΕΥΛΟΓΙΑΣ». Ἀπορίας ἄξιον γιατί ὁ Ἀριστοφάνης ἀπουσιάζει ἐφέτος ἀπό τά προγράμματα τοῦ  Ἡρωδείου, τοῦ ἀρχαίου θεάτρου τῆς Ἐπιδαύρου, τοῦ μικροῦ θεάτρου Ἐπιδαύρου καί τοῦ συγκροτήματος αἰθουσῶν Πειραιῶς 260.

Ἡ ὑπόθεση τῆς κωμωδίας ἐκτυλίσσεται στήν Ἀθήνα μπροστά στό σπίτι τοῦ τραγικοῦ ποιητῆ Ἀγάθωνα καί κοντά στό ἱερό τῶν Θεσμοφόρων θεῶν Δήμητρας καί Περσεφόνης. Ὁ τραγικός ποιητής Εὐριπίδης καί ὁ συγγενής του Μνησίλοχος προχωροῦν πρός τό σπίτι τοῦ Ἀγάθωνα. Ὁ Εὐριπίδης θέλει νά πείσει τόν Ἀγάθωνα ντυμένος γυναῖκα νά πάει στήν σύναξη τῶν γυναικῶν πού ἑορτάζουν τά Θεσμοφόρια, γιατί ἔχει πληροφορηθεῖ ὅτι σχεδιάζουν κακό ἐναντίον του, ἐπειδή στίς τραγωδίες του τίς κακολογεῖ. Κατά τήν τριήμερη ἑορτή τῶν Θεσμοφορίων δέν λειτουργοῦσαν τά δικαστήρια, δέν συνεδρίαζε ἡ Βουλή τῶν Πεντακοσίων. Ὁ Ἀγάθωνας δέν δέχεται. Ὁ Εὐριπίδης πείθει τόν Μνησίλοχο νά μεταμφιεσθεῖ σέ γυναῖκα καί νά εἰσχωρήσει στήν ὁμάδα τῶν γυναικῶν.

Ἡ Κηρύκαινα, μία ἀνώνυμη θεσμοφοριάζουσα, προσκαλεῖ σέ προσευχή καί σέ ἀγόρευση. Ὁ Χορός τῶν θεσμοφορεαζουσῶν ἀποδέχεται τήν πρόσκληση καί δέεται σέ θεούς καί θεές. Ἡ Κηρύκαινα ζητᾶ νά καταραστοῦν ὅσους μελετοῦν κακά ἐναντίον τῶν γυναικῶν. «…καί νά ἀσχοληθοῦμε πρῶτα-πρῶτα μέ τόν Εὐριπίδη… ὅλες μᾶς ζημιώνει». Ἡ ΓΥΝΗ Α κατηγορεῖ τόν Εὐριπίδη ὅτι τίς ἔχει κατασυκοφαντήσει καί ἔχει πονηρέψει τούς ἄντρες, ὥστε αὐτές νά μή μποροῦν νά κάνουν τίποτε. Πρέπει νά καταστρέψουν τόν Εὐριπίδη. Ὁ Χορός τήν ἐγκωμιάζει. Ἡ ΓΥΝΗ Β κατηγορεῖ τόν Εὐριπίδη γιά ἀθεΐα καί ζητᾶ τήν τιμωρία του. Μετά τόν ἐγκωμιασμό της ἀπό τόν Χορό παίρνει τόν λόγο ὁ Μνησίλοχος. Προσποιεῖται ὅτι μισεῖ τόν Εὐριπίδη καί ἀναφέρει πολλά ἐπιλήψιμα, δῆθεν δικά του καί ἄλλων γυναικῶν πού δέν ἔχει κακίσει ὁ Εὐριπίδης. Ἡ Γυνή Α ἀντιδρᾶ στήν ἔκθεση ἀξιοκατάκριτων ἐνεργειῶν γυναικῶν.

«Δέν ἔχασες τίποτ’ ἄλλο, παρά τίς αὐταπάτες σου!»

«Δέν ἔχασες τίποτ’ ἄλλο, παρά τίς αὐταπάτες σου!»

 

Πρόσφατα μέ τήν καθοδήγηση τῆς δασκάλας μας, τῆς πρεσβυτέρας Νινέττας Βολουδάκη, μελετήσαμε τό βιβλίο «Τό Ἄλογο καί τό Ἀγόρι του». Εἶναι τό τρίτο μέρος τῆς σειρᾶς μέ τίτλο «Τό Χρονικό τῆς Νάρνια».  Ἡ Νάρνια εἶναι ἕνας φανταστικός κόσμος πού δημιούργησε ὁ συγγραφέας C. S. Lewis1 , πού περιέχει, ὅμως, βαθειά καί πραγματικά νοήματα. Στίς γραμμές πού ἀκολουθοῦν θά ποῦμε λίγα λόγια γιά τήν ἱστορία τοῦ βιβλίου καί στή συνέχεια θά παραθέσουμε ἕνα μικρό ἀπόσπασμα, πού μᾶς ἔκανε ἐντύπωση.

 Ὁ Μπρή, ἕνα περήφανο πολεμικό ἄλογο μέ μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του, ἡ Χουίν, μιά πολύ λογική καί διακριτική φοραδίτσα καί δύο παιδιά, ἡ θερμόαιμη Ἄραβις μέ τήν εὐγενική καταγωγή καί ὁ Σάστα, πού εἶναι ἀναγκασμένος νά ὑπηρετεῖ ἕναν πολύ δύστροπο ψαρά, βρίσκουν κάτι πού τούς ἑνώνει: Ἐπιθυμοῦν καί οἱ τέσσερις νά ταξιδέψουν ὡς τήν Νάρνια, τήν χώρα, ὅπου ἄνθρωποι καί ζῶα εἶναι ὄντως ἐλεύθεροι.

Στή διαδρομή συναντοῦν πολλές δυσκολίες. Σέ μιά ἀπό αὐτές θά κυνηγηθοῦν ἀπό ἕνα λιοντάρι. Ὁ Μπρή, τό πολύπειρο στίς μάχες ἄλογο, δειλιάζει, καί τό μόνο πού σκέφτεται εἶναι πῶς θά σώσει τόν ἑαυτό του. Ἀντίθετα, ὁ ὑποτιμημένος τῆς συντροφιᾶς, Σάστα, γυρίζει πρός τά πίσω γιά νά ὑπερασπιστεῖ τήν Ἄραβις καί τήν Χουίν ἀπό τό λιοντάρι πού τίς πλησιάζει. Πέρα ἀπό κάθε προσδοκία τό λιοντάρι τρέπεται σέ φυγή. Ἡ παρέα τότε βρίσκει καταφύγιο στήν καλύβα ἑνός σοφοῦ Ἐρημίτη καί ὁ Σάστα ἀναχωρεῖ μόνος γιά μιά εἰδική ἀποστολή. Τότε ἀκολουθεῖ μιά σκηνή2,  στήν ὁποία ξεδιπλώνεται ὅλη ἡ πληγωμένη περηφάνια τοῦ Μπρή.  Ἔτσι, ἐπειδή ἡ ὅλη ἱστορία ἔχει τήν μορφή καί τήν χάρη ἑνός παραμυθιοῦ, ἐπιλέξαμε τό παρακάτω ἀπόσπασμα πού ἴσως μᾶς βοηθήσει νά γνωρίσουμε λίγο πιό ἀνώδυνα τήν δική μας περηφάνια καί ἀλαζονεία, πού πολύ συχνά ἐκδηλώνεται καί δημιουργεῖ πολλά προβλήματα σέ μᾶς καί τούς γύρω μας:

― «Καλημέρα», εἶπε ἡ Ἄραβις, «πῶς εἶσαι ἀπό χτές;». Ὁ Μπρή μουρμούρισε κάτι ἀκατάληπτο. «Ὁ ἐρημίτης λέει πώς ὁ Σάστα θά ἔφτασε ἐγκαίρως στόν Βασιλιᾶ Λούν», συνέχισε ἡ Ἄραβις, «φαίνεται πώς τέλειωσαν τά βάσανά μας. Ἄχ, Μπρή, σέ λίγο θά εἴμαστε στή Νάρνια».

― «Δέ θά τή δῶ ποτέ τή Νάρνια» εἶπε σιγανά ὁ Μπρή.

― «Καλέ μου Μπρή, τί ἔχεις; Ἄρρωστος εἶσαι;» ρώτησε ἡ Ἄραβις. Ὁ Μπρή γύρισε καί τήν κοίταξε θλιμμένα μ’ ἐκείνη τήν ἀπέραντη θλίψη τῶν ἀλόγων.

― «Θά γυρίσω στήν Καλορμίνα» εἶπε.

― «Τί;» ἔκανε ἡ Ἄραβις, «στή σκλαβιά;».

― «Ναί» εἶπε ὁ Μπρή, «μόνο ἡ σκλαβιά μοῦ πρέπει. Μέ τί μοῦτρα ν’ ἀντικρίσω τά ἐλεύθερα Ἄλογα τῆς Νάρνια-ἐγώ, πού ἄφησα μιά φοράδα καί δύο παιδιά στό ἔλεος τῶν λιονταριῶν, κι ἔτρεξα σάν τρελός νά γλιτώσω τό ἄθλιο τομάρι μου;».

― «Μά ὅλοι τρέχαμε σάν τρελοί» εἶπε ἡ Χουίν.

― «Ἐκτός ἀπό τόν Σάστα» ρουθούνισε ὁ Μπρή, «μόνο αὐτός ἔτρεχε στή σωστή κατεύθυνση: γύριζε πίσω. Πάει ντροπιάστηκα. Κι ἐγώ πού ἔλεγα πώς εἶμαι πολεμικό φαρί καί εἶχα νά καυχιέμαι γιά ἑκατοντάδες μάχες… Καί νά μοῦ βάλει τά γυαλιά ἕνα ἀνθρωπάκι, ἕνα μικρό παιδί, πουλάρι ἀκόμα, πού δέν ἔπιασε σπαθί στή ζωή του, πού δέν τό ἀνάθρεψε κανείς σωστά μήτε τοῦ ἔδωσε τό καλό παράδειγμα!».

― «Τό ξέρω» εἶπε ἡ Ἄραβις, «κι ἐγώ ἔτσι ἔνιωσα. Ὁ Σάστα ταν ὑπέροχος· ἀλλά μή νομίζεις πώς ἔχω τή συνείδησή μου καθαρή. Τοῦ φέρθηκα ἀκατάδεκτα, δέν τοῦ ἔδωσα ποτέ σημασία ἀπό τή μέρα πού βρεθήκαμε, κι αὐτός ἀποδείχτηκε καλύτερος ἀπό ὅλους μας. Πάντως, νομίζω πώς θά εἶναι πιό φρόνιμο νά μείνουμε καί νά τοῦ ζητήσουμε συγγνώμη, παρά νά γυρίσουμε στήν Καλορμίνα».

― «Ἐσύ δέν ἔχεις πρόβλημα» εἶπε ὁ Μπρή. «Δέν ντροπιάστηκες. Ὅμως ἐγώ τά ἔχασα ὅλα»!

― «Καλό μου ἄλογο» εἶπε ὁ Ἐρημίτης, πού εἶχε πλησιάσει χωρίς νά τόν πάρουν εἴδηση, γιατί τά γυμνά του πόδια δέν ἀκούγονταν πάνω στό ἁπαλό, νοτισμένο χορτάρι. «Καλό μου ἄλογο, δέν ἔχασες τίποτα, παρά μόνο τίς αὐταπάτες σου!  Ἄ, ὄχι, ὄχι, κι ἔτσι ξάδερφε! Μήν τραβᾶς πίσω τ’ αὐτιά σου καί μήν μοῦ τινάζεις τήν χαίτη σου. Ἄν ἔχεις ταπεινωθεῖ ὅσο ἔλεγες τώρα δά, θά πρέπει νά ἔχεις μάθει  νά ἀκοῦς τή φωνή τῆς λογικῆς. Δέν εἶσαι τό μεγάλο καί τρανό ἄλογο πού νόμιζες, ζῶντας τόσα χρόνια ἀνάμεσα στά φτωχά, βουβά ἄλογα.Καί βέβαια ἤσουν πιό γενναῖος καί πιό ἔξυπνος ἀπό κεῖνα. Δέν γινόταν καί ἀλλιῶς. Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει ὅτι στή Νάρνια θά  εἶσαι κάτι ἐξαιρετικό. Ὅσο, ὅμως, συνειδητοποιεῖς ὅτι δέν εἶσαι κάτι σπουδαῖο, θά γίνεις ἕνα πολύ ἐντάξει ἄλογο»!

 Εἶναι ἐντυπωσιακό πόσο τά νοήματα τῆς ἱστορίας πού ἔγραψε ὁ Lewis ἀποτυπώνουν τήν πραγματικότητα τῆς περηφάνιας πολλῶν ἀπό ἐμᾶς. Πόσες φορές δέν προτιμοῦμε τήν σκλαβιά τῆς ἀπογοήτευσής μας ἀπό τήν ἐλευθερία; Ἀντί μιά πράξη μας, γιά τήν ὁποία ντρεπόμαστε, νά γίνει ἀφορμή γιά νά καλυτερεύσουμε τήν σχέση μας μέ τούς ἄλλους, ἐμεῖς σκληραίνουμε. Ἀντί νά χαιρόμαστε ὅταν βλέπουμε κάποιον πού εἶναι καλύτερός μας, ἐμεῖς νιώθουμε ντροπιασμένοι κοντά του. Αὐτό τό κόμπλεξ κατωτερότητας ὅμως εἶναι ἀλαζονεία. Θέλουμε νά μᾶς θεωροῦν ὅλοι κάτι σπουδαῖο. Ὅμως κατά ἕνα παράξενο τρόπο, ὅσο πιό πολύ κανείς προσπαθεῖ αὐτό τό πρᾶγμα, τόσο πιό πολύ ἐκτίθεται ἡ ἀφροσύνη του μπροστά σε ὅλους. «Δέν εἶσαι τό μεγάλο καί τρανό ἄλογο πού νόμιζες» εἶπε ὁ σοφός Ἐρημίτης στόν Μπρή, «Ὅσο, ὅμως, συνειδητοποιεῖς ὅτι δέν εἶσαι κάτι σπουδαῖο, θά γίνεις ἕνα πολύ ἐντάξει ἄλογο».

 Ἡ πολύ ὡραία ἱστορία τοῦ Lewis μεταφέρει μέ τόσο ἁπλό τρόπο αὐτά πού ἡ Ἐκκλησία μᾶς διδάσκει ἐπί τόσες χιλιάδες χρόνια. Πόσα προβλήματα δέν θά μᾶς λύνονταν ἄν εἴμαστε λίγο καλύτεροι μαθητές! Τά ἴδια νοήματα μᾶς μετέφερε καί ὁ π. Βασίλειος Βολουδάκης σέ μιά πρόσφατη ὁμιλία  του3:

«Τελικά μόνοι μας πνιγόμαστε. Ὁ Θεός μας εἶναι ἕτοιμος νά μᾶς συγχωρήσῃ ἄπειρες φορές. Ὁ Γέροντάς μας, ὁ π. Σίμων, μᾶς ἔλεγε: “ Ὁ Θεός λέει ὁσάκις πέσῃς ἔγειρε  καί σωθήσῃ” […] “ Ὁσάκις πέσῃς”. Καί, συμπλήρωνε ὁ Γέροντάς μας: “Δέν ρωτάει γιατί ἔπεσες, σοῦ λέει σήκω”! Δέν θά κάτσῃς νά κλαῖς γιατί ἔπεσες, θά φιλοσοφήσῃς πάνω σέ αὐτό γιά νά μήν ξαναπέσῃς, θά προσέξῃς γιά νά μήν ξαναπέσῃς, ἀλλά σήκω κι ἄσε τά κλαψουρίσματα!  Ἔπεσες, ναί, εἶσαι σκάρτος, ἔπεσες! Σήκω, ὅμως, μήν κάθεσαι κάτω. “ Ὁσάκις πέσῃς, ἔγειρε”! Καί ὁ Θεός, ὅπου μᾶς βρεῖ, ἐκεῖ θά μᾶς κρίνῃ, “ὅπου εὑρῶ σε, ἐκεῖ καί κρινῶ σε”»!

 

Γεράσιμος Βουρνᾶς

Θεολόγος

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 242

Ὀκτώβριος 2022

 

Ὑποσηµειώσεις:

  1. Νινέττα Βολουδάκη, Ἡ Γιορτή τῶν Χριστουγέννων, «Ἐνοριακή Εὐλογία», Δεκέµβριος 2020, τεῦχος 220, σ. 512
  2. C. S. Lewis, Τό Ἄλογο καί τό Ἀγόρι του, ἐκδόσεις Κέδρος, Ἀθήνα 2008, σελ. 144-145.
  3. Ἀπόσπασµα ἀπό τήν ὁµιλία τοῦ π. Βασιλείου Βολουδάκη τήν Κυριακή 28/8/2022 µέ τίτλο: «Τόσο ἁπλᾶ θά πᾶµε στήν Κόλαση ἤ στόν Παράδεισο!», στό https://youtu.be/vxoyl1XpDRY.

ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ… ἤ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ;

ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ…

ἤ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ;

 

Μέρες τώρα ἔρχονται καί φεύγουν σκέψεις-ἰδέες-ἀπορίες ἀπ’ τό φτωχό μυαλό μου.

Ἀκοῦμε κάθε τόσο τόν τελευταῖο καιρό τίς ἐκφράσεις: “ἐνεργειακή κρίση”, “ἔρχεται βαρύς χειμώνας”, “θά ἔχουμε δύσκολο χειμῶνα” (βέβαια προσπεράσαμε ἐν συντομίᾳ τό φθινόπωρο) καί ἀναρωτιέμαι:

Βρέ μπάς καί στό πίσω μέρος τοῦ ὅποιου “εἰδήμονος νοός” ἔρχονται νέου τύπου περιορισμοί καί lockdown, πού ἐνῶ τά δύο προηγούμενα χρόνια γίνονταν γιά ἄλλους λόγους καί αἰτίες τώρα θά σκαρφιστοῦμε καινούργιες συνωμοσιολογικές καταστάσεις γιά νά τίς ξανα-εφαρμόσουμε;

Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου καί Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ

Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου καί Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ

 

«Οἱ δέ ὀφθαλμοί αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μή ἐπιγνῶναι αὐτόν… αὐτῶν δέ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί, καί ἐπέγνωσαν αὐτόν … ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου» (Λουκᾶ, 24, 12 καί ἑξῆς).

 

Εἶναι ἀκράδαντη ἡ πίστις τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅτι ὁ δεύτερος ὁδοιπόρος τῆς πορείας πρός Ἐμμαούς ἦταν ὁ σήμερον ἑορταζόμενος Ἅγιος Ἀπόστολος καί Εὐαγγελιστής Λουκᾶς. Ὁ ἴδιος, ὡς συγγραφεύς τοῦ δικοῦ του Εὐαγγελίου, ἀναφέρει τό ὄνομα μόνο τοῦ ἑνός ὁδοιπόρου, τοῦ Κλεόπα δηλαδή, ἀποσιωπῶν τό ὄνομα τό δικό του, ἀπό ταπείνωση. Ὅμως, ὅλοι μας πιστεύουμε καί ὁμολογοῦμε, ψάλλοντες πρός τόν Δεσπότην μας Χριστόν, ὅτι «Λουκᾷ δέ καί Κλεόπᾳ συμπορευόμενος ὡμίλεις» (Ε΄ Δοξαστικό  Ἑωθινό, πλαγίου πρώτου ἤχου).

 

Πολλές φορές, ἀκούγοντας ἀναγινωσκόμενο τό πέμπτο Ἑωθινό Εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς, ὁμοιάζουμε ὅλοι μας, λίγο-πολύ, στούς δύο μαθητές τῆς πορείας πρός Ἐμμαούς. Δηλαδή, βρισκόμαστε τήν ὥρα ἐκείνη στό Ναό, ἀκοῦμε τήν εὐαγγελική αὐτή ἀνεπανάληπτη ἱστορία, κατόπιν ἀκολουθεῖ - ὅπως κάθε Κυριακή καί ἑορτή ἄλλωστε - ἡ ἀναίμακτη Θεία Μυσταγωγία, μέ τόν Δεσπότην μας Χριστόν «ἡμῖν ἀοράτως συνόντα», ἀπό τό «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία…», μέχρι τό «Δι’ εὐχῶν…», κατ’ ἐξοχήν ὅμως «ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου», τοῦ «Ἄρτου ζωῆς αἰωνιζούσης»· κι ὅμως, «οἱ ὀφθαλμοί μας κρατοῦνται τοῦ μή ἐπιγνῶναι» Αὐτόν, τόν Ἄρτον τῆς ζωῆς, «τόν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβαίνοντα».

ΕΙΤΕ ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΧΟΜΑΣΤΕ, ΕΙΤΕ ΟΧΙ, ΕΙΜΑΣΤΕ ΦΟΝΙΑΔΕΣ!

ΕΙΤΕ ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΧΟΜΑΣΤΕ, ΕΙΤΕ ΟΧΙ,
ΕΙΜΑΣΤΕ ΦΟΝΙΑΔΕΣ!

 

Τήν Κυριακή 28 Αὐγούστου 2022, Κυριακή ΙΑ’ Ματθαίου, ἀναγνώστηκε στή Θεία Λειτουργία ἡ εὐαγγελική περικοπή τῆς παραβολῆς τῶν µυρίων ταλάντων. Σύµφωνα µέ τήν παραβολή, ἕνας βασιλιάς ἀποφάσισε νά λογαριαστεῖ µέ τούς δούλους του. Ἔφεραν ἐνώπιόν του ἕναν, πού χρωστοῦσε δέκα χιλιάδες τάλαντα. Ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἔπεσε στά πόδια τοῦ κυρίου του ἱκετεύοντας: «Κάνε ὑποµονή καί ὅλα θά σοῦ τά ἐξοφλήσω». Ὁ κύριός του τόν σπλαχνίστηκε καί τοῦ χάρισε τό ὑπέρογκο χρέος. Ὁ εὐεργετηθείς δοῦλος, σέ παράκληση ὀφειλέτη του, πού τοῦ χρωστοῦσε τό εὐτελές ποσό τῶν ἑκατό δηναρίων, ὄχι µόνο δέν διέγραψε τό χρέος, ἀλλά ἐπιχείρησε νά πνίξει τό συνδουλό του καί τόν ἔκλεισε στή φυλακή. Ὁ κύριός του τόν ἐπιτίµησε καί τόν παρέδωσε στούς βασανιστές, µέχρι νά ἐξοφλήσει τό σύνολο τοῦ χρέους1.

Φρίττουµε καί µόνο στό ἄκουσµα τῆς βάναυσης συµπεριφορᾶς τοῦ εὐεργετηθέντος καί ἀγνώµονος ὀφειλέτη τῶν µυρίων ταλάντων. Καί ὅµως, ἡ «πολιτισµένη» ἐποχή µας µᾶς ξεπερνᾶ σέ ἀγριότητα, ὄχι µόνο τήν Ἁγία Γραφή, τήν Ἀλήθεια, ἀλλά καί τήν πιό διεστραµµένη φαντασία. Τό µεσηµέρι τῆς ἴδιας Κυριακῆς, 28 Αὐγούστου ἐ.ἔ., ἕνας ἄνδρας ἀπό τό Μπαγκλαντές σκότωσε µέ πολλαπλές µαχαιριές τήν ὁµοεθνῆ σύζυγο ἑνός φίλου του, ἐπειδή τοῦ χρωστοῦσε εἴκοσι χιλιάδες εὐρώ! Ὁ δράστης, ὁ ὁποῖος ἀπολογήθηκε χωρίς τήν παρουσία δικηγόρου, δέν ἔδειξε ἴχνος µεταµέλειας.

Εἶναι γεγονός πώς τά τελευταῖα χρόνια, ἰδίως µετά τήν ἐµφάνιση τοῦ κορῶνα-ἰοῦ ἡ ἔµφυλη βία ἔχει λάβει ἐκρηκτικές διαστάσεις. Σύµφωνα µέ στατιστικά στοιχεῖα, τούς πρώτους ὀκτώ µῆνες τοῦ 2022 διαπράχθηκαν δέκα ἕξι γυναικοκτονίες!