Παιδιά τῆς ... Ἑλλάδος(;), παιδιά!

Παιδιά τῆς ... Ἑλλάδος(;), παιδιά!

 

Στίς ἀρχές τῆς ἐφετεινῆς χρονιᾶς βρέθηκα στό κυλικεῖο μιᾶς Πανεπιστημιακῆς Σχολῆς καί περιμένοντας τή σειρά μου νά ἐξυπηρετηθῶ μέ ἐντυπωσίασε τό γεγονός πώς ὁ νεαρός φοιτητής πού προηγοῦνταν πλήρωσε γιά τό μικρό μπουκάλι νερό πού ἀγόρασε μέ πιστωτική κάρτα. Ἀπόρησα γιά τό ἄν ὁ νεαρός δέν εἶχε μαζί του οὔτε 30 λεπτά γιά νά πληρώσει μέ μετρητά καί ρώτησα τήν κυρία πού διαχειρίζεται τό κυλικεῖο καί ἐκείνη μου ἀπάντησε πολύ ἁπλᾶ: «οἱ περισσότεροι ἔτσι κάνουν!». Γρήγορα-γρήγορα ἔκανα τό συνειρμό ὅτι τά παιδιά μας, τά πανέξυπνα ὄντως, δέν βαθαίνουν καθόλου τή σκέψη τους καί κατά συνέπεια δέν ἔχουν ἀντιληφθεῖ τή δύναμη πού δίνει τό χρῆμα, τό πραγματικό χρῆμα, σ’ αὐτόν πού τό διαθέτει, ἐνῶ θά ἀρκοῦσε καί μόνο ἡ παρατήρηση πώς γιά νά ὁλοκληρωθεῖ μιά τέτοια συναλλαγή, ἔστω καί «ἀνέπαφα», ἐκτός τοῦ ὅτι ἀπαιτεῖται κατ’ ἀρχήν ἡ ὕπαρξη διαδικτυακῆς σύνδεσης καί ἑπομένως δέσμευση,  προϋποτίθεται ὁπωσδήποτε καί ἡ ἔγκριση τῆς Τράπεζας στήν ὁποία ἀνήκει ἡ κάρτα ἤ καί ἡ ἐφαρμογή πού ἔχουμε «κατεβάσει» στό κινητό μας τηλέφωνο. Καί ἀκόμη περισσότερο δέν ὑποψιάζονται κἄν πώς καί μόνο ἡ δυνατότητα ἰχνηλάτησης τῶν συναλλαγῶν μας περιορίζει τήν ἰδιωτικότητά μας καί διαμορφώνει μιά ἀπόλυτα ἐλεγχόμενη κοινωνία. Καί ὅλα αὐτά ἀντί τοῦ ἀφήσαμε δύο κέρματα στό ταμεῖο καί φύγαμε!

ΣΗΜΕΙΑ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ

ΣΗΜΕΙΑ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ

 

Μέ μεγάλη λύπη πληροφορούμαστε καθημερινά, μέσῳ διαδικτύου, Τύπου καί τηλεόρασης, τό ἀρνητικό γεγονός πού χαρακτηρίζει τήν ἐποχή μας, ἤτοι συνέχεια τοῦ πολέμου στήν Οὐκρανία, ἐγκληματικές ἐνέργειες, παιδεραστία, κακοποιήσεις ζώων κ.ο.κ., καί ἀναρωτιέμαι τούς λόγους πού συμβαίνει.

Πάντοτε στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας ὑπῆρχαν μαῦρες σελίδες, ἀλλά τά γεγονότα τῶν τελευταίων χρόνων θυμίζουν τίς ἔσχατες ἡμέρες τοῦ πλανήτη μας, ὅπως ὅλοι ἔχουμε διαβάσει.

Κατά τή δική μου γνώμη, καθώς καί τήν ἄποψη ἄλλων ἀνθρώπων, ὑπάρχει κάποιος κοινός τόπος στά προαναφερθέντα γεγονότα. Καί αὐτός εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό ὅσα δίδαξε ὁ Χριστός μας, οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, οἱ Προφῆτες καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας.

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ

«µοναχός Κ. στεκόταν καταµεσίς τοῦ περιτριγυρισµένου ἀπό ψηλό µαντρότοιχο βοτανόκηπου. Κοίταζε σκεφτικά γύρω του, τό µελαγχολικό ἀλλά εὐχάριστο θέαµα τῶν φυτῶν, πού τέντωναν τά σχεδόν γυµνά καί χωρίς χρῶµα κλαδάκια τους. Τά περισσότερα φύλλα εἶχαν πέσει καί τά κοτσανάκια τους σκούρυναν καί σφίχτηκαν ζαρωµένα, σάν ἀποσκελετωµένα δάχτυλα πεισµατικά γαντζωµένα στά τελευταῖα ἀποµεινάρια τοῦ καλοκαιριοῦ. Ὅλα τά ἀρώµατα εἶχαν συµπυκνωθεῖ σέ ἕνα, στό ἄρωµα τῆς ὡριµότητας καί τῶν σάπιων φύλλων, γλυκό ἀκόµα, ἀλλά µέ τήν ὑγρή γλυκύτητα τοῦ τέλους τῆς συγκοµιδῆς, τῆς συνδυασµένης µέ τήν ἀρχή τῆς ἀποσύνθεσης.

   Τό κρύο δέν εἶχε κάνει αἰσθητή τήν παρουσία του ἀκόµα. Ἡ ἥπια µελαγχολία τοῦ Νοέµβρη κρατοῦσε ἀκόµα τό ὑγρό χρυσάφι της γιά νά το ἁπλώσει πάνω στά πεσµένα φύλλα καί στίς λοξές ἡλιαχτῖδες πού γλιστροῦσαν ἀνάµεσα στά φυλλώµατα.

   Ὅλα τά µῆλα βρίσκονταν µαζεµένα στίς ἀποθῆκες, ὅλο τό καλαµπόκι ἀλεσµένο στούς µύλους, τό ἄχυρο τακτοποιηµένο σέ δεµάτια, µέ τά πρόβατα νά καθαρίζουν ἐλεύθερα ὅ,τι λίγο εἶχε ἀποµείνει στά χωράφια.

ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΜΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ π. ΣΙΜΩΝΑ!

ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΜΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ π. ΣΙΜΩΝΑ!

 

Καὶ τώρα ἐμεῖς τί νὰ ποῦμε; Ἐμεῖς; Ποιοὶ ἐμεῖς; Ἐμεῖς. Ἐμεῖς τῆς ‘‘περίφημης’’ καὶ ‘‘σπουδαίας’’ γενιᾶς τοῦ ΄60, τοῦ ΄70, ἴσως καὶ τοῦ ΄80. Τὰ τότε ἀτίθασα καὶ ὀργισμένα νιάτα! Οἱ ἐπαναστάτες μὲ ἢ χωρὶς αἰτία. Οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν κατὰ κόσμο δικαιοσύνη. Οἱ ὁραματιστὲς ἰδεολόγοι ἑνὸς κόσμου χωρὶς ἐκμετάλλευση ἀνθρώπου ἀπὸ ἄνθρωπο... Τί νὰ ποῦμε οἱ σημερινοὶ ἐνήλικες, μεσήλικες καὶ ἴσως ὑπερήλικες ἀντικρύζοντας καὶ διαβάζοντας τήν ἁγία –συγνώμη ἂν ὑπερβάλλω– ἀλλὰ καὶ διαχρονικὴ ἐπίσης ἐπιστολὴ τοῦ Ἁγίου Γέροντος π. Σίμωνος Ἀρβανίτη, μέ τίτλο «Παράκλησιν ποιοῦμεν»; (Βλ. π. Βασιλείου Βολουδάκη, «Ὁ Γέροντάς μας ὁ π. Σίμων», σελ. 170-175).

«Η ΕΥΛΟΓΗΘΕΙΣΑ ΧΕΡΣΙ ΤΩΝ ΙΕΡΕΩΝ»

«Η ΕΥΛΟΓΗΘΕΙΣΑ ΧΕΡΣΙ ΤΩΝ ΙΕΡΕΩΝ»

 

Τά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου

 Πάλι ἀξιωνόμαστε, ἐλέῳ Θεοῦ, νά ἑορτάσουμε τήν ἑορτή τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου· καί πάλι θεομητορική πανήγυρη μᾶς συγκεντρώνει κατά τήν Εἴσοδο στά Ἅγια τῶν Ἁγίων τῆς Κυρίας Θεοτόκου, πού εἶναι ἡ «ἔμψυχος τοῦ Θεοῦ κιβωτός», ἡ «τριετίζουσα τῷ σώματι καί πολυετής ἐν τῷ πνεύματι». Μέ ἱερό δέος πρέπει κάθε φορά νά ἑορτάζουμε τίς θεομητορικές ἑορτές καί πανηγύρεις, ἀναλογιζόμενοι τήν πνευματική μας φτώχεια, ἀνεπάρκεια καί ἐμπάθεια· διότι – ὅπως ἀναφέρει ἡ Ὑμνογραφία τῆς ἑορτῆς αὐτῆς – «ὡς ἐμψύχῳ Θεοῦ κιβωτῷ (πού εἶναι ἡ Θεομήτωρ), ψαυέτω μηδαμῶς χείρ ἀμυήτων» καί ἐμπαθῶν, ὡς ἐμεῖς.

Μ’ αὐτό τό ἱερό δέος ἄς προσέλθουμε καί φέτος, ἀκολουθῶντας νοερά τίς λαμπαδηφόρες Παρθένες, πού – κατά τήν ὑπόθεση τῆς ἑορτῆς αὐτῆς – συνώδευσαν τήν Παναγία μας κατά τήν Εἴσοδό Της στόν τότε Ναό τῶν Ἰεροσολύμων.

Ἡ Κυρία μας Θεοτόκος, ὅπως εἶναι σαφές, «τῶν ἀγαθῶν μας οὐ χρείαν ἔχει», κατά τό Ψαλμικό λόγιο. Εἶναι ἀνενδεής. Ἐμεῖς εἴμαστε οἱ ἐνδεεῖς καί πτωχοί, πού χρήζουμε τοῦ ἐλέους καί τῆς Σκέπης Της. Γι’ αὐτό καί κάποιος Ἅγιος Συναξαριογράφος, προσευχόταν ἐπί τούτου, λέγοντας: «Τείχισόν μου τάς φρένας Σωτήρ μου· τό γάρ τεῖχος τοῦ κόσμου ἀνυμνῆσαι τολμῶ, τήν ἄχραντον Μητέρα Σου. Σύ οὖν μοι δώρησαι γλῶτταν, προφοράν καί λογισμόν ἀκαταίσχυντον» (Οἶκος Συναξαρίου Ἑορτῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου). Κι ἐμεῖς λοιπόν, ὡς δοῦλοι ταπεινοί, προσερχόμαστε «συστελλόμενοι φόβῳ», γιά νά ἀποδώσουμε στήν Παντοβασίλισσα Θεοτόκο τήν δουλική μας προσκύνηση, ὡς πνευματικό χρέος, φόρο καί καθῆκον. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, τονίζει μέ σαφήνεια, ὅτι στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό ἀποδίδουμε καί προσφέρουμε λατρευτική προσκύνηση· στούς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας τιμητική προσκύνηση· καί στήν Ὑπεραγία Δέσποινά μας Θεοτόκο δουλική προσκύνηση.

Κάποιος μοναχός ἐδῶ στό Ἅγιον Ὄρος, πρίν ἀπό ὄχι πολλά χρόνια, ἔλαβε μέρος σέ μιά Ἀγρυπνία τῆς ἑορτῆς αὐτῆς, τῶν Εἰσοδίων. Ὅπως προβλέπεται ἀπό τήν τυπική ἁγιορειτική διάταξη, κατά τούς Αἴνους τοῦ πανηγυρικοῦ Ὄρθρου, γίνεται προσκύνηση τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνος τῆς ἑορτῆς καί ἀμέσως μετά ὁ Ἱερεύς-Ἐφημέριος τῆς Ἀγρυπνίας χρίει σταυροειδῶς στό μέτωπο τούς προσκυνοῦντες μοναχούς καί λαϊκούς, μέ τό ἔλαιον τῆς κανδήλας, πού καίει στήν Εἰκόνα αὐτή, ἐπιλέγοντας «εἰς ἴασιν ψυχῆς καί σώματος». Ὁ ἐν λόγῳ μοναχός λοιπόν, ἀναλογιζόμενος τά ὅσα προαναφέρθηκαν περί ἱεροῦ δέους, ντρεπόταν, ὡς ἀνάξιος πού ἔνοιωθε πώς ἦταν, καί δέν προσῆλθε νά προσκυνήσει καί νά χρισθεῖ. Ἀφοῦ τελείωσε ἡ προσκύνηση καί ἡ χρίση ὅλου τοῦ ἐκκλησιάσματος, ὁ μέν Ἱερεύς ἐπέστρεψε μέσα στό Ἅγιο Βῆμα, ὁ δέ ντροπαλός ἐκεῖνος μοναχός, τότε, «συστελλόμενος φόβῳ», μέ ἱερό δέος καί μέ δουλικό φρόνημα καί σχῆμα, πλησίασε ἀκροποδητί καί προσεκύνησε μόνος του τήν Εἰκόνα τῶν Εἰσοδίων. Καί ἀμέσως - ὦ τοῦ θαύματος - ἡ κανδύλα τῆς Εἰκόνος ἔγειρε ἐλαφρῶς καί μία σταγόνα τοῦ ἁγίου ἐλαίου ἔσταξε πάνω στό μέτωπό του. Ἦταν φανερό, ὅτι τόν ἔχρισε ἡ Ἰδία ἡ Ἑορτάζουσα Θεοτόκος, ἐπιβραβεύουσα ἱεροκρυφίως τήν ταπεινή του προαίρεση.

Τέτοιου εἴδους προσκυνητές, μέ τέτοια ταπεινή προαίρεση, μᾶς θέλει πάντοτε καί σέ κάθε ἑορτή Της ἡ Δέσποινά μας Θεοτόκος. Καί ἔτσι προσερχόμενοι, μέ συνείδηση πτωχοῦ καί ἐνδεοῦς πνευματικῶς, θά λαμβάνουμε τό ἔλεός Της καί θά νοιώθουμε ὅτι μᾶς δίδει «κατά τήν καρδίαν μας καί πᾶσαν τήν βουλήν μας πληροῖ».

Ἡ ἑορτή αὐτή τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, ὅπως καί ἄλλες δύο Θεομητορικές Ἑορτές, δηλαδή τοῦ Γενεθλίου Της (8 Σεπτεμβρίου) καί τῆς Κοιμήσεώς Της (15 Αὐγούστου), ἀντλοῦν τίς ὑποθέσεις του ὄχι ἀπό κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀλλά ἀπό σχετικές διηγήσεις ὁρισμένων «Πρωτοευαγγελίων», τίς ὁποῖες ἡ Ἐκκλησία τίς ἐπέλεξε - ἀπό τά ὑπόλοιπα κείμενα τῶν Πρωτοευαγγελίων - ὡς ἔγκυρες. Τά Πρωτοευαγγέλια, κατά τά ἄλλα, ὡς γνωστόν, δέν ἀνήκουν στόν λεγόμενο «Κανόνα» τῆς Καινῆς Διαθήκης καί περιέχουν καί θέματα πού ἡ Ἐκκλησία δέν τά δέχθηκε ὡς ἔγκυρα. Τά «κανονικά» καινοδιαθηκικά βιβλία – καί ἐν προκειμένῳ τά τέσσερα Εὐαγγέλια καί οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων – εἶναι πολύ «φτωχά» ὡς πρός τίς παρεχόμενες πληροφορίες πού θά θέλαμε νά γνωρίζουμε, σχετικά μέ τήν βιοτή, τά λόγια καί τήν μυστική πνευματική ζωή τῆς Θεοτόκου. Ἔτσι θέλησε ὁ Κύριος καί Υἱός Της, σύμφωνα μέ τίς ἀνεξιχνίαστες βουλές Του· ἀλλά ἔτσι τό θέλησε καί ἡ Ἴδια ἡ Κυρία Θεοτόκος.

Ὁ νέος Ἀθωνίτης Ὅσιος Σιλουανός (24 Σεπτεμβρίου), προσευχόμενος στήν Παναγία Δέσποινά μας, μεταξύ ἄλλων, ἔλεγε καί τά ἑξῆς - ὅπως μᾶς τά διέσωσε ὁ βιογράφος του, ὁ νέος Ἅγιος Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ Ἀγγλίας – «Αἱ ψυχαί ἡμῶν ἕλκονται ἵνα γνωρίσουν περί τῆς ζωῆς Σου ἐπί τῆς γῆς· Σύ ὅμως δέν ηὐδόκησας νά παραδώσῃς πάντα ταῦτα τῇ Ἁγίᾳ Γραφῇ, ἀλλ’ ἐκάλυψας διά τῆς σιγῆς τό μυστήριόν Σου». Καί τελειώνοντας τήν προσευχή του αὐτή, ἐπιλέγει, ἀπευθυνόμενος σέ μᾶς: «Ἡ Θεοτόκος δέν παρέδωκε τῇ Γραφῇ οὔτε τάς σκέψεις, οὔτε τήν ἀγάπην Της πρός τόν Θεόν καί Υἱόν Της, οὔτε τάς ὀδύνας τῆς ψυχῆς Της κατά τόν καιρόν τῆς σταυρώσεως τοῦ Υἱοῦ της· καί τοῦτο, διότι καί τότε πάλιν, δέν θά ἠδυνάμεθα νά συλλάβωμεν ταῦτα. Καίτοι ὅμως ἡ ζωή τῆς Θεομήτορος καλύπτεται ὑπό ἁγίας σιγῆς, ὁ Κύριος ἔδωκεν εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν μας νά γνωρίζῃ διά τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας, ὅτι Αὕτη, ἡ Θεομήτωρ, διά τῆς ἀγάπης Της περιπτύσσεται ὅλον τόν κόσμον καί ὅτι, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, βλέπει πάντας τούς λαούς τῆς γῆς καί πάντας σπλαχνίζεται καί ἐλεεῖ, ὡς ὁ Υἱός Της. Καί ἑκάστη χριστιανική ψυχή ἕλκεται πρός Αὐτήν ἐν ἀγάπῃ».

Αὐτή ἡ «ἕλξις», γιά τήν ὁποία κάνει λόγο ὁ Ἅγιος Σιλουανός, ἄν δέν ὑπάρχει – κατά τό μᾶλλον ἤ ἦττον – μέσα μας, τότε σίγουρα «ἐλεεινότεροι πάντων ἀνθρώπων ἐσμέν», τόσον ἐν τῷ νῦν αἰῶνι, ὅσον καί – φεῦ! - ἐν τῷ μέλλοντι.

Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μας, μέ διαφόρους τρόπους, μέσα στό διάβα τῶν αἰώνων, προσπαθεῖ νά μᾶς ἐμφυτεύσει αὐτή τήν «ἕλξιν», περί ἧς ὁ λόγος· οὕτως ὥστε νά μήν φθάσουμε ἀκαλλιέργητοι σχετικῶς στήν δύση τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας, ὅταν γιά ὅλα θά εἶναι ἀργά. Ἕνας ἀπ’ αὐτούς τούς τρόπους «καλλιεργείας» τῆς καλῆς αὐτῆς «ἕλξεως», εἶναι καί ἡ Ὑμνολογία-Ὑμνογραφία κάθε Δεσποτικο-Θεομητορικο-Αγιολογικῆς Ἑορτῆς. Ἀλλά γιά νά ἐγκολπωθοῦμε καί νά κάνουμε κτῆμα μας τά ὑμνολογικά καί ὑμνογραφικά νοήματα, οὕτως ὥστε ἡ ψυχή μας νά ἕλκεται πρός τόν Χριστό – τήν Παναγία – τούς Ἁγίους, «ἐν ἀγάπῃ», κατά τόν προαναφερθέντα λόγο τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ, πρέπει νά προσερχόμαστε στίς Ἱερές Ἀκολουθίες τῶν Ἑσπερινῶν καί Ὄρθρων τῶν ἐν λόγῳ ἑορτῶν, γιά νά ἀκοῦμε καί νά παρακολουθοῦμε τούς ἀναγινωσκόμενους ἤ ψαλλόμενους Ὕμνους. Πρέπει ὁ Χριστιανός νά κάνει θυσίες πρός τοῦτο, ὅσες περνοῦν ἀπό τό χέρι του. Ὁ νέος Ἅγιος Ἱεράρχης τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας Νικόλαος, ἐπίσκοπος Ἀχρίδος καί Ζίτσης, τοὐπίκλην Βελιμίροβιτς, τό ἐτόνιζε αὐτό συχνά, τόσο στό ποίμνιό του (προφορικῶς), ὅσο καί στίς ἐπιστολές του (γραπτῶς)· ὅτι δηλαδή, ποιό τό ὄφελος νά παρακολουθήσεις μόνο τήν Θεία Λειτουργία κάποιας μεγάλης Ἑορτῆς, δηλαδή ἀπό τό «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία…» μέχρι τό «Δι’ εὐχῶν…», χωρίς νά παρευρεθεῖς στόν Ἑσπερινό καί στόν Ὄρθρο της; Σ’ αὐτές τίς δύο Ἀκολουθίες ὑπάρχει ὅλο τό νόημα, ἡ «πεμπτουσία» τῆς κάθε Ἑορτῆς. Ἡ Θεία Λειτουργία, κατά τά ἄλλα, ἐπαναλαμβανόμενη καί σέ καθημερινές ἀνεπίσημες μέρες, δέν σέ μυεῖ στό νόημα κάθε ἰδιαίτερης μεγάλης Ἑορτῆς, κι ἄς εἶναι τό μυστήριον τῶν μυστηρίων. Καί ὡς τοιοῦτον, εἴτε τελεῖται σέ ἁπλῆ καθημερινή εἴτε σέ μεγάλη Ἑορτή, δέν ἔχει διαφορά, «οὐδέν διενήνοχεν», κατά τήν ἱεροχρυσοστομική ρήση. Εἶναι βεβαίως ἡ ἀποκορύφωση τῆς Ἑορτῆς, ἀλλά, πῶς θά φθάσεις σ’ αὐτήν τήν ἀποκορύφωση, ἄν δέν παρακολουθήσεις στόν Ἑσπερινό καί στόν Ὄρθρο της, βῆμα-βῆμα, τήν ἀνέλιξη καί ἐξέλιξή της; Αὐτά μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος Νικόλαος, ὡς «ποιμήν καλός».

Καί, γιά νά ἔλθουμε στήν παροῦσα Ἑορτή, ἡ Ὑμνολογία-Ὑμνογραφία της, πλούσια καί ἀνεπανάληπτη, χαρακτηρίζεται ἰδιαιτέρως ἀπό τήν ψαλμώδηση, στόν Ὄρθρο, τῆς Χριστουγεννιάτικης Καταβασίας «Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε…», πού τότε γιά πρώτη φορά μέσ’ τόν χρόνο ψάλλεται, προετοιμάζοντας «τῶν Γενεθλίων τάς εἰσόδους»· γιά νά μετάσχουμε «ἐκτυπώτερον» τῆς χάριτος τῆς «Μητροπόλεως» πασῶν τῶν Ἑορτῶν, τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως.

Καί, φυσικά, δέν ὑπάρχουν δικαιολογίες σχετικά μέ τήν δῆθεν ἀκατανόητη γλῶσσα τῶν ὑμνολογικῶν κειμένων, ἀφοῦ ἡ γλῶσσα αὐτή ἔχει ἀπό μόνη της ἁγιότητα, ἔχει «αὐτο-δύναμη». Ἀκοῦς «Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε», ἤ «ὄντως ἀνωτέρα πάντων ὑπάρχεις Παρθένε Ἁγνή» κλπ. Τί ἄλλο θέλεις, ἄνθρωπε, ἄνθρωπε, ἄνθρωπε (θά ἔλεγε ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος τῆς Σερβίας); Καί στό τέλος-τέλος, κυκλοφοροῦν καί βιβλία πού βοηθοῦν στήν μετάφραση καί κατανόηση τῶν ὕμνων.

Γονυκλινεῖς, λοιπόν, ἄς ὑποδεχθοῦμε καί φέτος – «ποιός ξέρει, ἴσως, γιά στερνή φορά», ἔλεγε ἕνα σχολικό ἆσμα – τήν ἑορτή τῶν Εἰσοδίων τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Ἐκείνη εἰσῆλθε εἰς τά – τότε ἀτελῆ - Ἅγια τῶν Ἁγίων τοῦ Ναοῦ τῶν  Ἰεροσολύμων. Ἄς Τήν ἱκετεύσουμε, νά μᾶς εἰσαγάγει –ἄν καί ἀναξίους–  μέ τήν Χάρη Της, στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, στά τέλεια καί αἰώνια Ἅγια τῶν Ἁγίων, ὅπου δεσπόζει ὡς Παντοβασίλισσα, γιά νά θεωροῦμε τήν δόξα Της καί τό κάλλος τῆς Ἁγίας Μορφῆς Της, «εἰ καί ὑπέρ δύναμιν τό αἰτηθέν ὑπάρχει», χάριτι καί οἰκτιρμοῖς τοῦ Μονογενοῦς Της Υἱοῦ, μεθ’ οὗ δόξα τῷ Πατρί καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι πρέπει εἰς αἰῶνας αἰώνων, Ἀμήν!

Καί, ὡς ἐπίλογο, ἄς μελῳδήσουμε, μέ ἱκέσιο φρόνημα: «Μεγάλυνον ψυχή μου τήν προσενεχθεῖσαν ἐν τῷ Ναῷ Κυρίου καί εὐλογηθεῖσαν χερσί τῶν Ἱερέων»!      

Καλή Τεσσαρακοστή!

 

Μοναχός Νεκτάριος,

Χιλανδαρινόν Κελλίον Ἁγ. Νικολάου

Μπουραζέρη-Καρυαί,  ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ, Νοέμβριος 2022

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ»  Ἀρ. Τεύχους 243

Νοέμβριος 2022