Ὁ Δικαστής Antonin Scalia ἀνάχωμα κατά τῆς Τυραννίας

Ὁ Δικαστής Antonin Scalia
 ἀνάχωµα κατά τῆς Τυραννίας
καί ὑπερασπιστής
 τοῦ ἐξέχοντος ρόλου τῆς Θρησκείας

 

Antonin Scalia (1936-2016) ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς σηµαντικότερους νοµικούς τῶν Ἡνωµένων Πολιτειῶν. Ἦταν τέκνο µεταναστῶν ἀπό τή Σικελία καί φοίτησε σέ Ρωµαιοκαθολικό Γυµνάσιο στή Νέα Ὑόρκη καί ἀργότερα στό Πανεπιστήµιο τοῦ Harvard. Ἀφοῦ ἐργάσθηκε ἀρχικά ὡς δικηγόρος καί ὡς καθηγητής νοµικῆς, προτάθηκε τό 1986 ἀπό τήν κυβέρνηση τοῦ R. Reagan γιά τή θέση τοῦ δικαστῆ στό Ἀνώτατο Δικαστήριο τῶν Η.Π.Α. (Supreme Court), ἡ δέ ἐκλογή του ἐγκρίθηκε ὁµόφωνα ἀπό τή Γερουσία µέ ψήφους 98-0.

Ἡ θητεία του στό Δικαστήριο χαρακτηρίσθηκε ἀπό τήν ἐπιµονή του στήν τήρηση τοῦ Συντάγµατος καί ἰδιαίτερα τῆς ἀρχῆς τῆς διάκρισης τῶν ἐξουσιῶν, στήν ὑπεράσπιση τοῦ παραδοσιακά ἐξέχοντος ρόλου τῆς θρησκείας στόν δηµόσιο χῶρο καί ἀπό τήν ἀντίθεσή του στήν καθιέρωση «νέων» δικαιωµάτων, πού δέν εὕρισκαν σαφῆ στήριξη στό Σύνταγµα, ὅπως τοῦ δικαιώµατος στήν ἔκτρωση. Διακρίθηκε δέ γιά τή µόρφωσή του, τήν ξεχωριστή του ἱκανότητα στήν ἀνάλυση τῶν νοµικῶν ἐννοιῶν, καθώς καί γιά τήν ἐκφραστικότητα τῶν διατυπώσεών του.

Οἱ ἰδεολογικοί ἀντίπαλοί του τόν χαρακτήρισαν µέ εὐκολία, ὅπως εὔλογα θά ἀνέµενε κανείς, ὡς ἡγετική µορφή τοῦ νοµικοῦ συντηρητισµοῦ. Ἕνας, ὅµως, πιό νηφάλιος παρατηρητής θά συµφωνοῦσε µέ τήν ἐπισήµανση τῶν Laurence Tribe καί Joshua Matz σχετικά µέ τήν βαθύτερη ἀφοσίωση τοῦ Scalia: «Συνήθως ἀποκλίνει ἔντονα πρός τόν συντηρητισµό. Ὅµως, ἡ ἀφοσίωσή του καί ὁ σεβασµός του στό ἀρχικό καί προφανές νόηµα τοῦ Συντάγµατος µποροῦν νά τόν ὁδηγήσουν στό νά ὑποστηρίξει ἀπόψεις, οἱ ὁποῖες κανονικά θεωροῦνται φιλελεύθερες» (βλ. Laurence Tribe-Joshua Matz, «Uncertain Justice-The Roberts Court and the Constitution», Ηenry Holt and Co, σελ.8).

Ἡ τελευταία αὐτή παρατήρηση εἶναι καί ὁ λόγος, γιά τόν ὁποῖο θά ἀναφερθοῦµε ἐδῶ πολύ συνοπτικά σέ κάποιες ἀπό τίς βασικές ἰδέες τοῦ Antonin Scalia, τῶν ὁποίων ἡ ἰδιαίτερη σηµασία εἶναι µέν διαχρονική καί πρέπει νά ἀπασχολεῖ κάθε νοµικό καί εὐρύτερα κάθε πολίτη, ἀλλά ἀναδείχθηκε ἀκόµη περισσότερο στίς ἡµέρες µας, κατά τίς ὁποῖες σηµειώθηκε µιά βαθύτατη, ἀλλά ἀκόµη µή ἀντιληπτή πλήρως, ἀναστάτωση τῶν βασικῶν νοµικῶν ἰδεῶν καί θεσµῶν, ἡ ὁποία ἴσως νά ὁδηγήσει καί στή σταδιακή διάβρωση, ἄν ὄχι κατάρρευσή τους.

Μιά, λοιπόν, ἀπό τίς κυριώτερες µέριµνες τοῦ Scalia ἦταν διαφύλαξη τῆς ἀρχῆς τῆς διάκρισης τῶν ἐξουσιῶν, δηλαδή τῆς νοµοθετικῆς, τῆς ἐκτελεστικῆς καί τῆς δικαστικῆς ἐξουσίας, οὕτως ὥστε τά ὄργανα-φορεῖς τῆς µιᾶς λειτουργίας καί κυρίως τῆς δικαστικῆς νά µήν ὑποβαθµίζονται σέ ὑπάκουους ἐκτελεστές τῶν θελήσεων τῆς ἄλλης. Γιά τόν Scalia διαφύλαξη τῆς ἀνεξαρτησίας αὐτῆς ἀποτελεῖ τό µόνο πραγµατικό ἀνάχωµα κατά τῆς τυραννίας, διότι ὅταν ἡ ἀνεξαρτησία αὐτή ἐλλείπει, ὁποιαδήποτε γραπτή ἀπαρίθµηση «ἀτοµικῶν δικαιωµάτων», ὁσοδήποτε µακρά καί πλήρης καί ἐάν εἶναι, θά ἰσοδυναµοῦσε µέ ἕνα ἁπλό «χάρτινο ἐµπόδιο», µή δυνάµενο νά ἀνακόψει τήν προέλαση τοῦ ὁλοκληρωτισµοῦ. Σέ µιά ὁµιλία του (στό «Scalia speaks, Reflections on Law, Faith and Live well lived», ἐκδ. Crown Forum, σελ. 217) θά δώσει ἱστορικά παραδείγµατα γιά νά ἐξηγήσει τήν ἄποψή του: «Κάθε φαντασµένος δικτάτορας στόν κόσµο, κάθε «µπανανο-δηµοκρατία», κάθε ἰσόβιος κυβερνήτης κυβερνᾶ µέ µιά χάρτα ἀτοµικῶν δικαιωµάτων χάρτα ἀτοµικῶν δικαιωµάτωντῆς Ἕνωσης Σοβιετικῶν Σοσιαλιστικῶν Δηµοκρατιῶν (Ε.Σ.Σ.Δ.) περιεῖχε ἐγγυήσεις πολύ πιό ἐκτεταµένες ἀπό τίς δικές µας (ἐνν. τῶν Η.Π.Α.). Δέν ἦταν ὅµως τίποτε ἄλλο ἀπό λέξεις ἐπάνω σέ χαρτί, αὐτό πού οἱ Νοµοθέτες µᾶς ὀνόµαζαν «parchment barrier» (=ἐµπόδιο ἀπό περγαµηνή). … Ὁ πραγµατικός τρόπος συγκρότησης τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης, ἡ δοµή τῆς διακυβέρνησής της, δέν ἐµπόδιζε τήν συγκέντρωση τῆς ἐξουσίας σέ ἕνα πρόσωπο ἤ σέ ἕνα κόµµα. Μόλις αὐτό συµβεῖ, πιό ἀξιοθαύµαστη χάρτα ἀτοµικῶν δικαιωµάτων µπορεῖ νά παραµεριστεῖ». Αὐτό πού γιά κράτη µέ ἄλλη νοµική παράδοση, ὅπως τά Εὐρωπαϊκά, θά συνιστοῦσε συνταγή γιά «ἀδιέξοδο» καί «ἀκυβερνησία», συνιστᾶ, γιά τόν Scalia, τήν ἐπιτοµή τῆς προστασίας τῶν ἀτοµικῶν δικαιωµάτων: «Εἶναι ἀκριβῶς αὐτή ἡ διασπορά τῆς ἐξουσίας, γιά τήν ὁποία οἱ Νοµοθέτες µας πίστευαν ὅτι θά ἀποτελοῦσε τό πρωταρχικό προπύργιο τῶν µειονοτήτων ἐνάντια στήν τυραννία τῆς πλειοψηφίας». Ἀπευθυνόµενος δέ στά µέλη τῆς Βουλῆς τῶν Ἀντιπροσώπων τῶν Η.Π.Α. θά πεῖ: «Εἶναι πολύ γιά µένα νά προσδοκῶ ὅτι θά µάθετε νά ἀγαπᾶτε τά πολλά (συνταγµατικά) ἐµπόδια πού θά φράζουν τήν ἐκπλήρωση τῶν θεληµάτων σας. Ἀλλά ἐλπίζω ὅτι θά τά ἀποδεχθεῖτε, καί ὅτι µάλιστα θά τά σεβαστεῖτε, ὡς οὐσιώδη συστατικά τῆς µεγάλης δηµοκρατικῆς πολιτείας µας».

Αὐτός σεβασµός στήν ἐλευθερία καί τήν προσωπική ἀξία τοῦ κάθε ἀνθρώπου, τόν ὁποῖο, κατά τήν ἐκτίµησή µας, ἐνέπνευσε στόν Antonin Scalia συνειδητή καί θερµή Χριστιανική του πίστη, τόν ὁδήγησε στό νά υἱοθετήσει µιά µέθοδο ἑρµηνείας τοῦ Συντάγµατος τῶν Η.Π.Α., ἡ ὁποία ἔχει κωδικοποιηθεῖ ὡς «originalism» (ἀπό τό origin πού σηµαίνει καταγωγή, ἀρχή, ρίζα) καί ὡς «textualism» (ἀπό τό text πού σηµαίνει κείµενο, γραπτό) καί ἔχει παρερµηνευθεῖ ὡς «νοµικός συντηρητισµός».

Ὁ ἴδιος θά πεῖ: «Εἶµαι µέλος µιᾶς µικρῆς, ἀλλά ἐπίµονης ὁµάδας δικαστῶν καί ἀκαδηµαϊκῶν στίς Ἡνωµένες Πολιτεῖες, πού ἔχουν προσχωρήσει στή µέθοδο ἑρµηνείας τοῦ Συντάγµατος πού εἶναι γνωστή ὡς «originalism». Οἱ ὁπαδοί της πιστεύουν ὅτι οἱ προβλέψεις τοῦ Συντάγµατος ἔχουν ἕνα καθορισµένο νόηµα, τό ὁποῖο δέν ἀλλάζει. Σηµαίνουν σήµερα αὐτό πού σήµαιναν ὅταν υἱοθετήθηκαν, τίποτε περισσότερο καί τίποτε λιγότερο» (στό «Scalia speaks, Reflections on Law, Faith and Live well lived», σελ. 188). Τήν ἀντίθετη ἑρµηνευτική µέθοδο πρός ἐκείνη τοῦ «originalism», ὅτι δηλαδή τό νόηµα τοῦ Συντάγµατος µέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ἀλλάζει καί ὅτι αὐτό πού τό Σύνταγµα ἀπαγόρευε στό παρελθόν, τώρα τό ἐπιτρέπει καί ὅτι αὐτό πού ἐπέτρεπε, τώρα τό ἀπαγορεύει, ὑποστηρίζουν στίς Η.Π.Α., ἀλλά καί στήν Εὐρώπη, ἐκεῖνοι πού ἀντιµετωπίζουν τό Σύνταγµα ὡς ἕνα «ζωντανό ἔγγραφο» (living instrument), τό ὁποῖο ἀλλάζει γιά νά ἐξυπηρετήσει κοινωνικές καί πρακτικές ἀνάγκες. Κατά τήν ἄποψη αὐτή ὁ ἑρµηνευτής τοῦ Συντάγµατος, ἀντίθετα ἀπό τόν ἑρµηνευτή τῶν κοινῶν νόµων, πρέπει νά λαµβάνει ὑπόψη του ὅτι τό Σύνταγµα «πρέπει νά ἀναπτύσσεται, νά ἀλλάζει καί νά ἐκτείνεται». Ἔτσι, σύµφωνα µέ τόν ἐπίσης Ἀµερικανό δικαστή Ol. Holmes: «Οἱ προβλέψεις τοῦ Συντάγµατος δέν εἶναι µαθηµατικοί τύποι…εἶναι ζωντανοί ὀργανισµοί». Στό ἴδιο πνεῦµα τῆς χρήσης βιολογικῶν µεταφορῶν ὁ Πρόεδρος τῶν Η.Π.Α. W. Wilson εἶχε γράψει τό 1912 ὅτι: «ἡ Κοινωνία .. πρέπει νά ὑπακούσει στούς νόµους τῆς ζωῆς καί ὄχι τῆς µηχανικῆς. Πρέπει νά ἀναπτυχθεῖ. Αὐτό πού ζητοῦν οἱ προοδευτικοί εἶναι ἡ ἄδεια –σέ µιά ἐποχή πού ἡ «ἀνάπτυξη», ἡ «ἐξέλιξη» εἶναι ἡ λέξη τῆς ἐπιστήµης– νά ἑρµηνεύσουν τό Σύνταγµα σύµφωνα µέ τήν ἀρχή τοῦ Δαρβίνου. Αὐτό πού ζητοῦν εἶναι ἡ ἀναγνώριση τοῦ γεγονότος ὅτι ἕνα ἔθνος εἶναι κάτι τό ζωντανό καί ὄχι µιά µηχανή» (Jef Shesol, «Supreme Power-Franklin Roosvelt and the Supreme Court», W.W.Norton and Co, σελ.47). Ὡς γνωστόν, προϊόν αὐτῆς τῆς ἑρµηνευτικῆς µεθόδου ἦταν ἡ ἀναγνώριση τοῦ δικαιώµατος στήν ἔκτρωση, ἑνός «νέου» δικαιώµατος, τό ὁποῖο στήν πραγµατικότητα δέν κατοχυρώνεται ρητά στό Σύνταγµα τῶν Η.Π.Α. καί πού τό Supreme Court θέλησε νά «ἀνακαλύψει» ὡς ὑπονοούµενο στίς διατάξεις τοῦ Συντάγµατος γιά τήν προστασία τῆς ἰδιωτικῆς ζωῆς.

Γιά τόν Antonin Scalia, ὅµως, ἡ υἱοθέτηση µιᾶς τέτοιας ἑρµηνευτικῆς µεθόδου, ὅσο ἑλκυστική καί προοδευτική καί ἄν, ἐκ πρώτης ὄψεως, φαίνεται, ὁδηγεῖ στήν πραγµατικότητα στή διαµόρφωση µιᾶς ἀριστοκρατίας τῶν δικαστῶν ἐκείνων πού δεσµευτικά ἑρµηνεύουν τό ἑκάστοτε Σύνταγµα (καί ὅσων, βέβαια, διορίζουν ἤ ἄλλως ἐλέγχουν τούς δικαστές αὐτούς), τοῦτο δέ σέ καταφανῆ παραβίαση τῆς ἀρχῆς τοῦ κράτους δικαίου, σύµφωνα µέ τήν ὁποία «κυβερνώµαστε ἀπό τούς νόµους καί ὄχι ἀπό ἀνθρώπους», καί µάλιστα ἀπό νόµους πού θεσπίζονται ἀκριβῶς γιά νά παραµένουν σταθεροί, ἀναγκαστικοί καί ἀνθεκτικοί καί ὄχι γιά νά ἀλλάζουν συνεχῶς, ὁπότε ἡ θέσπισή τους θά ἔχανε κάθε νόηµα. Γιά τόν Scalia, οἱ νόµοι θά πρέπει µάλιστα νά ἑρµηνεύονται σύµφωνα µέ τό πιό πιθανό καί προφανές νόηµα τῶν λέξεων πού χρησιµοποιοῦνται στή διατύπωσή τους, λαµβάνοντας, βέβαια, ὑπόψη καί τό σύνολο τῶν νόµων µέ τούς ὁποίους θά πρέπει νά ἐναρµονιστοῦν. Τό δέ ἐρώτηµα πού θά πρέπει νά θέτει ὁ ἑρµηνευτής τοῦ Συντάγµατος εἶναι: «Ποιά ἦταν ἡ πιό εὔλογη/προφανής σηµασία τῶν λέξεων τοῦ (ἑκάστοτε) Συντάγµατος γιά τήν κοινωνία πού τό θέσπισε;» Στό πλαίσιο µιᾶς τέτοιας ἑρµηνείας δέν πρέπει νά λαµβάνονται ὑπόψη οὔτε οἱ τυχόν κρυφές ἐπιδιώξεις τῶν ἑκάστοτε νοµοθετῶν, οὔτε  θεωρήσεις γιά τό ποιό «θά ἔπρεπε», κατά τίς ἰδεολογικές ἀπόψεις τοῦ καθενός, νά εἶναι τό νόηµα τῶν λέξεων πού χρησιµοποιήθηκαν στό Σύνταγµα. Ἄν δέ ὁ δικαστής δέν συµφωνεῖ µέ τό Σύνταγµα, τότε θά πρέπει νά παραιτηθεῖ ἤ ἐνδεχοµένως νά ξεκινήσει µιά ἐπανάσταση, θά παρατηρήσει ὁ Scalia.

Ἐνδεικτική σχετικά µέ τήν καθιέρωση µιᾶς δικαστικῆς ἀριστοκρατίας εἶναι ἡ ἑξῆς ἱστορική παρατήρησή του: «Γιά κάποιον καιρό, τό Ἀνώτατο Δικαστήριο τῶν Η.Π.Α. ἦταν τό ἀντικείµενο τῆς ζήλιας τοῦ δικαστικοῦ κόσµου. Ἄ, σκέφτονταν οἱ ξένοι δικαστές, µακάρι νά εἴχαµε ὅλοι τέτοια ἐξουσία γιά νά κάνουµε τό καλό! Καί τότε, µέ τήν δηµιουργία τῶν Συνταγµατικῶν δικαστηρίων στήν Εὐρώπη καί τελικῶς µέ τήν ἵδρυση τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου τῶν Ἀνθρωπίνων Δικαιωµάτων, «ἡ Ἐξουσία νά Κάνει τό Καλό» περιῆλθε στά χέρια τοῦ κάθε δικαστῆ, ἤ τουλάχιστον τοῦ κάθε δικαστῆ µέ τήν ἐξουσία νά ἀκυρώνει νοµοθετικές πράξεις. Τό Δικαστήριο τῶν Ἀνθρωπίνων Δικαιωµάτων γρήγορα υἱοθέτησε τήν πρόταση ὅτι ἡ Σύµβαση τῶν Ἀνθρωπίνων Δικαιωµάτων εἶναι ἕνα «living instrument», τό ὁποῖο θά πρέπει νά ἑρµηνεύεται ὑπό τό φῶς τῶν συγχρόνων συνθηκῶν. Καί ἔτσι ὁ κόσµος, ἤ τουλάχιστον ἡ Δύση, ἔφθασε στό παρόν στάδιο τῆς δικαστικῆς ἡγεµονίας» (στό «Scalia speaks, Reflections on Law, Faith and Live well lived», σελ. 266).

Ὁ Scalia δέν παραγνωρίζει ὅτι, ὅπως ἐπισηµαίνουν οἱ ὀπαδοί τῆς ἀντίθετης ἑρµηνευτικῆς µεθόδου,  εἶναι πράγµατι πιθανόν νά παρουσιαστοῦν περιστάσεις, κατά τίς ὁποῖες τό ὑπάρχον Σύνταγµα δέν δίνει λύση. Ἡ ἁπλή διέξοδος πού προτείνει, ὅµως, σέ µιά τέτοια περίσταση δικαιώνει, νοµίζουµε, τόν χαρακτηρισµό του ὡς ἑνός ἀνθρώπου πού σέβεται ἀληθινά τόν λαό του καί τοῦ ἀναγνωρίζει τό δικαίωµα νά ἀποφασίζει αὐτός γιά τήν ζωή του: «Μόνο ὁ λαός (καί ἑποµένως ὄχι µόνοι τους οἱ δικαστές ἤ ἄλλη µειονότητα) µποροῦν νά ἐπιφέρουν ἀλλαγές, τροποποιῶντας τό Σύνταγµα». Δίδει δέ καί ἕνα ἱστορικό παράδειγµα σχετικό: «Ἔτσι, τό 1920, ὅταν εἶχε πιά γίνει γενικῶς ἀποδεκτό ὅτι οἱ γυναῖκες ἔπρεπε νά ἔχουν τό δικαίωµα ψήφου, τό Ἀνώτατο Δικαστήριο τῶν Η.Π.Α. δέν διακήρυξε ὅτι ἡ διάταξη τοῦ Συντάγµατος «Περί τῆς ἴσης προστασίας» εἶχε «προσλάβει» µιά σηµασία τήν ὁποία δέν εἶχε ποτέ πρίν (ὅτι δηλαδή οἱ γυναῖκες ἔχουν δικαίωµα ψήφου). Ἀλλά ὁ λαός ψήφισε τήν 19η Τροπολογία τοῦ Συντάγµατος, ζητῶντας ἀπό κάθε Πολιτεία νά παραχωρήσει στίς γυναῖκες τό δικαίωµα ψήφου» (στό «Scalia speaks, Reflections on Law, Faith and Live well lived», σελ. 265).

Ὅσα ἀναφέραµε ἀποτελοῦν, ἱκανά στοιχεῖα γιά νά τεκµηριώσουν τήν ἄποψη ὅτι ὁ Antonin Scalia δέν ἦταν ἕνας ὀπαδός ἑνός κακῶς ἐννοουµένου συντηρητισµοῦ, ὅπως συνήθως παρουσιάζεται, ἀλλά ἕνας δικαστής µέ σεβασµό στή δηµοκρατία καί σέ κάθε ἄνθρωπο χωριστά. Ταυτόχρονα, ὅµως, ὅσα ἀναφέραµε ἀποτελοῦν ἕνα ἀκόµη  χαρακτηριστικό παράδειγµα, πού ἀποδεικνύει ὅτι χρειάζεται ἰδιαίτερη προσοχή στό νά διακρίνει κανείς τούς φίλους ἀπό τούς ἐχθρούς της ἐλευθερίας καί τῆς δηµοκρατίας.

Νοµοµαθής

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 237

Μάϊος 2022