«Ο ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ,
ΠΡΕΣΒΕΙΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ ΕΠΙ ΓΗΣ»*
Φαντάζει ἀπίστευτο, καί ὅµως ἔχουν περάσει ἤδη δύο χρόνια ἀπό τήν ἐµφάνιση τῶν πρώτων φορέων κορῶνα-ἰοῦ στή χώρα µας, τό Φεβρουάριο τοῦ ἔτους 2020. Στό διάστηµα αὐτό ἡ Κυβέρνηση ἔχει ἐκδώσει µεγάλο ἀριθµό Πράξεων Νοµοθετικοῦ Περιεχοµένου καί Κοινῶν Ὑπουργικῶν Ἀποφάσεων, µέ τίς ὁποῖες λαµβάνονται µέτρα γιά τήν ἀποτροπή τῆς διάδοσης τοῦ κορῶνα-ἰοῦ.
Ἕνα ἀπό τά ἐν λόγῳ µέτρα ἐπιτάσσει τήν εἴσοδο τῶν προσώπων στούς χώρους λατρείας πρός τό σκοπό συµµετοχῆς σέ κάθε εἴδους θρησκευτικῆς τελετῆς, µόνο ἐφ’ ὅσον κατά τήν εἴσοδό τους ὑποχρεωτικά ἐπιδείξουν πιστοποιητικό ἐµβολιασµοῦ ἤ πιστοποιητικό νόσησης ἤ βεβαίωση ἀρνητικοῦ διαγνωστικοῦ ἐλέγχου. Ὁ ἔλεγχος τῶν πιστοποιητικῶν διενεργεῖται «µέ εὐθύνη τῶν οἰκείων θρησκευτικῶν ἀρχῶν».
Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τήν εἴσοδο τῶν πολιτῶν στά ἐµπορικά καταστήµατα. Καί σέ αὐτά οἱ πολῖτες εἰσέρχονται µόνο µέ πιστοποιητικό ἐµβολιασµοῦ ἤ πιστοποιητικό νόσησης ἤ βεβαίωση ἀρνητικοῦ διαγνωστικοῦ ἐλέγχου. Τό γεγονός, ὅτι στήν πράξη οἱ κυβερνῶντες δέν διακρίνουν τούς Ἱερούς Ναούς ἀπό τά ἐµπορικά καταστήµατα καταδεικνύει τήν ἀπιστία καί τό ἄηθες ἦθος τους, ἐνῷ παραβιάζει κατάφωρα τήν ἐλευθερία τῆς λατρείας.
Ἡ ἐλευθερία τῆς λατρείας κατοχυρώνεται στή δεύτερη παράγραφο τοῦ ἄρθρου 13 τοῦ Συντάγµατος, ὅπου ὁρίζεται: «Κάθε γνωστή θρησκεία εἶναι ἐλεύθερη καί τά σχετικά µέ τή λατρεία της τελοῦνται ἀνεµπόδιστα ὑπό τήν προστασία τῶν νόµων. Ἡ ἄσκηση τῆς λατρείας δέν ἐπιτρέπεται νά προσβάλλει τή δηµόσια τάξη ἤ τά χρηστά ἤθη. Ὁ προσηλυτισµός ἀπαγορεύεται». Σαφῶς προκύπτει ἀπό τή συγκεκριµένη διάταξη τοῦ Συντάγµατος, πώς, µοναδικά ὅρια τῆς ἐλευθερίας τῆς λατρείας ἀποτελοῦν, ἡ δηµόσια τάξη καί τά χρηστά ἤθη. Δέν ὑπόκειται σέ κανένα ἄλλο περιορισµό. Εἶναι ἀντισυνταγµατικό, ἑποµένως, νά ἐξαρτᾶται ἡ ἄσκηση τῆς λατρείας ἀπό τόν ἐµβολιασµό ἤ ἀπό τήν ἐπίδειξη ὁποιουδήποτε πιστοποιητικοῦ.
Οἱ δέ Ἱεροί Ναοί δέν εἶναι ἁπλοί κλειστοί χῶροι, ὅπως συχνά, δυστυχῶς, ὑποστηρίζεται. Στήν Ἐκκλησία διδασκόµαστε, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Πρεσβεία τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν ἐπί γῆς»1. Ἡ διδασκαλία αὐτή, µᾶς φέρνει στό νοῦ µας τή λεγοµένη «θεωρία τῆς ἐξωεδαφικότητας». Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία διδάσκεται στό Διεθνές Δίκαιο, καί συνίσταται στήν «ἀντίληψη, ὅτι οἱ χῶροι τῆς πρεσβείας ἀποτελοῦν ἔδαφος τοῦ διαπιστεύοντος κράτους»2.
Ἡ θεωρία τῆς ἐξωεδαφικότητας δέν ὑποστηρίζεται εὐρέως στίς ἡµέρες µας, καθώς θεωρήθηκε «ἔκφραση τοῦ γενικοῦ κλίµατος τῆς ἀποικιοκρατίας»3. Ἡ Πρεσβεία ξένου κράτους στό κράτος ὑποδοχῆς, παραµένει ὡστόσο πάντοτε ἄσυλο, ἐνῷ ἡ διπλωµατική ἀποστολή καί τά µέλη της, ἀπολαµβάνουν εἰδικές ἀσυλίες καί προνόµια. Ὅπως ἀναφέρει τό προοίµιο τῆς Σύµβασης τῆς Βιέννης τοῦ 1961, περί Διπλωµατικῶν Σχέσεων: «Σκοπός τῶν προνοµίων καί ἀσυλιῶν εἶναι, ὄχι νά εὐνοήσει τά ἄτοµα, ἀλλά νά ἐξασφαλίσει τήν ἀποτελεσµατική ἐκπλήρωση τῶν λειτουργιῶν τῶν διπλωµατικῶν ἀποστολῶν ὡς ἐκπροσώπων τῶν κρατῶν».
Στό ἀνωτέρω ἀπόσπασµα, ἀπηχεῖται ἡ κρατοῦσα σήµερα «θεωρία τῶν λειτουργικῶν ἀναγκῶν», σύµφωνα µέ τήν ὁποία «οἱ ἀσυλίες καί τά προνόµια παρέχονται γιά νά ἐπιτρέπουν στή διπλωµατική ἀποστολή καί τά µέλη της, νά ἐπιτελοῦν ἀποτελεσµατικά τήν ἀποστολή τους»4.
Τό ἀπαραβίαστο τῶν χώρων τῆς διπλωµατικῆς ἀποστολῆς, καθιερώθηκε ἐθιµικά. Ἤδη ἀπό τό ἔτος 1895, τό Ἰνστιτοῦτο Διεθνοῦς Δικαίου τόνισε ὅτι: «τό ἀπαραβίαστό τῶν χώρων τῆς Πρεσβείας συνίσταται στήν προστασία τῆς πρεσβείας καί τῶν προσώπων πού τήν ἀποτελοῦν ἀπό ὁποιαδήποτε προσβολή, ἐπίθεση ἤ ἄλλη βίαιη ἐνέργεια». Κατοχυρώνεται, ὅµως, σήµερα καί στό ἄρθρο 22 τῆς Σύµβασης τῆς Βιέννης τοῦ 1961.
Παραθέτουµε εὐθύς ὁλόκληρο τό ἄρθρο 22 τῆς Σύµβασης τῆς Βιέννης: «1. Οἱ χῶροι τῆς ἀποστολῆς εἶναι ἀπαραβίαστοι. Δέν ἐπιτρέπεται εἰς πρόσωπα ἐνεργοῦντα ἐκ µέρους τοῦ παρ’ ὧ ἡ διαπίστευσις Κράτους νά εἰσέρχωνται ἐν αὐτοῖς, εἰ µή τῇ συγκαταθέσει τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς ἀποστολῆς. 2. Τό παρ’ ᾧ ἡ διαπίστευσις Κράτος ἔχει τήν εἰδικήν ὑποχρέωσιν νά λαµβάνῃ πάντα τά προσήκοντα µέτρα ἵνα ἐµποδίσῃ ὅπως οἱ χῶροι τῆς ἀποστολῆς καταληφθῶσιν ἤ ὑποστῶσιν ζηµίας, ὅπως ἡ εἰρήνη τῆς ἀποστολῆς διαταραχθῆ ἤ ἡ ἀξιοπρέπειά της ὑποστῇ µείωσιν. 3. Οἱ χῶροι τῆς ἀποστολῆς, ἡ ἐπίπλωσίς των καί τά λοιπά ἐπί τούτων εὑρισκόµενα εἴδη, ὡς καί τά µεταφορικά µέσα τῆς ἀποστολῆς, χαίρουσιν ἀσυλίας ἐξ ἐρεύνης, ἐπιτάξεως, κατασχέσεως ἤ ἐκτελεστικῶν µέτρων».
Τό ἀπαραβίαστο τῶν χώρων τῆς διπλωµατικῆς εἶναι ἀπόλυτο· δέν προβλέπεται καµία ἐξαίρεση σέ αὐτό.
Ὅπως, οἱ χῶροι τῆς πρεσβείας ξένου κράτους στό κράτος ὑποδοχῆς, εἶναι ἀπαραβίαστοι, ἔτσι καί ὁ Ἱερός Ναός ὡς πρεσβεία τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν ἐπί γῆς εἶναι ἀπαραβίαστος. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἄσυλο ἀπό ἀρχαιοτάτων χρόνων, ὥστε νά µπορεῖ νά ἐπιτελεῖ ἀπρόσκοπτα τήν πνευµατική ἀποστολή της καί νά διαπλάθει Ἁγίους. Εἶναι ἄσυλο µέχρι τίς ἡµέρες µας ὁ Ἱερός Ναός, ὅπως προκύπτει ἀπό τό ἄρθρο 278 τοῦ Κώδικα Ποινικῆς Δικονοµίας, τό ὁποῖο ὁρίζει ὅτι «(σ)ύλληψη δέν µπορεῖ νά γίνει ὅσο διαρκεῖ ἡ ἱερουργία, σέ οἴκηµα πού προορίζεται γιά τή Θεία Λατρεία» (ἄρθρο 278 παρ. 1 περίπτωση α τοῦ Κώδικα Ποινικῆς Δικονοµίας).
Σύµφωνα µάλιστα µέ τόν κατοχυρωµένο στήν πρώτη παράγραφο τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγµατος Πατριαρχικό Τόµο τῆς κθ’ (29) Ἰουνίου 1850, «ἡ ἐν τῷ Βασιλείῳ τῆς Ἑλλάδος Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, Ἀρχηγόν ἔχουσα καί κεφαλήν, ὡς καί πᾶσα ἡ Καθολική καί Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, τόν Κύριον καί Θεόν καί Σωτῆρα ἡµῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ὑπάρχῃ τοῦ λοιποῦ κανονικῶς αὐτοκέφαλος, ὑπερτάτην Ἐκκλησιαστικήν ἀρχήν γνωρίζουσα Σύνοδον διαρκῆ, συνισταµένην ἐξ Ἀρχιερέων, προσκαλουµένων ἀλληλοδιαδόχως κατά τά πρεσβεία τῆς χειροτονίας, Πρόεδρον ἔχουσαν τόν κατά καιρόν Ἱερώτατον Μητροπολίτην Ἀθηνῶν, καί διοικοῦσαν τά τῆς Ἐκκλησίας κατά τούς Θείους καί Ἱερούς Κανόνας ἐλευθέρως καί ἀκωλύτως ἀπό πάσης κοσµικῆς ἐπεµβάσεως».
Δέν συνιστᾶ ἀπαγορευµένη κοσµική ἐπέµβαση στά τῆς Ἐκκλησίας ἡ θέσπιση τῆς ὑποχρέωσης εἰσόδου στούς Ναούς µόνο µέ τήν ἐπίδειξη πιστοποιητικοῦ; Μήπως οἱ κρατοῦντες ἔχουν µπερδέψει τούς Ἱερούς Ναούς µέ τά νυχτερινά κέντρα, ὅπου διενεργεῖται ἔλεγχος τῶν εἰσερχοµένων προσώπων (τό λεγόµενο face control); Ἐπίσης, δέν διαταράσσεται ἡ εἰρήνη καί ἡ εὐταξία στό Ναό, ἄν οἱ ὑπηρετοῦντες σέ αὐτόν κατά τήν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας διενεργοῦν ἔλεγχο πιστοποιητικῶν; Ἡ εἰρήνη τῆς διπλωµατικῆς ἀποστολῆς ἀπαγορεύεται νά διαταραχθεῖ, σύµφωνα µέ τήν δεύτερη παράγραφο τοῦ ἀνωτέρῳ ἄρθρου 22 τῆς Σύµβασης τῆς Βιέννης. Ἡ εἰρήνη µέσα στόν Ἱερό Ναό, τήν ὥρα µάλιστα τῆς Θείας Λειτουργίας, πῶς εἶναι δυνατόν νά ἐπιτρέψουµε νά διαταραχθεῖ;
Ἄς ἐπιστρέψουµε, ὅµως στό Διεθνές Δίκαιο. Τό Διεθνές Δίκαιο πού διέπει τίς διπλωµατικές καί προξενικές σχέσεις µεταξύ τῶν κρατῶν ὁρίζει ὅτι, ὄχι µόνο οἱ χῶροι τῆς διπλωµατικῆς ἀποστολῆς εἶναι ἀπαραβίαστοι, ἀλλά ἀπαραβίαστο εἶναι καί τό πρόσωπο τοῦ διπλωµατικοῦ ἀντιπροσώπου!
Τό ἀπαραβίαστο τοῦ προσώπου τοῦ διπλωµατικοῦ ἀντιπροσώπου κατοχυρώνεται στό ἄρθρο 29 τῆς Σύµβασης τῆς Βιέννης καί ἔχει δύο πτυχές: Ἀφ’ ἑνός, δέν ὑπόκειται ὁ διπλωµατικός ἀντιπρόσωπος σέ σύλληψη ἤ κράτηση ὁποιασδήποτε µορφῆς. Ἀφ’ ἑτέρου, τό κράτος ὑποδοχῆς ὀφείλει νά µεταχειρίζεται τό διπλωµατικό ἀντιπρόσωπο µέ τόν προσήκοντα σεβασµό καί ἔχει ὑποχρέωση νά λαµβάνει ὅλα τά προσήκοντα µέτρα, ὥστε νά παρεµποδίζεται ὁποιαδήποτε προσβολή κατά τοῦ προσώπου, τῆς ἐλευθερίας καί τῆς ἀξιοπρέπειάς του. Βεβαίως, ὁ διπλωµατικός ἀντιπρόσωπος θά πρέπει νά συµβάλλει µέ τήν κόσµια συµπεριφορά του στήν προστασία του, ἐνῷ ὑποχρεοῦται νά τηρεῖ τούς γενικούς νόµους τοῦ κράτους ὑποδοχῆς.
Ἐφ’ ὅσον, ὅπως προείπαµε ὅτι, ὁ Ἱερός Ναός εἶναι Πρεσβεία τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν ἐπί γῆς, ἑποµένως θά µπορούσαµε νά ποῦµε πώς οἱ Ἱερεῖς εἶναι οἱ Πρεσβευτές τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, καί τό Κράτος ὀφείλει νά τούς ἀντιµετωπίζει µέ σεβασµό. Ἔχει ὑποχρέωση νά λαµβάνει ὅλα τά προσήκοντα µέτρα, ὥστε νά παρεµποδίζεται ὁποιαδήποτε προσβολή κατά τοῦ προσώπου, τῆς ἐλευθερίας καί τῆς ἀξιοπρέπειας τῶν κληρικῶν.
Ὁ κρατικός σεβασµός πρός τό πρόσωπο τοῦ Ἱερέως καί πρός τήν Ἱερωσύνη ἀποτυπώνεται µεταξύ ἄλλων καί στό ἄρθρο 1048, περίπτωση δ΄, τοῦ Κώδικα Πολιτικῆς Δικονοµίας, ὅπου ρητά προβλέπεται ὅτι: «Προσωπική κράτηση δέν διατάσσεται κατά κληρικῶν κάθε βαθµοῦ κάθε γνωστῆς θρησκείας». Ἡ διάταξη αὐτή ἀπαγορεύει τήν προσωπική κράτηση κληρικῶν γιά χρέη πρός ἰδιῶτες. Τήν ἴδια διατύπωση ἔχει καί τό ἄρθρο 4 παρ. 1 στοιχεῖο δ΄ τοῦ νόµου 1867/1989, τό ὁποῖο ἀπαγορεύει τήν προσωπική κράτηση τῶν κληρικῶν κάθε βαθµοῦ καί κάθε γνωστῆς θρησκείας γιά χρέη πρός τό Δηµόσιο.
Ὁ ὀφειλόµενος σεβασµός πρός τούς Κληρικούς, πῶς συµβιβάζεται µέ τίς διώξεις πού ὑφίστανται σήµερα Ἱερεῖς καί Ἀρχιερεῖς τῆς πατρίδας µας, µόνο καί µόνο ἐπειδή κήρυξαν τήν ἀλήθεια καί ὑπερασπίστηκαν τήν πίστη τῶν πατέρων µας, µή ἀνεχόµενοι ἀντισυνταγµατικές διατάξεις πού περιορίζουν τήν ἐλευθερία τοῦ προσώπου καί τήν ἐλευθερία τῆς Λατρείας; Εἶναι πολύ λυπηρό τό γεγονός ὅτι στίς ἡµέρες µας παρατηρεῖται ὁλοένα καί πιό ἀπαξιωτική συµπεριφορά τῶν λαϊκῶν πρός τούς Ἱερεῖς, ὁλοένα καί µεγαλύτερη ἀσέβεια πρός τήν Ἱερωσύνη.
Ὁ Καθηγητής Διεθνοῦς Δικαίου Ἐµµανουήλ Ρούκουνας, τονίζει ὅτι οἱ ἀσυλίες καί τά προνόµια τῆς διπλωµατικῆς ἀποστολῆς καί τῶν διπλωµατικῶν ἀντιπροσώπων, «δικαιολογοῦνται ἐπειδή πρέπει νά ὑπάρχει ἑνιαία προστασία τῶν φορέων τῶν διπλωµατικῶν σχέσεων στό σύγχρονο κόσµο. Ἐξασφαλίζει, λοιπόν, [σ.σ. τό Διεθνές Δίκαιο] αὐξηµένη προστασία σέ ἕνα κόσµο ὅπου ὑπάρχουν διαφορές στήν κρατική ὀργάνωση, τούς τρόπους προστασίας καί τά νοµικά καί θεσµικά πλαίσια ἀπό κράτος σέ κράτος»5. Στόν ἀντίποδα, στή σηµερινή παγκοσµιοποιηµένη κοινωνία καταρρέει κάθε σεβασµός πρός τό ἀνθρώπινο πρόσωπο, καί πρός αὐτούς ἀκόµα τούς Ἱερεῖς, ἀλλά καί ὁ σεβασµός πρός τήν Ἐκκλησία ὡς θεσµό. Κάθε ἱερό καί ὅσιο ἐµπαίζεται, στό ὄνοµα µάλιστα τῆς ὑγείας τῶν ἀνθρώπων! Καί αὐτή ἡ ἄνευ προηγουµένου ἀσέβεια ὀνοµάζεται πρόοδος! Ὡς ποῦ θά φτάσει ἐπί τέλους, ἡ κατάπτωση τοῦ ἀνθρώπινου γένους; Ἄς εὐχηθοῦµε ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου µας, νά φέρει καί τήν ἀνάστασή µας!
Ζωή Ἀγγελικούδη
Νοµικός
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 237
Μάϊος 2022
Ὑποσηµειώσεις
* Ὁ χαρακτηρισµός αὐτός ἐδόθη ἀπό τόν π. Βασίλειον Βολουδάκην, σέ ὁµιλία του στίς 23 Νοεµβρίου 2021 µέ τίτλο «Ἡ ἀνεξιθρησκία δέν εἶναι ἡ ἐπικρατοῦσα ἀθεΐα», ἀναρτηµένη στό κανάλι «Ἐκδόσεις Ὑπακοή» στό Youtube.
- Βλ. τήν ὁµιλία τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου π. Βασιλείου Βολουδάκη, τήν Τρίτη, 23η Νοεµβρίου 2021, µέ τίτλο «Ἡ ἀνεξιθρησκία δέν εἶναι ἡ ἐπικρατοῦσα ἀθεΐα», ἀναρτηµένη στό κανάλι «Ἐκδόσεις Ὑπακοή» στό Youtube.
- Ἐµµανουήλ Ρούκουνα, Διεθνές Δίκαιο ΙΙΙ, Ἐκδόσεις Άντ. Ν. Σάκκουλα, Ἀθήνα 1983, σελ. 27.
- Ἐµµανουήλ Ρούκουνα, ε.α., σελ. 27.
- Ἐµµανουήλ Ρούκουνα, ε.α., σελ. 28.
- Ἐµµανουήλ Ρούκουνα, ε.α., σελ. 28-29.