Η ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ ΕΝΩΝΕΙ ΤΗΝ ΖΩΗ ΜΑΣ (Παροῦσα & Μέλλουσα) ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ!

Η ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ ΕΝΩΝΕΙ
ΤΗΝ ΖΩΗ ΜΑΣ (Παροῦσα & Μέλλουσα)
ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ!

  

ἀριθμός σαράντα κυριαρχεῖ στήν Παλαιά καί στήν Καινή Διαθήκη ὡς προθεσμία, ὡς προετοιμασία, ὡς ὑπόδειξη τοῦ Θεοῦ γιά τήν προσδοκία αὐτῶν πού μᾶς ἔχει ὑποσχεθεῖ. Σημαίνει ἀκόμη καί τήν ὁλοκλήρωση μιᾶς προσπαθείας καί γι’ αὐτό ἀριθμεῖται καί κάθε γενεά, ὑπολογιζομένη στά 40 χρόνια.

Συγχρόνως, ὅμως, ἔχει βιωθεῖ ἱστορικά ἀπό ἐμᾶς –δηλαδή, ἀπό τό ἀνθρώπινο Γένος– καί ὡς διάστημα παιδαγωγίας καί σκληρῆς δοκιμασίας δουλείας, εἴτε αὐτούσιος ὁ ἀριθμός 40, εἴτε πολλαπλασιαζόμενος μέ τόν τέλειο ἀριθμό δέκα, ὁπότε γίνεται 400.

Δέν ἔχω ἰδιαιτέρως ἀσχοληθεῖ μέ τήν διερεύνηση αὐτοῦ τοῦ ἀριθμοῦ. Παρατηρῶ, ὅμως, ὅτι ὁ Θεός μας τόν ἔχει βάλει βαθειά μέσα στή ζωή μας, καί μέ τήν προτροπή Του καθοδήγησε τούς Πατέρες μας, πρό τῆς Σαρκώσεώς Του ἀλλά καί μετά, ὑπενθυμίζοντάς μας μέ τά Γεγονότα Του νά μήν Τόν λησμονήσουμε. Ἄς θυμηθοῦμε κάποιες ἀπό αὐτές τίς ὑπενθυμίσεις, οἱ ὁποῖες ἐναλλάσσονται μεταξύ τοῦ ἀριθμοῦ 40 καί 400:

«ΗΡΑΚΛΗΣ ΜΑΙΝΟΜΕΝΟΣ»

«ΗΡΑΚΛΗΣ ΜΑΙΝΟΜΕΝΟΣ»

 

τραγωδία αὐτή τοῦ Εὐριπίδη (484-406 π.Χ.) δέν ἔχει μέχρι τώρα φιλοξενηθεῖ στήν ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ, διότι κατά τά τελευταῖα 11 χρόνια δέν ἔχει ἀνέβει σέ θέατρο τῆς πατρίδας μας. Ἐντοπίζεται τελευταία παράσταση τοῦ ΕΘΝΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ στήν Ἐπίδαυρο 5 καί 6 Αὐγούστου τοῦ 2011 καί σέ ἄλλα μέρη.

Ἡ ὑπόθεση τοῦ ἔργου ἐκτυλίσσεται στήν Θήβα. Ἡ γυναῖκα τοῦ Ἡρακλῆ Μεγάρα καί τά τρία παιδιά τους μέ τόν πατέρα του Ἀμφιτρύωνα ἔχουν προσπέσει στόν βωμό τοῦ Δία (ἄσυλο), διότι ὁ σφετεριστής τοῦ θρόνου Λύκος θέλει νά τούς ἐξοντώσει. Ὁ Ἡρακλῆς ἀπουσιάζει ἐκτελῶντας τούς ἄθλους πού τοῦ ἀνέθεσε ὁ βασιλέας τῶν Μυκηνῶν Εὐρυσθέας. Τώρα βρίσκεται στόν Ἅδη γιά νά φέρει τόν Κέρβερο. Ἡ Μεγάρα ἐλεεινολογεῖ τήν τύχη τους καί προτείνει νά δραπετεύσουν ἀπό τήν Θήβα. Ὁ Ἀμφιτρύωνας βρίσκει τήν ἰδέα ἐπικίνδυνη καί ἐκφράζει τήν ἐλπίδα εὐνοϊκῆς ἐξελίξεως μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου.

Μπαίνει στήν ὀρχήστρα τοῦ θεάτρου ὁ Χορός, πού ἀποτελεῖται ἀπό γέροντες Θηβαίους, καί ἐκφράζει τήν λύπη του γιά τήν δύσκολη θέση πού βρίσκεται ἡ οἰκογένεια τοῦ Ἡρακλῆ. Ἔρχεται ὁ Λύκος καί μιλᾶ σκληρά στούς ἱκέτες καί περιφρονητικά γιά τόν Ἡρακλῆ. Ὁ Ἀμφιτρύωνας ὑπερασπίζεται τήν ἀνδρεία τοῦ γιοῦ του καί ἐρωτᾶ τόν Λύκο γιατί θέλει νά σκοτώσει τά παιδιά τοῦ Ἡρακλῆ. Ὀργισμένος ὁ Λύκος διατάσσει νά φέρουν ξύλα γιά νά τούς καύσει, μιλᾶ αὐστηρά στόν Χορό πού ἀνταποδίδει τήν ἐπιτίμηση. Ὁ Χορός ἀναφέρεται στούς ἄθλους τοῦ Ἡρακλῆ καί ἐκφράζει τήν λύπη του γιατί ἀδυνατεῖ νά σώσει τά παιδιά τοῦ ἥρωα. Ἡ Μεγάρα ἐπικαλεῖται τήν βοήθεια τοῦ Ἡρακλῆ καί ὁ Ἀμφιτρύωνας τοῦ Δία.

Ὁ Θεός δέν εἶναι ἐδῶ, εἶναι στό δάσος!

Ὁ Θεός δέν εἶναι ἐδῶ, εἶναι στό δάσος!

 

Κάποια μέρα, λίγο πρίν τίς γιορτές τοῦ ἁγίου δωδεκαημέρου βρέθηκα στόν πιό πολυσύχναστο πεζόδρομο τῆς μεγάλης πόλης μέ τόν γιό μου καί εἴπαμε νά καθίσουμε σέ μιά φιλόξενη γωνιά γιά νά ξαποστάσουμε.

Καθισμένοι παρακολουθούσαμε τόν κόσμο πού περιδιάβαινε καί, παρ’ ὅτι γιορτές περιμέναμε, καί ἀπό μόνη της ἡ προσμονή γιά τό χαρμόσυνο γεγονός τῶν Χριστουγέννων θά ἀρκοῦσε γιά νά εἶναι τά πρόσωπα τῶν περαστικῶν φωτεινά καί χαριτωμένα, ἡ εἰκόνα πού ἔφτανε σ’ ἐμᾶς πού τούς παρακολουθούσαμε νά περνοῦν μπροστά μας ἦταν ἐντελῶς διαφορετική· πρόσωπα συνοφρυωμένα, ἀγέλαστα, ἄνθρωποι προβληματισμένοι, καρδιές προφανῶς κλειστές. Ἴδια εἰκόνα ἀκόμη καί οἱ νέοι πού μόνο ἡ νιότη τους θά ἀρκοῦσε γιά νά τούς δίνει φτερά. 

Συλλογιστήκαμε τήν κατάσταση τῶν ἀνθρώπων καί ἀναρωτηθήκαμε, γιατί νά εἶναι ὁ κόσμος ἔτσι καί νά μήν μπορεῖ νά χαρεῖ ἐνῶ ἔχει στή διάθεσή του τόσο πολλά; Καί ἡ σκέψη τοῦ νεαροῦ τῆς παρέας καταλήγει σέ μιά ἀπάντηση αὐθόρμητη: «Πῶς νά μήν εἶναι οἱ ἄνθρωποι ἔτσι ἀφοῦ στήν κοινωνία μας δέν ὑπάρχει ὁ Θεός» καί συνεχίζει: «ὁ Θεός δέν εἶναι ἐδῶ, ὁ Θεός εἶναι στό δάσος!»

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΚΑΙ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΚΑΙ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ

 

πό τόν σεβαστόν καί ἀγαπητόν μας π. Νεκτάριον Μπουραζερίτην ἐλάβαμε μετά χαρᾶς 14 Λειτουργικά καί Τελετουργικά ἐρωτήματα, ἄλλα σύντομα καί ἄλλα μακροσκελῆ. Τόν εὐχαριστῶ ἐγκάρδια, διότι μέ αὐτήν του τήν ἐπιθυμία γιά ἀπαντήσεις μέ ‘‘ὑποχρεώνει’’ νά ἐκπληρώσω -ἔστω καί ἐν μέρει- τό χρέος μου πρός τήν Τελετουργική, χρέος πού ἀνέλαβα μέ τήν ἔκδοση τοῦ πρώτου τόμου.

Βεβαίως δέν εἶναι δυνατόν νά δοθῇ ἀπάντηση σ’ αὐτό τό τεῦχος σέ  ὅλα τά ἐρωτήματα. Θά ἐπιχειρήσουμε, ὅμως, νά ἀρχίσουμε μέ τό πρ[το του ἐρώτημα. Ζητῶ ἐκ προοιμίου τήν  κατανόηση τοῦ π. Νεκταρίου ἀλλά καί ὅλων τῶν ἀναγνωστῶν μας γιά τήν καθυστέρηση ὁλοκληρώσεως ὅλων τῶν ἐρωτημάτων, δεδομένου ὅτι ἀφ’ ἑνός οἱ ὑποχρεώσεις μᾶς ὁδηγοῦν στά τρέχοντα, πού ἀπαιτοῦν ἄμεση διεκπεραίωση, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἡ ἐπικαιρότητα ἀπαιτεῖ καί ἐκείνη τήν προτεραιότητά της.

Ἡ χριστιανική θεώρηση τοῦ Πολίτη ἀπό τίς Ἀστυνομικές Ἀρχές

Ἡ χριστιανική θεώρηση τοῦ Πολίτη
ἀπό τίς Ἀστυνομικές Ἀρχές

 

Στό σύγχρονο Κράτος Δικαίου, ἡ Ἀστυνομία καλεῖται νά ἰσορροπήσει ἀνάμεσα, στήν περιφρούρηση τοῦ δημοσίου συμφέροντος καί τήν προστασία τῶν δικαιωμάτων τοῦ Πολίτη. Τό δημόσιο συμφέρον ἀναφέρεται στό συλλογικό, τό γενικότερο συμφέρον τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου, ἐνῷ τά δικαιώματα προσδιορίζουν τόν Πολίτη ὡς ἄτομο καί ὡς μέλος τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου. Αὐτή ἡ ἀτομική θεώρηση τοῦ Πολίτη, ἡ ὁποία πάντως δέν εἶναι ἀτομικιστική τείνει νά ἐπικρατήσει στίς μέρες μας. Ὁ ἀτομισμός δέν εἶναι ἀπορριπτέος, ἀλλά δέν πρέπει νά ὑπερεκτιμᾶται ἀπό τή δογματική τοῦ δικαίου, γιατί τότε βλάπτει, ἀντί νά ὠφελεῖ τόν ἄνθρωπο.

Τά μοντέρνα ρεύματα τῆς φιλοσοφίας τοῦ δικαίου ὑποστηρίζουν ὅτι τό Κράτος προκειμένου νά διασφαλίζει τήν τάξη καί τή συνεργασία θά πρέπει νά εἶναι σέ θέση νά προβλέπει τή συμπεριφορά τοῦ ἀνθρώπου. Ἕνας ἀπό τούς σημαντικότερους φιλοσόφους στή Γερμανία, ὁ Gunther Jakobs ὑποστήριξε ὅτι ἡ ἐξουσία εἶναι αὐτή πού δίδει μέ νόρμες καί κανονιστικές ἀρχές στό ἄτομο, τόν ρόλο του σέ μία ὁμάδα, τό καθιστᾶ πρόσωπο. [G. Jakobs, Κανονιστική Ἀρχή Πρόσωπο Κοινωνία, (μτφρ. Β. Ρουστοπάνη), ἐκδ. Ἀντ. Σάκκουλας, Ἀθήνα, 2008, σελ. 43, τοῦ ἰδίου, Ἐνοχή καί Πρόληψη, (μτφρ. Κ. Βαθιώτης), ἐκδ. Π.Ν. Σάκκουλας, Ἀθήνα, 2000, σελ. 69-70, Γιά μία κριτική θεώρηση τῆς ἔννοιας τοῦ προσώπου ἀπό θεολογικῆς πλευρᾶς, βλ. π. Β. Βολουδάκης, Ὀρθοδοξία καί Χρ. Γιανναρᾶς, ἐκδ. Ὑπακοή, 1993, Ἀθήνα.].