Ὁ Θεός δέν εἶναι ἐδῶ, εἶναι στό δάσος!
Κάποια μέρα, λίγο πρίν τίς γιορτές τοῦ ἁγίου δωδεκαημέρου βρέθηκα στόν πιό πολυσύχναστο πεζόδρομο τῆς μεγάλης πόλης μέ τόν γιό μου καί εἴπαμε νά καθίσουμε σέ μιά φιλόξενη γωνιά γιά νά ξαποστάσουμε.
Καθισμένοι παρακολουθούσαμε τόν κόσμο πού περιδιάβαινε καί, παρ’ ὅτι γιορτές περιμέναμε, καί ἀπό μόνη της ἡ προσμονή γιά τό χαρμόσυνο γεγονός τῶν Χριστουγέννων θά ἀρκοῦσε γιά νά εἶναι τά πρόσωπα τῶν περαστικῶν φωτεινά καί χαριτωμένα, ἡ εἰκόνα πού ἔφτανε σ’ ἐμᾶς πού τούς παρακολουθούσαμε νά περνοῦν μπροστά μας ἦταν ἐντελῶς διαφορετική· πρόσωπα συνοφρυωμένα, ἀγέλαστα, ἄνθρωποι προβληματισμένοι, καρδιές προφανῶς κλειστές. Ἴδια εἰκόνα ἀκόμη καί οἱ νέοι πού μόνο ἡ νιότη τους θά ἀρκοῦσε γιά νά τούς δίνει φτερά.
Συλλογιστήκαμε τήν κατάσταση τῶν ἀνθρώπων καί ἀναρωτηθήκαμε, γιατί νά εἶναι ὁ κόσμος ἔτσι καί νά μήν μπορεῖ νά χαρεῖ ἐνῶ ἔχει στή διάθεσή του τόσο πολλά; Καί ἡ σκέψη τοῦ νεαροῦ τῆς παρέας καταλήγει σέ μιά ἀπάντηση αὐθόρμητη: «Πῶς νά μήν εἶναι οἱ ἄνθρωποι ἔτσι ἀφοῦ στήν κοινωνία μας δέν ὑπάρχει ὁ Θεός» καί συνεχίζει: «ὁ Θεός δέν εἶναι ἐδῶ, ὁ Θεός εἶναι στό δάσος!»
Στό δάσος; Ποῦ εἶναι αὐτό τό δάσος; Μαθαίνω λοιπόν πώς αὐτό τό δάσος εἶναι ἐκεῖ ὅπου, ὅπως ἀφηγεῖται ὁ πατήρ Χαρίτων τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Κονγκό –μπορεῖτε νά δεῖτε τήν ἀφήγησή του στό διαδίκτυο– ζοῦν ἄνθρωποι σάν κάποιον γέροντα πού ἐπί χρόνια ἔκανε τίς Κυριακές δρόμο 70 χιλιόμετρα νά πάει στήν ἐκκλησία γιά νά Κοινωνήσει Χριστό καί ἄλλον τόσο δρόμο γιά νά γυρίσει πίσω, μέχρι πού γέρασε πολύ καί δέν εἶχε πλέον δυνάμεις. Καί ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος, μόνον ὅταν τόν ἐγκατέλειψαν οἱ δυνάμεις του, τότε ἀναγκάστηκε νά μείνει μακριά ἀπό τό Μέγα Μυστήριο, ἀλλά καί πάλι ζοῦσε μέ τήν προσδοκία ὅτι θά ’ρθεῖ ὁ Χριστός στό χωριό του, ὅπως καί ἔγινε. Ἐκεῖ ὑπάρχει ὁ Θεός καί, ὅπως περιγράφει τή ζωή τῶν ἀνθρώπων ὁ γλαφυρός αὐτός πατήρ φαίνεται πώς, ἐκεῖ οἱ καρδιές εἶναι ἀνοιχτές καί ἄς κατοικοῦν σέ σώματα κακοπαθημένα, λιπόσαρκα καί στερημένα, ἐκεῖ ὅπου ἡ καθημερινή ἐπιβίωση εἶναι ἆθλος, ἐκεῖ ὅπου τό ψωμί εἶναι λιγοστό καί τό φαγητό σπάνιο.
Εἶναι πραγματικά ἀπίστευτο! Ποιός ἀπό ἐμᾶς θά ἔκανε 140 χιλιόμετρα δρόμο γιά νά Κοινωνήσει; Ἐδῶ δέν ἀφιερώνουμε 10 λεπτά νά πᾶμε στό τέλος τῆς Κυριακάτικης Λειτουργίας γιά νά πάρουμε ἔστω ἀντίδωρο. Βλέπετε πόσο τεράστια εἶναι ἡ διαφορά;
Αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια ἀδελφοί μου. Ὁ Θεός δέν εἶναι μαζί μας, δέν εἶναι στίς μεγάλες πόλεις οὔτε στίς πιό μικρές, δέν εἶναι στίς φωταγωγημένες λεωφόρους, δέν εἶναι στά στολισμένα σπίτια οὔτε ἐκεῖ πού εἶναι στρωμένα πλούσια τραπέζια. Καί δέν εἶναι ἐκεῖ γιατί δέν τόν χρειαζόμαστε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι πού ζοῦμε στούς τόπους αὐτούς. Ὅλοι ἐμεῖς οἱ βολεμένοι, παραμερίσαμε Τόν Θεό καί στή θέση Του βάλαμε τήν τεχνολογία, τόν πολιτισμό καί τίς ἀνέσεις του, βάλαμε τά ἐπιτεύγματα, τίς ἐφευρέσεις καί τίς ἱκανότητές μας. Μόνοι μας καλύπτουμε ὅλες τίς ἀνάγκες μας, εἴμαστε αὐτάρκεις, ἔχουμε πρόσβαση στά πάντα. Ὅλα τά μποροῦμε. Ἑπομένως τί μᾶς χρειάζεται ὁ Θεός; Τόν προσπεράσαμε.
Στό δάσος ὅμως τοῦ πατρός Χαρίτωνα, τά πράγματα εἶναι ἀλλιῶς, τίποτα δέν εἶναι δεδομένο. Οὔτε τό φαΐ οὔτε αὐτή ἡ ἴδια ἡ ζωή. Καμιά ἀσφάλεια δέν ὑπάρχει. Μόνον ὁ Θεός. Ἐκεῖ Τόν χρειάζονται οἱ ἄνθρωποι, Τόν ἔχουν ἀνάγκη. Ἐκεῖ αἰσθάνονται ἀδύναμοι χωρίς τόν Θεό καί αὐτό φαίνεται ἀπολύτως φυσικό. Κάποιοι θά ποῦν πώς καί ἄν ἀκόμη δέν εἶχαν ἀκούσει ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι τίποτα γιά Θεό θά Τόν εἶχαν ἐφεύρει, γι’ αὐτό κάνουν ἔτσι. Προχωρημένη σκέψη!
Ἀλλά ἐμεῖς προοδεύσαμε, ἀποκτήσαμε πολλά, ἀκόμη καί οἱ φτωχότεροι, γίναμε γνωστικοί, γευτήκαμε τούς καρπούς τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως. Ναί, ὅμως εὐτυχισμένοι δέν γίναμε! Ψάχνουμε ψυχολόγο νά μᾶς ἀνακατευθύνει, παρακολουθοῦμε μαθήματα γιόγκα γιά νά βροῦμε γαλήνη, φορτωθήκαμε ψυχοφάρμακα γιά νά ἠρεμήσουμε. Κάποιοι αὐτοκτονοῦμε κιόλας ἐπειδή δέν βρίσκουμε νόημα στή ζωή πού ζοῦμε.
Αὐτοκτονοῦν ἄραγε στό δάσος; Θυμᾶστε ἄν αὐτοκτονοῦσαν καί ἐδῶ στόν τόπο μας οἱ ἄνθρωποι παλιότερα ὅταν ἦσαν περισσότερο στερημένοι;
Ἔχουμε τόσο πολλές ἀνέσεις στήν ἐποχή μας ἀλλά εὐτυχισμένοι δέν γίναμε. Ζωή σέ εὐθεία γραμμή. Ὅλες οἱ ἡμέρες ἴδιες. Ἡ Τετάρτη καί ἡ Παρασκευή ἴσα μέ τή Δευτέρα, ἡ Κυριακή γιά τόν ἑαυτό μας ἀποκλειστικά –ὅσο μᾶς ἐπιτρέπουν ἀκόμη–, τί Χριστούγεννα καί τί Πάσχα! Ἑπομένως ποῦ νά βρεθεῖ νοστιμιά; Ἅμα δέν πεινάσεις θά ἔχεις ὄρεξη; Ἅμα δέν νηστέψεις πῶς θά καταλάβεις Χριστούγεννα καί Πάσχα;
Τίποτε δέν εἶναι τυχαῖο. Φωτεινά εἶναι τά πρόσωπα τῶν στερημένων δέν εἶναι τά πρόσωπα τῶν καλοβαλμένων. Ἐμεῖς οἱ βολεμένοι ἔχουμε πολλά στήν ὑπηρεσία μας ἀλλά ἔχουμε καί ἀνάγκες πολλές. Χρειαζόμαστε ὅλα ὅσα συνθέτουν τόν σύγχρονο πολιτισμό μας καί ἄν λείψει κάτι χανόμαστε. Φανταστεῖτε τί συμβαίνει ἅμα κοπεῖ τό ρεῦμα, θυμηθεῖτε πῶς κάνουμε ὅταν δέν βρίσκουμε τό κινητό μας τηλέφωνο. Ζοῦμε διαρκῶς μέ ἀγωνία καί αὐτό ἀντανακλᾶ στό πρόσωπό μας. Ἀφῆστε πού συνεχῶς συγκρίνουμε τούς ἑαυτούς μας μέ τούς ἄλλους πού ἔχουν περισσότερα. Παρακολουθοῦμε τή ζωή τῶν διασήμων καί ὀνειρευόμαστε νά γίνουμε σάν αὐτούς, ἀλλά τό ὄνειρο εἶναι ἄπιαστο καί αὐτό φαίνεται στήν ἐμφάνιση καί στίς ἐκδηλώσεις μας.
Ἐκεῖνοι ὅμως οἱ ταλαίπωροί τοῦ δάσους, τί ἔχουν γιά νά τούς λείψει; Καί τό δάσος ξέρετε, δέν εἶναι μόνο στό Κονγκό, δέν εἶναι μόνο στήν Ἀφρική εἶναι καί ἀλλοῦ, εἶναι καί δίπλα μας ἀκόμη, εἶναι ἐκεῖ πού ὑπάρχουν πονεμένοι, ἀδικημένοι, ἄρρωστοι, συκοφαντημένοι καί προπαντῶς ἐκεῖ πού ὑπάρχουν ταπεινές καρδιές. Τό εἶπε καί ὁ Χριστός μας στούς μακαρισμούς, «αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» καί ἔτσι συμβαίνει, αὐτοί βλέπουν τόν Θεό.
Πῶς νά δοῦμε τόν Θεό ἐδῶ στήν μεγάλη πόλη; Δέν ἀφήνουν τά φῶτα, οὔτε καί αὐτά τά ἀστέρια τοῦ οὐρανοῦ νά δοῦμε. Πρέπει νά ψάξουμε γιά νά Τόν βροῦμε ἀλλά δέν θέλουμε βλέπετε. Δέν νοιώθουμε τήν ἀνάγκη Του. Μᾶλλον πρέπει νά «σβήσουμε» τά φῶτα τοῦ πολιτισμοῦ μας γιά νά τό καταφέρουμε, καί αὐτό φαντάζει δύσκολο.
Τόν ἐξορίσαμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἀναπτυγμένου Κόσμου τόν Θεό καί Ἐκεῖνος πῆγε στό δάσος γιατί οἱ ἄνθρωποι πού ζοῦν ἐκεῖ ἔχουν Θεῖο πόθο, χτυπάει ἡ καρδία τους γι’ Αὐτόν. Ἐμεῖς διαλέξαμε τήν ἄνεσή μας καί ξοδεύουμε τό λάδι τῆς ζωῆς μας ὅπως ἔκαναν οἱ μωρές παρθένες τῆς βιβλικῆς παραβολῆς.
Ἄς σκεφτοῦμε ὅμως τί θά γίνει σάν ἔρθει ὁ Νυμφίος καί κλείσει ἡ πόρτα; Μᾶς ἀγγίζει ἄραγε ἐκεῖνο τό ὡραῖο, «Μή μείνωμεν ἔξω τοῦ Νυμφῶνος .....».
Δημήτρης Κοσκινιώτης
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Φύλλου 246
Φεβρουάριος 2023