«ΗΡΑΚΛΗΣ ΜΑΙΝΟΜΕΝΟΣ»

«ΗΡΑΚΛΗΣ ΜΑΙΝΟΜΕΝΟΣ»

 

τραγωδία αὐτή τοῦ Εὐριπίδη (484-406 π.Χ.) δέν ἔχει μέχρι τώρα φιλοξενηθεῖ στήν ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ, διότι κατά τά τελευταῖα 11 χρόνια δέν ἔχει ἀνέβει σέ θέατρο τῆς πατρίδας μας. Ἐντοπίζεται τελευταία παράσταση τοῦ ΕΘΝΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ στήν Ἐπίδαυρο 5 καί 6 Αὐγούστου τοῦ 2011 καί σέ ἄλλα μέρη.

Ἡ ὑπόθεση τοῦ ἔργου ἐκτυλίσσεται στήν Θήβα. Ἡ γυναῖκα τοῦ Ἡρακλῆ Μεγάρα καί τά τρία παιδιά τους μέ τόν πατέρα του Ἀμφιτρύωνα ἔχουν προσπέσει στόν βωμό τοῦ Δία (ἄσυλο), διότι ὁ σφετεριστής τοῦ θρόνου Λύκος θέλει νά τούς ἐξοντώσει. Ὁ Ἡρακλῆς ἀπουσιάζει ἐκτελῶντας τούς ἄθλους πού τοῦ ἀνέθεσε ὁ βασιλέας τῶν Μυκηνῶν Εὐρυσθέας. Τώρα βρίσκεται στόν Ἅδη γιά νά φέρει τόν Κέρβερο. Ἡ Μεγάρα ἐλεεινολογεῖ τήν τύχη τους καί προτείνει νά δραπετεύσουν ἀπό τήν Θήβα. Ὁ Ἀμφιτρύωνας βρίσκει τήν ἰδέα ἐπικίνδυνη καί ἐκφράζει τήν ἐλπίδα εὐνοϊκῆς ἐξελίξεως μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου.

Μπαίνει στήν ὀρχήστρα τοῦ θεάτρου ὁ Χορός, πού ἀποτελεῖται ἀπό γέροντες Θηβαίους, καί ἐκφράζει τήν λύπη του γιά τήν δύσκολη θέση πού βρίσκεται ἡ οἰκογένεια τοῦ Ἡρακλῆ. Ἔρχεται ὁ Λύκος καί μιλᾶ σκληρά στούς ἱκέτες καί περιφρονητικά γιά τόν Ἡρακλῆ. Ὁ Ἀμφιτρύωνας ὑπερασπίζεται τήν ἀνδρεία τοῦ γιοῦ του καί ἐρωτᾶ τόν Λύκο γιατί θέλει νά σκοτώσει τά παιδιά τοῦ Ἡρακλῆ. Ὀργισμένος ὁ Λύκος διατάσσει νά φέρουν ξύλα γιά νά τούς καύσει, μιλᾶ αὐστηρά στόν Χορό πού ἀνταποδίδει τήν ἐπιτίμηση. Ὁ Χορός ἀναφέρεται στούς ἄθλους τοῦ Ἡρακλῆ καί ἐκφράζει τήν λύπη του γιατί ἀδυνατεῖ νά σώσει τά παιδιά τοῦ ἥρωα. Ἡ Μεγάρα ἐπικαλεῖται τήν βοήθεια τοῦ Ἡρακλῆ καί ὁ Ἀμφιτρύωνας τοῦ Δία.

Καταφθάνει ὁ Ἡρακλῆς καί πληροφορεῖται τήν περιπέτεια τῆς οἰκογένειάς του. Ὑπόσχεται τιμωρία τοῦ Λύκου καί τῶν Θηβαίων πού τόν ὑποστήριξαν. Πρῶτα θά εὐχαριστήσει τούς ἐφέστιους θεούς. Μαθαίνοντας ἀπό τόν Ἀμφιτρύωνα ὅτι ἡ Μεγάρα καί τά παιδιά τους ἔχουν πάει στό σπίτι, ὁ Λύκος πηγαίνει ἐκεῖ γιά νά τούς βγάλει βίαια. Ἀκούοντας τίς φωνές τοῦ φονευόμενου ἀπό τόν Ἡρακλῆ Λύκου, ὁ Χορός στήνει γιορταστικό χορό.

Ἐμφανίζονται οἱ θεότητες Ἴριδα καί Λύσσα, ἀπεσταλμένες τῆς θεᾶς Ἥρας πού μισεῖ τόν Ἡρακλῆ. Ἐμβάλλουν στόν ἥρωα τρέλα καί φονεύει τήν γυναῖκα του καί τά παιδιά του. Ὁ Ἀμφιτρύωνας σώζεται μέ τήν ἐπέμβαση τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς. Ὅταν ὁ Ἡρακλῆς συνέρχεται καί συνειδητοποιεῖ το κακό πού ἔχει διαπράξει, σκέπτεται νά αὐτοκτονήσει. Φθάνει ὁ βασιλέας τῆς Ἀθήνας Θησέας μέ στρατό γιά νά ἐκδιώξει τόν Λύκο ἀπό τήν Θήβα. Πείθει τόν Ἡρακλῆ νά ἐγκατασταθεῖ στήν Ἀθήνα ὅπου θά καθαρθεῖ ἀπό τό μίασμα τοῦ φόνου τῶν οἰκείων του.

Καί μέ αὐτό τό ἔργο ὁ ποιητής ἐξυμνεῖ ἔμμεσα τήν πατρίδα του Ἀθήνα ἀποδίδοντάς της εὐεργετική παρουσία καί δράση στήν Ἑλλάδα (ἐπέμβαση Ἀθηνᾶς, ἐνέργειες Θησέα, κάθαρση μιάσματος).

Ἡ Μεγάρα στόν πενθερό της Ἀμφιτρύωνα (στίχος 92): «…ὅμως δέν πρέπει νά ἐλπίζουμε τ’ἀνέλπιστα». Ἄγκυρα ἡ ἐλπίδα, ἀλλά μπορεῖ νά εἶναι καί παγίδα. Ἀντικειμενικά ἀπραγματοποίητα ἤ λόγῳ ἀνυπέρβλητων συνθηκῶν.

Ὁ Ἀμφιτρύωνας στόν Λύκο ζητῶντας νά τούς ἀφήσει νά φύγουν ἀπό τήν Θήβα (στίχοι 215, 216): «μήν κάνεις τίποτε μέ τρόπο βίαιο ἀλλιῶς βία θά δεχτεῖς ὅταν τοῦ θεοῦ ἡ διάθεση μεταβληθεῖ γιά σένα».

Ὁ Χορός τολμᾶ νά προστάξει τόν Λύκο (στίχος 260): «Νά τσακιστεῖς νά πᾶς ἐκεῖ ἀπ’ ὅπου μᾶς ἦρθες»!

Ὁ Λύκος δέν ἀντιμετώπισε γενική ἀντίδραση ἀπό τόν λαό τῆς Θήβας «γιατί ἡ πόλη δέ σκέφτεται καλά, καθώς βρίσκεται σ’ ἀναστάτωση καί σέ σκέψεις κακές. Διότι ἀλλιῶς ποτέ ἀφέντη της δέ θά σέ εἶχε στό σβέρκο της» (στίχοι 271-274). Καί ἡ Μεγάρα στόν Ἡρακλῆ γιά τόν Λύκο (στίχος 543): «Ἐξαιτίας ἀναταραχῆς κρατᾶ τήν ἑφτάπυλη ἐξουσία τοῦ Κάδμου». Ἐάν ὁ λαός μιᾶς χώρας δέν εἶναι τοῦ σωστοῦ ποιοῦ, ἐάν ἀδιαφορεῖ γιά τά κοινά, ἐπιτήδειοι ἀρχομανεῖς ἁρπάζουν τήν ἐξουσία καί κυβερνοῦν ἀπολυταρχικά. Στίς περιπτώσεις μικρῶν χωρῶν ὅπως ἡ πατρίδα μας, κέντρα ἐξουσίας ἀπό τό ἐξωτερικό μεθοδεύουν ἐξελίξεις γιά νά κυβερνοῦν. Δέν δυσκολεύονται νά βροῦν ὑπάκουα ὄργανά τους στό ἐσωτερικό.  Ὁ Ἀμφιτρύωνας πρός τόν Χορό (στίχοι 511, 512): «Ὁ πλοῦτος ὁ μεγάλος κι’ ἡ δόξα δέν ξέρω σέ ποιόν εἶναι πράγματα σταθερά». Μέ τό στόμα τοῦ ἔμπειρου γέροντος Ἀμφιτρύωνα ὁ ποιητής ὑπενθυμίζει κάποιες ἀλήθειες τῶν ἀνθρωπίνων. Ὄχι μόνον ὁ πλοῦτος καί ἡ δόξα, ἀλλά καί ἄλλα στοιχεῖα τῆς ζωῆς μας εἶναι ἀβέβαια. Ἡ ὀμορφιά, ἡ ὑγεία, ἡ κοινωνική θέση.

Ἡ Μεγάρα πληροφορεῖ τόν Ἡρακλῆ ὅτι «Παντέρημοι ἀπό δικούς μας ἀνθρώπους ἀκούσαμε πώς πέθανες» (στίχος 551). Καί στήν ἐρώτηση τοῦ Ἡρακλῆ ἀπό ποῦ ἦλθε ἡ δυσάρεστη αὐτή εἴδηση ἡ Μεγάρα ἀπαντᾶ (στίχος 553): «Ἀγγελιοφόροι τοῦ Εὐρυσθέα μᾶς ἔφεραν τό μήνυμα αὐτό». Ἤ πράγματι ἦσαν «Ἀγγελιοφόροι τοῦ Εὐρυσθέα» ἤ ὄργανα τοῦ Λύκου.

Ἡ Μεγάρα στόν Ἡρακλῆ (στίχος 561): «Δέν ἔχει φίλους, γιά νά σοῦ τό ξαναπῶ, ὅποιος δυστυχεῖ». Μιά πραγματικότητα ὑπενθυμίζει ὁ δραματουργός μέ τό στόμα τῆς Μεγάρας. Εἶχε ἀσφαλῶς προσωπική πεῖρα. Αὐτό ἰσχύει καί στόν κόσμο μας. Ὑπάρχει καί ἡ ἀνιδιοτελής σχέση, ἡ σωστή φιλία, ἀλλά ἡ οἰκονομική, πολιτική ἰσχύς προσελκύει «φίλους». Στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας βασιλεύει μιά ἄλλη κατάσταση, γιατί τά μέλη της εἶναι ἀδελφοί καί «εἴτε πάσχει ἕν μέλος, συμπάσχει πάντα τά μέλη» (Α΄ Κορινθ. ιβ’ 25). Στό ἔργο τοῦ Ἄγγλου δραματουργοῦ Οὐίλλιαμ Σαίξπηρ «Τίμων ὁ Ἀθηναῖος» ἔχουμε μιά χαρακτηριστική μεταστροφή «φίλων» σέ ἀδιάφορους στήν πτώχευση συμπολίτου τους.

Ὁ Ἀμφιτρύωνας στόν Ἡρακλῆ (στίχοι 584, 585): «Εἶναι χρέος σου, παιδί μου ν’ ἀγαπᾶς ὅσους σ’ ἀγαποῦν καί νά μισεῖς τούς ἐχθρούς σου». Στόν χῶρο τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, στήν πραγματική νέα τάξη πραγμάτων πού ἐγκαθίδρυσε ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἰσχύει κάτι ἄλλο: ἡ ἀγάπη πρός ὅλους ἀκόμη καί πρός τούς ἐχθρούς. «Ἐγώ δέ λέγω ὑμῖν, ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τούς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς καί προσεύχεσθε ὑπέρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καί διωκόντων ὑμᾶς» (Ματθ. ε’ 44).

Ὁ Ἀμφιτρύωνας πρός τόν Λύκο (στίχος 727): «Νά περιμένεις ὅμως ὅταν κάνεις κακό, κακό νά σέ βρεῖ». Ἀντιλαμβανόμαστε τήν σημασία αὐτῆς τῆς τάξεως πραγμάτων; Ἡ πνευματική μας τύφλωση μπορεῖ νά θεραπευτεῖ. Ἀπό ἐμᾶς ἐξαρτᾶται. Ὅταν ὑφιστάμεθα κάποιο κακό. Ὅταν μᾶς πλήττει ἕνα κακό μπορεῖ νά συνειδητοποιήσουμε τό κακό πού ἔχουμε διαπράξει. Τό κακό πού νιώθουμε στό πετσί μας μπορεῖ νά ἀφυπνίσει τήν συνείδησή μας.

Ὁ Χορός (στίχοι 774, 775): «Τό χρυσάφι καί ἡ εὐτυχία ξεστρατίζουν τή σκέψη τῶν ἀνθρώπων σέρνοντας δύναμη ἄδικη». Τά μυαλά μας παίρνουν εὔκολα ἀέρα. Ὁ πλοῦτος καί ἡ εὐτυχία. Καί ὁ ἀντίδικός μας διάβολος ξέρει νά μᾶς πλανᾶ. Νομίζουμε ὅτι θά εἴμαστε πάντα πλούσιοι, ἰσχυροί, ὑγιεῖς, εὐτυχεῖς. Ὁ Πατέρας μας ἔχει τρόπους νά μᾶς φρονηματίζει. Γιατί ὅμως δέν φρονηματίζονται ὅλοι;

Καλοσύνη ἐκφράζει ὁ Θησέας λέγοντας στόν Ἡρακλῆ (στίχος 1220): «Δέ μέ νοιάζει διόλου βέβαια μαζί σου νά ἔχω δυστυχία διότι καί κάποτε εὐτύχησα μαζί σου». Ὁ Ἡρακλῆς ἔφερε ἀπό τόν κάτω κόσμο ὄχι μόνον τό τρικέφαλο τέρας Κέρβερο, ἀλλά καί τόν βασιλέα τῶν Ἀθηνῶν Θησέα. Αὐτό μᾶλλον δέν ἔγινε μέ ἐντολή τοῦ Εὐρυσθέα!

Ὁ Θησέας πρός τόν Ἡρακλῆ πρίν συνέλθει ἀπό τήν μανία ὑπό τήν ἐπήρεια τῆς ὁποίας ἐσκότωσε τήν γυναῖκα του καί τά τρία παιδιά του (στίχοι 1227, 1228): «Ὅποιος ἄνθρωπος εἶναι ἀρχοντικός ἀντέχει τά κακά πού μᾶς ρίχνουν οἱ θεοί καί δέν τ’ ἀρνεῖται».  «Ἀρχοντικός» ἐννοεῖ ὁ ποιητής ἄνθρωπο ἀνώτερου ἤθους, ὑπομονῆς, ψυχραιμίας, συνέσεως. Ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί πιστεύουμε ὅτι τίποτε δέν συμβαίνει στή ζωή μας πού δέν τό ἔχει ἐπιτρέψει, ἐγκρίνει ὁ Πατέρας μας.  Ὁ Ἡρακλῆς πρός τόν Θησέα καί τόν Ἀμφιτρύωνα (στίχοι 1258-1265): «Πρῶτα πρῶτα ἀπό αὐτόν ἐδῶ γεννήθηκα, πού σκότωσε τῆς μάνας μου τόν γέροντα πατέρα καί ὄντας μιασμένος παντρεύτηκε αὐτήν πού μέ γέννησε τήν Ἀλκμήνη. Ὅταν ἡ βάση τοῦ γένους δέν μπεῖ μέ τρόπο σωστό, εἶναι ἀναπόφευκτο οἱ ἀπόγονοι σέ δυστυχία νά πέφτουν». Μιά βαρυσήμαντη ἐπισήμανση πού ἀφορᾶ τήν ἀνατροφή τῶν παιδιῶν. Ἡ ἀγωγή τους δέν ἀρχίζει ἀπό τήν νηπιακή ἡλικία. Ἀρχίζει ἀπό τήν κυοφορία τους. Τό ποιόν τους ἐξαρτᾶται ἀπό τό ποιόν τῶν γονέων τους. Αὐτά πού ἔχουν οἱ γονεῖς στήν ψυχή τους καί στό σῶμα δίνουν στά παιδιά τους. «Ὅταν ἡ βάση τοῦ γένους δέν μπεῖ μέ τρόπο σωστό, εἶναι ἀναπόφευκτο οἱ ἀπόγονοι σέ δυστυχία νά πέφτουν» ὑπογραμμίζει ὁ Εὐριπίδης μέ τό στόμα τοῦ Ἡρακλῆ. Δέν ἦταν σχολεῖο τῶν πολιτῶν τό ἀρχαῖο δρᾶμα;

Ὁ Ἡρακλῆς πρός τόν Θησέα (στίχοι 1301, 1302): «Γιατί λοιπόν πρέπει νά ζῶ; Τί κέρδος θά ἔχω, ἄν ἔχω μιά ζωή ἄχρηστη κι’ ἀνόσια μέσα στόν κόσμο;». Ἐάν ἡ ζωή μας εἶναι ἀνόσια, εἶναι ἐπιζήμια γιά τήν ψυχή μας. Ἀπό ἐμᾶς ἐξαρτᾶται νά εἶναι χρήσιμη καί γιά ἐμᾶς τούς ἴδιους καί γιά τούς συνανθρώπους μας. Ἐξαρτᾶται ἀπό τό «πιστεύω» μας, ἀπό τόν προσανατολισμό τῆς ζωῆς μας. Ἡ βοήθεια τοῦ Οὐρανοῦ εἶναι διαθέσιμη.

Ὁ Θησέας πρός τόν Ἡρακλῆ (στίχος 1314): «Κανένας ἀπό τούς θνητούς δέν εἶναι ἀπό δυστυχία ἀπρόβλητος». Ἀποτελεῖ αὐτή ἡ ρήση παρηγορητικό λόγο πρός τόν ἥρωα, ἀλλά περιέχει καί μιά ὑπόμνηση σέ ὅλους μας.

Ὁ Ἡρακλῆς (στίχος 1263): «Κι’ ὁ Δίας - ὅποιος εἶναι ὁ Δίας – μέ γέννησε ἐχθρό τῆς Ἥρας – σύ ὅμως, γέροντα, (ἀπευθύνεται στόν Ἀμφιτρύωνα), διόλου μή δυσανασχετεῖς γιατί ἐγώ ἐσένα σέ θεωρῶ πατέρα μου καί ὄχι τό Δία». Ὁ κορυφαῖος Γάλλος κωμωδιογράφος Μολιέρος μᾶς ἔχει χαρίσει τήν κωμωδία «Ἀμφιτρύων».

Ὁ Ἡρακλῆς (στίχοι 1303-1310): «Ἄς χορεύει λοιπόν τοῦ Δία ἡ φημισμένη γυναῖκα τραντάζοντας μέ τά πόδια της τό χῶρο τοῦ Ὀλύμπιου Δία. Διότι ἔκανε ὅ,τι μές στήν ψυχή της ἤθελε πολύ τόν ἄντρα τόν πρῶτο στήν Ἑλλάδα ἀπό τά θεμέλιά του ἀναποδογυρίζοντας. Σέ μιά τέτοια θεά ποιός θά μποροῦσε νά προσευχηθεῖ; Αὐτή γιά τό κρεβάτι μιᾶς γυναίκας τό Δία φθονῶντας αὐτούς πού ἔκαναν εὐεργεσίες στήν Ἑλλάδα τούς ἀφάνισε χωρίς αὐτοί καθόλου νά φταῖν».

Ὁ Θησέας (στίχοι 1315-1319): «…καθένας ἀπό τούς θεούς, ἄν βέβαια δέν εἶναι ψέματα ὅσα λένε οἱ ἀοιδοί. Δέν ἔνωσαν κρεβάτια μεταξύ τους, πού γι’ αὐτά δέν ἔχουν κανένα νόμο; Ἐξαιτίας τῆς ἐξουσίας μέ φυλακίσεις πατέρες τους δέν πρόσβαλαν; Κι’ ὅμως παρ’ ὅλα αὐτά, κατοικοῦν στόν Ὄλυμπο καί δέν τό πῆραν κατάκαρδα πού σφάλματα ἔκαναν». Οἱ ρήσεις αὐτές τοῦ Σοφιστῆ Εὐριπίδη δέν ἀποτελοῦν ρωγμές στίς θρησκευτικές πεποιθήσεις τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων;

Ὁ Ἡρακλῆς (στίχοι 1338, 1339): «Ὅταν οἱ θεοί μᾶς τιμοῦν, τούς φίλους δέν τούς χρειαζόμαστε γιατί φτάνει ἡ ὠφέλεια πού μᾶς δίνει ὁ θεός ὅταν θέλει». Ὁ ἥρωας ἐδῶ ὑπογραμμίζει τήν μεγάλη ὑπεροχή τοῦ ὑπερφυσικοῦ παράγοντα. Σ’ ἐμᾶς τούς Χριστιανούς ὁ Πατέρας μᾶς δίνει καί μέσῳ φίλων καί μέσῳ ἀγνώστων καί μέσῳ ἐχθρῶν!     

Νίκος Τσιρώνης

Οἰκονομολόγος

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Φύλλου 246

Φεβρουάριος 2023