Ψυχοσάββατο 2023
Στήν μνήμη τοῦ πολυκλαύστου διακόνου μας
π. Τιμοθέου Λαγουδάκη, «ἐπιτάφιον ὠδήν ἄσομαι».
(Ἡ ψυχή πρός τόν Χριστό): «Εἰκών εἰμί τῆς ἀρρήτου δόξης Σου, εἰ καί στίγματα φέρω πταισμάτων» (Εὐλογητάρια)
(Ὁ Χριστός πρός τήν ψυχή): «Ἀνάστα μορφή ἡ ἐμή, ἡ κατ’ εἰκόνα ἐμήν γεγενημένη» (Ἁγ. Ἐπιφανίου, Λόγος εἰς Θεόσωμον Ταφήν)
Μέ ἕναν τελείως αὐθόρμητο καί ἀνεξήγητο συλλογισμό, πάντοτε, ὅταν σέ κάποια νεκρώσιμη ἀκολουθία (κηδεία ἤ μνημόσυνο) ἀκούω νά ψάλλεται ἤ νά ἀναγινώσκεται ὁ στίχος τοῦ «Ἀμώμου» (17ον Κάθισμα τοῦ Ψαλτηρίου): «ἐπλανήθην ὡς πρόβατον ἀπολωλός· ζήτησον τόν δοῦλόν σου», ἀμέσως φαντάζομαι, ὅτι ἡ ψυχή τοῦ κεκοιμημένου (ἤ οἱ ψυχές τῶν κεκοιμημένων) εἶναι αὐτή πού κραυγάζει στόν Θεό τόν ἱκέσιο αὐτόν στίχο. Καί δέν νομίζω πώς σφάλλω.
Πράγματι, ὅταν ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, «θείῳ βουλήματι», ἀφήσει τό σῶμα, μέ τό ὁποῖο συνέζησε πολυχρόνια ἤ ὀλογοχρόνια στήν πολυτάραχη καί ἀειτάραχη ποντοπορεία αὐτοῦ τοῦ «φθαρτικοῦ» βίου, τότε, ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ, τῆς παρουσιάζεται, σάν σέ κινηματογραφική ταινία, ὅλη ἡ μετά τοῦ σώματος συμβιοτή καί πορεία της. Εἶναι ἐμπειρία, πού δέν τήν ζήσαμε ἀκόμη ἐμεῖς οἱ ζῶντες, θά ἔρθει ὅμως ὁπωσδήποτε στόν καθένα μας ἡ ὥρα τῆς φοβερᾶς βιώσεώς της. Τότε μόνο – φεῦ! – θά συνειδητοποιήσουμε ὅτι, ἡ τυχόν ἀθεράπευτη παρελθοῦσα ἐμπαθής βιοτή μας, ὁ τυχόν ἀμετανόητος παρελθών βίος μας, εἶναι πού θά μᾶς ἀναγκάσει νά ἐκφέρουμε ἀπό μόνοι μας, τήν ἀλήθεια αὐτή, ὅτι δηλαδή «ἐπλανήθην (ἤ ἐπλανήθημεν) ὡς πρόβατον ἀπολωλός». Τό φλέγον ζήτημα, δηλαδή τό ζητούμενον θά λέγαμε, εἶναι ἄν αὐτή ἡ ἐπίγνωση καί συνειδητοποίηση μπορέσει νά γίνει σύμφωνα μέ τόν ψαλλόμενο Ἀναβαθμό: «(Κύριε), κάθαρον πρίν ἄρῃς με ἀπό τῶν ἐνθένδε»· ὁπότε καί ὑπάρχει κάποια ἐλπίδα μετανοίας. Διότι ἄν (αὐτή ἡ συνειδητοποίηση) γίνει μετά ἀπό τήν φοβερή ὥρα τοῦ θανάτου, ὅταν «ψυχή ἐκ τοῦ σώματος βιαίως χωρίζηται ἐκ τῆς ἁρμονίας καί τῆς συμφυίας ὁ φυσικότατος δεσμός θείῳ βουλήματι ἀποτέμνηται», τότε τά πράγματα εἶναι μᾶλλον δύσκολα… Αὐτή τήν ἀλήθεια, μπορεῖ μέν νά τήν πιστεύουμε τώρα ψυχρά, χωρίς νά ταράζονται τά λιμνάζοντα καί ἐφησυχάζοντα ψυχικά μας ὕδατα, εἶναι ὅμως κάτι πού, συγχρόνως, δέν μποροῦμε καί νά μήν τό ὁμολογήσουμε (γραπτῶς ἤ προφορικῶς)…