Ὁ Νιτσεϊκός ὑπερανθρωπισµός καί οἱ ἐπίγονοί του

Ὁ Νιτσεϊκός ὑπερανθρωπισµός
 καί οἱ ἐπίγονοί του

 

«Νεκροί εἶναι ὅλοι οἱ θεοί, τώρα θέλουµε νά ζεῖ ὁ ὑπεράνθρωπος», διακηρύττει ὁ Γερµανός φιλόσοφος Φρειδερίκος Νίτσε τό 1885 στό φιλοσοφικό - ποιητικό ἔργο του «Τάδε ἔφη Ζαρατούστρα» µέ τό στόµα τοῦ Πέρση ἱδρυτῆ θρησκείας.

«Ἐµπρός, σᾶς διδάσκω τόν ὑπεράνθρωπο! Ὁ ὑπεράνθρωπος εἶναι τό νόηµα τῆς γῆς... Σᾶς ἐξορκίζω, ἀδελφοί µου, νά µείνετε πιστοί στή γῆ καί νά µή πιστεύετε ἐκείνους πού σᾶς µιλοῦν γιά ὑπερφυσικές ἐλπίδες. Εἶναι φαρµακεροί ἄνθρωποι, ἐν γνώσει τους ἤ ἀσυνείδητα. Περιφρονοῦν τή ζωή, νεκρώνονται ὄντας οἱ ἴδιοι δηλητηριασµένοι, τούς ἔχει χορτάσει ἡ γῆ, γι’ αὐτό ἄς ἐξαφανιστοῦν».

Ὁ Ὑπεράνθρωπος, ὅµως, τοῦ Νίτσε δέν εἶναι ἁπλῶς ἐκεῖνος πού ἔχει ἀντιληφθεῖ τό θάνατο τοῦ Θεοῦ. Αὐτός ὁ ἴδιος, πρίν προβεῖ στή δηµιουργία µίας νέας ἐποχῆς, ὀφείλει νά ἀξιοποιήσει τήν καταστρεπτική του δύναµη καί νά φονεύσει κάθε ἔννοια τῆς ὕπαρξης τοῦ Θείου, νά γίνει αὐτός ὁ ἴδιος ὁ αὐτουργός τῆς ἐξαφάνισης τοῦ Θεοῦ ἀπό τίς συνειδήσεις τῶν ἀνθρώπων. Διότι µόνο µέ τό ἔργο αὐτό πρόκειται ὄντως νά ἀνατείλει γιά τήν ἀνθρωπότητα µιά ἀνώτερη ἐποχή, νά ὑπάρξουν κοσµοϊστορικές ἐξελίξεις, νά ἀποκτήσει ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας τό νέο της κέντρο.

Ὁ φόνος τοῦ Θεοῦ, τρόπον τινά, ἀναδεικνύει τόν ὑπεράνθρωπο τοῦ Νίτσε, ὁ ὁποῖος ἀναδύεται µέσῳ τῆς  ἐξάλειψης τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν κόσµο. Ἤ, ὅπως εἶπε ὁ Νίτσε χαρακτηριστικά µέ τήν τόσο πλούσια εἰκονική γλώσσα του, ἀναδύεται ἀπό τούς «τάφους τοῦ Θεοῦ», τίς «ἐκκλησιές», ἀναδύεται ἀπό τό «σάπισµα τοῦ Θείου», διότι «καί οἱ θεοί σαπίζουν». Ἔτσι ὁ ὑπεράνθρωπος γεννιέται ὄντως ἀπό τόν µεσσιανισµό τοῦ Γερµανοῦ φιλοσόφου, ἀπό τήν ἀντικατάσταση τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ µέ τόν ἴδιο τόν Νίτσε ὡς Μεσσία µιᾶς ἀνώτερης ἐποχῆς ἤ -ἄς τό ποῦµε ἀκόµα πιό ἀπερίφραστα- ὡς Μεσσία τοῦ ὑψίστου σταδίου τῆς ἀνθρωπότητας.

Ὁ Νίτσε σχετικά µέ τόν Θεό τοῦ Χριστιανισµοῦ ἀποφαίνεται: «Ἡ χριστιανική ἔννοια γιά τόν θεό –ὁ Θεός ὡς θεός τῶν ἀρρώστων, ὁ Θεός ὡς ἀράχνη, ὁ Θεός ὡς πνεῦµα–, εἶναι µιά ἐκ τῶν πλέον διεφθαρµένων περί Θεοῦ ἐννοιῶν, οἱ ὁποῖες ἐπικράτησαν ἐπί τῆς γῆς […] Εἶναι ἕνας θεός ἐκφυλισµένος πού ἔχει καταντήσει ἀντίφαση τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς, ἀντί νά εἶναι µεταµόρφωση τῆς ζωῆς καί τό αἰώνιο ΝΑΙ στή ζωή […] εἶναι ἕνας θεός πού κατασυκοφαντεῖ τήν ἐδῶ ζωή, διαδίδοντας ψέµατα γιά µιά ζωή πέραν τοῦ θανάτου. Εἶναι ἡ θεοποίηση τοῦ µηδενός καί τελικά ἁγιοποιεῖ τή θέληση πρός τό µηδέν», πρός τό ἀνύπαρκτο. Ἔτσι ὁ Χριστιανισµός, σύµφωνα µέ τόν Νίτσε, ἔκανε ἰδανικό τό ἀδύναµο, τό ἄρρωστο καί ὅλα αὐτά σέ βάρος τοῦ φυσικοῦ, τοῦ ὑγιοῦς καί τοῦ δυνατοῦ. Ὑποβάθµισε µέ τόν θεό του τή µόνη πραγµατική, τήν ἐδῶ ζωή, χάριν µιᾶς φαινοµενικῆς καί σέ τελευταία ἀνάλυση ἀνύπαρκτης ζωῆς. Μέ τίς ἀξίες περί ἠθικότητας καί ἀρετῶν, µετέθεσε ὅλο τό ἐνδιαφέρον τῶν ἀνθρώπων σέ µιά πλαστή πραγµατικότητα, διαµόρφωσε τήν καθηµερινότητά τους σύµφωνα µέ αὐτή τήν ὑποκειµενική πίστη καί τούς ἔκανε νά θεωροῦν αὐτό τό ἀνύπαρκτο ὡς ἀξία τῆς ζωῆς. Μιά πίστη, ὅµως, πού προβάλλει τέτοιες ἀξίες, ἕνας Θεός πού ἀλλοτριώνει σέ τέτοιο βαθµό τόν ἄνθρωπο, πρέπει νά ἐξαφανιστοῦν. Αὐτός ὁ Θεός εἶναι νεκρός, ὀφείλει νά εἶναι νεκρός, γιά νά µπορέσει νά ἀναστηθεῖ ὁ ἄνθρωπος.

Τό τελευταῖο ἔργο τοῦ Νίτσε µέ  αὐτοβιογραφικό χαρακτῆρα φέρει τόν τίτλο «Ecce Homo», δηλ. «Ἰδού ὁ ἄνθρωπος» καί ἀσφαλῶς παραπέµπει στά λόγια τοῦ Πιλάτου, ὁ ὁποῖος µετά τή µαστίγωση ὁδηγεῖ τόν Χριστό µέ τό ἀκάνθινο στεφάνι καί τόν πορφυρό µανδύα ἔξω ἀπό τό Πραιτώριο καί τόν  παρουσιάζει ἀκριβῶς µέ αὐτά τά λόγια στόν κόσµο. Τό ἔργο εἶναι γραµµένο πρός τό τέλος τοῦ ἔτους 1888 µέχρι τόν Ἰανουάριο τοῦ 1889. Φέρει τόν ὑπότιτλο «Πῶς γίνεται κανείς αὐτό πού εἶναι», µιά παραλλαγή τῆς φράσης τοῦ Ἀρχαίου Ἕλληνα ποιητῆ Πινδάρου στά Ἐπινίκια: «Γίνε αὐτό πού εἶσαι». Προφανῶς µέ τόν ὑπότιτλο αὐτό ὑπονοεῖ, ὅτι ὁ Χριστός τελικά ἔγινε ἕνας ἀδύναµος ἀνθρωπάκος, ἔτσι ἀκριβῶς ὅπως τόν κατάντησαν, στά µάτια τοῦ Νίτσε, οἱ ἀντίπαλοί του, οἱ Γραµµατεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι. Διότι αὐτοί εἶχαν τή δύναµη νά χειριστοῦν τόν Πιλάτο καί νά τόν καταστήσουν τελικά ὄργανό τους, τό ὄργανο ἐκεῖνο πού διέταξε τήν ἐξευτελιστική ποινή τοῦ Σταυρικοῦ θανάτου. Ἀκριβῶς τό ἀντίθετο ἰσχύει γιά τόν ἴδιο τόν Νίτσε. Στό δικό του πρόσωπο, τό «Ἰδού ὁ ἄνθρωπος. Πῶς γίνεται κανείς αὐτό πού εἶναι», λαµβάνει στά µάτια του µιά ὑπερκόσµια αἴγλη. Περιγράφει τόν ἑαυτό του σύµφωνα µέ τίς παραγράφους τοῦ ἔργου ὡς τόν πιό σοφό, τόν πιό ἔξυπνο, ὡς ἐξαιρετικό συντάκτη βιβλίων, γιά νά ἀκολουθήσει ἔπειτα µιά σύντοµη ἀνάλυση τῶν ἔργων του ἕως τότε. Καί κλείνει τό δικό του «Ἰδού ὁ ἄνθρωπος …» µέ τήν παράγραφο: «Γιατί εἶµαι κάτι τό µοιραῖο!».

Ἡ ἀπογοήτευσή του ἀπό τήν ὡς τότε µή ἀναγνώριση τοῦ ἔργου του πρέπει, ὅπως φαίνεται, νά τόν ἐπιβάρυνε ἰδιαίτερα καί νά τόν ἐξώθησε τελικά σέ ἕναν ἄµετρο αὐτοθαυµασµό. Ἐκλαµβάνει τόν ἑαυτό του ὡς µοναδικό µέγεθος στήν ἀνθρώπινη ἱστορία. Μιά γεύση αὐτῆς τῆς αὐτοεκτίµησής του ἀποκτοῦµε ἀπό τά ἀκόλουθα: «Ἡ ἀνακάλυψη τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς εἶναι ἕνα γεγονός, ἀντίστοιχο τοῦ ὁποίου δέν ὑπάρχει, µιά ἀληθινή καταστροφή. Ἐκεῖνος πού διαφωτίζει αὐτή τήν ἠθική, εἶναι µιά ἀνώτερη δύναµη, κάτι µοιραῖο, σχίζει τήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας στά δύο. Ζεῖ κανείς πρίν ἀπό αὐτόν ἤ µετά ἀπό αὐτόν… Ἡ ἀστραπή τῆς ἀλήθειας χτύπησε ἀκριβῶς αὐτό, τό ὁποῖο ὡς τώρα στεκόταν στήν ὑψηλότερη θέση: Ὅποιος κατανοεῖ τό µέγεθος τῆς καταστροφῆς, ἄς κοιτάξει, ἄν ἔµεινε ἀκόµα κάτι στά χέρια του. Ὅλα ὅσα ὡς τώρα ἔφεραν τό ὄνοµα “ἀλήθεια”, ἔχουν ἀναγνωριστεῖ ὡς ἡ πιό βλαπτική, ἡ πιό ὕπουλη, ἡ πιό ὑπόγεια µορφή τοῦ ψεύδους, ὡς ἡ “ἁγία” πρόφαση νά βελτιώσουν τήν ἀνθρωπότητα, ὡς πανουργία γιά νά ἀποµυζήσουν τήν ἴδια τή ζωή, νά τήν ἀφαιµάξουν». Καί σέ µιά ἐπιστολή στόν γνωστό Δανό λόγιο Georg Brandes, ὁ ὁποῖος τό 1888, µέ µιά σύντοµη πραγµατεία τῶν χαρακτηριστικῶν καί σκανδαλωδῶν θέσεων τοῦ Νίτσε, φρόντισε νά κάνει γνωστό τόν ὡς τότε ἄγνωστο φιλόσοφο, γράφει λίγο ἀργότερα γιά αὐτό τό αὐτοβιογραφικό του ἔργο: «Μέ ἕναν κυνισµό, πού θά µείνει µοναδικός στήν παγκόσµια ἱστορία, περιέγραψα τώρα τόν ἑαυτό µου. Τό βιβλίο … εἶναι µιά ἄνευ δισταγµοῦ ἀπόπειρα δολοφονίας τοῦ Ἐσταυρωµένου. Καταλήγει σέ βροντές καί καταιγίδες ἐνάντια σέ ὅλα ὅσα εἶναι χριστιανικά… Σᾶς ὁρκίζοµαι, ὅτι µέσα στό διάστηµα τῶν ἑποµένων δύο ἐτῶν ὁλόκληρος ὁ κόσµος θά συνταραχθεῖ. Εἶµαι κάτι τό µοιραῖο.»

Αὐτή ἡ πεποίθηση εἶχε ριζώσει βαθειά µέσα του καί κορυφώνεται στά λόγια «…ἐξ ἐµοῦ ὁµιλεῖ ἡ ἀλήθεια. – Ἀλλά ἡ ἀλήθειά µου εἶναι τροµερή: διότι ὀνοµαζόταν µέχρι τώρα τό ψεῦδος ἀλήθεια… Ἐγώ ἀνακάλυψα πρῶτος τήν ἀλήθεια, µέ τό νά αἰσθανθῶ πρῶτος τό ψεῦδος ὡς ψεῦδος». Αὐτό ἦταν ὁ ἴδιος συγκριτικά µέ τόν Χριστό. Τά τοῦ Χριστοῦ ἔπρεπε νά δοθοῦν στόν πραγµατικό ἰδιοκτήτη, στόν Φρειδερίκο Νίτσε. Ἐφ’ ὅσον ἡ Ἐνανθρώπιση  τοῦ Θεοῦ Λόγου στόν κόσµο, ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, ὡς τήν ἐποχή του καί ὡς τίς µέρες µας, τέµνει τήν ἱστορία, πρέπει ὁ Νίτσε, προκειµένου νά ἐγκαινιάσει µιά ἀνώτερη ἱστορία µέ θεµέλιο τόν ἑαυτό του, νά γκρεµίσει τόν Θεάνθρωπο Χριστό ὡς αἰτία τῆς διαστροφῆς τῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητας. Καί τό κάνει µέ ἀπόλυτη συνέπεια. Ἡ ἀλήθεια, ἡ ὁποία ἐνσαρκώνεται στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, πρέπει µαζί µέ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ νά συντριφθεῖ καί νά ἐξουδετερωθεῖ, προκειµένου νά µιλήσει µέ τό στόµα τοῦ Νίτσε, νά ἐνσαρκωθεῖ τελικά στόν ὑπεράνθρωπό του. Μέ ἀπόλυτη τελειότητα ὁ ὑπεράνθρωπος φανερώνεται φυσικά στό ἴδιο τό πρόσωπο τοῦ Νίτσε, ὁ ὁποῖος τόν συνέλαβε. Ἔτσι ὁ Θεάνθρωπος ἀντικαθίσταται ἀπό τόν ὑπεράνθρωπο. Στόν ἴλιγγο τῆς αὐτοθεοποίησής του, τόν Ἰανουάριο τοῦ 1889 κατέληξε ὁ Νίτσε στήν παραφροσύνη, στήν ὁποία παρέµεινε µέχρι τό θάνατό του τό 1900.

Ὁ Νίτσε πρέπει προφανῶς νά ἑρµηνεύεται στό πλαίσιο τῆς περιπέτειας τῆς ἀλλοίωσης τοῦ Χριστιανισµοῦ στή Δύση. Πάντως ἡ µανία του ἐναντίον τοῦ Ἐσταυρωµένου ἀποτελεῖ τήν κορύφωση τῆς Δυτικῆς ἀντίχριστης ἰδεολογίας. Φυσικά ἦταν ἄσχετος µέ τόν λόγο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπου µέσῳ τοῦ Ψαλµωδοῦ ὑπογραµµίζεται: «Θεοί ἐστέ καί υἱοί τοῦ ὑψίστου πάντες». Πολύ περισσότερο ἀγνοοῦσε, πῶς ἑρµηνεύεται τό χωρίο αὐτό. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἐκτός τῶν ἁγίων, διαστρέφουν αὐτή τήν θεότητα τοῦ ἑαυτοῦ τους, σέ σηµεῖο µάλιστα νά γίνονται ἐν πολλοῖς ἀγνώριστοι. Ἀρχικά ὅλοι ἔχουν δηµιουργηθεῖ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ καί ἑποµένως, ὅπως ὑπογραµµίζει τό χωρίο, εἶναι θεοί καί ὄχι θά γίνουν θεοί. Γιά τόν Νίτσε εἶναι ἀδιανόητο, ὅτι ἡ θεότητα τοῦ ἀνθρώπου κατορθώνεται, ὅταν ὁ ἄνθρωπος παραιτεῖται ἀπό τό αὐτεξούσιό του καί τό παραδίδει στόν Θεό, ὑπακούοντας τίς ἐντολές Του καί µή ἐπιµένοντας σέ κάτι δικό του, σέ κάτι πού ὁ ἴδιος θεωρεῖ καλύτερο. Αὐτή ἡ στάση, γιά τόν λογικά σκεπτόµενο ἄνθρωπο, εἶναι ἡ ἀπόλυτη ἀξιοποίηση τῆς νοηµοσύνης του, µέ τόν τρόπο αὐτό ἐπιτυγχάνεται ἡ ἀπόλυτη ἀξιοποίηση τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀναδεικνύεται ἡ ἀληθινή του φύση καί µοναδικότητα. Μέ τόν τρόπο αὐτό φθάνει τελικά καί στήν ἐλευθερία, ἀξιώνεται τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ, γίνεται θεός κατά χάριν.

Ὁ Νίτσε εἶχε µόνο ὑπ’ ὄψιν του τήν Δυτική Χριστιανική παράδοση, ὅπου ἡ θεολογία µετατρέπεται σέ µεταφυσική, δηλ. σέ θεωρητικό λόγο περί τοῦ Θεοῦ, σέ λόγο πού προσπαθεῖ νά προσδιορίσει τόν Θεό, νά τόν κάνει κτῆµα τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι καί ὁ Πάπας τῆς Ρώµης κατέληξε νά ἰσχυρίζεται, ὅτι ἔχει στή διάθεσή του τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τήν µοιράζει κατά τήν κρίση του στούς ἀνθρώπους. Ἡ ριζοσπαστική κριτική τῆς δυτικῆς θεολογικῆς σκέψης ἐκ µέρους τοῦ Νίτσε, τόν ὁδήγησε, ὅµως, στήν πλάνη τῶν πλανῶν: Ἀνάγει τήν ἀρχαία ἐκείνη πλάνη –τήν πεποίθηση τοῦ ἀνθρώπου ὅτι µπορεῖ νά γίνει θεός χωρίς τόν Θεό– σέ δικό του κοσµοσωτήριο µήνυµα, σέ τοµή µέσα στήν Ἱστορία, σέ ἀνατρεπτικό νέο τῆς Ἱστορίας.

Αὐτός ὁ νέος ἄνθρωπος-θεός, ὁ ὑπεράνθρωπος, ὁ ὁποῖος ζεῖ µέ τήν πεποίθηση, ὅτι ἔχει ἐξαφανίσει ὅλους τούς θεούς καί περισσότερο ἀπ’ ὅλους τόν Ἐσταυρωµένο, ἐγκαινιάζει, σύµφωνα µέ τήν αὐθυποβολή τοῦ Νίτσε, µιά ἀπόλυτα ὑγιῆ ἀνθρωπότητα. Κάθε τί τό ἰδεολογικό ἐπέκεινα εἶναι γι’ αὐτόν ἁπλῆ χίµαιρα. Ἔτσι ταυτίζεται µέ ἐκεῖνον πού παραδίδει τόν ἑαυτό του στή ζωή καί χαρούµενα τήν καταφάσκει, µέ ἐκεῖνον πού γνωρίζει, ὅτι ὁ κόσµος εἶναι «διονυσιακός», ἕνα τέρας δυνάµεως. Γι’ αὐτό, σύµφωνα µέ τόν Νίτσε, ἀφοῦ «ὁ κόσµος εἶναι ἡ θέληση γιά ἐξουσία – καί τίποτε ἄλλο», ὁ ὑπεράνθρωπος εἶναι αὐτός πού λέει τό µεγάλο ΝΑΙ στήν κοσµική πραγµατικότητα. Εἶναι αὐτός, πού ταυτίζει τόν ἑαυτό του µέ αὐτή τή θέληση γιά ἐξουσία ὅλου τοῦ κόσµου, χωρίς νά ἀναζητήσει φανταστικά ψυχολογικά στηρίγµατα, στά ὁποῖα θά µποροῦσε νά ἀκουµπήσει.

Μέ αὐτή τή φανταστική θεώρηση τοῦ κόσµου καί τοῦ ὑπερανθρώπου ὁ τόσο ριζοσπαστικός κήρυκας τῆς ἀθεΐας δηµιουργεῖ µία αὐτόνοµη, αὐτοδηµιούργητη ὑλικοπνευµατική ὀντότητα. Δέχεται τήν παράλογη θέση ἑνός ἀνακυκλούµενου αἰώνιου κόσµου, τό ἀΐδιο τῆς ὕλης καί τῆς ζωῆς µέσα στόν κόσµο, σάν νά εἶναι ἡ ζωή µιά ἰδιότητα τῆς ὕλης καί µάλιστα µέ ἕναν θεῖο δυναµισµό αὐτοδιοργάνωσης, σάν νά διαθέτει νοῦ. Στή µανία του νά θρυµµατίσει ὁτιδήποτε ἔχει σχέση µέ τόν Χριστιανισµό, τόν ὁποῖο, ὅπως φαίνεται, βίωνε ἐφιαλτικά ὡς φυλακή καί ἀνθρώπινη ἀδυναµία, καταλήγει σέ µία ἐγκλωβισµένη στήν κοσµική πραγµατικότητα θέληση γιά ἐξουσία, ὡς δηµιουργική ἀρχή τῆς ζωῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Πῶς ὅµως αὐτή ἡ προφανῶς ἄλογη θέληση γιά ἐξουσία νά ἐξασφαλίσει ὑγεία στόν ἄνθρωπο; Καί ἀναρωτιέται κανείς: Τί, τελικά, ἔχει νά κάνει ἡ ὑγεία τοῦ Νίτσε µέ τήν ὑγεία πού ἐξασφαλίζει ἡ Ἐκκλησία µας, ὁ Χριστός µας; Ἡ δική του πνευµατική κατάσταση, τήν ὁποία χαρακτηρίζει ὡς ὑγεία καί δύναµη, εἶχε ὡς ἀµέσως ἑπόµενο στάδιο τήν παραφροσύνη, µέσα στήν ὁποία πέρασε τά τελευταῖα 11 χρόνια τῆς ζωῆς του. Οὔτε ἴχνος γνώσης δέν εἶχε γιά αὐτό πού χαρακτήρισε «θέληση γιά ἐξουσία». Ὄντως ὑπάρχει στόν κάθε ἄνθρωπο, ὀνοµάζεται ἐξουσιαστικό στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου, καί τοῦ ἔχει δοθεῖ ἀπό τόν Δηµιουργό του ὡς αὐτεξούσιο. Ὄντως ἀπαιτεῖται ἡ ἀνατροπή ὅλων τῶν ἀξιῶν τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, ὅπως ὑπογραµµίζουν οἱ εὐχές κατά τό µυστήριο τοῦ Βαπτίσµατος. Ὄντως χρειάζεται ἡ συντριβή τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, γιά νά µπορέσει νά ἀναγεννηθεῖ ὁ νέος ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος. Καί γιά νά διατηρηθεῖ αὐτός ὁ νέος ἄνθρωπος ἐν Χριστῷ, ἀπαιτεῖται ἡ πάλη ἐναντίον κάθε ἔκφρασης τοῦ κακοῦ. Αὐτήν τήν ἀνατροπή ὅλων τῶν ἀξιῶν τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου δέν εἶχε ἀντιληφθεῖ καθόλου ὁ Νίτσε, ὁ µεγάλος κήρυκας τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀνατροπῆς τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ψυχική ὑγεία τοῦ ἀνθρώπου µπορεῖ µόνο τότε νά εἶναι δεδοµένη, ὅταν µέ τήν σταθερή του θέληση γιά τήν ἐξουσία ἐπάνω στόν ἑαυτό του ξεπερνάει κάθε εἶδος ἐξάρτησης καί γίνεται ὄντως δοῦλος τοῦ Θεοῦ καί κανενός ἄλλου, ὅταν παραδίδει τόν ἑαυτό του στό θέληµα τοῦ Θεοῦ, ὅταν γίνεται πραγµατικότητα ἡ λειτουργική εὐχή: «Ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡµῶν Χριστῷ τῷ Θεῶ παραθώµεθα».

Ὅπως ἦταν φυσικό, ὁ Νίτσε µέ τό κήρυγµά του γιά τόν ὑπεράνθρωπο ἐνέπνευσε τή µετέπειτα ἀνθρωπότητα. Ὁ δικός του µεσσιανισµός, πού ὁδηγεῖ στόν ὑπεράνθρωπο, ἀποτελοῦσε ἕνα θεωρητικό κατασκεύασµα. Οἱ µεσσιανισµοί, ὅµως, πού γεννήθηκαν στή συνέχεια, ἄν ὄχι ἄµεσα ὁπωσδήποτε ἔµµεσα, µέ βάση τόν δικό του ὑπερανθρωπισµό, ὁδήγησαν πλέον σέ µιά, σύµφωνα µέ τούς ἐµπνευστές τους, νέα ἀνθρωπότητα στήν ἱστορία µέ ἑκατόµβες θυµάτων. Ἡ γέννηση τοῦ ὑπαρκτοῦ σοσιαλισµοῦ µέ τήν Ὀκτωβριανή ἐπανάσταση στή Σοβιετική Ἕνωση προβάλλει τόν homo sowjeticus, τόν νέο ἄνθρωπο Σοβιέτ. Ἔχοντας ἀναγάγει τόν ὑλισµό σέ ὕψιστη θεότητα καί τόν Δαρβινισµό σέ δόγµα του, πίστευε ἀκλόνητα, ὅτι ὡς ἀποτέλεσµα τῆς νέας του ἰδεολογίας, τῆς νέας του θεώρησης τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας καί τῆς ἴδιας τῆς φύσης τοῦ ἀνθρώπου θά προκύψει µιά ἀνώτερη ἀνθρωπότητα.

Σέ πολλά σηµεῖα ὅµοιος τύπος µέ τόν κοµµουνιστικό ὑπερανθρωπισµό εἶναι ὁ Ἐθνικοσοσιαλισµός τῆς Γερµανίας, ὁ ὁποῖος βασιζόταν στήν ἀνωτερότητα τῆς Ἀρείας, τῆς βόρειας φυλῆς, τῆς φυλῆς τῶν Γερµανῶν. Ἐκεῖ ἡ ἔκπτωση ἀπό τήν ἰδανική κατάσταση τῆς ἐθνικῆς καθαρότητας ἐπῆλθε µέ τήν ἀνάµειξη τῶν φυλῶν. Ἔπειτα ἀπό ἕνα µεγάλο ἐνδιάµεσο διάστηµα µέ διάφορες διακυµάνσεις στήν ἱστορία, τελικά ἐµφανίζεται ὁ ἀντίστοιχος Μεσσίας στό πρόσωπο τοῦ Ἀδόλφου Χίτλερ. Φυσικά κάνει τά πάντα γιά νά ἐπαναφέρει τή Γερµανική φυλή στήν ἀρχική της κατάσταση καί νά τῆς ἐξασφαλίσει τήν παγκόσµια ἐπικράτηση τοῦ Τρίτου Ράϊχ, τόν ἐθνικοσοσιαλιστικό παράδεισο.

Πέρα ἀπό αὐτές τίς δύο µορφές ὑπερανθρωπισµοῦ, πού ἔχουν καταδικαστεῖ στή συνείδηση πολλῶν ἀνθρώπων, ὑποβόσκει πλέον στίς ἡµέρες µας µιά λεγόµενη «δηµοκρατική», πολύ πιό ὕπουλη, µορφή ὑπερανθρωπισµοῦ ἤ µετανθρωπισµοῦ. Καί αὐτή θέλγεται ὁπωσδήποτε ἀπό τόν ὑπεράνθρωπο τοῦ Νίτσε, ὁ ὁποῖος θεµελιώθηκε, ὅπως εἴδαµε παραπάνω, στήν ὁλοκληρωτική ἐξαφάνιση τοῦ Θεανθρώπου. Ἀνάλογη µέ τήν ὁλοκληρωτική ἀπόπειρα ἐξαφάνισης τοῦ Χριστοῦ θά εἶναι καί ἡ ἀναµενόµενη ὁλοκληρωτική ἐφαρµογή αὐτοῦ τοῦ νέου τύπου ὑπερανθρωπισµοῦ, µέ τήν ἀποκαλούµενη “ἀναβάθµιση” τοῦ ἀνθρώπου µέσῳ τῆς τεχνητῆς νοηµοσύνης.

 

Λέων Μπράνγκ

Δρ. Θεολογίας

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 247

Μάρτιος 2023