ΧΩΡΙΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΕΡΕΙΣΜΑ
ΤΑ ΝΕΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ
ΓΙΑ ΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ!
Στήν ἐκπνοή τῆς σχολικῆς χρονιᾶς, τόν περασμένο Ἰούνιο, δημοσιεύτηκαν στήν Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως τά νέα Προγράμματα Σπουδῶν (στό ἑξῆς ΠΣ) γιά τό Μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν (στό ἑξῆς ΜτΘ), τόσο στήν πρωτοβάθμια ἐκπαίδευση, δηλαδή τό Δημοτικό, ὅσο καί στή δευτεροβάθμια ἐκπαίδευση, δηλαδή τό Γυμνάσιο καί τό Λύκειο. Συγκεκριμένα, τό ΠΣ τοῦ ΜτΘ στό Δημοτικό καί στό Γυμνάσιο περιλαμβάνεται στήν Ὑπουργική Ἀπόφαση ὑπ’ ἀριθμόν 101470/Δ2/19.06.2017 (ΦΕΚ Β/2104/19.06.2017), ἐνῶ τό ΠΣ τοῦ ΜτΘ στό Λύκειο περιλαμβάνεται στήν Ὑπουργική Ἀπόφαση ὑπ’ ἀριθμόν 99058/Δ2/19.06.2017 (ΦΕΚ Β/2105/19.06.2017).
Α. Ἡ διδασκαλία τοῦ ΜτΘ κατά τό Ἑλληνικό δίκαιο
Ἀπό μιά ἁπλή ἀνάγνωση τῶν ΠΣ μπορεῖ εὔκολα νά διαπιστωθεῖ, ὅτι εἰσάγουν στή θρησκευτική ἐκπαίδευση τό θρησκειολογικό μοντέλο διδασκαλίας τοῦ ΜτΘ, δηλαδή μία μίξη διαφορετικῶν θρησκειῶν, δογμάτων, κοινωνικοηθικῶν καί φιλοσοφικῶν ἀντιλήψεων, πού μάλιστα θά διδάσκονται μέ ποσόστωση! Θά πρέπει εὐθύς ἐξ ἀρχῆς νά σημειωθεῖ, ὅτι ἡ ὡς ἄνω θρησκειολογική διδασκαλία τοῦ ΜτΘ στή χώρα μας δέν ἔχει κανένα νομοθετικό ἔρεισμα, παρά τό ὅτι στήν Ὑπουργική Ἀπόφαση ὑπ’ ἀριθμόν 99058/Δ2 γιά τό ΠΣ στό Λύκειο παραπλανητικά ἀναφέρεται ὅτι: «Ὁ σχεδιασμός τοῦ νέου Προγράμματος Σπουδῶν (ΠΣ) στά Θρησκευτικά Λυκείου λαμβάνει ὑπόψη: –Τή γενική καί τήν εἰδική σκοποθεσία τῆς Ἐκπαίδευσης, σύμφωνα μέ τό ὑφιστάμενο νομικό πλαίσιο, τό ὁποῖο ἀπορρέει ἀπό τό Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδας καί τούς βασικούς νόμους γιά τήν Ἐκπαίδευση καί εἰδικότερα τό Λύκειο. (...)»
Πρωτίστως ἀντιτίθεται αὐτή (ἡ θρησκειολογική διδασκαλία) στό ἄρθρο 16 τοῦ Συντάγματος τό ὁποῖο, ὡς ἔχει ἑρμηνευθεῖ ἀπό τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας (στό ἑξῆς ΣτΕ), ἐπιβάλλει τήν ὑποχρεωτική διδασκαλία τοῦ ΜτΘ κατά τό ὀρθόδοξο χριστιανικό δόγμα (βλ. ΣτΕ 3356/1995 καί 2176/1998). Ἀναλυτικότερα, τό ἄρθρο 16 παράγραφος 2 τοῦ Συντάγματος προβλέπει τά ἑξῆς: «2. Ἡ παιδεία ἀποτελεῖ βασική ἀποστολή τοῦ Κράτους καί ἔχει σκοπό τήν ἠθική, πνευματική, ἐπαγγελματική καί φυσική ἀγωγή τῶν Ἑλλήνων, τήν ἀνάπτυξη τῆς ἐθνικῆς καί θρησκευτικῆς συνείδησης καί τή διάπλασή τους σέ ἐλεύθερους καί ὑπεύθυνους πολῖτες». Παραθέτουμε ἐδῶ το σχετικό ἀπόσπασμα τῆς ἀπόφασης τοῦ ΣτΕ 3356/1995:
«3. Ἐπειδή, τό ἄρθρο 13 τοῦ Συντάγματος ὁρίζει τά ἑξῆς: «1. Ἡ ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης εἶναι ἀπαραβίαστη. Ἡ ἀπόλαυση τῶν ἀτομικῶν καί πολιτικῶν δικαιωμάτων δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τίς θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός. 2. Κάθε γνωστή θρησκεία εἶναι ἐλεύθερη καί τά σχετικά μέ τήν λατρεία της τελοῦνται ἀνεμπόδιστα ὑπό τήν προστασία τῶν νόμων ...». Ἐξ ἄλλου, τό ἄρθρο 16 τοῦ Συντάγματος ὁρίζει στήν παράγραφο 2, ὅτι: «Ἡ παιδεία ἀποτελεῖ βασική ἀποστολή τοῦ Κράτους καί ἔχει σκοπό τήν ἠθική, πνευματική, ἐπαγγελματική καί φυσική ἀγωγή τῶν Ἑλλήνων, τήν ἀνάπτυξη τῆς ἐθνικῆς καί θρησκευτικῆς συνείδησης καί τή διάπλασή τους σέ ἐλεύθερους καί ὑπεύθυνους πολῖτες». Τέλος, ἡ Διεθνής Σύμβαση τῆς Ρώμης τῆς 4ης Νοεμβρίου 1950 «περί προασπίσεως τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου καί τῶν θεμελιωδῶν ἐλευθεριῶν», πού κυρώθηκε τό πρῶτον μέ τόν νόμο 2329/1953 (φ. 68, Α) καί ἐκ νέου μέ τό Ν.Δ. 53/1974 (φ. 256, Α) καί ἔχει, ὡς ἐκ τούτου, σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 28 παρ. 1 τοῦ Συντάγματος, αὐξημένη τυπική ἰσχύ, μέ τό μέν ἄρθρο 9 κατοχυρώνει τό ἀτομικό δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, μέ τό ἄρθρο δέ 2 τοῦ Α΄ προσθέτου πρωτοκόλλου, ὁρίζει εἰδικότερα τά ἑξῆς: «Οὐδείς δύναται νά στερηθεῖ τοῦ δικαιώματος ὅπως ἐκπαιδευθῆ. Πᾶν Κράτος ἐν τῇ ἀσκήσει τῶν ἀναλαμβανομένων ὑπ’ αὐτοῦ καθηκόντων ἐπί τοῦ πεδίου τῆς μορφώσεως καί τῆς ἐκπαιδεύσεως θά σέβεται τό δικαίωμα τῶν γονέων ὅπως ἑξασφαλίζωσιν τήν μόρφωσιν καί ἐκπαίδευσιν ταύτην συμφώνως πρός τάς ἰδίας αὐτῶν θρησκευτικάς καί φιλοσοφικάς πεποιθήσεις».
4. Ἐπειδή, ἀπό τίς πιό πάνω διατάξεις, ἑρμηνευόμενες σέ συνδυασμό μεταξύ τους, ἐν ὄψει τοῦ γνωστοῦ τοῖς πᾶσιν γεγονότος, ὅτι ἡ συντριπτική πλειοψηφία τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ πρεσβεύει τήν Ὀρθόδοξη Χριστιανική Θρησκεία, (ΣτΕ 3533/1986) ὡς τοῦτο ἄλλωστε μαρτυρεῖται καί ἀπό τήν γενομένην στήν κεφαλίδα τοῦ Συντάγματος, ἐπίκληση τῆς Ἁγίας Τριάδος, σέ συνδυασμό μέ τό ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος, μέ τό ὁποῖον τό Ὀρθόδοξο Χριστιανικό Δόγμα χαρακτηρίζεται ὡς: «Ἐπικρατοῦσα θρησκεία στήν Ἑλλάδα», συνάγεται, ὅτι σκοπός τῆς παρεχμένης στά σχολεῖα παιδείας εἶναι, μεταξύ τῶν ἄλλων, καί ἡ «ἀνάπτυξη» τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης τῶν Ἑλληνοπαίδων σύμφωνα μέ τίς ἀρχές τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς διδασκαλίας, στήν ὁποίαν, κατά τεμήριο, ἐν ὄψει τῶν ἐκτεθέντων, ἀποβλέπουν οἱ γονεῖς των ἀντλῶντας ἀπό τό πιό πάνω ἄρθρο 13 τοῦ Συντάγματος, τό δικαίωμα πού εἶναι, ὡς ἀναφέρθηκε, καί διεθνῶς κατοχυρωμένο, μέ τίς ὡς ἄνω διατάξεις τῆς Συμβάσεως τῆς Ρώμης νά καθορίζουν οἱ ἴδιοι τήν θρησκευτική ἀγωγή τῶν τέκνων τους, σύμφωνα μέ τίς δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις. Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή καί προκειμένου νά τύχει ἐφαρμογῆς ἡ διάταξη τοῦ ἄρθρου 16 παρ. 2 τοῦ Συντάγματος, προκειμένου δηλαδή νά «ἀναπτυχθεῖ» ἡ θρησκευτική συνείδηση τῶν μαθητῶν, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς πίστης, οἱ μαθητές εἶναι ὑποχρεωμένοι νά μετέχουν στίς σχολικές θρησκευτικές ἐκδηλώσεις, ὅπως εἶναι ἡ καθημερινή προσευχή καί ὁ ἐκκλησιασμός καί νά παρακολουθοῦν τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν, τό ὁποῖον, ὅπως εἶναι αὐτονόητο, «ἐν ὄψει τῶν ἐκτεθέντων» πρέπει νά διδάσκεται στά σχολεῖα σύμφωνα μέ τίς ἀρχές τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς θρησκείας (βλ. ΣτΕ 3533/86) καί ἐπί ἱκανόν ἀριθμόν ὡρῶν διδασκαλίας ἑβδομαδιαίως. (…)»
Δέχεται τό ΣτΕ, ὅτι εἶναι δυνατή ἡ ἀπαλλαγή τῶν μαθητῶν ἀπό τό ΜτΘ καί ἀπό τή συμμετοχή τους σέ θρησκευτικές ἐκδηλώσεις «ἐάν ἕνας ἤ περισσότεροι μαθητές, ἄλλως οἱ γονεῖς τους, ἀσκῶντας τό κατοχυρωμένο μέ τό ἄρθρο 13 τοῦ Συντάγματος καί τίς ὡς ἄνω διατάξεις τῆς Συμβάσεως τῆς Ρώμης δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, δηλώσουν καθ’ οἱονδήποτε τρόπον, πρός τόν Διευθυντή τοῦ Σχολείου, ὅτι γιά λόγους θρησκευτικῆς συνείδησης, ἤτοι διότι εἶναι ἑτερόδοξοι, ἑτερόθρησκοι ἤ ἄθεοι, δέν ἐπιθυμοῦν νά παρακολουθήσουν (οἱ ὡς ἄνω μαθητές) τήν διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν ἤ νά μετάσχουν στίς ἄλλες θρησκευτικές ἐκδηλώσεις (…)». Ἀπό κανένα ὅμως σημεῖο τῆς ἀπόφασης τοῦ Δικαστηρίου δέν προκύπτει, ὅτι εἶναι ἐπιτρεπτή ἀπό τό Σύνταγμα ἡ θρησκειολογική διδασκαλία τοῦ ΜτΘ, ἤ, ἡ ἀπαλλαγή τῶν ὀρθοδόξων μαθητῶν ἀπό τήν παρακολούθηση τοῦ μαθήματος. Τό ὡς ἄνω σκεπτικό ἀκολούθησε καί ἡ ἀπόφαση τοῦ ΣτΕ 2176/1998.
Τό ἀνωτέρω ἄρθρο 16 παρ. 2 τοῦ Συντάγματος τό σχετικό μέ τή θρησκευτική ἀγωγή ἐξειδικεύεται ἀπό τό νόμο 1566/1985, ὅπως ἰσχύει σήμερα. Ὁ νόμος 1566/1985 θέτει ὡς κύριο σκοπό τῆς ἐκπαίδευσης τή διαμόρφωση ἑνός ὁλοκληρωμένου καί καθολικοῦ ἀνθρώπου σέ σχέση, μεταξύ ἄλλων, καί μέ τήν ὀρθόδοξη χριστιανική παράδοση.
Στό ἄρθρο 1 παρ. 1 τοῦ νόμου, ὁ σκοπός τῆς πρωτοβάθμιας καί δευτεροβάθμιας ἐκπαίδευσης ἐξειδικεύεται ἔτσι, ὥστε οἱ μαθητές «νά διακατέχονται ἀπό πίστη πρός τήν πατρίδα καί τά γνήσια στοιχεῖα τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς παράδοσης. Ἡ ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς τους συνείδησης εἶναι ἀπαραβίαστη». Εἰδικότερα στό ἄρθρο 6 παρ. 2, ἐπισημαίνεται ὅτι τό λύκειο ἐπιδιώκει τήν ὁλοκλήρωση τῶν σκοπῶν τῆς ἐκπαίδευσης. Ἰδιαίτερα βοηθᾶ τούς μαθητές, μεταξύ ἄλλων, «νά συνειδητοποιοῦν τή βαθύτερη σημασία τοῦ ὀρθόδοξου χριστιανικοῦ ἤθους καί τῆς σταθερῆς προσήλωσης στίς πανανθρώπινες ἀξίες». Παρ’ ὅτι ὁ νόμος 1566/1985 δέν κάνει εὐθέως λόγο γιά ἀπολογητικό χαρακτῆρα τῆς θρησκευτικῆς ἐκπαίδευσης, οἱ στόχοι πού θέτει ὡς πρός αὐτήν (τή θρησκευτική ἐκπαίδευση) καί ἀφοροῦν τήν καλλιέργεια τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς συνείδησης καί παράδοσης, ἀλλά καί τοῦ ὀρθόδοξου χριστιανικοῦ ἤθους εἶναι πρακτικά ἀδύνατο νά ἐπιτευχθοῦν μέσῳ τῶν νέων ΠΣ γιά τό ΜτΘ. Ἑπομένως, τά Προγράμματα αὐτά εἶναι κατ’ οὐσίαν παράνομα ἀφοῦ καταργοῦν τό θεολογικό χαρακτῆρα τοῦ μαθήματος, μετατρέποντάς το σέ μάθημα ἠθικῆς καί φιλοσοφίας.