ΧΩΡΙΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΕΡΕΙΣΜΑ
ΤΑ ΝΕΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ
ΓΙΑ ΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ!
Στήν ἐκπνοή τῆς σχολικῆς χρονιᾶς, τόν περασμένο Ἰούνιο, δημοσιεύτηκαν στήν Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως τά νέα Προγράμματα Σπουδῶν (στό ἑξῆς ΠΣ) γιά τό Μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν (στό ἑξῆς ΜτΘ), τόσο στήν πρωτοβάθμια ἐκπαίδευση, δηλαδή τό Δημοτικό, ὅσο καί στή δευτεροβάθμια ἐκπαίδευση, δηλαδή τό Γυμνάσιο καί τό Λύκειο. Συγκεκριμένα, τό ΠΣ τοῦ ΜτΘ στό Δημοτικό καί στό Γυμνάσιο περιλαμβάνεται στήν Ὑπουργική Ἀπόφαση ὑπ’ ἀριθμόν 101470/Δ2/19.06.2017 (ΦΕΚ Β/2104/19.06.2017), ἐνῶ τό ΠΣ τοῦ ΜτΘ στό Λύκειο περιλαμβάνεται στήν Ὑπουργική Ἀπόφαση ὑπ’ ἀριθμόν 99058/Δ2/19.06.2017 (ΦΕΚ Β/2105/19.06.2017).
Α. Ἡ διδασκαλία τοῦ ΜτΘ κατά τό Ἑλληνικό δίκαιο
Ἀπό μιά ἁπλή ἀνάγνωση τῶν ΠΣ μπορεῖ εὔκολα νά διαπιστωθεῖ, ὅτι εἰσάγουν στή θρησκευτική ἐκπαίδευση τό θρησκειολογικό μοντέλο διδασκαλίας τοῦ ΜτΘ, δηλαδή μία μίξη διαφορετικῶν θρησκειῶν, δογμάτων, κοινωνικοηθικῶν καί φιλοσοφικῶν ἀντιλήψεων, πού μάλιστα θά διδάσκονται μέ ποσόστωση! Θά πρέπει εὐθύς ἐξ ἀρχῆς νά σημειωθεῖ, ὅτι ἡ ὡς ἄνω θρησκειολογική διδασκαλία τοῦ ΜτΘ στή χώρα μας δέν ἔχει κανένα νομοθετικό ἔρεισμα, παρά τό ὅτι στήν Ὑπουργική Ἀπόφαση ὑπ’ ἀριθμόν 99058/Δ2 γιά τό ΠΣ στό Λύκειο παραπλανητικά ἀναφέρεται ὅτι: «Ὁ σχεδιασμός τοῦ νέου Προγράμματος Σπουδῶν (ΠΣ) στά Θρησκευτικά Λυκείου λαμβάνει ὑπόψη: –Τή γενική καί τήν εἰδική σκοποθεσία τῆς Ἐκπαίδευσης, σύμφωνα μέ τό ὑφιστάμενο νομικό πλαίσιο, τό ὁποῖο ἀπορρέει ἀπό τό Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδας καί τούς βασικούς νόμους γιά τήν Ἐκπαίδευση καί εἰδικότερα τό Λύκειο. (...)»
Πρωτίστως ἀντιτίθεται αὐτή (ἡ θρησκειολογική διδασκαλία) στό ἄρθρο 16 τοῦ Συντάγματος τό ὁποῖο, ὡς ἔχει ἑρμηνευθεῖ ἀπό τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας (στό ἑξῆς ΣτΕ), ἐπιβάλλει τήν ὑποχρεωτική διδασκαλία τοῦ ΜτΘ κατά τό ὀρθόδοξο χριστιανικό δόγμα (βλ. ΣτΕ 3356/1995 καί 2176/1998). Ἀναλυτικότερα, τό ἄρθρο 16 παράγραφος 2 τοῦ Συντάγματος προβλέπει τά ἑξῆς: «2. Ἡ παιδεία ἀποτελεῖ βασική ἀποστολή τοῦ Κράτους καί ἔχει σκοπό τήν ἠθική, πνευματική, ἐπαγγελματική καί φυσική ἀγωγή τῶν Ἑλλήνων, τήν ἀνάπτυξη τῆς ἐθνικῆς καί θρησκευτικῆς συνείδησης καί τή διάπλασή τους σέ ἐλεύθερους καί ὑπεύθυνους πολῖτες». Παραθέτουμε ἐδῶ το σχετικό ἀπόσπασμα τῆς ἀπόφασης τοῦ ΣτΕ 3356/1995:
«3. Ἐπειδή, τό ἄρθρο 13 τοῦ Συντάγματος ὁρίζει τά ἑξῆς: «1. Ἡ ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης εἶναι ἀπαραβίαστη. Ἡ ἀπόλαυση τῶν ἀτομικῶν καί πολιτικῶν δικαιωμάτων δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τίς θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός. 2. Κάθε γνωστή θρησκεία εἶναι ἐλεύθερη καί τά σχετικά μέ τήν λατρεία της τελοῦνται ἀνεμπόδιστα ὑπό τήν προστασία τῶν νόμων ...». Ἐξ ἄλλου, τό ἄρθρο 16 τοῦ Συντάγματος ὁρίζει στήν παράγραφο 2, ὅτι: «Ἡ παιδεία ἀποτελεῖ βασική ἀποστολή τοῦ Κράτους καί ἔχει σκοπό τήν ἠθική, πνευματική, ἐπαγγελματική καί φυσική ἀγωγή τῶν Ἑλλήνων, τήν ἀνάπτυξη τῆς ἐθνικῆς καί θρησκευτικῆς συνείδησης καί τή διάπλασή τους σέ ἐλεύθερους καί ὑπεύθυνους πολῖτες». Τέλος, ἡ Διεθνής Σύμβαση τῆς Ρώμης τῆς 4ης Νοεμβρίου 1950 «περί προασπίσεως τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου καί τῶν θεμελιωδῶν ἐλευθεριῶν», πού κυρώθηκε τό πρῶτον μέ τόν νόμο 2329/1953 (φ. 68, Α) καί ἐκ νέου μέ τό Ν.Δ. 53/1974 (φ. 256, Α) καί ἔχει, ὡς ἐκ τούτου, σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 28 παρ. 1 τοῦ Συντάγματος, αὐξημένη τυπική ἰσχύ, μέ τό μέν ἄρθρο 9 κατοχυρώνει τό ἀτομικό δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, μέ τό ἄρθρο δέ 2 τοῦ Α΄ προσθέτου πρωτοκόλλου, ὁρίζει εἰδικότερα τά ἑξῆς: «Οὐδείς δύναται νά στερηθεῖ τοῦ δικαιώματος ὅπως ἐκπαιδευθῆ. Πᾶν Κράτος ἐν τῇ ἀσκήσει τῶν ἀναλαμβανομένων ὑπ’ αὐτοῦ καθηκόντων ἐπί τοῦ πεδίου τῆς μορφώσεως καί τῆς ἐκπαιδεύσεως θά σέβεται τό δικαίωμα τῶν γονέων ὅπως ἑξασφαλίζωσιν τήν μόρφωσιν καί ἐκπαίδευσιν ταύτην συμφώνως πρός τάς ἰδίας αὐτῶν θρησκευτικάς καί φιλοσοφικάς πεποιθήσεις».
4. Ἐπειδή, ἀπό τίς πιό πάνω διατάξεις, ἑρμηνευόμενες σέ συνδυασμό μεταξύ τους, ἐν ὄψει τοῦ γνωστοῦ τοῖς πᾶσιν γεγονότος, ὅτι ἡ συντριπτική πλειοψηφία τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ πρεσβεύει τήν Ὀρθόδοξη Χριστιανική Θρησκεία, (ΣτΕ 3533/1986) ὡς τοῦτο ἄλλωστε μαρτυρεῖται καί ἀπό τήν γενομένην στήν κεφαλίδα τοῦ Συντάγματος, ἐπίκληση τῆς Ἁγίας Τριάδος, σέ συνδυασμό μέ τό ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος, μέ τό ὁποῖον τό Ὀρθόδοξο Χριστιανικό Δόγμα χαρακτηρίζεται ὡς: «Ἐπικρατοῦσα θρησκεία στήν Ἑλλάδα», συνάγεται, ὅτι σκοπός τῆς παρεχμένης στά σχολεῖα παιδείας εἶναι, μεταξύ τῶν ἄλλων, καί ἡ «ἀνάπτυξη» τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης τῶν Ἑλληνοπαίδων σύμφωνα μέ τίς ἀρχές τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς διδασκαλίας, στήν ὁποίαν, κατά τεμήριο, ἐν ὄψει τῶν ἐκτεθέντων, ἀποβλέπουν οἱ γονεῖς των ἀντλῶντας ἀπό τό πιό πάνω ἄρθρο 13 τοῦ Συντάγματος, τό δικαίωμα πού εἶναι, ὡς ἀναφέρθηκε, καί διεθνῶς κατοχυρωμένο, μέ τίς ὡς ἄνω διατάξεις τῆς Συμβάσεως τῆς Ρώμης νά καθορίζουν οἱ ἴδιοι τήν θρησκευτική ἀγωγή τῶν τέκνων τους, σύμφωνα μέ τίς δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις. Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή καί προκειμένου νά τύχει ἐφαρμογῆς ἡ διάταξη τοῦ ἄρθρου 16 παρ. 2 τοῦ Συντάγματος, προκειμένου δηλαδή νά «ἀναπτυχθεῖ» ἡ θρησκευτική συνείδηση τῶν μαθητῶν, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς πίστης, οἱ μαθητές εἶναι ὑποχρεωμένοι νά μετέχουν στίς σχολικές θρησκευτικές ἐκδηλώσεις, ὅπως εἶναι ἡ καθημερινή προσευχή καί ὁ ἐκκλησιασμός καί νά παρακολουθοῦν τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν, τό ὁποῖον, ὅπως εἶναι αὐτονόητο, «ἐν ὄψει τῶν ἐκτεθέντων» πρέπει νά διδάσκεται στά σχολεῖα σύμφωνα μέ τίς ἀρχές τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς θρησκείας (βλ. ΣτΕ 3533/86) καί ἐπί ἱκανόν ἀριθμόν ὡρῶν διδασκαλίας ἑβδομαδιαίως. (…)»
Δέχεται τό ΣτΕ, ὅτι εἶναι δυνατή ἡ ἀπαλλαγή τῶν μαθητῶν ἀπό τό ΜτΘ καί ἀπό τή συμμετοχή τους σέ θρησκευτικές ἐκδηλώσεις «ἐάν ἕνας ἤ περισσότεροι μαθητές, ἄλλως οἱ γονεῖς τους, ἀσκῶντας τό κατοχυρωμένο μέ τό ἄρθρο 13 τοῦ Συντάγματος καί τίς ὡς ἄνω διατάξεις τῆς Συμβάσεως τῆς Ρώμης δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, δηλώσουν καθ’ οἱονδήποτε τρόπον, πρός τόν Διευθυντή τοῦ Σχολείου, ὅτι γιά λόγους θρησκευτικῆς συνείδησης, ἤτοι διότι εἶναι ἑτερόδοξοι, ἑτερόθρησκοι ἤ ἄθεοι, δέν ἐπιθυμοῦν νά παρακολουθήσουν (οἱ ὡς ἄνω μαθητές) τήν διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν ἤ νά μετάσχουν στίς ἄλλες θρησκευτικές ἐκδηλώσεις (…)». Ἀπό κανένα ὅμως σημεῖο τῆς ἀπόφασης τοῦ Δικαστηρίου δέν προκύπτει, ὅτι εἶναι ἐπιτρεπτή ἀπό τό Σύνταγμα ἡ θρησκειολογική διδασκαλία τοῦ ΜτΘ, ἤ, ἡ ἀπαλλαγή τῶν ὀρθοδόξων μαθητῶν ἀπό τήν παρακολούθηση τοῦ μαθήματος. Τό ὡς ἄνω σκεπτικό ἀκολούθησε καί ἡ ἀπόφαση τοῦ ΣτΕ 2176/1998.
Τό ἀνωτέρω ἄρθρο 16 παρ. 2 τοῦ Συντάγματος τό σχετικό μέ τή θρησκευτική ἀγωγή ἐξειδικεύεται ἀπό τό νόμο 1566/1985, ὅπως ἰσχύει σήμερα. Ὁ νόμος 1566/1985 θέτει ὡς κύριο σκοπό τῆς ἐκπαίδευσης τή διαμόρφωση ἑνός ὁλοκληρωμένου καί καθολικοῦ ἀνθρώπου σέ σχέση, μεταξύ ἄλλων, καί μέ τήν ὀρθόδοξη χριστιανική παράδοση.
Στό ἄρθρο 1 παρ. 1 τοῦ νόμου, ὁ σκοπός τῆς πρωτοβάθμιας καί δευτεροβάθμιας ἐκπαίδευσης ἐξειδικεύεται ἔτσι, ὥστε οἱ μαθητές «νά διακατέχονται ἀπό πίστη πρός τήν πατρίδα καί τά γνήσια στοιχεῖα τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς παράδοσης. Ἡ ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς τους συνείδησης εἶναι ἀπαραβίαστη». Εἰδικότερα στό ἄρθρο 6 παρ. 2, ἐπισημαίνεται ὅτι τό λύκειο ἐπιδιώκει τήν ὁλοκλήρωση τῶν σκοπῶν τῆς ἐκπαίδευσης. Ἰδιαίτερα βοηθᾶ τούς μαθητές, μεταξύ ἄλλων, «νά συνειδητοποιοῦν τή βαθύτερη σημασία τοῦ ὀρθόδοξου χριστιανικοῦ ἤθους καί τῆς σταθερῆς προσήλωσης στίς πανανθρώπινες ἀξίες». Παρ’ ὅτι ὁ νόμος 1566/1985 δέν κάνει εὐθέως λόγο γιά ἀπολογητικό χαρακτῆρα τῆς θρησκευτικῆς ἐκπαίδευσης, οἱ στόχοι πού θέτει ὡς πρός αὐτήν (τή θρησκευτική ἐκπαίδευση) καί ἀφοροῦν τήν καλλιέργεια τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς συνείδησης καί παράδοσης, ἀλλά καί τοῦ ὀρθόδοξου χριστιανικοῦ ἤθους εἶναι πρακτικά ἀδύνατο νά ἐπιτευχθοῦν μέσῳ τῶν νέων ΠΣ γιά τό ΜτΘ. Ἑπομένως, τά Προγράμματα αὐτά εἶναι κατ’ οὐσίαν παράνομα ἀφοῦ καταργοῦν τό θεολογικό χαρακτῆρα τοῦ μαθήματος, μετατρέποντάς το σέ μάθημα ἠθικῆς καί φιλοσοφίας.
Β. Ἡ Εὐρωπαϊκή Ἕνωση, τό Συμβούλιο τῆς Εὐρώπης
καί τό Μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν
Στό σημεῖο αὐτό τίθεται τό καίριο ἐρώτημα, μήπως ἰσχύει κάποια Ὁδηγία τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης, ἡ ὁποία νά ἀπαγορεύει τόν ἀπολογητικό χαρακτῆρα ἤ ἔστω νά προκρίνει τόν θρησκειολογικό χαρακτῆρα τῆς θρησκευτικῆς ἐκπαίδευσης. Ἡ ὕπαρξη μιᾶς τέτοιας Ὁδηγίας θά παρεῖχε νομικό ἔρεισμα στά νέα ΠτΔ. Ἡ ἀπάντηση ὅμως στό ἐρώτημα εἶναι ἀρνητική. Δέν ὑφίσταται κανένα νομοθετικό κείμενο τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης σχετικό μέ τό ΜτΘ. Ἡ Εὐρωπαϊκή Ἕνωση τονίζει ἀπό τήν Συνθήκη τοῦ Ἄμστερνταμ τοῦ 1997 καί μέχρι σήμερα μέ ὅλα τά ἐπίσημα κείμενά της ὅτι τά ζητήματα πού ἀφοροῦν στίς σχέσεις Ἐκκλησίας –Πολιτείας καθώς καί στήν διδακτέα ὕλη τῆς παιδείας δέν εἶναι ζητήματα δικῆς της ἁρμοδιότητος, ἀλλά τοῦ κάθε κράτους–μέλους ξεχωριστά.
Ἄλλωστε καί στήν ἴδια τήν Ὑπουργική Ἀπόφαση πού θεσπίζει τό ΠΣ στό Δημοτικό καί στό Γυμνάσιο, ἀναφέρεται ὅτι ὡς πρός τή διδασκαλία τοῦ ΜτΘ διεθνῶς «δέν εἶναι ἐφικτές ἑνιαῖες καί ὁμοιόμορφες λύσεις, ἀφοῦ κάθε χώρα ἐπιλέγει ἐλεύθερα τόν χαρακτῆρα καί τίς κατευθύνσεις τῆς θρησκευτικῆς ἐκπαίδευσης (ζήτημα, ὅμως, πού σχετίζεται στενότατα μέ τήν ἰδιαίτερη ἱστορική καί πολιτισμική της συνάφεια)(…)»
Στό παρελθόν παρερμηνεῖες προκάλεσε ἡ θέσπιση τῆς Σύστασης ὑπ’ ἀριθμόν 1720/2005 μέ τίτλο «Θρησκεία καί Ἐκπαίδευση» ἀπό τήν Κοινοβουλευτική Συνέλευση τοῦ Συμβουλίου τῆς Εὐρώπης, οἱ διατάξεις τῆς ὁποίας παρέχουν ἐπιχειρήματα ὑπέρ τοῦ θρησκειολογικοῦ χαρακτῆρα τῆς διδασκαλίας τῶν θρησκευτικῶν. Γιά παράδειγμα στήν παράγραφο 7 τῆς Σύστασης ἀναφέρεται, ὅτι «Τό σχολεῖο ἀποτελεῖ μείζονα παράγοντα ἐκπαιδεύσεως, ὅσον ἀφορᾶ τή θρησκεία καί πρέπει νά διδάσκεται εἰς αὐτό ἡ ἱστορία καί ἡ φιλοσοφία τῶν κυριοτέρων θρησκειῶν μετ’ οἰκονομίας, ἀντικειμενικότητος καί σεβασμοῦ πρός τίς ἀξίες τῆς Εὐρωπαϊκῆς Σύμβασης γιά τά Ἀνθρώπινα Δικαιώματα (ΕΣΔΑ)».
Οἱ ὑποστηρικτές τοῦ θρησκειολογικοῦ χαρακτῆρα τοῦ ΜτΘ, πιθανόν χωρίς νά ἀντιλαμβάνονται ἀκριβῶς περί τίνος ἐπρόκειτο ἔσπευσαν νά κάνουν λόγο γιά «Ὁδηγία» καί γιά τό «Συμβούλιο Ὑπουργῶν τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης» δημιουργῶντας ἐσφαλμένες ἐντυπώσεις καί σύγχυση. Ὅμως, τό Συμβούλιο τῆς Εὐρώπης εἶναι Διεθνής Ὀργανισμός διαφορετικός ἀπό τήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση, οἱ δέ Συστάσεις τοῦ Συμβουλίου τῆς Εὐρώπης συνιστοῦν πολιτικές διακηρύξεις καί δέν εἶναι ὑποχρεωτικές γιά τά κράτη μέλη!
Ἀντιθέτως, ὑποχρεωτική γιά τά κράτη μέλη τοῦ Συμβουλίου τῆς Εὐρώπης, συμπεριλαμβανομένης καί τῆς Ἑλλάδας, εἶναι ἡ Εὐρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου (ΕΣΔΑ), ἡ ὁποία μάλιστα ὑπερισχύει ἀπό κάθε ἄλλη ἀντίθετη διάταξη νόμου, δυνάμει τοῦ ἄρθρου 28 παράγραφος 1 τοῦ Ἑλληνικοῦ Συντάγματος. Τό ἄρθρο 2 τοῦ Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου τῆς ΕΣΔΑ μέ τίτλο «Δικαίωμα στήν Ἐκπαίδευση», ὁρίζει τά ἑξῆς: «Οὐδείς δύναται νά στερηθῆ τοῦ δικαιώματος ὅπως ἐκπαιδευθῆ. Πᾶν Κράτος ἐν τῇ ἀσκήσει τῶν ἀναλαμβανομένων ὑπ’ αὐτοῦ καθηκόντων ἐπί τοῦ πεδίου τῆς μορφώσεως καί τῆς ἐκπαιδεύσεως θά σέβεται τό δικαίωμα τῶν γονεῶν ὅπως ἐξασφαλίζωσι τήν μόρφωσιν καί ἐκπαίδευσιν ταύτην συμφώνως πρός τάς ἰδίας αὐτῶν θρησκευτικάς καί φιλοσοφικάς πεποιθήσεις».
Τό δικαίωμα αὐτό τῶν γονέων εἶναι ἐκδήλωση τῆς θρησκευτικῆς τους ἐλευθερίας. Εἶναι μάλιστα ἀποκλειστικό δικαίωμα, μέ τήν ἔννοια ὅτι ἀποκλείει τή δυνατότητα σέ κάθε ἄλλο πρόσωπο ἤ τό ἴδιο τό Κράτος νά ἐπέμβει στή θρησκευτική συνείδηση τοῦ ἀνηλίκου τέκνου, γιά παράδειγμα διδάσκοντάς το θρησκεία τήν ὁποία δέν ἐγκρίνουν οἱ γονεῖς ἤ ἐπιβάλλοντας τήν θρησκειολογική διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν στά σχολεῖα, ἔστω καί ἐάν μεταξύ τῶν διδασκομένων θρησκειῶν εἶναι καί ἡ θρησκεία τήν ὁποίαν ἐγκρίνουν οἱ γονεῖς. Τό Ἑλληνικό Κράτος φαίνεται νά ξεχνάει, ὅτι τό δικαίωμα νά ἀπολαμβάνουν τά παιδιά τους μόρφωση καί ἐκπαίδευση σύμφωνα μέ τίς θρησκευτικές τους πεποιθήσεις τό ἀπολαμβάνουν ὄχι μόνο οἱ ἄθεοι ἤ ἀλλόδοξοι, ἀλλά καί οἱ ὀρθόδοξοι γονεῖς, οἱ ὁποῖοι μάλιστα ἀπαρτίζουν τή συντριπτική πλειοψηφία τῆς Ἑλληνικῆς κοινωνίας.
Τό Εὐρωπαϊκό Δικαστήριο Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων ἔχει ἑρμηνεύσει τό ἀνωτέρω ἄρθρο 2 τοῦ Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου τῆς ΕΣΔΑ, στή μείζονα σύνθεσή του στήν ὑπόθεση Lautsi κατά Ἰταλίας, ἡ ὁποία ἀφορᾶ τήν παρουσία τοῦ Ἐσταυρωμένου στίς Ἰταλικές αἴθουσες διδασκαλίας καί τή θέση τῆς θρησκείας στό σχολεῖο.
Τό Δικαστήριο ἔκρινε στήν ὑπόθεση αὐτή, ὅτι «ἡ διαμόρφωση καί ὁ σχεδιασμός τοῦ προγράμματος σπουδῶν ἐμπίπτουν στήν ἁρμοδιότητα τῶν Συμβαλλομένων Κρατῶν. Κατ’ ἀρχήν δέν ἐναπόκειται στό Δικαστήριο νά ἀποφανθεῖ ἐπί τέτοιου εἴδους ἐρωτημάτων, καθώς οἱ λύσεις μποροῦν, νομίμως, νά διαφέρουν ἀνάλογα μέ τή χώρα καί τήν ἱστορική περίοδο. (…) Τό Κράτος ἀπαγορεύεται νά ἐπιδιώκει σκοπούς κατήχησης οἱ ὁποῖοι μπορεῖ νά θεωρηθοῦν ὅτι δέ σέβονται τίς θρησκευτικές καί φιλοσοφικές πεποιθήσεις τῶν γονέων. Αὐτό εἶναι τό ὅριο πού δέν πρέπει νά ὑπερβαίνουν τά Κράτη (Σκέψη 62 τῆς Ἀπόφασης)».
Ὅμως, μέ λανθασμένη νομική καθοδήγηση καί μέ τήν Κυβερνητική “νομομαγειρική”, ἡ Ἱερά Σύνοδος παρασύρθηκε νά ἀποδεχθεῖ, ὅτι τό ὑπάρχον ΜτΘ δέν πρέπει νά εἶναι «Κατηχητικό», καί ὡς ἐκ τούτου δέν πρέπει νά ἀποσκοπεῖ στή δημιουργία πιστῶν!
Τό ἴδιο τό Δικαστήριο στήν ὑπόθεση Lautsi κατά Ἰταλίας τόνισε, ὅτι ἡ κυρίαρχη προβολή τῆς πλειοψηφούσης θρησκείας δέν ἀρκεῖ προκειμένου νά ὑποδηλώσει μιά διαδικασία κατήχησης ἐκ μέρους τοῦ Κράτους καί νά ἀποδείξει μιά παραβίαση τῶν προϋποθέσεων τοῦ ἄρθρου 2 τοῦ Πρώτου Πρωτοκόλλου τά ΕΣΔΑ. Ἀντίθετα, ἡ ἐπίσημη προώθηση τῆς θρησκευτικῆς οὐδετερότητας καί ἐκκοσμίκευσης τοῦ Κράτους, ὅπως ὀρθά ὑποστήριξε ἡ Ἰταλική κυβέρνηση, δέν εἶναι λιγότερο προβληματική ἀπό τήν κατήχηση καί τόν προσηλυτισμό ἐκ μέρους τοῦ Κράτους. Ἡ ΕΣΔΑ ἐπιβάλλει τήν ἐλευθερία τῆς θρησκείας καί τῆς συνείδησης, ἀλλά δέν καταπιέζει τά Κράτη πρός τήν κατεύθυνση τοῦ κοσμικοῦ χαρακτῆρα ἤ τῆς θρησκευτικῆς οὐδετερότητας.
Μετά ἀπό ὅλα τά παραπάνω, γίνεται σαφές, ὅτι μέ τά νέα Προγράμματα Σπουδῶν τοῦ Μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν θίγεται ὁ πυρήνας τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας καί τοῦ δικαιώματος ἐκπαίδευσης καί ἀνάπτυξης τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης τῶν νέων σύμφωνα μέ τήν Ὀρθοδοξία. Δέ μπορεῖ, λοιπόν, τό Κράτος, νά ἐμπαίζει τούς Ἕλληνες πολῖτες καί μάλιστα τούς Ἕλληνες γονεῖς, διακηρύσσοντας ὅτι δῆθεν τά νέα ΠΣ γιά τά θρησκευτικά σέβονται τό ὑφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο!
Ἀγγελική Εὐθ. Ζώη
Νομικός
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 180-181
Αὔγουστος – Σεπτέμβριος 2017