ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΑΙ ΕΝΔΟΞΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΤΗΣ ΣΟΥΤΣΕΑΒΑΣ

E.E. 178 179 pHFratseas

ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΑΙ ΕΝΔΟΞΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΤΗΣ ΣΟΥΤΣΕΑΒΑΣ

( ορτάζεται τήν Πέμπτη μετά τήν Πεντηκοστή )

Συγγραφέν πό τόν γιο Βαρλαάμ Μολδαβίας

Πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι πού ἔζησαν στόν κόσμο ἐνάρετη ζωή, ὅπως τήν θέλει ὁ Θεός, κατά τόν τρόπο δηλαδή πού δίδαξε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός καί κατέγραψαν οἱ ἅγιοί Του Ἀπόστολοι στό ἅγιο Εὐαγγέλιο.

Πρῶτος ἀνάμεσα σέ αὐτούς εἶναι ὁ μεγάλος ἅγιος Ἰωάννης, πολύ μεταγενέστερος τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Διότι ὁ Θεός, ὁ ρυθμιστής τῆς ζωῆς ἡμῶν,  δέν στεφά­νωσε μόνο τούς πάλαι ποτέ μάρτυρες, ἀλλά καί τώρα, στούς ὕστερους καιρούς, ἀνοίγει τήν πόρτα τοῦ μαρτυρίου γι’ αὐτούς πού τό ἐπιθυμοῦν. Μέ τήν ἴδια τιμή τούς τιμᾶ καί τήν ἴδια δόξα τούς βραβεύει.

E.E. 178 179 pHFratseas 2

Γι’ αὐτό τόν λόγο ἐπιβάλλεται σ’ ἐμᾶς νά γνωρίζουμε ἀπό ποῦ κατάγεται ὁ ἅγιος αὐτός, τί ἔπραξε καί πῶς μαρτύρησε γιά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.

Στή Μικρά Ἀσία ὑπάρχει μία μεγάλη καί γνωστή πόλη πρός τήν ὁποία πλέουν ὅλα τά καράβια λόγῳ τῆς ἀφθονίας καί τοῦ πλούτου της. Τό ὄνομα τῆς πόλης εἶναι Τραπεζούντα. Ἀπό αὐτή τήν πόλη καταγόταν καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης. Καί ἐπειδή ἡ πόλη βρισκόταν στή θάλασσα ὁ Ἰωάννης, ὅπως καί ἀρκετοί συμπολῖτες του, ἔκανε πολλά ἐμπορικά ταξίδια. Ἀλλά ὁ ἐχθρός, ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος μισεῖ τό καλό, δέν μποροῦσε νά ἀνεχθεῖ τά καλά ἔργα πού ἔκανε ὁ Ἅγιος. Τόν ἔβλεπε συχνά νά νηστεύει καί νά προσεύχεται στόν Θεό, νά εἶναι πρᾷος καί ἐλεήμων πρός ὅλους καί νά βοηθάει μέσα στό καράβι ὅλους ἐκείνους πού εἶχαν ἀνάγκη. Ἦταν πάντοτε μέ τά μάτια γεμάτα ἀπό δάκρυα καί ἔτοιμος νά παρηγορήσει ὅποιον εἶχε πάθει κάποιο κακό. Μέσα του ἔλεγε: «Ὅπως θά ἐλεήσεις, ἔτσι θά ἐλεηθεῖς, καί ὅπως θά παρηγορήσεις, ἔτσι θά παρηγορηθεῖς».

Αὐτό ὁ διάβολος δέν μποροῦσε νά τό ἀντέξει καί ξεσήκωσε ἐναντίον του τόν καπετάνιο τοῦ καραβιοῦ, ἕναν ἄνθρωπο πολύ κακό καί ἀνελέητο πού ἀνῆκε στήν αἵρεση τῶν Λατίνων. Τό μίσος πού ἔτρεφε ἐναντίον του τό ἐκδήλωσε ἀφοῦ ἔφθασαν στήν πόλη Cetatea Alba (Λευκόπολη–Ἀσπρόκαστρο) στήν Μαύρη Θάλασσα, στά σύνορα πρός τή Μολδαβία. Πῆγε λοιπόν ἐκεῖνος ὁ Φράγκος καί τόν κατήγγειλε στόν ἀνώτερο τῆς πόλεως, ὁ ὁποῖος ἦταν Τοῦρκος μέ ἀφοσίωση καί μεγάλη πίστη στό Ἰσλάμ. Τόν  κατήγγειλε δέ ὡς ἑξῆς: «Ὑπάρχει ἕνας ἄνθρωπος πού ἦρθε μαζί μου ἐδῶ, ὁ ὁποῖος θέλει νά ἀποβάλλει τήν χριστιανική πίστη καί νά ἀποξενωθεῖ ἀπό τήν πατρῴα γῆ του. Θέλει νά ἀποδεχθεῖ τήν Τουρκική θρησκεία, νά γίνει πολίτης τοῦ γένους ὑμῶν. Καί γιά τό ζήτημα αὐτό πολλές φορές, ἐρχόμενος στό καράβι μαζί μου, ἔδωσε ὅρκο πρός ἐμένα. Γι’ αὐτό καί ἐσύ μήν ἀργεῖς, ἀλλά γρήγορα νά συζητήσεις μαζί του, γιά νά τόν φέρεις στήν πίστη Σας. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ θά ἔχεις μεγάλη τιμή ἀπό τόν σουλτάνο, διότι τυγχάνει ἄνθρωπος μορφωμένος καί ξακουστός στήν πόλη τῆς Τραπεζούντας.»

Ἀκούγοντας τά λόγια αὐτά ἐκείνη ἡ ἀκάθαρτη καί εἰδωλολατρική Τουρκική ψυχή, σηκώθηκε μετά χαρᾶς, κάθισε στή δικαστική ἕδρα καί ὁρμήνεψε νά καλέσουν μέ τιμές τόν ἅγιο. Καί ἀφοῦ ὁ ἅγιος ἦρθε καί κάθισε μπροστά του, τοῦ μίλησε λέγοντας: «Ἄκουσα ὅτι εἶσαι ἐκλεκτός ἄνθρωπος καί ὅτι ἡ καλή καί δυνατή μας πίστη σέ κυνηγᾶ καί ἐσύ τήν ἀγαπᾶς μέ ὅλη σου τήν καρδιά. Διότι ἔτσι εἶναι ἡ πίστη μας: Προσκολλᾶται σέ ἐκείνους πού ἔχουν καθαρά αἰσθήματα καί ἀνάβει στήν καρδιά τους τήν ἀγάπη πρός αὐτήν. Μήν ἀργεῖς πλέον καί, ἀφοῦ εἶσαι φίλος μας, ἀπόβαλλε τή χριστιανική πίστη πού εἶναι κακιά καί σέ ντροπιάζει καί μέ μεγάλη φωνή βλασφήμησε τήν πίστη τῶν Χριστιανῶν μπροστά σέ ὅλο τό λαό. Διότι γι’ αὐτό μαζεύτηκαν ἐδῶ ὅλοι, μέ τίς γυναῖκες καί τά νεαρά παιδιά τους, γιά νά σέ ἀκούσουν ἐσένα νά ὁμολογεῖς τώρα τήν φωτεινή καί ξακουστή πίστη μας, ἀνυψώνοντάς την σέ μεγάλη δόξα καί πατῶντας κάτω ἀπό τά πόδια σου τήν πίστη τῶν γκιαούρηδων. Νά πράξεις λοιπόν χωρίς χρονοτριβή ἐκεῖνο πού ὁρκίσθηκες νά κάνεις γιά νά τό βλέπουν καί ἄλλοι καί νά μάθουν ἀπό ἐσένα νά σέβονται τήν πίστη μας. Καί γι’αὐτό θά λάβεις ἀπό τόν βασιλιά μας τήν τιμή καί τό ἀξίωμα τοῦ βογιάρου καί θά εἶσαι ὡς ἀδελφός μας καί θά περάσεις χαρούμενη ζωή.»

Ὄσο διάστημα ἐκεῖνος ὁ ὕπουλος καί ἄπιστος εἰδωλολάτρης ἔλεγε τά λόγια αὐτά, ὁ μακάριος Ἰωάννης σήκωνε τά μάτια τῆς καρδιᾶς του πρός τόν οὐρανό καί ζητοῦσε βοήθεια ἀπό τόν Θεό, ὁ ὁποῖος εἶπε: «Ὅταν θά σᾶς σύρουν μπροστά σε ἡγεμόνες καί βασιλεῖς γιά τό ὄνομά μου, μή προμελετᾶτε τί θά πεῖτε ἤ τί θά ἀπαντήσετε σ’ ἐκείνη τήν περίπτωση, διότι θά σᾶς δοθεῖ λόγος, ὥστε νά μή μποροῦν νά ἀντισταθοῦν ἤ νά σᾶς ἀπαντήσουν ὅλοι ἐκεῖνοι πού θά σταθοῦν ἐναντίον σας». Καί τότε ἔστρεψε τά μάτια του πρός τόν τύραννο καί μέ μεγάλη τόλμη τοῦ ἀπάντησε λέγοντας: «Μοῦ φαίνεται ὅτι ψεύδεσαι πραγματικά, ὦ Κατῆ, διότι ἐγώ δέν αἰσθάνομαι σάν δικά μου τά λόγια αὐτά. Νά ἀπαρνοῦμαι ἐγώ τόν Κύριό μου Ἰησοῦ Χριστό; Μή γένοιτο. Νά μήν ἐπιτρέψει ὁ Θεός οὔτε νά μοῦ περάσει ἀπό τό νοῦ ἡ σκέψη αὐτή. Αὐτά εἶναι τεχνάσματα τοῦ ἐχθροῦ τῆς Ἀληθείας, τοῦ Σατανᾶ, τοῦ πατέρα σου. Μπῆκε μέσα σου σάν σέ ἄξιο σκεῦος του καί ἀπευθύνεται μαζί σου πρός ἐμένα, ἐλπίζοντας ὅτι θά μέ ὁδηγήσει στήν ἀπώλεια μέ τό νά ἀρνηθῶ τόν ἀληθινό Θεό. Μᾶλλον ἐσύ πρέπει νά μάθεις ἀπό μένα τί εἶναι ἡ Ἀλήθεια. Νά ἀποβάλλεις τό σκότος τῆς ἀπιστίας πού βρίσκεται στήν ψυχή σου, νά ἐξομολογηθεῖς, νά γίνεις υἱός φωτός μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα, νά ὁδηγηθεῖς πρός τή Βασιλεία τοῦ Οὐρανοῦ, ἀντί νά περιπλανιέσαι στό σκοτάδι, στήν αἰώνια ἀπώλεια.» Καί μαζί μέ τά λόγια αὐτά  ἀνύψωσε τά χέρια καί τά μάτια του πρός τόν οὐρανό καί φώναξε γιά νά γίνει ἀκουστός σέ ὅλους: “Μήν μοῦ συμβεῖ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ νά ἀρνηθῶ Ἐσένα, ὁ ὁποῖος μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶσαι Ἅγιος, μία Δύναμη καί μία Φύση καί μία Βασιλεία. Ἐγώ δέν θά προσκυνήσω τό σκότος καί  οὔτε θά ὑπηρετήσω τόν πονηρό διάβολο».

Αὐτά τά λόγια εἶπε μέ θάρρος καί μέ φωτεινό πρόσωπο ὁ μάρτυρας. Καί τό πρόσωπό του δικαστῆ ἄλλαξε ἀμέσως ἀπό τόν θυμό πού ἄναψε μέσα του. Δέν μπόρεσε πλέον νά ἀνεχθεῖ τά λόγια τοῦ Ἁγίου, βλέποντας τήν δική του πίστη, πού τήν ἐπαινοῦσε, νά κατηγορεῖται καί νά ἀπαξιώνεται ἀπό τόν Ἰωάννη καί βλέποντας τόν Θεό ἐκεῖνο, πού ὁ ἴδιος βλασφημοῦσε, νά εἶναι δοξασμένος ἀνάμεσά σε τόσους λαούς καί νά εἶναι δοξασμένος καί ἀπό τόν Ἰωάννη. Τότε διέταξε τούς ὑπηρέτες του νά γδύσουν τόν μάρτυρα. Καί ἐκεῖνος ἀναγκάσθηκε μέν νά μείνει γυμνός, ὄντας ὅμως «ἐνδεδυμένος τόν Χριστό». Στή συνέχεια διέταξε ὁ Καδής νά φέρουν πολλές βέργες, κοίταξε πρός τόν μάρτυρα καί εἶπε: «Μήν λές πρός ἐμᾶς αὐτά τά ψέματα, ἀλλά ἀμέσως νά ἀποβάλλεις τήν ἄχρηστη πίστη σου καί νά ἀποδεχθεῖς μέ ὅλη σου τήν καρδιά τήν πίστη μας. Ἄφησε τώρα τά πολλά λόγια καί κάνε ὅπως ὁρκίσθηκες. Ἐάν ὄχι, μά τήν πίστη μου, ὄχι μόνο μέ τίς βέργες αὐτές θά σοῦ συνθλίψω τό σῶμα, ἀλλά καί μέ ἄλλα βάσανα μεγάλα καί τρομερά θά σέ βασανίσω καί κατόπιν μέ πικρό θάνατο θά πεθάνεις». Ὁ δέ Ἅγιος ἀπάντησε: «Δέν εἶμαι ἐγώ ὁ ψεύτης, ὅπως ἰσχυρίζεσαι ἐσύ, πού εἶσαι γεμάτος ἀπό πάσης φύσεως ἀκαθαρσίας, ἀλλά ἐγώ εἶμαι δοῦλος τοῦ Θεοῦ, τοῦ Θεοῦ δηλαδή πού ἐν Τριάδι δοξάζεται. Καί τώρα αἰσθάνομαι καί μάρτυς Ἐκείνου, τόν ὁποῖο οἱ γονεῖς μου μέ δίδαξαν νά πιστεύω καί μόνον Ἐκεῖνον νά προσκυνῶ καί νά δοξάζω. Ἐκεῖνον ἐγώ ὁμολογῶ, ὅτι εἶναι ὁ Δημιουργός τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς καί ὅλων τῶν δημιουργημάτων καί Ἐκεῖνον περιμένω ὡς κριτή τῶν ζώντων καί τῶν νεκρῶν, ὁ Ὁποῖος θά ἀνταποδώσει στόν καθένα κατά τά ἔργα του. Γι’ αὐτό τόν λόγο νά μήν ἐλπίζεις ὅτι θά ἀκούσεις κάτι ἄλλο ἀπό ἐμένα, διότι ὅ,τι ἐγώ εἶπα ἀρχικά το ἴδιο λέγω καί τώρα. Ποτέ μου δέν θά ἀπαρνηθῶ  τόν Χριστό, τόν Θεό καί Δημιουργό μου, ὅσο θά εἶμαι κυρίαρχος τῆς σκέψης μου. Ἑπομένως, μή χρονοτριβεῖς ἀλλά φανέρωσε τήν σκυλίσια συνήθεια πού κρύβεται μέσα σου, τιμώρησέ με καί βασάνισέ με, ὁδήγησέ μέ στόν θάνατο πού ὁ Θεός θά ὁρίσει, Ὁ ὁρίζων με. Γιά νά μήν ἀκοῦνε τά αὐτιά μου πλέον τά λόγια σου τά βρομερά καί νά μή ξαναδοῦν τά μάτια μου τό βρομερό σου πρόσωπο. Ἰδού τό σῶμα μου μπροστά σου γυμνό: δεῖρε το μέ τίς βέργες, κάψε το μέ τήν φωτιά, πνῖξε το στό νερό, κόψε το μέ τό σπαθί, καί ἄλλα παρόμοια μαρτύρια ἄν ξέρεις, ἄς τά κάνεις. Μήν ἀργεῖς, διότι ὅλα αὐτά ἐγώ εἶμαι ἕτοιμος γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ μου, νά τά ὑποφέρω».

Ὅταν ἄκουσε τά λόγια αὐτά ὁ ἄσπλαχνος τύραννος φούντωσε ἀπό θυμό καί διέταξε νά τόν ξαπλώσουν πάνω στήν γῆ. Τόσο ἄγρια τόν βασάνισαν, ὥστε τό σῶμα του θρυμματιζόταν καί κομμάτια ἀπό τή σάρκα του κολλοῦσαν ἐπάνω στίς βέργες ἤ πετάγονταν στόν ἀέρα. Τό χῶμα ὅπου ἦταν ξαπλωμένος μούσκεψε ἀπό αἷμα. Ἀλλά ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ εἶδε τόν ἑαυτό του σέ τέτοια κατάσταση, σήκωσε πρός τόν οὐρανό τά μάτια τῆς ψυχῆς του καί εἶπε: «Εὐχαριστῶ σοι, Κύριε, πού ὁρίζεις τά πάντα, ὅτι μέ ἀξίωσες νά βαπτισθῶ μέ τό αἷμα μου καί νά ξεπλύνω τίς ἁμαρτίες μου!» Μέ τά λόγια αὐτά οἱ δήμιοι γέμισαν ἀπό θυμό καί σύντριψαν πιό ἄγρια τό σῶμα του, ὥστε νά σταματήσει καί τό στόμα του νά μιλᾶ.

Ἐπειδή ἦταν ὅμως ἤδη βράδυ, ἔδεσαν τό σῶμα του μέ δύο ἁλυσίδες καί τόν πέταξαν σάν νεκρό στήν φυλακή, ὥστε νά τόν κρατήσουν γιά σκληρότερα μαρτύρια τήν ἑπόμενη μέρα.

Τό πρωί ὁ Καδής πῆρε τή θέση του στό δικαστήριο καί διέταξε νά φέρουν μπροστά του τόν Ἅγιο. Μέ φωτεινό πρόσωπο καί μέ χαρούμενη ψυχή ἐμφανίστηκε στόν Καδή, ὁ ὁποῖος ἀπόρησε, βλέποντας τό χαρούμενο πρόσωπο τοῦ Ἁγίου. Πῶς ἦταν δυνατόν νά βρίσκεται ἀκόμα ψυχή σ’ ἐκεῖνο τό δαρμένο καί συνθλιμμένο σῶμα; Εἶπε δέ πρός αὐτόν: «Δέν βλέπεις, ὦ, Ἰωάννη, σέ πιά ντροπιαστική κατάσταση σέ φέρνει ἡ ἄρνησή σου νά υποταχθεῖς, ὥστε ἀκόμη καί τή ζωή, πού ὅλοι φυλάγουν καί ἀγαπᾶνε, παραλίγο νά τήν χάσεις. Ὅμως ἄν ἀκούσεις τή συμβουλή μου, σύντομα τά συνθλιμμένα μέλη σου θά αποκτήσουν ξανά τήν ὑγεία τους, διότι ὑπάρχουν σ’ἐμᾶς πολυάριθμοι καί πολύ ἱκανοί ἰατροί προερχόμενοι ἀπό τήν Ἰνδία καί τήν Περσία. Ἄν ὅμως παραμείνεις Χριστιανός, νά ξέρεις ὅτι σέ περιμένουν ἀκόμη περισσότερα βασανιστήρια».

Ὁ μάρτυς τοῦ Χριστοῦ τοῦ ἀπάντησε: «Ὦ, Καδή, γιά τήν σύνθλιψη τοῦ σώματός μου ἐγώ δέν ἀσχολοῦμαι οὔτε στό ἐλάχιστο, διότι ὅσο περισσότερο καταστρέφεται ὁ ἔξω ἄνθρωπος, τόσο περισσότερο ἀνανεώνεται ὁ ἔσω ἄνθρωπος, ὅπως μᾶς λέει ὁ μεγάλος ἀπόστολος Παῦλος. Ἄλλη ἔγνοια ἐγώ δέν ἔχω, παρά πῶς νά ἀντέξω μέ τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ ὅλα τά βάσανα πού θά μοῦ προκαλέσεις. Διότι ὁ Ἴδιος λέει «Ὅποιος θά ἀντέξει ἕως στό τέλος, ἐκεῖνος θά σωθεῖ». Ἑπομένως ἐάν σκέφθηκες κάποια καινούργια βασανιστήρια, κᾶνε τα. Τίς πρῶτες πληγές δέν τίς λαμβάνω καθόλου ὑπόψη».

Μέ αὐτά τά σοφά λόγια τοῦ μάρτυρος ντροπιάστηκε ὁ τρελός Καδής, πού ἔτρεμε σύγκορμος ἀπό τό θυμό. Βρυχήθηκε λοιπόν σάν ἄγριο ζῶο καί διέταξε νά ξαπλώσουν ξανά τόν μάρτυρα στήν γῆ καί νά τόν δείρουν τρομερά. Κατά τή διάρκεια τοῦ βασανισμοῦ του ἄλλαζαν οἱ δήμιοι ὁ ἕνας μετά τόν ἄλλο. Ἀφοῦ δέ κουράσθηκαν καί οἱ δοῦλοι νά δέρνουν ἐκεῖνο τό σκληρό σάν διαμάντι σῶμα καί ὅλοι οἱ θεατές κραύγαζαν πρός τόν μιαρό δικαστή καί τόν ὕβριζαν γιά τίς ἄσπλαχνες καί ἀπάνθρωπες ἐνέργειές του, ζήτησε ὁ Καδής νά φέρουν ἕνα ἄγριο ἄλογο. Στή συνέχεια διέταξε νά δέσουν τά πόδια τοῦ μάρτυρος ἀπό τήν οὐρά τοῦ ἀλόγου, ἕνας ἀπό τούς δούλους νά ἱππεύσει καί νά τρέξει με τό ἄλογο στούς δρόμους τῆς πόλεως.

Ὁ Ἅγιος σύρθηκε διά μέσου ὁλόκληρης τῆς πόλεως. Τί ὀδυνηρό θέαμα γιά τά μάτια τῶν πιστῶν! Ὅταν πέρασε συρόμενος ὁ Ἅγιος ἀπό κάποια ἑβραϊκή ὁδό, οἱ Ἑβραῖοι τόν ὑποδέχονταν μέ γέλωτες καί μέ βρισιές, πετώντας του ὅ,τι εἶχαν στά χέρια τους. Ἕνας ἀπό αὐτούς ἔτρεξε στό σπίτι του, ἅρπαξε ἕνα σπαθί καί φτάνοντας στόν Ἅγιο τοῦ ἔκοψε ἀμέσως τήν ἁγία του κεφαλή. Ἔτσι ἔλυσαν τό σῶμα ἀπό τό ἄλογο καί τό ἄφησαν στόν δρόμο μέ κομμένη τήν κεφαλή. Οὐδείς ἀπό τούς Χριστιανούς τολμοῦσε νά τόν πλησιάσει ἤ νά τόν ἀγγίξει. Ἀλλά κατά τήν διάρκεια ἐκείνης τῆς νύκτας ἐμφανίστηκαν ἀναμμένα φῶτα γύρω ἀπό τό σῶμα τοῦ μάρτυρα καί τρία λαμπερά παλικάρια, πού ἔψαλαν καί κήδευαν τό σῶμα του. Ἐνῶ ὅλοι ἔβλεπαν τά γεγονότα αὐτά, πάλιν ἕνας Ἑβραῖος, τοῦ ὁποίου τό σπίτι βρισκόταν κοντά στόν τόπο ὅπου ἦταν τό σῶμα τοῦ Ἁγίου, νόμιζε ὅτι ἦρθαν χριστιανοί ἱερεῖς γιά νά τό πάρουν καί νά τό ἐνταφιάσουν. Πῆρε λοιπόν ἕνα τόξο μέ βέλη, τούς πλησίασε καί ἤθελε νά κτυπήσει ἕναν ἀπό αὐτούς πού θεώρησε ως χριστιανούς ἱερεῖς. Ὅταν ὅμως τέντωσε μέ ὅλη τή δύναμή του τό σκοινί τοῦ τόξου, κόλλησαν τό βέλος καί τό σκοινί στά δάκτυλα τοῦ δεξιοῦ του χεριοῦ καί τό τόξο στό ἀριστερό του χέρι. Ἔτσι δέν μπόρεσε οὔτε τό βέλος νά ρίξει, οὔτε τά χέρια του νά ἀπελευθερώσει, ἀλλά παρέμεινε τεντωμένος καθ’ ὅλη τή διάρκεια τῆς νύχτας. Αὐτό τό βάσανο ἔπαθε ὁ Ἑβραῖος ἐκεῖνος, τό γέννημα ὀχιᾶς. Ἀφοῦ ξημέρωσε, οἱ θαυμαστοί ἐκεῖνοι ἄνθρωποι καθώς καί τό φῶς ἔγιναν ἀόρατα. Καί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πάσης ἡλικίας ἔτρεχαν νά δοῦν ἐκεῖνον τόν ἄτιμο τοξότη. Ἐκεῖνος δε, ἐπειδή διηγόταν σέ ὅλους ὅλα τά συμβάντα, ἀπελευθερώθηκε. Ὅταν ἄκουσε ὁ Καδής τό ἔνδοξο αὐτό θαῦμα, τρόμαξε πολύ καί διέταξε νά πάρουν οἱ Χριστιανοί τό  τίμιο σῶμα τοῦ Ἁγίου καί νά τό θάψουν. Καί οἱ Χριστιανοί τό παρέλαβαν καί τό ἐνταφίασαν μέ τιμές.

Μετά ἀπό λίγες ἡμέρες ὁ Φράγκος  ἐκεῖνος πού εἶχε παραδώσει τόν Ἅγιο στό μαρτύριο, ἤθελε νά τόν κλέψει καί νά τόν μεταφέρει στό κτῆμα του. Κάποια νύχτα πού βρῆκε κατάλληλο χρόνο πῆγε μαζί μέ δικούς του ἀνθρώπους καί ἄρχισε νά σκάβει γιά νά πάρει τά λείψανα.

Ὅμως κατά τήν ὥρα ἐκείνη ὁ Ἅγιος ἐμφανίστηκε στόν ὕπνο στόν ἱερέα τῆς ἐκκλησίας ἐκείνης  καί τοῦ εἶπε: «Ξύπνα γρήγορα καί τρέξε στήν ἐκκλησία, διότι, ἰδού, θέλουν νά μέ κλέψουν καί νά μέ πάρουν». Ὁ ἱερέας ἔτρεξε ὅσο πιο γρήγορα μποροῦσε στήν ἐκκλησία καί, ἀφοῦ ἔφθασε, βρῆκε τό μνῆμα σκαμμένο. Τό σῶμα τοῦ Ἁγίου ὅμως ήταν ἀκόμα ἐκεῖ. Γι’ αὐτό τόν λόγο ὁ ἱερέας κάλεσε τούς Χριστιανούς καί τούς εἶπε τά συμβάντα. Ὅλοι δόξασαν τόν Θεό, ὁ ὁποῖος τιμᾶ τούς ἁγίους Του, καί ἔπειτα πῆραν τά τίμια λείψανα καί τά τοποθέτησαν στήν ἐκκλησία στό ἅγιο θυσιαστήριο, κοντά στήν Ἁγία Τράπεζα.

Ἔτσι ἦταν τά πράγματα γιά ἑβδομῆντα καί πλέον ἔτη καί ὑπῆρχαν συχνά θεῖες ἐμφανίσεις, νύχτα καί ἡμέρα. Κάποιες φορές, πύρινος στέφανος κατέβαινε, ἄλλες φορές ἄγγελοι ἐμφανίζονταν ἀνεβαίνοντας καί κατεβαίνοντας, ἄλλες φορές φῶτα καί εὐωδιές ἔβγαιναν ἀπό ἐκεῖ. Κάποτε ὅλα αὐτά τά θαυμαστά ἔφθασαν καί στά αὐτιά ἐκείνου πού τότε ἦταν Κύριος τῆς Μολδαβίας, τοῦ ὀρθοδόξου πιστοῦ Ἀλέξανδρου Βοεβόδα2, ὁ ὁποῖος δέν ἦταν μόνο στολισμένος μέ πολλές ἀρετές, ἀλλά καί μέ ἀγάπη  πρός τούς μάρτυρες. Ἀφοῦ ἔμαθε γιά τά λείψανα τοῦ Ἁγίου, τόν κυριάρχησε ὁ πόθος καί, μέ τήν συμβουλή ἐκείνου πού κρατοῦσε τότε τό πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Μολδαβίας, ἔστειλε βογιάρους μέ κόσμο πολύ νά φέρουν σ’ αὐτόν μέ μεγάλη τιμή τό ἔνδοξο καί ἅγιο σῶμα τοῦ μάρτυρα. Καί ὅταν τό ἀπέκτησε, μέ μεγάλη τιμή καί τόν ἁρμόζοντα ζῆλο, μέ ὅλους τούς μεγάλους βογιάρους του, μέ μεγάλο πλῆθος πιστῶν ἀνθρώπων, μέ ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς καί μέ ὁλόκληρο τόν κλῆρο τῆς Ἐκκλησίας, μέ λαμπάδες καί μέ θυμιατήρια, ἔπεσε ἐπάνω στό φέρετρο τοῦ Ἁγίου καί ἀγκάλιασε τό τίμιο καί ἅγιο σῶμα του, σκύβοντας τά μάτια του καί ἀγγίζοντας μέ τό στόμα του τά χέρια τοῦ Ἁγίου. Ὄρισε τήν Ἁγιοσύνη του ὡς σκέπη καί προστάτη τῆς βασιλείας του. Ἔτσι τοποθέτησε τό σκήνωμα του Ἁγίου στήν Ἱερά Μητρόπολη τῆς ἐνδόξου πόλης του, τῆς Σουτσεάβας, ὅπου βρισκόταν καί ὁ θρόνος τῆς βασιλείας του. Τίς ποικίλες ἰάσεις ἀπό ἀρρώστιες καί τά θαύματα πού ἔγιναν μέ διάφορους τρόπους ἀπό τότε, ἐγώ ἀφήνω νά τά ἱστοροῦν ἐκεῖνοι οἱ ἴδιοι πού τά ἔζησαν καί τά δέχθηκαν ἀπό τόν Ἅγιο.

Αὐτό τό μαρτυρικό τέλος εἶχε ὁ ἅγιος Ἰωάννης. Ἔτσι ἐντρόπιασε τόν εἰδωλολάτρη Καδή. Αὐτούς τούς ἀγῶνες ἔδωσε καί αὐτά τά μαρτύρια ὑπέστη. Μέ αὐτά τά στέφανα στεφανώθηκε ἀπό τά χέρια τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος δίνει τήν δοκιμασία. Ἕνα τόσο καλό ἐμπόριο ἔκανε ὁ ἔμπορος Ἰωάννης. Λίγο ἔδωσε, πολύ ἀπέκτησε. Ὁ ἐχθρός ἐγκατέλειψε τό σῶμα του σάν κάποιο βάρος, καί ὁ Ἰωάννης δέν ἐπέστρεψε στήν Τραπεζούντα, ἀλλά πορεύθηκε πρός τήν ἄνω Ἱεροσουσαλήμ, στήν χορεία τῶν μαρτύρων, ὡς ἕνας μάρτυρας καί αὐτός στήν ἀγκαλιά τοῦ Ἀβραάμ, στίς κατοικίες τῶν Ἁγίων, στήν κατάπαυση τήν καλή, στίς αὐλές τίς ἄφθαρτες καί χωρίς τήν μεσολάβηση κάποιου ἄλλου μιλᾶ στήν Ἁγία Τριάδα, στήν Ὁποία ἀνήκει ἡ δύναμη καί ἡ δόξα καί ἡ προσκύνηση στούς ἀτελείωτους αἰῶνες. Ἀμήν.

Μετάφραση:  π. λίας Ι. Φρατσέας

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» ρ. Τεύχους 178-179

ούνιος-ούλιος 2017

  1. Ὁ ἅγιος μητροπολίτης Βαρλαάμ ἐποίμανε τήν Μητρόπολη Μολδαβίας μεταξύ τῶν ἐτῶν 1632 – 1653 καί θεωρεῖται ὡς ὁ θεμελιωτής τῆς Ρουμανικῆς λογοτεχνικῆς γλώσσας. Ἦταν ἄριστος γνώστης τῆς Σλαβονικῆς καί τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας. Τό 1640 ἵδρυσε τό πρῶτο Ρουμανικό τυπογραφεῖο στήν Μολδαβία, ὅπου ἐτύπωσε καί τά σημαντικότερά του βιβλία, μεταξύ τῶν ὁποίων τήν «Κλίμακα» τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτη καί τήν «Καζάνια» ἤ «Τό Ρουμανικό Βιβλίο διδασκαλίας γιά τίς Κυριακές τοῦ χρόνου, τίς Βασιλικές ἑορτές καί τούς μεγάλους Ἁγίους» (Ἰάσιο, 1643). Τό 1642 φιλοξένησε τήν διορθόδοξο «Σύνοδο τοῦ Ἰασίου» πού ἐπικύρωσε καί διόρθωσε τήν «Ὁμολογία πίστεως» τοῦ Μητροπολίτου Κιέβου Πέτρου Μογίλα.

2. Πρόκειται μᾶλλον γιά τόν Ἀλέξανδρο τόν Καλό (Alexandru cel Bun), Βοεβόδα τῆς Μολδαβίας (1400-1432)