Ἐφ’ ὅσον ἐπλανήθησαν πρός στιγµήν καί οἱ ἐκλεκτοί
ΑΣ ΑΦΗΣΟΥΜΕ ΤΟ ΦΛΕΡΤ ΜΕ ΤΗΝ ΔΥΣΗ
Στό προπερασµένο τεῦχος ἀσχοληθήκαµε µέ τήν θεωρία τοῦ Λουθήρου καί κάποιες προσπάθειες ἀναθεώρησής της ἐκ µέρους τῆς Εὐαγγελικῆς ἐκκλησίας τῆς Γερµανίας. Ναί µέν ἦταν ὁ Λούθηρος ὁ πρῶτος πού προσπάθησε νά θεµελιώση µιά κατ’ εὐθεῖαν ἀπό τόν Θεόν δοσµένη κοσµική ἐξουσία θεολογικά, δέν ἦταν ὅµως ὁ πρῶτος πού τήν πίστεψε.
Ἀντιθέτως παρατηρεῖται µιά διαχρονική συνέχεια ἀπό τήν ἐµφάνιση τῶν Γερµανικῶν φυλῶν καί τήν ἔµπρακτη ἀνάµιξή τους στό ἱστορικό γίγνεσθαι. Παρατηρεῖται µιά δίψα γιά ἐξουσία, ἡ ὁποία ὡς ὁδοστρωτήρας καταπλακώνει τά πάντα χωρίς νά ὑπολογίση οὔτε ἀνθρώπινες ζωές, οὔτε θρησκεία, οὔτε πολιτισµό. Ὅλη ἀυτή ἡ ἱστορική διαδροµή καταλήγει τελικά σέ θεωρίες περί ἀρείας φυλῆς, περί ὑπερανθρώπου καί ἄλλων παροµοίων. Γι’ αὐτό οὔτε ὁ προτεσταντισµός οὔτε ἡ ἀθεΐα δέν µποροῦσε νά ἀναπτυχθῆ ἀλλοῦ, παρά στήν Γερµανία.
Ἐξ’ ἀρχῆς ἡ ἀντιεκκλησιαστική στάση βασίζεται σέ πολιτικές σκοπιµότητες, διότι ὅπου δέν ὑπάρχει ἐθνική συνείδηση, πρέπει νά καλλιεργηθῆ ἐθνικισµός. Τή θέση τοῦ θετικοῦ αἰσθήµατος τῆς ἀγάπης γιά τήν πατρίδα παίρνει τό ἀρνητικό αἴσθηµα τοῦ µίσους τοῦ ἄλλου. Γιά νά µπορέση νά ἐπιτευχθῆ αὐτός ὁ στόχος, πρέπει νά καλλιεργηθῆ ἕνα αἴσθηµα ὑπεροχῆς, τό ὁποῖο πάλι προϋποθέτει τή διαφορετικότητα καί κατωτερότητα τῶν ἄλλων.