Ὅταν ὁ καθρέφτης τοῦ Θεοῦ στέκει ἀπέναντι...
ἤ, Προσπαθώντας νὰ συντονιστεῖς μὲ τὴν πραγματικότητα, καθὼς γράφεις…
Ἀκοῦς τὴν πέννα ποὺ γλυστράει πάνω στὸ λευκὸ χαρτί, ἥσυχα, σιωπηλὰ καὶ μὲ τὸ δικό της τὸ ρυθμό, ρυθμὸ ποὺ ἀφήνει μέσα στὴν ὅλη ἡσυχία μιὰ περίεργη μουσική, μονότονη ἴσως, ὅμως τόσο εὐεργετική. Γιατὶ καθὼς γράφεις νοιώθεις πὼς προσεύχεσαι. Καὶ ὅπως στὴν προσευχὴ κοιτάζεις νὰ λὲς οὐσιώδη καὶ εἰλικρινὴ λόγια, ἔτσι καὶ τώρα. Καθὼς γράφεις νοιώθεις ὅτι ἀντι-γράφεις τὴν ψυχή σου, τὴν καρδιά σου καὶ δὲν θὲς νὰ πεῖς παραπανίσια πράγματα ἤ κενὲς λέξεις γιὰ νὰ ἐντυπωσιάσεις. Πρὸς τί, ἄλλωστε; Εἶναι, βλέπεις, τόσο ὑποκριτικό, δυσχερὲς καὶ θεατρικὸ τὸ κάθε τί ποὺ θὰ πεῖς, θὰ γράψεις, θὰ ἀναφέρεις, ἄν ἀπὸ τὸν πυρήνα του ἀφαιρέσεις τὴν ἀλήθεια, τὴν εἰλικρίνεια, τὴν βεβαιότητα πὼς ἐξομολογεῖσαι γράφοντας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ προσπαθεῖς, κάπου-κάπου νὰ στρέψεις τὸ βλέμμα σου πρὸς τὸν καθρέφτη τοῦ Θεοῦ, γιὰ συντονίζεσαι πλήρως μὲ τὸ θέλημά Του. Καὶ κυρίως γιὰ νὰ μπορεῖς νὰ ἔχεις ἥσυχη τὴν συνειδήσή σου, πὼς δὲν εἶπες, δὲν ἔγραψες τίποτε τὸ παραπανίσιο. Γιατὶ ξέρεις, ζεῖς καὶ βιώνεις καθημερινὰ, πὼς πάντα πλησιάζει ἡ ἀπολογία σου ἐπί τοῦ φοβεροῦ Του Βήματος….