Ο ΑΓΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ (1920 – 1991)

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ (1920 – 1991)

 

Ἅγιος Ἰάκωβος Τσαλίκης (Λιβίσι Μικρᾶς Ἀσίας, 5 Νοεμβρίου     1920 - Εὔβοια, 21 Νοεμβρίου 1991) ἦταν Μικρασιάτης  Ἕλληνας ἱερομόναχος καί ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ὁσίου Δαυΐδ Εὔβοιας.

Ἀποτελεῖ μία ἀπό τίς σημαντικότερες προσωπικότητες τοῦ μοναχικοῦ χώρου στήν Ἑλλάδα κατά τόν 20ο αἰῶνα. Ξεχώρισε γιά τόν ἀσκητικό ὁσιακό του βίο, καθώς καί γιά τά χαρίσματα τά ὁποῖα ἀνέπτυξε καί τά ὁποῖα τόν κατατάσσουν στίς σύγχρονες μορφές ἁγιότητας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἐκοιμήθη τό 1991 σέ ἡλικία 71 ἐτῶν.

Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος Τσαλίκης γεννήθηκε στό Λιβίσι τῆς Μικρᾶς Ἀσίας στίς 5 Νοεμβρίου τοῦ 1920. Ἦταν παιδί τῆς Θεοδωρούλας καί τοῦ Σταύρου Τσαλίκη. Ἡ μητέρα του εἶχε γεννήσει ἐννέα παιδιά, ἀλλά ἀπό τίς κακουχίες εἶχαν ἐπιζήσει μόλις τά τρία. Στά παιδικά του χρόνια ἔζησε τή Μικρασιατική Καταστροφή καί τόν ξεριζωμό τῶν Ἑλλήνων ἀπό τή Μικρά Ἀσία. Ὁ πατέρας του, ὅπως καί ὅλοι οἱ χριστιανοί ἄνδρες ἀπό 12 ἕως 65 ἐτῶν, ὁδηγήθηκε σέ Τάγματα Ἐργασίας (ἀμελέ ταμπουρού) στά βάθη τῆς Ἀνατολίας.

Ἡ οἰκογένεια Τσαλίκη, μέ τήν ἀνταλλαγή πληθυσμῶν καί μέ τόν πατέρα θεωρούμενο ὡς ἀγνοούμενο, ἀρχικά ἐγκαταστάθηκε στό χωριό Ἅγιος Γεώργιος Ἄμφισσας, ὅπου οἱ συνθῆκες διαβίωσής του ἦταν πολύ δύσκολες, κυριολεκτικά στά ὅρια τῆς ἀνέχειας -μαζί μέ ἄλλους  Ἕλληνες πρόσφυγες- σέ μιά ἀποθήκη. Ὁ Σταῦρος Τσαλίκης ἐπέζησε ἀπό τά τάγματα ἐργασίας καί, περνώντας μέσῳ τῆς Μάκρης τῆς Μικρᾶς Ἀσίας στήν Ἑλλάδα μέ πλοῖο, ἀναζητοῦσε τήν οἰκογένειά του. Ἀναζητώντας ταυτόχρονα ἐργασία, βρέθηκε στήν Ἄμφισσα ὅπου ἐπανενώθηκε μέ τήν οἰκογένειά του.

Τό 1925 ἡ οἰκογένειά του μετακινήθηκε στή Φαράκλα Εὔβοιας. Ἐκεῖ, ὁ Γέροντας Ἰάκωβος, ἀπό τό 1927 πού πῆγε στήν Α΄ Τάξη Δημοτικοῦ, διδάχτηκε τά θύραθεν καί ἐκκλησιαστικά γράμματα, στήν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς τοῦ χωριοῦ.

Σύμφωνα μέ τίς μαρτυρίες τῆς ἐποχῆς, ὁ μικρός Ἰάκωβος ἔδειχνε ἀπό τή νεανική του ἡλικία κλίση πρός τό μοναχισμό. Εἶναι χαρακτηριστικό πώς πολλοί τόν ἀποκαλοῦσαν καλόγερο, ἕνεκα τοῦ ἀσκητικοῦ βίου πού διῆγε καθώς καί ἐξαιτίας τῶν πρώτων χαρισμάτων, πού εἶχαν ἀρχίσει νά διαφαίνονται. Ἡ ἐμφάνιση τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς τήν ἴδια περίοδο, τόν στιγμάτισε καί τελικά ἀποφάσισε ὅτι θά ἀκολουθήσει τόν μοναχικό βίο. Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ στήν ἐκπαίδευσή του, ὁ Γέροντας Ἰάκωβος τό 1933 ἀφοῦ ὁλοκλήρωσε τό Δημοτικό δέν κατάφερε νά παρακολουθήσει τό Γυμνάσιο, ἐξ αἰτίας τῶν οἰκονομικῶν ἀναγκῶν τῆς οἰκογένειάς του, μέ ἀποτέλεσμα νά ἐργάζεται ἀπό μικρή ἡλικία μαζί μέ τόν πατέρα του σέ χωράφια, κήπους καί σέ διάφορα μαστορέματα.

Σέ ἡλικία 15 ἐτῶν ἀσθένησε σοβαρά, ἀλλά τελικά ἐπέζησε. Πέντε χρόνια ἀργότερα θά ξεσπάσει ὁ Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος καί αὐτή τήν ἐποχή δοκιμάστηκε ἡ ὑγεία του, ἐνῶ ἔχασε καί τή μητέρα του τό 1942. Τό ἑπόμενο ἔτος ὁ Ἰάκωβος θά πιαστεῖ αἰχμάλωτος μέ πολλούς συγχωριανούς του ἀπό Γερμανούς, πού τούς ὁδήγησαν στό χωριό Στροφυλιά Εὔβοιας. Τά χρόνια τοῦ ἐμφυλίου ἡ πεῖνα καί οἱ κακουχίες ἦταν μεγάλο πρόβλημα, πού ταλάνισε καί δοκίμασε ὅλο τόν Ἑλληνισμό, ὅπως καί τήν οἰκογένεια τοῦ Ἰακώβου. Τό 1947 κλήθηκε στό στρατό χωρίς νά λάβει μέρος σέ μάχη τοῦ ἐμφυλίου, καθώς ὑπηρετοῦσε στό Κέντρο Ἐφοδιασμοῦ καί Μεταφορῶν στόν Πειραιᾶ. Τό 1949 ἀπολύθηκε καί ἦταν ἡ χρονιά, πού πέθανε καί ὁ πατέρας του σέ νοσοκομεῖο τῆς Ἀθήνας.

Τό 1951 καί ἀφοῦ παντρεύτηκε ἡ ἀδελφή του Ἀναστασία, ὁδηγήθηκε στή μοναχική ζωή, καθώς εἶχε ὑποσχεθεῖ στή μητέρα του νά τήν ἀποκαταστήσει. Ἐπέλεξε νά εἰσέλθει στή μονή τοῦ Ὁσίου Δαυΐδ στήν Εὔβοια. Τήν ἐποχή ἐκείνη ἡ μονή ἦταν σέ ἐρειπιώδη κατάσταση μέ τρεῖς μοναχούς πού ζοῦσαν ἰδιόρρυθμα, φροντίζοντας μόνο γιά τόν ἑαυτό τους. Ἡ κατάσταση ἐκεῖ ἦταν δύσκολη, καθώς, ἀφ’ ἑνός τό μοναστήρι ἦταν ἐγκαταλελειμμένο καί μέσα ζοῦσαν βοσκοί μέ τά ζῶα τους, ἀφ’ ἑτέρου οἱ μοναχοί δέν τοῦ ἔδωσαν ἰδιαίτερη σημασία δίνοντάς του ἕνα κατεστραμμένο κελί, ἐξωθώντας τον σέ ἀποχώρηση. Ὡς ἀποτέλεσμα, γύρισε πίσω στή Φαράκλα. Τελικά, παρά τίς ἀντίθετες πιέσεις, ξαναπῆγε στό Μοναστήρι ὅπου βοηθοῦσε στήν καθαριότητα, στόν κῆπο καί ἐπιδιόρθωνε πόρτες καί στέγες, ὅμως εἰσέπραττε εἰρωνεῖες καί ἀποδοκιμασίες ἑνός ἀπό τούς μοναχούς.

Στίς 31 Νοεμβρίου τοῦ 1952 ἐκάρη μοναχός καί ὁ ἡγούμενος τόν κατέστησε Οἰκονόμο τῆς Μονῆς. Στίς 17 Δεκεμβρίου τοῦ ἴδιου ἔτους στή Χαλκίδα χειροτονήθηκε διάκονος καί δύο ἡμέρες μετά ἱερέας. Στή μονή συνεχίστηκε ἡ ἐπιθετική συμπεριφορά ἀπό τόν μοναχό, ὅμως ὁ ἡγούμενος ἐκτιμοῦσε τόν Ἰάκωβο. Ὁ Ἰάκωβος μάλιστα ἐπιδόθηκε σέ καθημερινή ἄσκηση καί τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας. Τό 1953 ἐρεύνησε τήν περιοχή καί ἀνακάλυψε τή μικρή σπηλιά πού ἀποτελοῦσε τό ἀσκητήριο τοῦ ὁσίου Δαβίδ.

Τό 1975 ὁ νέος Μητροπολίτης Χαλκίδος Χρυσόστομος Βέργης ὅρισε ὡς Ἡγούμενο τῆς Μονῆς τόν Ἰάκωβο. Ἤδη ὅμως καί ἰδίως μετά τό 1970, εἶχε γίνει ἰδιαίτερα δημοφιλής μέ ἀποτέλεσμα ἀρκετοί ἄνθρωποι νά εἰσέρχονται στή Μονή γιά ἐξομολόγηση καί ποιμαντική καθοδήγηση. Ἐκτός ἀπό τήν λειτουργική ζωή καί τήν πνευματική καθοδήγηση τῶν πιστῶν, ὁ Ἰάκωβος συνέχισε τά ἔργα ἀνακαίνισης τῆς μονῆς ἡ ὁποία ἀριθμοῦσε τρεῖς συνολικά μοναχούς καί ἔτσι ἀνεγέρθηκε κωδωνοστάσιο, κελιά, παρεκκλήσια καί ἄλλοι ἀπαραίτητοι χῶροι. Ἐξομολογοῦσε μέ κατανόηση καί ἐπιείκεια, ἐνῶ ἦταν αὐστηρός μόνο μέ τόν ἑαυτό του.

Ἡ σκληρή ἄσκηση τοῦ Γέροντα ἐπιδείνωνε συχνά τήν ὑγεία του. Ἔτσι ἀπό τά πρῶτα χρόνια ἐμφανίστηκαν σημαντικά προβλήματα ὑγείας. Τέτοια ἦταν ἕνα σημαντικό πρόβλημα στή μέση πού τόν ταλαιπωροῦσε ἀπό τό 1956. Τό 1964 ἐμφάνισε πρόβλημα μέ τόν σχηματισμό πυωδῶν ἀμυγδαλῶν σέ σημεῖο νά ἀσθενήσουν καί τά νεφρά του. Ὁ Γέροντας ἦταν πολύ ἐργατικός μέ ἐλάχιστη ἀνάπαυση καί ἐξ αἰτίας αὐτοῦ παρουσιάζονταν καί ἄλλα προβλήματα. Τό 1967, ἔκανε ἐγχείρηση βουβωνοκήλης καί σκωληκοειδίτιδας μέ περιτοναϊκή ἀντίδραση καί προβλήματα προστάτη. Λόγω τῆς ὀρθοστασίας καί τῶν γονυκλισιῶν παρουσίασε πρόβλημα φλεβίτιδας καί γι’ αὐτό τό 1974 χειρουργήθηκε στό Νοσοκομεῖο ΝΙΜΤΣ στήν Ἀθήνα. Τό 1980 τοῦ διαγνώστηκε καρδιακή ἀνεπάρκεια. Στίς 13 Νοεμβρίου 1986 ἔγινε ἐπέμβαση τοποθέτησης βηματοδότη –ἄν καί ὁ ἴδιος θέλησε νά τό ἀποφύγει– στό Γενικό Κρατικό Νοσοκομεῖο Ἀθηνῶν. Στίς 23 Σεπτέμβρη τοῦ 1990 νοσηλεύτηκε μέ καρδιακή ἀρρυθμία. Τήν ἴδια ἐποχή καί λίγες ἡμέρες ἀργότερα ὁ Ἀνδρέας Παπανδρέου ἐγχειρίστηκε στό ἴδιο νοσοκομεῖο, ὅπου γνωρίστηκαν καί ὁ Γέροντας τόν εὐλόγησε, μετά ἀπό προτροπή τῶν οἰκείων του.

Μετά ἀπό ἔκτακτη νοσηλεία στήν ἐντατική, στά τέλη Σεπτεμβρίου τοῦ 1991, ἐπέστρεψε ἐκ νέου στή Μονή, ὅπου ὑπέστη λοίμωξη, πού ἐξελίχθηκε σέ πνευμονία. Στήν ὑπόδειξη τοῦ τοπικοῦ ἰατροῦ νά μεταβεῖ ξανά στό Γενικό Κρατικό Νοσοκομεῖο, ἀπάντησε πώς δέν προλαβαίνει νά ξαναπάει, διαισθανόμενος τό τέλος τῆς ζωῆς του.

Στίς 21 Νοεμβρίου 1991 ὁ π. Ἰάκωβος ἐκοιμήθη, ἀφοῦ πρῶτα συμμετεῖχε στή Θεία Λειτουργία τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου καί μετέλαβε τοῦ Σώματος καί Αἵματος τοῦ Κυρίου.

Ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, πού συνεδρίασε στό Φανάρι ὑπό τήν προεδρία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Βαρθολομαίου, ἀποφάσισε τήν Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2017 τήν ἁγιοκατάταξη τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Ἰακώβου Τσαλίκη, ἐκ Λιβισίου τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, Ἡγουμένου τῆς ἐν Β. Εὐβοίᾳ Μονῆς Ὁσίου Δαυΐδ (1920-1991). Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου Τσαλίκη ὁρίσθηκε στίς 22 Νοεμβρίου ἑκάστου ἔτους.

 

Χρῆστος Ι. Ἰστίκογλου

Ψυχίατρος

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 252-253

Αὔγουστος-Σεπτέμβριος 2023