«ΑΓΑΠΗΣ ΑΓΩΝΑΣ ΑΓΟΝΟΣ»
Δύο εἶναι οἱ κορυφές τοῦ παγκόσμιου θεάτρου: Ἀρχαῖοι Ἕλληνες τραγικοί καί Σαίξπηρ. Κείμενα γιά ὅλες τίς ἀρχαῖες Ἑλληνικές τραγωδίες ἔχουν δημοσιευθεῖ στήν ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ. Τελευταία ἡ τραγωδία τοῦ Εὐριπίδη «ΕΚΑΒΗ» στό τεῦχος Ἰουνίου-Ἰουλίου 2023.
Κείμενα γιά τά ἀκόλουθα ἔργα τοῦ σπουδαίου Ἄγγλου δραματουργοῦ Οὐίλλιαμ Σαίξπηρ (1564-1616) ἔχουν δημοσιευθεῖ στήν ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ: «ΑΜΛΕΤ», «ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΛΗΡ», «ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΡΙΧΑΡΔΟΣ Γ΄», «ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΡΙΧΑΡΔΟΣ Β΄», «ΔΩΔΕΚΑΤΗ ΝΥΧΤΑ», «Ο ΕΜΠΟΡΟΣ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΙΑΣ», «ΜΑΚΒΕΘ», «ΠΕΡΙΚΛΗΣ», «ΡΩΜΑΙΟΣ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΕΤΑ» (μυθιστορηματική σύλληψη μέ τόν τίτλο «ΚΑΤΟΠΙΝ ΚΗΔΕΙΑΣ») καί «Η ΤΡΙΚΥΜΙΑ». Φιλοδοξοῦμε νά δημοσιεύσουμε καί γιά τά πιό σημαντικά.
Ἡ ὑπόθεση τοῦ ἔργου «Ἀγάπης Ἀγώνας Ἄγονος» ἐκτυλίσσεται στή Ναβάρρα. Κατά τόν Μεσαίωνα ἡ Ναβάρρα ἦταν ἀνεξάρτητο βασίλειο στήν βόρεια Ἱσπανία καί εἶχε πρωτεύουσα τήν Παμπλόνα. Ὁ βασιλέας της Φερδινάνδος καί τρεῖς φίλοι του οἱ ἄρχοντες Μπιρόν, Λογκαβίλ καί Ντιουμέν ἀποφασίζουν νά ἀφοσιωθοῦν στήν μελέτη καί στήν περισυλλογή ἐπί τρία χρόνια. Φαγητό θά τρῶνε μιά φορά τήν ἡμέρα, μιά ἡμέρα τήν ἑβδομάδα θά περνοῦν χωρίς φαγητό. Θά περιορίσουν τόν ὕπνο σέ τρεῖς ὧρες. Δέν θά ἰδοῦν γυναῖκα. Ὄχι λοῦσα, ἀλλά φιλοσοφία. Βέβαια διασκέδαση θά ὑπάρχει. Ἔχουν δώσει ὅρκο καί ὑπογράφουν σχετική συμφωνία. Ὁ Μπιρόν ἔχει ἐπιφυλάξεις, διατυπώνει ἀντιρρήσεις καί ἐπιχειρήματα, ἀλλά τελικά δέχεται νά ὑπογράψει.
Πρίν στεγνώσει τό μελάνι τῶν ὑπογραφῶν τους στήν πρωτότυπη αὐτή συμφωνία, ἔρχονται ὁ ἀστυνόμος Μποῦφος καί ὁ ὀμορφονιός κωμικός Μάπας καί θέτουν στόν βασιλέα μιά ὑπόθεση ἐρωτοδουλειᾶς. Ὁ Μάπας εἶχε πιαστεῖ μέ τήν Τζακνέτα. Τόν στέλνουν φυλακή. Ὁ βασιλέας καί δύο φίλοι του ἀποχωροῦν γιά νά θέσουν σ’ ἐφαρμογή τήν συμφωνία τους, ἐνῶ ὁ Μπιρόν ἐκφράζει τήν πεποίθηση ὅτι οἱ ὅρκοι αὐτοί κι’ οἱ νόμοι «θά βγοῦν ὅλοι τζίφος».
Στό βασιλικό πάρκο ἔχουν στηθεῖ σκηνές γιά νά φιλοξενηθοῦν ἡ Πριγκίπισσα τῆς Γαλλίας μέ τίς τρεῖς φίλες της καί τήν ἀκολουθία τους, πού ἔχουν ἔλθει στή Ναβάρρα γιά κρατική ὑπόθεση. Λόγῳ τῆς ἀποφάσεώς του, ὁ βασιλέας Φερδινάνδος δέν μπορεῖ νά τίς δεχθεῖ στήν βασιλική αὐλή του οὔτε νά τίς φιλοξενήσει στόν πύργο του. Ὁ ἄρχοντας Μπουαγιέ, ἀκόλουθος τῆς Γαλλίδας Πριγκίπισσας, τήν συμβουλεύει γιά τήν σοβαρή ὑπόθεση πού τούς ἔχει φέρει ἐδῶ, τήν διεκδίκηση τῆς Ἀκουϊτανίας, ἐπαρχίας τῆς Γαλλίας. Ἡ Πριγκίπισσα τόν στέλνει πρεσβευτή στόν Φερδινάνδο.
Ἔρχεται ὁ βασιλέας μέ τούς φίλους του. Ἡ διαφορά ἀνάμεσα στίς δύο χῶρες λύνεται, μετά ἀπό σύντομη διαπραγμάτευση. Βάζει τό χεράκι του καί ὁ ἔρωτας. Ἐνῶ ἡ Πριγκίπισσα δέν θά μπεῖ στήν αὐλή του, μπαίνει στήν καρδιά τοῦ Φερδινάνδου. Ὁ φτερωτός γιός τῆς Ἀφροδίτης ἀνοίγει τήν κερκόπορτα τῆς καρδιᾶς του διάπλατα καί ἡ Πριγκίπισσα μπαίνει θριαμβευτικά. Τό ἴδιο κάνει καί στούς φίλους του συνασκητές του. Ὁ Μπιρόν ἐρωτεύεται τήν Ροζαλίνα, ὁ Λογκαβίλ τήν Μαρία καί ὁ Ντιουμέν τήν Κατερίνα, ὅλες φίλες τῆς Πριγκίπισσας.
Ἡ σπίθα μπαίνει ἀπό τά μάτια, πυρπολεῖ τήν καρδιά καί ἡ γλῶσσα συνθέτει ποιήματα θαυμασμοῦ, λατρείας, ἐπαίνων, ὑποσχέσεων, καί ὅρκους ἀφοσιώσεως. Οἱ ἐκπρόσωποι ὅμως τοῦ ἀσθενοῦς φύλου φαίνονται ἄτρωτοι. Τά λόγια τῶν ἐρωτευμένων ἀρχικά καί κατόπιν οἱ ἐνέργειές τους δέν φθάνουν στήν καρδιά χωρίς νά φιλτραριστοῦν στόν νοῦ.
Ὁ βασιλέας καί οἱ φίλοι του ἔχουν ξεχάσει τήν συμφωνία τους γιά μελέτη καί νηστεία καί προσπαθοῦν νά κερδίσουν τήν καρδιά τῆς νέας πού ἔχει κλέψει τήν δική του. Τούς στέλνουν ραβασάκια καί δῶρα. Ἀποφασίζουν νά τίς συναντήσουν μεταμφιεσμένοι σέ Ρώσους γιά νά συνομιλήσουν καί νά χορέψουν μαζί τους. Οἱ ἀρχοντοποῦλες μαθαίνουν τό σχέδιό τους καί μεταμφιέζονται. Ἔτσι ὁ βασιλέας ἐξομολογεῖται τόν ἔρωτά του καί δίνει ὅρκο αἰώνιας πίστεως στήν Ροζαλίνα ἀντί τῆς Πριγκίπισσας, ὁ Λογκαβίλ στήν Κατερίνα ἀντί τῆς Μαρίας, ὁ Μπιρόν στήν Πριγκίπισσα ἀντί τῆς Ροζαλίνας καί ὁ Ντιουμέν στήν Μαρία ἀντί τῆς Κατερίνας. Οἱ ἐρωτικές ἐξομολογήσεις τους ἀνταμείβονται δεόντως ἀπό τσουχτερές γλῶσσες. Ὅλες ἀρνοῦνται νά χορέψουν μαζί τους. Μετά τήν ἀποχώρησή τους οἱ Γαλλίδες διασκεδάζουν σχολιάζοντάς τους.
Οἱ τέσσερις ἐρωτευμένοι ἐπανέρχονται μέ τήν κανονική τους ἀμφίεση. Ὁ βασιλέας τίς προσκαλεῖ στόν πύργο του. Ἡ Πριγκίπισσα τοῦ ὑπενθυμίζει τούς ὅρκους του. Ἀκολουθεῖ μιά παράσταση μέ πρόσωπα πού ὑποδύονται τόν Πομπήιο, τόν Ἡρακλῆ, τόν Μέγα Ἀλέξανδρο καί ἄλλους. Ἔρχεται ὁ Μαρκάντ καί ἀναγγέλλει στήν Πριγκίπισσα τόν θάνατο τοῦ πατέρα της. Ἡ Πριγκίπισσα καί ὅσοι τήν συνοδεύουν θά φύγουν. Ὀ βασιλέας τήν παρακαλεῖ νά μείνει. Ἐκείνη ἀρνεῖται. Τόν εὐχαριστεῖ πού ἱκανοποίησε τό αἴτημά της γιά τήν Ἀκουιτανία. Ὅσο γιά τόν ἔρωτά του, ἄς περιμένει δώδεκα μῆνες γιά νά δοκιμαστεῖ ἡ ἀντοχή του, γιά νά ὡριμάσει. Τό ἴδιο ἀπαιτοῦν καί οἱ φίλες της ἀπό τούς ἐρωτευμένους φίλους τοῦ βασιλέα.
Τό κωμικό στοιχεῖο δέν ἀναβλύζει μόνον ἀπό τήν ἐξέλιξη τοῦ μύθου, ἀλλά καί ἀπό τόν λόγο του. Ἕνα σπιθηροβόλο πνεῦμα τό διατρέχει. Ἄν στήν κωμωδία τοῦ Σαίξπηρ «Πολύ κακό γιά τό τίποτε» ἀφθονοῦν τά εὐφυολογήματα καί τά λογοπαίγνια, τά πειράγματα καί τά σοφίσματα, οἱ μεταφορές, οἱ εἰκόνες, οἱ παρομοιώσεις, ἐδῶ ἔχουμε ἕναν χείμαρρο ἀπό ὅλα αὐτά. Καί μέσα ἀπό τόν παιγνιώδη λόγο ὁ ποιητής μᾶς λέει πολύ σοβαρά πράγματα, πολλές ἀλήθειες.
Ἀλλά ὁ Σαίξπηρ δέν περιορίστηκε νά διασκεδάσει τούς μορφωμένους καί καλλιεργημένους θεατές. Καί σ’ αὐτό τό ἔργο δέν ἐλησμόνησε τούς ἀγράμματους καί ἄξεστους θεατές. Ἀνέβασε ἐκπροσώπους τους στή σκηνή καί τούς ἔδωσε τόν λόγο, τήν εὐκαιρία νά ποῦν «χοντρά» ἀστεῖα, νά προκαλέσουν γέλιο μέ τήν «φθαρμένη» γλῶσσα τους, τά καμώματά τους.
Ὁ βασιλέας Φερδινάδος στούς φίλους του: «Ἡ δόξα πού ὅλοι ἐν ὅσῳ ζοῦν τήν κυνηγοῦν, ἄς ζήσει μπρουνζοχάρακτη στά μνήματά μας, χαρά ὑστερνή στά χέρια τοῦ ἄχαρου θανάτου· ἐνῶ στό πεῖσμα τοῦ ὄρνιου, τοῦ παμφάγου χρόνου, μπορεῖ ὅσο ζεῖ, ἡ πνοή μέ ἀγῶνα ν’ ἀγοράσει τήν τιμή πού στομώνει τ’ ἀγριοδρέπανό του καί κληρονόμους αἰωνιότητας μᾶς κάνει». Τόν πλοῦτο κάποιοι ἐμίσησαν, τήν δόξαν οὐδείς. Ἐπιθυμοῦμε καί τήν μεταθανάτια! Παμφάγος ὁ χρόνος, ροκανίζει ὅλα τά φθαρτά.
Ὁ Φερδινάνδος λέει στούς φίλους του ὅτι εἶναι γενναῖοι κατακτητές ὅταν πολεμοῦν τίς ἐπιθυμίες τους. Ἐπιθυμίες διάφορες ἔχουμε, ἀλλά ἡ ἱκανοποίησή τους πρέπει νά ἐγκρίνεται ἀπό τήν φωτισμένη λογική μας. Στή συζήτησή τους καταλήγουν στό συμπέρασμα ὅτι μέ τήν σπουδή θά μάθουν «κρυμμένα κι’ ἄπιαστα», δῶρο Θεοῦ.
Ὁ δάσκαλος Ὁλοφέρνης στόν Κυρ Ναθαναήλ: «σοφός ὁ λαλών ὀλίγα». Τῶν φρονίμων ὀλίγα. Ἡ πολυλογία ἐκτρέπεται σέ ἀστοχίες. Μήπως εἶναι καί κάλυμμα πνευματικῆς ἔνδειας;
Ὁ ποιητής παρουσιάζει τούς νεαρούς στά ὅρια τῆς τρέλας. Συνθέτουν στίχους, τούς διαβάζουν. Ὁ Μπιρόν στόν γιό τῆς Ἀφροδίτης: «Ἐρωτόπουλο τοῦ τήν ἔδωσες μέ τήν πουλοσαΐτα σου στό πλευρό κάτω ἀπό τήν ἀριστερή μασχάλη. Μά τήν πίστη μου μυστικά».
Ἡ Πριγκίπισσα διαβάζει στήν ἐρωτική ἐπιστολή τοῦ Μπιρόν μεταξύ ἄλλων: «Ρήγισσα ἀσύγκριτη, στόν κόσμο ἡ χάρη σου ἐπιπλέει· σκέψη δέ σέ στοχάζεται, γλῶσσα θνητοῦ δέ λέει». Στόν ἐρωτευμένο ἡ λογική παροπλίζεται. Ὁ ἐρωτευμένος βλέπει μόνον πλεονεκτήματα καί τά βλέπει διογκωμένα. Μειονεκτήματα τό πρόσωπο τοῦ αἰσθήματός του δέν ἔχει. Καί ἄν τά βλέπει, τά ὑποτιμᾶ. Μιλᾶμε βέβαια γιά τίς περιπτώσεις ἔρωτα πού στοχεύει στόν γάμο. Ὄχι γιά τίς περιπτώσεις τύπου Δόν Ζουάν. Στόν κόσμο τῆς δραματουργίας τοῦ Σαίξπηρ δέν ὑπάρχουν τύποι Δόν Ζουάν.
Στό ἔργο τοῦ Ἱσπανοῦ δραματουργοῦ Λόπε ντέ Βέγκα (1562-1635) τά ὅρια ἀνάμεσα στόν ἔρωτα καί τήν τρέλα συγχέονται. Ὁ Μπιρόν τό σφοδρό αἴσθημά του ἀποδίδει στόν γιό τῆς Ἀφροδίτης, τῆς θεᾶς τοῦ ἔρωτα, τό Ἐρωτόπουλο. Οἱ Ἀρχαῖοι Ἕλληνες σέ θεά ἀπέδιδαν αὐτό τό φαινόμενο. Στόν «Ἱππόλυτο» τοῦ Εὐριπίδη στήν Ἀφροδίτη ὀφείλεται τό σφοδρό αἴσθημα τῆς Φαίδρας γιά τόν πρόγονό της Ἱππόλυτο πού ἔχει δύο θύματα, τήν Φαίδρα καί τόν Ἱππόλυτο.
Στό ἔργο «Ἐρωτόκριτος» τοῦ Βιτσέντζου Κορνάρου ὁ Ἐρωτόκριτος λέει στόν φίλο του Πολύδωρο: «Μά ἐπιάστηκα, ἐμπερδεύτηκα, ξεμπερδεμό δέν ἔχω, μόλο πού βλέπω τό κακό, τό βλάψιμο κατέχω». Καί ἡ Νένα (παραμάνα) στήν Ἀρετούσα, μετά τήν σχετική ὁμολογία τῆς νέας: «Γροίκα ἀνοστιά, γροίκ’ ἀρρωστιά γροίκα δαιμόνου ὀδύνη».
Ἡ Μήδεια στήν ὁμώνυμη τραγωδία τοῦ Εὐριπίδη (στίχος 330); «Ἀλίμονο, οἱ ἔρωτες γιά τούς θνητούς πόσο κακό μεγάλο εἶναι». Ὁ Ἀγγελιοφόρος στήν Δηιάνειρα γιά τόν ἄντρα της Ἡρακλῆ: «Ὁ Ἔρωτας μόνος ἀπ’ τούς θεούς τόν ἔσπρωξε νά κάμει αὐτά μέ ὅπλα (τήν πολιορκία καί ἅλωση τῆς ψηλόπυργης Οἰχαλίας) («Τραχίνιαι» Σοφοκλέους στίχος 355). Ἡ Δηιάνειρα γιά τόν ἔρωτα (στίχοι 441-444): «Ὅποιος ἀντιστέκεται λοιπόν στόν ἔρωτα καί σάν πυγμάχος μ’ αὐτόν στά χέρια ἔρχεται καλά δέ σκέφτεται. Διότι αὐτός καί τούς θεούς ὅπως θέλει κυβερνᾶ κι’ ἐμένα φυσικά· πῶς ὄχι κι’ ἄλλες μ’ ἐμένα ὅμοιες;»
Στήν τραγωδία τοῦ Σοφοκλῆ «Ἀντιγόνη» ὁ Χορός (στίχοι 781-800): «Ἔρωτα ἀνίκητε στή μάχη, Ἔρωτα πού σκλαβώνεις ὅσους χτυπᾶς, πού στά τρυφερά μάγουλα τῆς κόρης ξενυχτᾶς…κανένας οὔτ’ ἀπ’ τούς ἀθάνατους δέ σέ ξεφεύγει οὔτ’ ἀπ’ τούς ἐφήμερους θνητούς κι’ ὅποιος σ’ ἔχει τρελαίνεται…γιατί ἀκαταμάχητη ἡ θεά μ’ ὅλους παίζει ἡ Ἀφροδίτη». Θά μπορούσαμε νά χρησιμοποιήσουμε γιά τόν ἔρωτα τήν ἔκφραση τῶν Ἄγγλων γιά τήν φωτιά: «καλός ὑπηρέτης ἀλλά κακός ἀφέντης».
Βλέποντας τόν σκοτισμό τοῦ νοῦ τους ἀπό τόν ἔρωτα ὁ Μπιρόν παρακαλεῖ: «Θεέ μου, δῶσ’ μας φώτιση. Ἐβγήκαμε ἀπ’ τή στράτα». Συζητῶντας μέ τόν βασιλέα ὁ Μπιρόν λέει: «Οἱ πιό καλοί διάβολοι ντύνονται ἄσπροι ἄγγελοι». Ἕνας ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου καί πνευματικός ὁδηγός πολλῶν, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, μᾶς ἐφιστᾶ τήν προσοχή: «καί οὔ θαυμαστόν αὐτός γάρ ὁ σατανᾶς μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον φωτός» (Β΄ Κορ. ια΄ 14) γιά νά μᾶς πλανέψει.
Ἄγονος ὁ ἀγῶνας τῆς ἀγάπης πού εἶναι ἔρωτας ἀνώριμης καρδιᾶς καί ὄχι αὐθεντική ἀγάπη. Ὁ ἔρωτας τῶν νεαρῶν τοῦ ἔργου εἶναι ἀβαθές συναίσθημα πού ἐξατμίζεται στά λόγια. Λένε λόγια πολλά. «Τά πολλά λόγια εἶναι φτώχεια», λέει ἡ λαϊκή σοφία. Στό τέλος ἀναγκάζονται νά τό παραδεχτοῦν. «Φτιαγμένη ἀπό τό μάτι» ἡ ἀγάπη τους, ὄχι καρπός ὥριμης προσωπικότητας πού ἐκτιμᾶ ὑπεύθυνα καί σοβαρά τήν σημασία αὐτῆς τῆς σχέσεως.
Ἀξιοσημείωτη ἡ στάση τῶν νεαρῶν γυναικῶν. Ὄχι μόνον βάζουν στή θέση τους τούς νεαρούς ἐρωτευμένους, ἀλλά συντελοῦν στήν πνευματική τους ἀναβάθμιση, ἔξυπνα καί εὐγενικά. Πόσα πράγματα μπορεῖ νά ἐπιτύχει ἡ γυναῖκα, ἐάν συνδυάζει ἦθος μέ ἱκανότητες καί γνώση!
Νίκος Τσιρώνης
Οἰκονομολόγος
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 252-253
Αὔγουστος-Σεπτέμβριος 2023