Θα γνωρίσουμε την Παναγία μας μέσα στο κατακαλόκαιρο;

            Η εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου φαντάζει αταίριαστη στη μέση του Αυγούστου όταν όλοι αναζητούμε απεγνωσμένα την ξεκούραση και την διασκέδασή μας. Η Εκκλησία φαίνεται στους πολλούς γραφική που μας καλεί όχι μόνο να εορτάσουμε την Παναγία αλλά και να προετοιμαστούμε επί δεκαπέντε συνεχόμενες μέρες με άλαδη νηστεία, μετοχή στις καθημερινές Παρακλήσεις και στις καθημερινές Θείες Λειτουργίες προς τιμήν Της. Για ποιόν λόγο, όμως, ορίστηκε έτσι η περίοδος αυτή; Το κάλεσμα της Εκκλησίας είναι κάτι παραπάνω από μια οποιαδήποτε πρόσκληση. Είναι ένα κάλεσμα να γνωρίσουμε περισσότερο την Παναγία μας, ιδιαίτερα τώρα το καλοκαίρι όπου όλοι χαλαρώνουμε και “αφηνόμαστε” σε μια “χύμα” καθημερινότητα, γιατί η Εκκλησία, δηλαδή ο Χριστός, γνωρίζει καλά ότι μόνο με αυτόν τον τρόπο αποκτά νόημα η ζωή μας και η ξεκούραση μας γίνεται όντως ξεκούραστη. Γι’ αυτό τον λόγο θα προσπαθήσουμε στις επόμενες γραμμές να προσεγγίσουμε την Παναγία και να την συγκρίνουμε με τους εαυτούς μας.

            Σε κάθε μικρή Παράκληση που τελείται την περίοδο του Δεκαπενταυγούστου, ο Ιερεύς διαβάζει την Ευαγγελική περικοπή που περιγράφει την συνάντηση της Παναγίας με την Ελισάβετ. Εκεί, ακούμε μερικά από τα ελάχιστα λόγια που είπε η Παναγία μας και έχουν καταγραφεί (Λουκ. α΄, 46-49). Μέσα από τα ίδια Της τα λόγια έχουμε την ευκαιρία να δούμε περισσότερο την προσωπικότητά της:

            «Μεγαλνει ψυχ μου τν Κριον»

            Η ψυχή της Παναγίας μεγαλύνει τον Κύριον, δηλαδή τον δέχεται μέσα Της αλλά και είναι η αιτία που Τον μεγαλύνουν και Τον δέχονται μέσα τους τόσοι και τόσοι άνθρωποι ανά τους αιώνες και σε όλο τον κόσμο. Από την άλλη πλευρά είμαστε εμείς στους οποίους ο Κύριος φαντάζει ξένος και αντ’ Αυτού μεγαλύνουμε θεάματα από την οθόνη του υπολογιστή μας - όπως οι πρόσφατοι Ολυμπιακοί αγώνες. Εμάς η ψυχή μας «σμικρύνει»[1] τον Κύριον αφού δεν υπάρχει χώρος για Εκείνον. Μέσα στην ψυχή μας κυριαρχεί η αγωνία να ικανοποιήσουμε κάθε μας επιθυμία, ιδιαίτερα τώρα το καλοκαίρι. Να φάμε, να πιούμε, να γελάσουμε δυνατά, να βρεθούμε με κόσμο πολύ, να ξεχαστούμε. Όμως τίποτα δεν μπορεί να μας κάνει να ξεφύγουμε από το πρόβλημα παρεκτός η επίλυσή του. Κανένα φαγητό, ποτό, καμιά έξαλλη μουσική, καμιά παρέα, αλλά και καμιά ομορφιά αυτού του κόσμου δεν θα γεμίσει τα κενά μας.

Από τον Αδάμ μέχρι σήμερα, δοκίμασαν οι άνθρωποι να χαρούν ικανοποιώντας μόνοι τους, ως αυτοθεοί, τις επιθυμίες τους μέσα από αυτοσχεδιασμούς. Ενώ, την ίδια στιγμή, η Παναγία μας φέρνει την ειρήνη του Χριστού και την αστείρευτη χαρά Του μέσω της οποίας μπορούμε να χαρούμε ολόκληρη την κτίση, και Εκείνον. Κι όμως για ακόμη ένα καλοκαίρι η ανθρωπότητα προσπαθεί να πάει διακοπές για να «αλλάξει παραστάσεις» ενώ αυτό που πρέπει να αλλάξει είναι ο εαυτός της.

            «κα γαλλασε τ πνεμ μου π τ Θε τ σωτρ μου,»

            Το πνεύμα της Παναγίας «ἠγαλλίασε» όπως η ίδια μαρτυρεί, ενώ το δικό μας πνεύμα θλίβεται και μάταια προσπαθεί να βρει λίγη ξεκούραση. Οι άνθρωποι το καλοκαίρι, ίσως πιο πολύ από κάθε άλλη εποχή, δεν έχουν χαρά. Αντιθέτως, αποχαυνώνονται και περιφέρονται στους δρόμους λες και κάποιος έχει κλέψει την ζωή από μέσα τους. Και δεν φταίει μόνο η ζέστη γι’ αυτό. Γιατί αυτές τις μέρες που οι οικογένειες βρίσκουν την ευκαιρία να βρεθούν σε τραπέζια με τους συγγενείς και φίλους τους, με ωραία φαγητά και air condition, η κατάσταση εύκολα ξεφεύγει πολλές φορές σε τσακωμούς, ανταγωνισμούς, συγκρίσεις και τελικά μένει μόνο μια εσωτερική φθορά.

            «τι πβλεψεν π τν ταπενωσιν τς δολης Ατο.»

            Ο Θεός «ἐπέβλεψεν ἐπί τήν ταπείνωσιν τῆς δούλης Αὐτοῦ» ενώ σε εμάς βλέπει μόνο υπερηφάνεια, μόνο ανθρώπους που ξέρουν καλύτερα από Εκείνον και διορθώνουν τα λόγια Του και την κτίση Του. Αυτά βλέπει σε εμάς ο Θεός και γι’ αυτό δεν ποιεί μεγαλεία στις δικές μας ζωές. Αντίθετα, η Παναγία, ενώ συγκέντρωνε στο πρόσωπο της όλες τις αρετές που υπάρχουν ήταν η πιο ταπεινή των ανθρώπων.[2] Ταπείνωση! Άλλη μια λέξη άσχετη με την ζωή μας, που από τίτλος τιμής κατάντησε προσβολή.

            Η Παναγία όμως ήταν ταπεινή και αν ακόμη, στα μάτια της ανθρωπότητας, η ταπείνωση φαντάζει προσβολή, ο Θεός, όπως λέει η ίδια η Θεοτόκος, αρέσκεται στους ταπεινούς και τους ποιεί μεγαλεία. Τί ήταν όμως αυτή η ταπείνωση της Παναγίας; Ήταν ταπεινή, όπως μας λέει ο άγιος Νικόδημος, γιατί γνώριζε ότι ως άνθρωπος είναι δημιούργημα του Θεού.[3] Γι’ αυτό δεν έκανε μάθημα στον Θεό, όπως εμείς, αλλά άκουγε τί είχε να Της πει και το θέλημα Του το έκανε θέλημά Της. Ταυτόχρονα, αφού τόσο επεδίωκε την ταπείνωση, την είχε λάβει ως δώρο του Αγίου Πνεύματος στα βάθη της καρδιάς Της και από την καρδιά Της ανέβλυζε και την «ἐπλημμύρει» ολόκληρη. Τα δείγματα της ταπείνωσης αυτής φαίνονταν σε κάθε Της έκφανση και έκφραση.[4] Μάλιστα, ο άγιος Νικόδημος διασώζει την περιγραφή της Παναγίας μέχρι λεπτομερειών, την οποία αξίζει να μελετήσουμε. Γιατί μόνο αν δούμε την τελειότητα σε κάθε της λεπτομέρεια θα αντιληφθούμε ότι, στην δική μας περίπτωση, νοσεί ακόμη και η παραμικρότερη λεπτομέρεια μας, του σώματος, της ψυχής, των κινήσεων μας, των αισθήσεων και των αισθημάτων μας και κάθε επιθυμίας μας:

            «Οὐ μόνον εἰς βάθος τῆς καρδίας εἶχεν ἐρριζωμένην τήν ταπείνωσιν ἡ Θεοτόκος, ἀλλά ἐκ τῆς καρδίας, ὡς ἀπό πηγῆς ἀναβλύζουσα, ἐπλημμύρει αὕτη καί εἰς ὅλα τά ἐξωτερικά μέλη τοῦ παναμώμου αὐτῆς σώματος, καί εἰς τά σχήματα δηλαδή καί εἰς τά κινήματα καί εἰς τά λόγια καί εἰς ὅλον τόν ἔνθεον αὐτῆς χαρακτῆρα καί εἶδος, ἡ ταπείνωσις ἔλαμπεν ὡσάν ἥλιος. […]

            Κυρία Θεοτόκος κατά τόν ἔξω χαρακτῆρα καί τό ἦθος τοῦ σώματος, ἦτον σεμνή καί σεβασμία κατά πάντα, ὀλίγα καί ἀναγκαῖα λαλοῦσα˙ ἦτον ὀγλήγωρος εἰς τό νά ὑπακούῃ καί εὐπροσήγορος˙ ἐτίμα ὅλους καί ἐπροσκύνει˙ εἶχε τό μέγεθος τοῦ σώματος μέσον καί σύμμετρον˙ , ὡς ἄλλοι λέγουσι, τό μέγεθος εἶχεν ὑψηλότερον ἀπό τό μέσον˙ δέν ἐπαρρησιάζετο εἰς κάθε ἄνθρωπον˙ ἦτον μακράν ἀπό γέλωτα καί ἔξω ἀπό κάθε ταραχήν καί θυμόν˙ τό χρῶμα τοῦ Θεοδόχου τῆς Σώματος, ἦτον ὅμοιον μέ τό χρώμα τοῦ σιταρίου˙ εἶχε ξανθάς τάς τρίχας τῆς κεφαλῆς˙ εἶχεν ὀφθαλμούς πολλά ὡραίους, χρωματισμένους μέ θείαν σεμνότητα, ὡραϊσμένους μέ κόρας ὀξεῖς καί ὁμοίας μέ τήν ἐλαίαν, καί καλλυνομένους μέ βλεφαρίδας φαιδροπρεπεῖς˙ εἶχε τά ὀφρύδια μαῦρα κυκλικῶς ἐσχηματισμένα˙ εἶχε τήν μύτην ὁμαλήν καί εὐθεῖαν˙ τά πανάμωμα χείλη της ἦτον ἀνθηρά, λάμποντα κοσμίως μέ ἐρυθρόν χρῶμα, καί γέμοντα ἀπό τήν τῶν λόγων γλυκύτητα˙ εἶχε τό ἱεροπρεπές πρόσωπον ὄχι στρογγυλόν, ἀλλά ὀλίγον μακρύ˙ εἶχε τάς θεοδόχους χεῖράς της μακράς˙ ὁμοίως καί τούς δακτύλους τῶν χειρῶν μακρούς καί τετορνευμένους μέ λεπτότητα˙ ἦτον ἀνυπερήφανος καί ἀνεπίδεικτος, χωρίς νά δείχνῃ καμμίαν βλακείαν καί ἔκλυσιν˙ εἶχε ταπείνωσιν ὑπερβάλλουσαν˙ ἐφόρει καί ἠγάπα ροῦχα φυσικῶς ἀπό λόγου των χρωματισμένα, καθώς τοῦτο δηλοῦται ἀπό τό ἅγιον καί ἱερόν αὐτῆς Μαφόριον, αὐτόχροον ὑπάρχον. Καί διά νά εἰποῦμεν καθολικῶς, Κυρία Θεοτόκος ἦτον καί κατά τά ἐξωτερικά μέλη τοῦ παναχράντου αὐτῆς σώματος, γεμάτη ἀπό τόσην θείαν χάρην καί σεβασμιότητα, ὥστε ὅπου, ὅστις ἔβλεπεν αὐτήν, ἐλάμβανεν εἰς τήν ψυχήν του ἕνα κἄποιον φόβον καί εὐλάβειαν, συγκεκραμένην ὁμοῦ μέ μίαν ἐσωτερικήν χαράν, καί χωρίς νά τήν ἠξεύρῃ προτήτερα, ἐγνώριζεν ἀπό μόνον τόν ἐξωτερικόν χαρακτῆρα της, ὅτι ἀληθῶς αὕτη εἶναι Μήτηρ Θεοῦ»[5].

  «δο γρ π το νν μακαριοσ με πσαι α γενεα»

            Η Παναγία όμως εκτός από ταπεινή, σε αντίθεση με εμάς τους ταπεινολογούντες, γνώριζε καλά το ποιά ήταν και ποιός ήταν ο ρόλος Της. Γι’ αυτό και προφήτευσε ότι θα Την μακαρίζουν όλοι οι άνθρωποι, όπως και συμβαίνει επί δύο χιλιάδες χρόνια ακατάπαυστα και παντού γιατί δι’ αυτής ετελέσθη το μυστήριο της ενσάρκου οικονομίας του Θεού Λόγου και χάρη σε Εκείνη εθεοποίησε ο Θεός την ανθρώπινη φύση και «ἀνεβίβασεν αὐτήν ὑπεράνω τῶν οὐρανίων δυνάμεων»[6] την ώρα που εμείς προσπαθούμε να κατεβάσουμε και να υποβαθμίσουμε την φύση μας με κάθε τρόπο.

«τι ποησ μοι μεγαλεα δυνατς κα γιον τ νομα ατο»

Γνώριζε όμως και κάτι που επίσης  εμείς αγνοούμε. Γνώριζε καλά τον Θεό και ότι «ἅγιον τό ὄνομα αὐτοῦ». Η Παναγία γνώρισε τον Θεό που «δυνάμεως καί πνεύματος ἁγίου ἐνηνθρώπισε» και μας έδωσε την δυνατότητα δι’ Αυτής να τον γνωρίσουμε κι εμείς, βγάζοντας τότε την ανθρωπότητα από το σκοτάδι των ειδώλων, στα οποία η εποχή μας θέλει να επιστρέψει. Ας μας σώσει η Παναγία μας άλλη μία φορά! Ας τιμήσουμε φέτος και στο εξής την εορτή της Κοιμήσεώς Της όχι ως ένα φολκλόρ του Καλοκαιριού ούτε ως άλλη μια αφορμή για κραιπάλη. Ας πάμε στην Εκκλησία με μόνο σκοπό να Την γνωρίσουμε και λίγο να Της μοιάσουμε και τότε Εκείνη θα βρει τρόπο να μας ξεκουράσει, να μας χορτάσει, να μας ξεδιψάσει και να ενδύσει με χαρά κάθε μας δραστηριότητα.

            Είναι επιτακτική ανάγκη να έρθουμε κοντά στην Παναγία μας, η οποία, όπως μάθαμε από τον μακαριστό πατέρα μας και διδάσκαλο Πρωτοπρεσβύτερο π. Βασίλειο Βολουδάκη, έγινε για εμάς Υπέρμαχος Στρατηγός σε κάθε δυσκολία. Στις μέρες μας, που το έθνος μας «έχει παραλύσει τόσο απόλυτα»[7], την έχουμε ανάγκη περισσότερο από ποτέ για να μας διασώσει όχι μόνο πια από εξωτερικούς κινδύνους αλλά, από τον κίνδυνο της εσωτερικής μας παράλυσης.

            Η Παναγία μας, που ήρθε «ὡσεί ὄρθρος» και ως αυγή σε έναν κόσμο βαθιά νυχτωμένο και ξημέρωσε τον «Ἥλιον τῆς Δικαιοσύνης»[8] ας μην εγκαταλείψει και τον δικό μας κόσμο που βρίσκεται στην Δύση του και απειλείται με εξαφάνιση!

 

π. Γερασίμου Βουρνά

Ιεροδιακόνου

14/08/2024

 

_______________________

[1] Ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Κῆπος Χαρίτων, ἐκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1979, σελ. 198.

[2] Ἁγ. Νικοδήμου, ό. α., σελ. 203.

[3] Ἁγ. Νικοδήμου, ό. α.,  σελ. 203.

[4] Ἁγ. Νικοδήμου, ό. α., σελ. 203.

[5] Ἁγ. Νικοδήμου, ό. α., σελ. 203-204.

[6] Ἁγ. Νικοδήμου, ό. α., σελ. 190.

[7] (Πρωτ.) π. Βασιλείου Ε. Βολουδάκη, Γιατί ἔγινε στρατηγός ἡ Παναγία μας;, Περιοδικό Ἐνοριακή Εὐλογία, Μάρτιος 2010, Ἀριθ. Φύλλου 93, σελ. 99.

[8] Ἁγ. Νικοδήμου, ό. α., σελ. 194.