Ἡ Ἐκκλησία ὡς Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί τό Σύνταγμα
Τόν προηγούµενο µῆνα εἴχαµε ἀναφερθεῖ στή θεµελιώδη διαφορά τῶν Ἑλληνικῶν Συνταγµάτων καί τοῦ ἀντίστοιχου τῶν Ἡνωµένων Πολιτειῶν. Ἡ διαφορά αὐτή συνίσταται στό ὅτι τόσο τά προηγούµενα, ὅσο καί τό ἰσχῦον Σύνταγµα τῆς Ἑλλάδος ἐπικαλοῦνται ρητῶς τήν Ἁγία Τριάδα ὡς νοµιµοποιητική τους ἀρχή καί, συνακολούθως, ὁρίζουν ὅτι «Ἡ δέ τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι θρησκεία τῆς ἐπικρατείας», ὅπως ἀναφέρεται στό Σύνταγµα τῆς Ἐθνοσυνέλευσης τῆς Τροιζήνας ἤ ὅτι «Ἐπικρατοῦσα θρησκεία στήν Ἑλλάδα εἶναι ἡ θρησκεία τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Xpιστοῦ», ὅπως ἀναφέρεται στό ἄρθρο 3 τοῦ ἰσχύοντος Συντάγµατός µας. Ἀντιθέτως, στήν 1η Τροποποίηση τοῦ Ἀµερικανικοῦ Συντάγµατος (I Amendment) ὁρίζεται: «Τό Κονγκρέσσο δέν θά θεσπίσει νόµο σχετικό µέ τήν καθιέρωση µιᾶς ἐπίσηµης θρησκείας ἤ µέ τήν ἀπαγόρευση τῆς ἐλεύθερης ἄσκησης κάποιας θρησκείας». Ὑπάρχει, δηλαδή, ρητή διάταξη, ἡ λεγόµενη «establishment clause», πού ἀπαγορεύει στήν Νοµοθετική ἐξουσία τοῦ Ὁµοσπονδιακοῦ Κράτους τῶν Ἡνωµένων Πολιτειῶν νά καθιερώσουν µιά ἐπίσηµη θρησκεία.
Ἕνα χαρακτηριστικό γνώρισµα τῶν περισσότερων σύγχρονων ἑρµηνευτῶν τοῦ κειµένου τοῦ Ἑλληνικοῦ Συντάγµατος, αὐτῶν, δηλαδή, πού ἔχει καθιερωθεῖ νά τούς ἀποκαλοῦµε «συνταγµατολόγους» καί νά τούς ἀντιµετωπίζουµε µέ δέος, ὡσάν νά πρόκειται γιά τούς µύστες κάποιας ἀπόκρυφης νοµικῆς γνώσης πού δέν εἶναι προσιτή στόν ἁπλό λαό (πού, σηµειωτέον, ἀναγνωρίζεται ἀπό τό Σύνταγµα ὡς τό ἀνώτατο κρατικό ὄργανο), εἶναι ἡ σαφής τους τάση νά προβαίνουν σέ ἐνίοτε παράτολµες ἑρµηνευτικές κατασκευές, κινούµενοι, εἴτε ἀπό τήν χαρακτηριστική ἐπιστηµονική νοοτροπία, πού τείνει νά «συστηµατοποιεῖ» καί νά συµπληρώνει «κενά» τῶν ὑπαρχόντων κανόνων, τά ὁποῖα ἐνίοτε τά ἐπινόησαν οἱ ἴδιοι, εἴτε ἀπό τήν ἰδεολογική παρόρµηση νά ἐνσωµατώσουν στό Σύνταγµά µας «δικαιώµατα» καί «κατακτήσεις» ἄλλων λαῶν καί νά «παιδαγωγήσουν» ἔτσι τόν Ἑλληνικό λαό, ὥστε νά ἀποδεχθεῖ, ὅσα οἱ ξένοι ἔχουν πρό πολλοῦ υἱοθετήσει. Ἐνδεχοµένως, ὅµως, αὐτό νά ὀφείλεται καί σέ πιό προσγειωµένα καί πεζά κίνητρα, ὅπως ἡ –θεµιτή ἄλλωστε– ἐπαγγελµατική νοοτροπία τοῦ νοµικοῦ πού γνωµοδοτεῖ «κατ’ ἀνάθεση» ἤ ἀκόµη καί ἡ πολιτική σκοπιµότητα.
Εἶναι, βέβαια, γνωστό σέ κάθε νοµικό τῆς πράξης, πού ἔχει συµµετάσχει ἔστω καί σέ µιά δίκη ὅτι οἱ νοµικές διατάξεις, ὅπως κάθε γλωσσικό κείµενο διατυπωµένο ἀπό ἀνθρώπους, εἶναι δυνατόν νά ἐπιδέχεται πολλαπλές ἀναγνώσεις. Ἀκόµη δέ, καί ὁ ἰσχυρισµός ὅτι ἕνας νόµος εἶναι «σαφής» ἀποτελεῖ στήν πραγµατικότητα τό πόρισµα µιᾶς προηγούµενης ἑρµηνευτικῆς προσπάθειας. Ἐξ ἄλλου, δύσκολα µπορεῖ νά ἰσχυρισθεῖ κανείς, καί ἀκόµη δυσκολότερα νά τό ἀποδείξει, ὅτι ἡ δική του ἑρµηνευτική ἐκδοχή εἶναι ἡ µόνη «ἀντικειµενικά» σωστή, ὡς ἀπαλλαγµένη ἀπό κάθε ὑποκειµενική σκέψη ἤ προκατάληψη καί ἰδιοτέλεια.
Ὅµως, παρά τίς δυσκολίες αὐτές, ὑπάρχουν, ὅπως νοµίζουµε, κάποια ὅρια, τά ὁποῖα, ἄν δέν µποροῦµε νά τά διατυπώσουµε µέ ἀκρίβεια ἐκ τῶν προτέρων, τά ἀναγνωρίζουµε πάντως στήν ἑρµηνευτική πράξη καί πού, ἄν τά ὑπερβοῦµε, εἰσερχόµαστε στόν χῶρο τῆς ἑρµηνευτικῆς ἀκροβασίας ἤ καί αὐθαιρεσίας. Χρειάζεται δέ ἰδιαίτερα αὐξηµένη προσοχή καί «ἑρµηνευτική αὐτοσυγκράτηση», ὅταν δέν πρόκειται γιά τήν ἑρµηνεία ἑνός ἁπλοῦ νόµου, ἀλλά γιά τήν ἑρµηνεία τοῦ Συντάγµατος, δηλαδή τοῦ θεµελιώδους νόµου ἑνός κράτους, ὁ ὁποῖος καθορίζει σέ οὐσιώδη βαθµό τή ζωή καί τό πεπρωµένο τῶν πολιτῶν τοῦ κράτους αὐτοῦ. Ὁπωσδήποτε, ὁ καθένας εἶναι πλήρως ἐλεύθερος νά διατυπώνει τήν ἑρµηνευτική ἄποψη πού προκρίνει, νοµίζουµε ὅµως πώς «στό πλαίσιο µιᾶς δηµοκρατικῆς κοινωνίας» πρέπει νά γίνεται σεβαστή ἡ ἀρχή ὅτι αὐθεντικός καί τελικός ἑρµηνευτής τοῦ Συντάγµατος εἶναι ὁ λαός, πού ἀσκεῖ τήν συντακτική ἐξουσία. Κατά τήν κλασσική διατύπωση τοῦ Δικαστῆ Curtis τοῦ Supreme Court τῶν Ἡνωµένων Πολιτειῶν τῆς Ἀµερικῆς, ὡς πρός τόν θεµιτό τρόπο ἑρµηνείας τοῦ (κάθε) Συντάγµατος: «Ὅποτε ἐγκαταλείπεται ἡ στενή ἑρµηνεία τοῦ Συντάγµατος, ὅπως αὐτή προβλέπεται ἀπό τούς καθορισµένους καί σταθερούς ἑρµηνευτικούς τῶν νόµων κανόνες, καί ἐπιτρέπεται στίς θεωρητικές ἀπόψεις τῶν µεµονωµένων ἀτόµων νά καθορίζουν τή σηµασία (τοῦ Συντάγµατος), τότε δέν ἔχουµε πιά Σύνταγµα. Ὑποκείµεθα πιά στήν διακυβέρνηση µεµονωµένων ἀτόµων, τά ὁποῖα ἔχουν προσώρας τήν ἐξουσία νά καθορίζουν τί εἶναι τό Σύνταγµα, σύµφωνα µέ τίς προσωπικές τους ἀπόψεις σχετικά µέ τήν πρέπουσα σηµασία του» (DRED SCOTT V. SANFORD, 1857).
Οἱ ἀνωτέρω ἐπισηµάνσεις ἔχουν ὡς κατ’ ἐξοχήν πεδίο ἐφαρµογῆς τους ἐκεῖνες τίς διατάξεις τοῦ Ἑλληνικοῦ Συντάγµατος πού ἀφοροῦν τή σχέση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας µέ τήν Πολιτεία. Κάτι τέτοιο εἶναι ἀναµενόµενο, ἐάν λάβει κανείς ὑπόψη ὅτι ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου µέ τή θρησκεία ἀγγίζει τό βαθύτερο στρῶµα τῆς ψυχῆς του καί ἑποµένως καθετί πού θίγει τή σχέση αὐτή τείνει νά τόν φορτίζει µέ ἰδιαίτερα ἔντονο τρόπο. Ἔτσι, ἁπλῶς καί µόνο διαβάζοντας κανείς τίς ἑρµηνευτικές τοποθετήσεις τῶν «εἰδικῶν» εὔκολα ἀντιλαµβάνεται τή δική τους κοσµοθεωρητική καί ἰδεολογική τοποθέτηση. Ὅσοι, καί εἶναι σήµερα στή χώρα µας οἱ κατά πολύ περισσότεροι, ἔχουν ἀσπασθεῖ τήν «ἐλευθερόφρονα» καί «ἀντικληρικαλιστική» ἰδέα ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχήν «ἀντιδραστική» ἱστορική δύναµη, τείνουν –διά τῆς ἑρµηνείας πού προτείνουν– νά περιορίζουν καί νά περικόπτουν τήν κανονιστική ἐµβέλεια τῶν σχετικῶν συνταγµατικῶν διατάξεων. Εἶναι δέ παράδοξο, ἄν καί ἐνδεικτικό τῆς µεγάλης ἀπήχησης καί σχεδόν πλήρους ἐπικράτησης τῶν «ἀντικληρικαλιστικῶν» ἰδεῶν, τό γεγονός ὅτι ἀκόµη καί εἰδικοί τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, πού δηλώνουν ὅτι ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀποδέχονται σήµερα κατ’ οὐσίαν, ἄν καί σέ πιό µετριασµένη µορφή, ἑρµηνευτικές ἀπόψεις, πού στήν πραγµατικότητα ἐξουδετερώνουν τίς ρητές συνταγµατικές αὐτές διατάξεις.
Ἔτσι, εἶναι κοινός «ἑρµηνευτικός» τόπος σήµερα ὅτι ἡ ἐπίκληση «Εἰς τό ὄνοµα τῆς Ἁγίας καί Ὁµοουσίου καί Ἀδιαιρέτου Τριάδος», πού προτάσσεται στήν προµετωπίδα τοῦ Συντάγµατος, εἶναι µιά ἔκφραση χωρίς νοµική ἰσχύ. Τοῦτο δέ παρά τό ὅτι ἡ γραµµατική διατύπωση τῆς ἐπίκλησης αὐτῆς εἶναι σαφής καί ὡς ἐκ τούτου, κατά πάγιο καί βασικό ἑρµηνευτικό κανόνα, δέν χωρεῖ ἑρµηνεία αὐτῆς κατά τρόπο ἀντίθετο πρός τό γράµµα της, ἤ, ὅπως λέγεται, ἑρµηνεία «contra legem/constitutionem». Δέν µπορεῖ, δηλαδή, παρά νά σηµαίνει ὅτι ὁ συντακτικός νοµοθέτης, καί διαµέσου αὐτοῦ ὁ λαός, ἀναγνωρίζουν ὅτι ἡ συντακτική ἐξουσία, τήν ὁποία ἀσκοῦν, δέν εἶναι πρωτογενῶς δική τους, ἀλλά ὅτι τήν ἀσκοῦν «εἰς τό ὄνοµα», «ἐν ὀνόµατι» τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, τόν ὁποῖο, µέ τόν ρητό καί πανηγυρικό αὐτό τρόπο, ἀναγνωρίζουν ὡς τήν πηγή τῆς Συντακτικῆς Ἐξουσίας. Ἡ γραµµατική αὐτή ἑρµηνεία τῆς ἐπίκλησης τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐπιρρωνύεται ἀπό τή συστηµατική της ἑρµηνεία: Ἡ θέση τῆς ἐπίκλησης στήν ἀρχή τοῦ Συντάγµατος, ἤτοι πρίν ἀπό κάθε ἄλλο ἄρθρο αὐτοῦ, φανερώνει τόν θεµελιώδη καί πρωτογενῆ χαρακτήρα της.
Ἐν ὄψει αὐτῶν, θά περίµενε κανείς ἀπό ὅσους ὑποστηρίζουν τήν κάπως ἀσυνήθιστη ἄποψη ὅτι µποροῦµε –τἄχα– νά παραβλέψουµε τήν ἀρχική φράση ἑνός θεµελιώδους νοµοθετικοῦ κειµένου ὡς ἄνευ νοµοθετικῆς σηµασίας, κάπως περισσότερα ἐπιχειρήµατα γιά νά στηρίζουν τήν ἑρµηνευτική τους θέση, ὥστε νά µήν φαντάζει αὐτή ἀστήρικτη καί µετέωρη.
Ἀνάλογη εἶναι καί ἡ ἑρµηνεία πού δίδεται στήν ἔκφραση «ἐπικρατοῦσα θρησκεία». Ὑποστηρίζεται, δηλαδή, ὅτι καί αὐτή ἡ ἔκφραση ἔχει τόν χαρακτήρα µιᾶς πραγµατικῆς διαπίστωσης καί ὄχι µιᾶς νοµικῆς δέσµευσης. Τό δέ ἐπιχείρηµα πού προβάλλεται σχετικά ἔχει τόν χαρακτήρα τῆς «λήψης τοῦ ζητουµένου»: ἐνῶ, δηλαδή, «ζητούµενο» ἀπό τήν ἑρµηνεία εἶναι νά καθορισθεῖ, ἐάν ἡ Ἑλληνική Πολιτεία εἶναι, κατά τό Σύνταγµα, ἕνα κράτος θρησκευτικῶς οὐδέτερο, ὅπως οἱ Η.Π.Α. ἤ ἐάν, ἀντιθέτως, ἔχει ἐπίσηµη θρησκεία (πού εἶναι διαφορετικό ζήτηµα ἀπό ἐκεῖνο τοῦ σεβασµοῦ τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας), «λαµβάνεται» ὡς δεδοµένη καί ἀναµφισβήτητη ἡ θέση ὅτι τό κράτος µας εἶναι θρησκευτικῶς ἄχρωµο καί οὐδέτερο καί ἀπό τήν θέση αὐτή συνάγεται ὅτι, ἀφοῦ τό κράτος εἶναι οὐδέτερο, ἡ φράση «ἐπικρατοῦσα θρησκεία» δέν µπορεῖ παρά νά µήν ἔχει δεσµευτική νοµική σηµασία.
Ὑπάρχει ὅµως καί µιά ἄλλη φράση στό ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγµατος τήν ὁποία –ἐξ ὅσων γνωρίζουµε– πρῶτος καί µόνος τήν ἐντόπισε καί τήν ἀξιολόγησε ἐρµηνευτικῶς ἕνας µή-εἰδικός καί µή-συνταγµατολόγος. Ὅµως, δύσκολα θά µπορέσει κανείς νά µήν δεχθεῖ, ἀφοῦ πρῶτα διαβάσει τήν ἑρµηνεία του τῆς φράσης αὐτῆς πού θά παραθέσουµε κατωτέρῳ, ὅτι τό Σύνταγµά µας, ὄχι µόνο δέν εἶναι θρησκευτικῶς ἄχρωµο καί οὐδέτερο, ἀλλά συνιστᾶ, ἀπό µόνο του καί καθ’ αὐτό, ὁµολογία Πίστεως «εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν».
Τό ἑρµηνευτικό κείµενο ἀνήκει στόν π. Ἐπιφάνιο Θεοδωρόπουλον (βλ. π. Ἐπιφανίου Θεοδωρόπουλου, «Ἄρθρα Μελέται Ἐπιστολαί», Τόµος ΣΤ, σελ. 488-9) καί ἀφορᾶ στήν ἑξῆς –παραγνωρισµένη– φράση ἀπό τό ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγµατος «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδας, πού γνωρίζει κεφαλή της τόν Κύριον ἡµῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ὑπάρχει ἀναπόσπαστα ἑνωµένη δογµατικά…». Ἔχει δέ ὡς ἑξῆς: «Ἐσκέφθησαν ποτέ οἱ Συνταγµατολόγοι, ἀλλά καί οἱ Δικασταί µας, τί σηµαίνει διά τήν ζωήν τῆς Ἐκκλησίας, αὐτή ἡ πυρηνικῆς δυνάµεως καί ἐνεργείας, ἀλλά καί κρυσταλλίνης διαυγείας καί σαφηνείας, φράσις; Ἐξετίµησαν τήν ἀνυπολόγιστον ἀξίαν της; Ἐζύγισαν τό συνθλιπτικόν βάρος της; Ἡ φράσις αὕτη σηµαίνει τοῦτο τό ἁπλούστατον καί φαεινότατον καί ἀνεπίδεκτον παρερµηνείας: ὅτι τό Σύνταγµα δέν θεωρεῖ τήν Ἐκκλησίαν ὡς ἕν ἁπλοῦν Νοµικόν Πρόσωπον Δηµοσίου Δικαίου, οὔτε ὡς ἕν ἰδιότυπον (sui generis) Νοµικόν Πρόσωπον Δηµοσίου Δικαίου, ἀπολαῦον εἰδικῆς τινός µεταχειρίσεως, ἤτοι αὐτοτελείας, αὐτοδιοικήσεως κ.τ.λ., ὡς π.χ. τά Ἀνώτατα Ἐκπαιδευτικά Ἱδρύµατα (ἄρθρον 16 παρ. 5). Τό Σύνταγµα προχωρεῖ πολύ πέρα τούτου καί πολύ ὑπεράνω τούτου: Ἀνακηρύσσει τήν Ἐκκλησίαν ὡς Θεανθρώπινον Ὀργανισµόν, ὡς Θεοΐδρυτον θεσµόν, ὡς Καθίδρυµα ἕλκον τήν καταγωγήν ἐξ οὐρανοῦ, ὡς ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΑΝΤΟΣ ΘΕΟΥ (τά κεφαλαῖα στό κείµενο), ὅπως καί πράγµατι εἶναι. Τό Σύνταγµα ἐθεσµοθετήθη εἰς τό ὄνοµα τῆς Ἁγίας καί Ὁµοουσίου καί Ἀδιαιρέτου Τριάδος, ὁ δέ Κύριος ἡµῶν Ἰησοῦς Χριστός εἶναι τό Δεύτερον Πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος, Θεός ἀληθινός, ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ…».
Τό ἑρµηνευτικό ἐπιχείρηµα τοῦ π. Ἐπιφανίου στηρίζεται στό ἴδιο τό «γράµµα» τοῦ Συντάγµατος καί ἀκολουθεῖ µιά συλλογιστική σειρά: ἀφοῦ ἡ Ἑλληνική Πολιτεία ἀναγνωρίζει κατά πρῶτον τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν ρητῶς καί κατηγορηµατικῶς ὡς Κύριον «Ἡµῶν», δηλαδή ὡς Κύριον καί Θεόν τοῦ Ἕλληνος συντακτικοῦ νοµοθέτη καί τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ καί κατά δεύτερον ὅτι ὁ Κύριος εἶναι ἡ Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, ἕπεται ὅτι καί ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζεται ἀπό τό Σύνταγµα ὡς Θεο-ἵδρυτος Ὀργανισµός, ὡς Κλῆρος καί Λαός µέ Κεφαλή τόν Χριστό.
Ἀπό αὐτό βέβαια ἕπονται, ὅπως συνάγει ἑρµηνευτικά ὁ π. Ἐπιφάνιος, καί περαιτέρω συγκεκριµένες ἔννοµες συνέπειες: «Καί ἐρωτᾶται πᾶς καλῆς διαθέσεως ἄνθρωπος, ἔχων τόν κοινόν νοῦν: Ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία εἶναι, καί κατά τό Σύνταγµα, τό Σῶµα τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ, πῶς εἶναι νοητόν, πῶς εἶναι δυνατόν νά ἔχη δικαίωµα ὁ κοινός Νοµοθέτης νά ἐπιφέρει οἱανδήποτε, καί τήν ἐλαχίστην ἔστω, ἀλλοίωσιν εἰς τό Σῶµα αὐτό; Τό Σῶµα τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ ἤ θά τό δεχθῶµεν ὡς ἀκριβῶς εἶναι ἤ θά τό ἀπορρίψωµεν. Τρίτη λύσις δέν ὑπάρχει».
Προηγουµένως εἴχαµε ἀναφερθεῖ στό γεγονός ὅτι κάθε κείµενο µπορεῖ µέν νά ἐπιδέχεται πολλαπλές ἀναγνώσεις, ὅµως, οἱ ἀναγνώσεις αὐτές δέν εἶναι ἄπειρες. Ὑπάρχει ἕνα ὅριο πέρα ἀπό τό ὁποῖο µιά ἑρµηνευτική πρόταση παύει νά εἶναι εὔλογη καί µεταπίπτει σέ αὐθαίρετο ἰσχυρισµό. Νοµίζουµε δέ ὅτι µετά τήν ἁπλή ἀνάγνωση τῶν παραπάνω ἐπισηµάνσεων τοῦ π. Ἐπιφανίου, δύσκολα θά µπορέσει νά ὑποστηρίξει κάποιος ὅτι τό Ἑλληνικό Σύνταγµα, ὅπως εἶναι διατυπωµένο, ἱδρύει ἕνα θρησκευτικῶς ἄχρωµο ἤ οὐδετερόθρησκο κράτος. Διότι ἕνας τέτοιος ἰσχυρισµός θά προερχόταν, κατά τή γνώµη τοὐλάχιστον τοῦ π. Ἐπιφανίου, ἀπό ἕναν ἄνθρωπο πού δέν θά εἶχε τόν «κοινόν νοῦν» ἤ «καλή διάθεση»!
Νομομαθής
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 222
Φεβρουάριος 2021