Όλη η θεόπνευστη Γραφή διδάσκει και διατάσσει να προσκυνούμε και να απονέμουμε κάθε τιμή όχι μόνο στην πάναγνη εικόνα του Σωτήρος μας Ιησού Χριστού και της Παναγίας Θεοτόκου και των άλλων εναρέτων και θεαρέστων ανδρών Του, αλλά και σε όλα τα άλλα που ως προσφορές αφιερώθηκαν στον Σωτήρα Χριστό, όπως τα λειτουργικά εκκλησιαστικά σκεύη η τα διάφορα αντικείμενα για την διακόσμηση και την ευπρέπεια της πάναγνης εικόνας Του η της αγίας Τραπέζης. Όλα αυτά πρέπει να τα τιμούμε και να τα προσκυνούμε ως πράγματα που μετέχουν ήδη της αγιοσύνης Του. Τούτο φαίνεται από το γεγονός ότι ο ίδιος ο Σωτήρ μίλησε επιτιμητικά στους Φαρισαίους και είπε: «Ουαί υμίν, οδηγοί τυφλοί, οι λέγοντες· ος αν ομόση εν τώ ναώ, ουδέν εστιν, ος δ’ αν ομόση εν τώ χρυσώ του ναού, οφείλει. Μωροί και τυφλοί! Τις γάρ μείζων εστίν ο χρυσός η ο ναός ο αγιάζων τον χρυσόν; Και ος αν ομόση εν τώ θυσιαστηρίω, ουδέν εστιν, ος δ’ αν ομόση εν τώ δώρω τώ επάνω αυτού, οφείλει. Μωροί και τυφλοί! Τί γάρ μείζον, το δώρον η το θυσιαστήριον το αγιάζον το δώρον;»[1]. Πράγματι είναι θαυμαστό ότι τα αντικείμενα, που αφιερώθηκαν στον Θεό με καλή πρόθεση και κατά τους κανόνες του εκκλησιαστικού τυπικού, μετέχουν αγιοσύνης, αφού ακόμη και τα χάλκινα πυρεία των διακοσίων πενήντα ανδρών, που επαναστάτησαν εναντίον του προφήτη Μωυσή και του ιερέα Ααρών με επί κεφαλής τον Κορέ, τον Δαθάν και τον Αβειρών, από τους οποίους άλλους κατάπιε ζωντανούς η γή μαζί με τις οικίες και όλες τις περιουσίες τους και τους άλλους κατέκαυσε το θεόσταλτο πύρ και τα οποία έφεραν εναντίον του θελήματος του Θεού, ο Θεός διέταξε στον Μωυσή και τον ιερέα Ελεάζαρ να τα πάρουν και να κάμουν από αυτά «λεπίδας ελατάς, περίθεμα τώ θυσιαστηρίω, ότι προσηνέχθησαν έναντι Κυρίου»[2]. Όλα αυτά δείχνουν σαφώς και αναντίρητα ότι κάθε αισθητό αντικείμενο, που ως εργαλείο της θείας λειτουργίας αφιερώθηκε στον Θεό, μετέχει της αγιοσύνης και αποτελεί αντικείμενο προσκύνησης.
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΥΛΟΓΕΙ ΟΠΛΑ
ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ;
Mέσα στόν Φεβρουάριο ἀρχίζει καί τό Τριώδιο, αὐτή ἡ κατανυκτική περίοδος τῆς Ἐκκλησίας μας πού κορυφώνεται τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα.
Θά ἔπρεπε, λοιπόν, νά καταπιανόμαστε κατά τήν περίοδο αὐτή κατ’ ἐξοχήν μέ θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, μέ θέματα πού καλλιεργοῦν βαθειά τήν ψυχή καί τίς αἰσθήσεις της. Ὅμως, ἡ ποιμαντική μας εὐθύνη μᾶς ὑπαγορεύει νά μήν ἀκολουθοῦμε τυφλά τίς ἐπιταγές τοῦ Λειτουργικοῦ χρόνου ἀλλά νά ἐξετάζουμε συγχρόνως καί τήν ψυχολογική κατάσταση τῶν ἀνθρώπων καί ἀναλόγως αὐτῆς νά ἐνεργοῦμε, εἴτε γράφοντες εἴτε ὁμιλοῦντες πρός αὐτούς, ὥστε οἱ παρεμβάσεις μας νά μήν εἶναι ἐκτός τόπου καί χρόνου ἀλλά νά ἔχουν λόγο, σκοπό καί ὠφέλεια.
Ζῶντας τήν ρευστή κατάσταση πού ἐπικρατεῖ στήν Πατρίδα μας ἀπό τήν πολιτική ἀθλιότητα καί τήν προδοτική συμπεριφορά τῶν κυβερνώντων, πού ὁλοένα κορυφώνεται, δέν δυσκολεύεται κανείς νά διαπιστώση ὅτι ἡ ψυχολογία τῶν ἀνθρώπων κινεῖται σέ ρυθμούς «τεταραγμένης» ἕως «λίαν τρικυμιώδους» καταστάσεως. Ἀκόμη καί ἄνθρωποι πού προσπαθοῦν νά ζήσουν κατά Θεόν εἶναι ἀνήσυχοι καί δέν τούς ἀφήνει ἡ ταραχή οὔτε κατά τήν ὥρα πού προσεύχονται.
Συνεπῶς, γιά νά μή νεφελοβατοῦμε, πρέπει νά σεβασθοῦμε τόν ὑπαρκτό ψυχισμό τῶν συμπολιτῶν μας καί, παράλληλα μέ τά Θεολογικά θέματα πού ἀποκαθαίρουν τήν ψυχή μας, νά προτάξουμε τόν ἀφυπνιστικό καί πνευματικά ἐπαναστατικό λόγο. Τόν λόγο πού εἰρηνεύει τόν νοῦ καί βοηθάει τήν ψυχή νά γαληνέψη, μέ τό νά τήν παρακινῆ νά ἀγωνισθῆ μέ εἰρηνικά, ἀποτελεσματικά καί ἀπόλυτα νόμιμα μέσα, γιά τήν ἐπικράτηση καί πάλι τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ στήν καθημερινή ζωή τῆς Πατρίδος μας.