ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΚΑΙ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ - Η ΜΝΗΜΟΝΕΥΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΩΝ

E.E. 177 pBasileios

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ  ΚΑΙ  ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΑ  ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ

E.E. 177 pBasileios 2

Η ΜΝΗΜΟΝΕΥΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΩΝ

Πολυσέβαστε π. Βασίλειε εὐλογεῖτε!

Καλή Σαρακοστή!

Μοῦ ἄρεσε πολύ τό ἄρθρο σας στήν «νοριακή Ελογία» σχετικά μέ τά δύο για Ποτήρια στήν Θεία Λειτουργία.(Τεῦχος 174). Διαβάζω καί συνεχῶς μελετῶ τέτοια θέματα.

Θέλω κι’ ἐγώ νά σᾶς θέσω μία ἐρώτηση σχετικά μέ τήν Θ. Λατρεία καί, συγκεκριμένα, γιά τήν μνημόνευση πολλῶν ὀνομάτων κατά τά Ἱερά Μνημόσυνα τῶν δύο Ψυχοσαββάτων τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἡ ἐρώτηση μπορεῖ νά φαίνεται ἁπλῆ, ἀλλά θά ἤθελα μιά κατατοπιστική ἀπάντηση καί ἄν ἔχετε σχετικές πηγές ἀπό τήν Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, θά εἶναι ἀκόμα καλύτερα.

Πιό συγκεκριμένα, στήν σχετική αἴτηση τῶν Ψυχοσαββάτων λέμε. «τι δεόμεθα πέρ μακαρίας μνήμης καί αωνίου ναπαύσεως πάντων τν π’ λπίδι ναστάσεως ζως αωνίου κεκοιμημένων εσεβς ρθοδόξων χριστιανν, βασιλέων, πατριαρχν, ρχιερέων ……….κ τν π’ ρχς καί μέχρι τν σχάτων…..».

Ἀφοῦ ἡ αἴτηση τῆς Ἐκκλησίας μας συμπεριλαμβάνει ὅλους, γιατί μνημονεύουμε μετά ὅλα τά ὀνόματα πού θά φέρουν στήν Ἐκκλησία οἱ πιστοί; Ἔτσι ἦταν πάντοτε στήν Ἐκκλησία ἤ εἶναι “ἐφεύρημα” τῶν νεότερων χρόνων; Εὐχαριστῶ πολύ.

Τήν εὐχή σας!

π. ερώνυμος Μαγιλιάν

 

* * *

Tό ἐρώτημα τοῦ ἐκλεκτοῦ καί γνησίως Ὀρθοδόξου Ἱερομο­νάχου, π. Ἱερωνύμου Μαγιλιάν, προφανς δέν μς προσφέρθηκε γιά νά δώσουμε σ’ κενον πάντηση γιά ατό πού γνωρίζει, λλά εναι καρπός τς ποιμαντικς του εαισθησίας. πιθυμε νά δώσει εκαιρία νημερώσεως πί το θέματος ατο σέ πολλούς δελφούς μας Χριστιανούς –ἐνδεχομένως καί σέ κληρικούς– οἱ ὁποῖοι διερωτῶνται μήπως διαιωνίζεται  μιά λανθασμένη Λειτουρ­γική πράξη τῆς Ἐκκλησίας μας μέ τό νά ἀναγινώσκονται πολυάριθμοι κατάλογοι ὀνομάτων κεκοιμημένων στά δύο Ψυχοσάββατα τοῦ ἔτους (το Σαββάτου πρό τν πόκρε καί το Σαββάτου πρό τς Πεντηκοστς), ἐνῶ ἔχει προηγηθεῖ ἡ συνοπτική μνημόνευση πάντων «κ τν π’ ρχς» ἀνθρώπων «καί μέχρι τν σχάτων».

Ἀπάντηση στό τεθέν λειτουργικό ἐρώτημα δέν μπορεῖ νά δώση ἡ Συναπτή τοῦ Μνημοσύνου τῶν Ψυχοσαββάτων. Ἀντιθέτως, μάλιστα, εἶναι αὐτή πού δημιουργεῖ τόν προβληματισμό ὅλων ἐκείνων πού μετέχουν στήν Θ. Λατρεία καί «ξ λης τς διανοίας» τους. Γι’ αὐτό πρέπει νά ἐπιστρατεύσουμε θεολογικά στοιχεῖα, τά ὁποῖα θά ἑρμηνεύσουν τήν φαινομενικά ἀντιφατική Λειτουργική πρακτική, χωρίς νά τήν ἀνατρέψουν.

Εἶναι σέ ὅλους μας γνωστή ἡ σημασία τῆς προτροπῆς τῆς Ἁγίας Γραφῆς «εχεσθε πέρ λλήλων», «μνημονεύετε τν γουμένων μν οτινες λάλησαν μν τόν λόγον το Θεο», διότι ἡ συμμόρφωσή μας σ’ αὐτή τήν προτροπή, φανερώνει τήν πνευματική μας ἀναγέννηση καί ὅτι γνωρίσαμε πραγματικά τόν Θεό καί «τι γάπη κ το Θεο στί», ἐφ’ ὅσον «τόν Υόν Ατο τόν Μονογεν πέσταλκεν ες τόν κόσμον να ζήσωμεν δι’ Ατο» (Α΄ Ἰωάν. 4,9). Λοιπόν, «ε οτως Θεός γάπησεν μς, καί μες φείλομεν λλήλους γαπν». (Α΄ Ἰωάν. 4,11).

Συνεπῶς τό νά προσευχόμεθα ὑπέρ τῶν ἀδελφῶν μας εἶναι ὑπέρτατο χρέος μας καί ἀπόδειξη τῆς ἀδελφικῆς μας ἀγάπης, ἀλλά καί ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης μας πρός τόν Θεό, ἀφοῦ, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μᾶς εἶπε ὅτι «φ’ σον ποιήσατε τατα νί τούτων τν δελφν μου τν λαχίστων, μοί ποιήσατε». Ἄρα, ἡ συμβολή τῆς προσευχῆς τοῦ καθενός μας ὑπέρ τῶν ἀδελφῶν μας –ζώντων ἤ κεκοιμημένων– εναι προσωπικά παιτητή σέ λες τίς ερές κολουθίες καί τίς Θεες Λειτουργίες τς κκλησίας μας, ἀσχέτως τῶν γενικῶν εὐχῶν καί τῶν δεήσεων πού ἀναπέμπονται ἀπό τούς Λειτουργούς, μέσῳ τῶν Συναπτῶν τῶν Ἀκολουθιῶν.

Ἐπί τοῦ προκειμένου δέ, δηλαδή ἐπί τῆς μνημονεύσεως κατά τά Ψυχοσάββατα, πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας καί οἱ Κληρικοί Της, προσευχόμεθα μέν γενικῶς ὑπέρ Ἀναπαύσεως ὅλων τῶν Χριστιανῶν, ὅλων τῶν τάξεων καί διακονημάτων (δηλαδή, ὑπέρ Πατριαρχν, εσεβν Βασιλέων, ρχιερέων, ερέων, ερομονάχων, εροδιακόνων, Μοναχν, Πάππων, Προπάππων, Γονέων, ναδόχων, Διδασκάλων, Εεργετν μν κ τν παρχς καί μέχρι τν σχάτων) γιατί ἡ Ἐκκλησία ὡς Μητέρα δέν λησμονεῖ ποτέ τά παιδιά Της ἀλλά μνημονεύει τίς τάξεις, στίς ὁποῖες ἀνήκουν οἱ βαπτισμένοι χριστιανοί. μως, τά συγκεκριμένα νόματα τν παιδιν Της περιμένει νά τά μνημονεύσουν οἱ οἰκεῖοι τῶν ἀνθρώπων, ἐκεῖνοι πού τούς ἔζησαν, συνεργάσθηκαν μαζί τους, ἔζησαν εἰρηνικά καί χριστιανικά ἤ συγκρούσθηκαν καί ψυχράθηκαν μεταξύ τους κατά τήν ἐπίγεια ζωή, καί τώρα, νηφάλιοι, τούς συγχωροῦν καί ζητοῦν τήν συμφιλίωση καί τήν συγχώρηση τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ τούς δίδουν ἐκεῖνοι πρῶτοι τήν δική τους συγχώρηση.

Ἡ κατ’ ὄνομα μνημόνευση καλλιεργεῖ ἔτι περισσότερο τήν ἀγάπη μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, τήν ὁποία ἔχουμε χρέος καί ἐντολή νά ἀποκτήσουμε μέ κάθε τρόπο –ὅπως φανερώνει ἡ προτροπή τοῦ Χριστοῦ μας, πού τήν ἐπεκτείνει ἕως τούς ἐχθρούς μας («γαπτε τούς χθρούς μν»)– ἐφαρμόζοντας γιά τήν ἀπόκτησή της τήν ὁδηγία «τοῦ Στόματος τοῦ Χριστοῦ», τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου: «Διώκετε τήν γάπην» (ὅ.ἀ. 14, 1).

Ἡ κατ’ ὄνομα μνημόνευση, φανερώνει ἐπί πλέον, καί τήν εὐγνωμοσύνη πού αἰσθανόμεθα γι’ αὐτούς πού μᾶς εὐεργέτησαν καί μᾶς ἀγάπησαν, ἐπιβεβαιώνει τήν Πίστη πού ἔχουμε γιά τήν μετά θάνατον ζωή καί, εἶναι ἔνδειξη καί τῆς δικῆς μας ἀγάπης  ἡ ἐγκάρδια ἱκε­σία πρός τόν Θεό μας νά συγχωρήση αὐτούς πού μᾶς ἀδίκησαν καί μᾶς ἔθλιψαν ὡς ἄνθρωποι «σάρκα φοροῦντες καί τόν κόσμον οἰκοῦντες», ἀλλά καί νά συγχωρήση  ἄλλους, οἰκείους, φίλους καί γνωστούς μας, οἱ ὁποῖοι, ἐνδέχεται μέν νά μή μᾶς ἔβλαψαν, ἀλλά ἔχουν προσωπικά τους ἁμαρτήματα καί παραλείψεις. Ἀποτελοῦμε ὅλοι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ διότι «ν νί Πνεύματι μες πάντες καί ες ν Πνεμα βαπτίσθημεν. καί γάρ τό σμα οκ στι ν μέλος λλά πολλά» (Α΄ Κορ. 12, 12-13), «νν δέ πολλά μέν μέλη, ν δέ σμα» (ὅ.ἀ. 12, 20). Γι’ αὐτό καί ἔχουμε τήν ἀνάγκη ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου, καί «ετε πάσχει ν μέλος, συμπάσχει πάντα τά μέλη», «να μή σχσμα ν τ σώματι, λλά τό ατό πέρ λλήλων μεριμνσι τά μέλη» (ὅ.ἀ. 12, 25-26).

Προσευχόμεθα, ἐπίσης, κατ’ ὄνομα, αἰτούμενοι νά τιμήση ὁ Θεός καί ἐκεῖνα τά πρόσωπα, τά ὁποῖα διέπρεψαν πνευματικά καί ὠφέλησαν ὅλο τό Πλήρωμα τῆς ἐπί γῆς Στρατευομένης Ἐκκλησίας, καθ’ ὅτι, ὅλοι ἐμεῖς, ὡς «Σμα Χριστο καί μέλη κ μέρους», ὀφείλουμε ἐάν «δοξάζεται ν μέλος, συγχαίρει πάντα τά μέλη» (ὅ.ἀ. 12, 26-27).

Δέν πρέπει ποτέ νά λησμονοῦμε ὅτι ὁ Θεός μας ἔχει δώσει στήν Ἐκκλησία μας «πσαν ξουσίαν ν Οραν καί πί γς» καί, βεβαίως, τήν ἐξουσία τοῦ «δεσμεν καί λύειν τά ν τ λα Του συμβαίνοντα». Αὐτός εἶναι ἕνας ἐπιπλέον λόγος γιά τήν ὀνομαστική ἀναφορά μας στούς κεκοιμημένους, ἐφ’ ὅσον, ναλόγως τν ψυχικν ναγκν το καθενός πό ατούς, ἐκδηλώνεται ἀπό τόν Θεό, διά τῆς Ἐκκλησίας Του, καί ἰδιαιτέρα, προσωπική μέριμνα.

Ὁλοκληρώνοντας –κατά δύναμιν– τήν ἀπάντησή μου στό τεθέν Λειτουργικό ἐρώτημα, πρέπει νά καταθέσω καί τήν μαρτυρουμένη στά Μοναστηριακά Τυπικά Λειτουργική πρακτική ὡς πρός τήν μνημόνευση τῶν Ψυχοσαββάτων, καί γιατί αὐτό μοῦ ζητήθηκε ἀλλά καί γιατί εἶναι ἐνδεικτική τῆς Λειτουργικῆς διακρίσεως τῶν Πατέρων μας.

Στό «Τυπικόν τς . Μονς το γ. Διονυσίου το γίου ρους»1, ἕνα ἀπό τά πλέον ἀντιπροσωπευτικά γιά τήν Λειτουργική αὐθεντικότητά του, παρατίθενται δύο τύποι μνημονεύσεως κεκοιμημένων κατά τά Ψυχοσάββατα: Ὁ συνοπτικός, «πέρ ναπαύσεως... κ τν π’ ρχς καί μέχρι τν σχάτων» καί ὁ ἀναλυτικός, μέ προσθήκη συγ­κεκριμένων ὀνομάτων.

Δηλαδή, μετά τήν ἀπόλυση τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Παρασκευῆς πρό τοῦ Ψυχοσαββάτου διαβάζουμε: «... γίνεται τό μνημόσυνον τακτικόν ς καί πάντοτε, μέ τήν διαφοράν, τι νν μνημονεύουσιν ο ερες τν νομάτων τν π’ αἰῶνος κεκοιμημένων καί οχί λλων»2.

Στόν Ὄρθρο, ὅμως, κατά τόν ὁποῖον τελεῖται τό μνημόσυνο τοῦ Ψυχοσαββάτου στά Μοναστήρια (διότι αὐτή εἶναι ἡ κανονική του θέση, καί ὄχι στό τέλος τῆς Λειτουργίας), ὅπου ἡ Νεκρώσιμη Ἀκολουθία εἶναι ἐκτενής καί συμπλέκεται μέ τήν Ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου, τότε γίνεται καί ὀνομαστική μνημόνευση Κεκοιμημένων.

π. Βασίλειος Ε. Βολουδάκης

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» ριθμ. Τεύχους 177

Μάϊος 2017

 

  1. Τυπικόν τς . Μονς γ. Διονυσίου το γίου ρους, γιον ρος 2004
  2. που νωτέρ, σελ. 535-536.