ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΚΑΙ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ
Η ΜΝΗΜΟΝΕΥΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΩΝ
Πολυσέβαστε π. Βασίλειε εὐλογεῖτε!
Καλή Σαρακοστή!
Μοῦ ἄρεσε πολύ τό ἄρθρο σας στήν «Ἐνοριακή Εὐλογία» σχετικά μέ τά δύο ἅγια Ποτήρια στήν Θεία Λειτουργία.(Τεῦχος 174). Διαβάζω καί συνεχῶς μελετῶ τέτοια θέματα.
Θέλω κι’ ἐγώ νά σᾶς θέσω μία ἐρώτηση σχετικά μέ τήν Θ. Λατρεία καί, συγκεκριμένα, γιά τήν μνημόνευση πολλῶν ὀνομάτων κατά τά Ἱερά Μνημόσυνα τῶν δύο Ψυχοσαββάτων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἡ ἐρώτηση μπορεῖ νά φαίνεται ἁπλῆ, ἀλλά θά ἤθελα μιά κατατοπιστική ἀπάντηση καί ἄν ἔχετε σχετικές πηγές ἀπό τήν Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, θά εἶναι ἀκόμα καλύτερα.
Πιό συγκεκριμένα, στήν σχετική αἴτηση τῶν Ψυχοσαββάτων λέμε. «Ἔτι δεόμεθα ὑπέρ μακαρίας μνήμης καί αἰωνίου ἀναπαύσεως πάντων τῶν ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου κεκοιμημένων εὐσεβῶς ὀρθοδόξων χριστιανῶν, βασιλέων, πατριαρχῶν, ἀρχιερέων ……….ἐκ τῶν ἀπ’ ἀρχῆς καί μέχρι τῶν ἐσχάτων…..».
Ἀφοῦ ἡ αἴτηση τῆς Ἐκκλησίας μας συμπεριλαμβάνει ὅλους, γιατί μνημονεύουμε μετά ὅλα τά ὀνόματα πού θά φέρουν στήν Ἐκκλησία οἱ πιστοί; Ἔτσι ἦταν πάντοτε στήν Ἐκκλησία ἤ εἶναι “ἐφεύρημα” τῶν νεότερων χρόνων; Εὐχαριστῶ πολύ.
Τήν εὐχή σας!
π. Ἱερώνυμος Μαγιλιάν
* * *
Tό ἐρώτημα τοῦ ἐκλεκτοῦ καί γνησίως Ὀρθοδόξου Ἱερομονάχου, π. Ἱερωνύμου Μαγιλιάν, προφανῶς δέν μᾶς προσφέρθηκε γιά νά δώσουμε σ’ ἐκεῖνον ἀπάντηση γιά αὐτό πού γνωρίζει, ἀλλά εἶναι καρπός τῆς ποιμαντικῆς του εὐαισθησίας. Ἐπιθυμεῖ νά δώσει εὐκαιρία ἐνημερώσεως ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ σέ πολλούς ἀδελφούς μας Χριστιανούς –ἐνδεχομένως καί σέ κληρικούς– οἱ ὁποῖοι διερωτῶνται μήπως διαιωνίζεται μιά λανθασμένη Λειτουργική πράξη τῆς Ἐκκλησίας μας μέ τό νά ἀναγινώσκονται πολυάριθμοι κατάλογοι ὀνομάτων κεκοιμημένων στά δύο Ψυχοσάββατα τοῦ ἔτους (τοῦ Σαββάτου πρό τῶν Ἀπόκρεῳ καί τοῦ Σαββάτου πρό τῆς Πεντηκοστῆς), ἐνῶ ἔχει προηγηθεῖ ἡ συνοπτική μνημόνευση πάντων «ἐκ τῶν ἀπ’ ἀρχῆς» ἀνθρώπων «καί μέχρι τῶν ἐσχάτων».
Ἀπάντηση στό τεθέν λειτουργικό ἐρώτημα δέν μπορεῖ νά δώση ἡ Συναπτή τοῦ Μνημοσύνου τῶν Ψυχοσαββάτων. Ἀντιθέτως, μάλιστα, εἶναι αὐτή πού δημιουργεῖ τόν προβληματισμό ὅλων ἐκείνων πού μετέχουν στήν Θ. Λατρεία καί «ἐξ ὅλης τῆς διανοίας» τους. Γι’ αὐτό πρέπει νά ἐπιστρατεύσουμε θεολογικά στοιχεῖα, τά ὁποῖα θά ἑρμηνεύσουν τήν φαινομενικά ἀντιφατική Λειτουργική πρακτική, χωρίς νά τήν ἀνατρέψουν.
Εἶναι σέ ὅλους μας γνωστή ἡ σημασία τῆς προτροπῆς τῆς Ἁγίας Γραφῆς «εὔχεσθε ὑπέρ ἀλλήλων», «μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν οἵτινες ἐλάλησαν ὑμῖν τόν λόγον τοῦ Θεοῦ», διότι ἡ συμμόρφωσή μας σ’ αὐτή τήν προτροπή, φανερώνει τήν πνευματική μας ἀναγέννηση καί ὅτι γνωρίσαμε πραγματικά τόν Θεό καί «ὅτι ἡ Ἀγάπη ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστί», ἐφ’ ὅσον «τόν Υἱόν Αὐτοῦ τόν Μονογενῆ ἀπέσταλκεν εἰς τόν κόσμον ἵνα ζήσωμεν δι’ Αὐτοῦ» (Α΄ Ἰωάν. 4,9). Λοιπόν, «εἰ οὕτως ὁ Θεός ἠγάπησεν ἡμᾶς, καί ἡμεῖς ὀφείλομεν ἀλλήλους ἀγαπᾶν». (Α΄ Ἰωάν. 4,11).
Συνεπῶς τό νά προσευχόμεθα ὑπέρ τῶν ἀδελφῶν μας εἶναι ὑπέρτατο χρέος μας καί ἀπόδειξη τῆς ἀδελφικῆς μας ἀγάπης, ἀλλά καί ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης μας πρός τόν Θεό, ἀφοῦ, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μᾶς εἶπε ὅτι «ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ταῦτα ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε». Ἄρα, ἡ συμβολή τῆς προσευχῆς τοῦ καθενός μας ὑπέρ τῶν ἀδελφῶν μας –ζώντων ἤ κεκοιμημένων– εἶναι προσωπικά ἀπαιτητή σέ ὅλες τίς Ἱερές Ἀκολουθίες καί τίς Θεῖες Λειτουργίες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀσχέτως τῶν γενικῶν εὐχῶν καί τῶν δεήσεων πού ἀναπέμπονται ἀπό τούς Λειτουργούς, μέσῳ τῶν Συναπτῶν τῶν Ἀκολουθιῶν.
Ἐπί τοῦ προκειμένου δέ, δηλαδή ἐπί τῆς μνημονεύσεως κατά τά Ψυχοσάββατα, πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας καί οἱ Κληρικοί Της, προσευχόμεθα μέν γενικῶς ὑπέρ Ἀναπαύσεως ὅλων τῶν Χριστιανῶν, ὅλων τῶν τάξεων καί διακονημάτων (δηλαδή, ὑπέρ Πατριαρχῶν, εὐσεβῶν Βασιλέων, Ἀρχιερέων, Ἱερέων, Ἱερομονάχων, Ἱεροδιακόνων, Μοναχῶν, Πάππων, Προπάππων, Γονέων, Ἀναδόχων, Διδασκάλων, Εὐεργετῶν ἡμῶν ἐκ τῶν ἀπαρχῆς καί μέχρι τῶν ἐσχάτων) γιατί ἡ Ἐκκλησία ὡς Μητέρα δέν λησμονεῖ ποτέ τά παιδιά Της ἀλλά μνημονεύει τίς τάξεις, στίς ὁποῖες ἀνήκουν οἱ βαπτισμένοι χριστιανοί. Ὅμως, τά συγκεκριμένα ὀνόματα τῶν παιδιῶν Της περιμένει νά τά μνημονεύσουν οἱ οἰκεῖοι τῶν ἀνθρώπων, ἐκεῖνοι πού τούς ἔζησαν, συνεργάσθηκαν μαζί τους, ἔζησαν εἰρηνικά καί χριστιανικά ἤ συγκρούσθηκαν καί ψυχράθηκαν μεταξύ τους κατά τήν ἐπίγεια ζωή, καί τώρα, νηφάλιοι, τούς συγχωροῦν καί ζητοῦν τήν συμφιλίωση καί τήν συγχώρηση τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ τούς δίδουν ἐκεῖνοι πρῶτοι τήν δική τους συγχώρηση.
Ἡ κατ’ ὄνομα μνημόνευση καλλιεργεῖ ἔτι περισσότερο τήν ἀγάπη μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, τήν ὁποία ἔχουμε χρέος καί ἐντολή νά ἀποκτήσουμε μέ κάθε τρόπο –ὅπως φανερώνει ἡ προτροπή τοῦ Χριστοῦ μας, πού τήν ἐπεκτείνει ἕως τούς ἐχθρούς μας («ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν»)– ἐφαρμόζοντας γιά τήν ἀπόκτησή της τήν ὁδηγία «τοῦ Στόματος τοῦ Χριστοῦ», τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου: «Διώκετε τήν ἀγάπην» (ὅ.ἀ. 14, 1).
Ἡ κατ’ ὄνομα μνημόνευση, φανερώνει ἐπί πλέον, καί τήν εὐγνωμοσύνη πού αἰσθανόμεθα γι’ αὐτούς πού μᾶς εὐεργέτησαν καί μᾶς ἀγάπησαν, ἐπιβεβαιώνει τήν Πίστη πού ἔχουμε γιά τήν μετά θάνατον ζωή καί, εἶναι ἔνδειξη καί τῆς δικῆς μας ἀγάπης ἡ ἐγκάρδια ἱκεσία πρός τόν Θεό μας νά συγχωρήση αὐτούς πού μᾶς ἀδίκησαν καί μᾶς ἔθλιψαν ὡς ἄνθρωποι «σάρκα φοροῦντες καί τόν κόσμον οἰκοῦντες», ἀλλά καί νά συγχωρήση ἄλλους, οἰκείους, φίλους καί γνωστούς μας, οἱ ὁποῖοι, ἐνδέχεται μέν νά μή μᾶς ἔβλαψαν, ἀλλά ἔχουν προσωπικά τους ἁμαρτήματα καί παραλείψεις. Ἀποτελοῦμε ὅλοι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ διότι «ἐν ἑνί Πνεύματι ἡμεῖς πάντες καί εἰς ἕν Πνεῦμα ἐβαπτίσθημεν. καί γάρ τό σῶμα οὐκ ἔστι ἕν μέλος ἀλλά πολλά» (Α΄ Κορ. 12, 12-13), «νῦν δέ πολλά μέν μέλη, ἕν δέ σῶμα» (ὅ.ἀ. 12, 20). Γι’ αὐτό καί ἔχουμε τήν ἀνάγκη ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου, καί «εἴτε πάσχει ἕν μέλος, συμπάσχει πάντα τά μέλη», «ἵνα μή σχῖσμα ἐν τῷ σώματι, ἀλλά τό αὐτό ὑπέρ ἀλλήλων μεριμνῶσι τά μέλη» (ὅ.ἀ. 12, 25-26).
Προσευχόμεθα, ἐπίσης, κατ’ ὄνομα, αἰτούμενοι νά τιμήση ὁ Θεός καί ἐκεῖνα τά πρόσωπα, τά ὁποῖα διέπρεψαν πνευματικά καί ὠφέλησαν ὅλο τό Πλήρωμα τῆς ἐπί γῆς Στρατευομένης Ἐκκλησίας, καθ’ ὅτι, ὅλοι ἐμεῖς, ὡς «Σῶμα Χριστοῦ καί μέλη ἐκ μέρους», ὀφείλουμε ἐάν «δοξάζεται ἕν μέλος, συγχαίρει πάντα τά μέλη» (ὅ.ἀ. 12, 26-27).
Δέν πρέπει ποτέ νά λησμονοῦμε ὅτι ὁ Θεός μας ἔχει δώσει στήν Ἐκκλησία μας «πᾶσαν ἐξουσίαν ἐν Οὐρανῷ καί ἐπί γῆς» καί, βεβαίως, τήν ἐξουσία τοῦ «δεσμεῖν καί λύειν τά ἐν τῷ λαῷ Του συμβαίνοντα». Αὐτός εἶναι ἕνας ἐπιπλέον λόγος γιά τήν ὀνομαστική ἀναφορά μας στούς κεκοιμημένους, ἐφ’ ὅσον, ἀναλόγως τῶν ψυχικῶν ἀναγκῶν τοῦ καθενός ἀπό αὐτούς, ἐκδηλώνεται ἀπό τόν Θεό, διά τῆς Ἐκκλησίας Του, καί ἰδιαιτέρα, προσωπική μέριμνα.
Ὁλοκληρώνοντας –κατά δύναμιν– τήν ἀπάντησή μου στό τεθέν Λειτουργικό ἐρώτημα, πρέπει νά καταθέσω καί τήν μαρτυρουμένη στά Μοναστηριακά Τυπικά Λειτουργική πρακτική ὡς πρός τήν μνημόνευση τῶν Ψυχοσαββάτων, καί γιατί αὐτό μοῦ ζητήθηκε ἀλλά καί γιατί εἶναι ἐνδεικτική τῆς Λειτουργικῆς διακρίσεως τῶν Πατέρων μας.
Στό «Τυπικόν τῆς Ἱ. Μονῆς τοῦ Ἁγ. Διονυσίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους»1, ἕνα ἀπό τά πλέον ἀντιπροσωπευτικά γιά τήν Λειτουργική αὐθεντικότητά του, παρατίθενται δύο τύποι μνημονεύσεως κεκοιμημένων κατά τά Ψυχοσάββατα: Ὁ συνοπτικός, «Ὑπέρ ἀναπαύσεως... ἐκ τῶν ἀπ’ ἀρχῆς καί μέχρι τῶν ἐσχάτων» καί ὁ ἀναλυτικός, μέ προσθήκη συγκεκριμένων ὀνομάτων.
Δηλαδή, μετά τήν ἀπόλυση τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Παρασκευῆς πρό τοῦ Ψυχοσαββάτου διαβάζουμε: «... γίνεται τό μνημόσυνον τακτικόν ὡς καί πάντοτε, μέ τήν διαφοράν, ὅτι νῦν μνημονεύουσιν οἱ Ἱερεῖς τῶν ὀνομάτων τῶν ἀπ’ αἰῶνος κεκοιμημένων καί οὐχί ἄλλων»2.
Στόν Ὄρθρο, ὅμως, κατά τόν ὁποῖον τελεῖται τό μνημόσυνο τοῦ Ψυχοσαββάτου στά Μοναστήρια (διότι αὐτή εἶναι ἡ κανονική του θέση, καί ὄχι στό τέλος τῆς Λειτουργίας), ὅπου ἡ Νεκρώσιμη Ἀκολουθία εἶναι ἐκτενής καί συμπλέκεται μέ τήν Ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου, τότε γίνεται καί ὀνομαστική μνημόνευση Κεκοιμημένων.
π. Βασίλειος Ε. Βολουδάκης
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀριθμ. Τεύχους 177
Μάϊος 2017
- Τυπικόν τῆς Ἱ. Μονῆς Ἁγ. Διονυσίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, Ἅγιον Ὄρος 2004
- ὅπου ἀνωτέρῳ, σελ. 535-536.