ΑΝΟΣΤΗ ΖΩΗ!

ΑΝΟΣΤΗ ΖΩΗ!

 

σα συμβαίνουν ἀπό ἐκεῖνο τό ἀνοιξιάτικο ἀπόγευμα, ὅταν ὁ Πρωθυπουργός τῆς Χώρας μᾶς ἐνημέρωσε ὅτι, ἡ Πολιτεία ἀπό τό ἑπόμενο πρωΐ θά ἐπέβαλε περιοριστικά μέτρα λόγῳ τῶν κινδύνων πού διέτρεχε καί συνεχίζει νά διατρέχει ἡ ζωή τῶν πολιτῶν, καί μέχρι σήμερα, μᾶς βεβαιώνουν πώς ἡ ζωή μας ἄλλαξε γιά τά καλά.

Τότε μᾶς εἶπαν ὅτι, ἐκεῖνα τά μέτρα πού ἐπρόκειτο, κατά τήν πορεία τῶν πραγμάτων, νά ἀλλάξουν τήν ζωή μας θά ἐφαρμόζονταν γιά λίγο χρόνο, ἀλλά ὅσο προχωρᾶμε βλέπουμε πώς τό λίγο, μᾶλλον θά εἶναι πολύ γιατί «ξηρά δέν φαίνεται στόν ὁρίζοντα». Καί ὅσο περνάει ὁ καιρός, τόσο ἐμπεδώνεται ἡ πεποίθηση πώς αὐτό πού συμβαίνει αὐτόν τόν καιρό ρθε γιά νά μείνει.

Τό ζήτημα ὡστόσο ἑστιάζεται στό πῶς διαχειριζόμαστε αὐτά πού συμβαίνουν, στό μέτρο πού μᾶς ἀφοροῦν, καί ἐφ’ ὅσον καί κατά πόσο μποροῦμε νά τά ἐπηρεάσουμε. Γιατί, δίχως ἄλλο, τά γεγονότα ἀφοροῦν τή ζωή μας καί τή ζωή ὅσων ἀκολουθοῦν. Καί στή ζωή μας ἔχουμε τό δικαίωμα νά μποροῦμε νά τή διαχειριζόμαστε μέ τόν τρόπο πού θέλουμε καί νά τήν διαμορφώνουμε πρός τό καλύτερο, ὅμως, ὅταν πρόκειται γιά τή ζωή αὐτῶν στούς ὁποίους θά παραδώσουμε τή σκυτάλη, τότε τό δικαίωμα γίνεται χρέος.

Δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε ὅτι, ἀπό τότε πού τά πολιτεύματα ἔγιναν ἐλεύθερα καί δημοκρατικά οἱ πολῖτες δικαιοῦνται νά συμμετέχουν καί οἱ ἴδιοι στή διαμόρφωση τοῦ βίου τους, ὡς φορεῖς ἐξουσίας. Θεωρῶ ὅτι αὐτή τή δυνατότητα δέν πρέπει νά τήν παραχωρήσουμε, μέ κάθε κόστος.

Ἐντάξει ὅμως, μπόρα εἶναι τώρα καί θά περάσει. Ἄς κάνουμε ὑπομονή!

Ναί, μπόρα εἶναι. Μά θά βρέξει πάλι, ἴσως πιό δυνατά τήν ἑπόμενη φορά. Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει πώς θά πρέπει νά φορᾶμε τό ἀδιάβροχο συνεχῶς ἐπειδή ἔτσι συμβαίνει στή ζωή, συνήθως βρέχει.

«νοστη ζωή!». Ἔτσι μου ἀπάντησε ὁ πατήρ Βασίλειος, ὅταν τόν συνάντησα στήν εἴσοδο τῆς ἐκκλησίας κάποια φορά, ἐκεῖνες τίς πρῶτες μέρες τῆς ὑπό ὅρους δημόσιας κυκλοφορίας μας. Ἄλλαξε ἡ ζωή μας, ἀλλά πράγματι ἐτούτη πού ζοῦμε ἕξι μῆνες τώρα, δέν ἔχει καθόλου νοστιμιά.

Μετά ἀπό χρόνια πολλά νοιώθουμε στό πετσί μας τί θά πεῖ ἐκεῖνο τό «ὅλα τά ἔσκιαζε ἡ φοβέρα» πού μᾶς ἔλεγαν οἱ δάσκαλοι στό σχολεῖο. Δέν εἶναι ἁπλό τό νά ζητᾶς ἔγκριση γιά νά βγεῖς ἀπό τό σπίτι σου, οὔτε τό νά ἀπαγορεύεται νά κυκλοφορήσεις στό δρόμο μέρα Πασχαλιᾶς, γιά νά μήν ξεχνιόμαστε ἐπειδή πέρασε λίγος καιρός.

Δέν χει νοστιμιά τό νά τρομοκρατεῖσαι ὅταν σέ πλησιάζει κάποιος, οὔτε τό νά ἀναγκάζεσαι νά κατέβεις ἀπό τό πεζοδρόμιο γιά νά μήν διασταυρωθεῖς μέ ἐκεῖνον πού ἔρχεται ἀπέναντί σου. Εἶναι ἀταίριαστο μέ τίς συνήθειες τοῦ τόπου τό νά διστάζεις νά ἀγκαλιαστεῖς μέ τούς δικούς σου ἀνθρώπους ἤ τούς φίλους σου, ὅταν τούς συναντᾶς, πού ἔχεις καιρό νά τούς δεῖς.

Σίγουρα πάσχει ἡ συμπεριφορά τοῦ Ὀρθόδοξου παπᾶ, πού ἀποφεύγει νά σοῦ προτείνει τό χέρι ὅταν τοῦ ζητᾶς εὐλογία, ἤ, πού ἀρνεῖται νά σοῦ δώσει ἔστω ἀντίδωρο ὅταν τελειώνει ἡ Λειτουργία.

Θυμᾶμαι πόση ἐντύπωσή μου ἔκανε κάποια φορά, ἡ εἰκόνα, κατά τόν ἐκκλησιασμό ἑνός ἀπό τά δημοτικά σχολεῖα τῆς ἐνορίας μου, ὅταν πολλά ἀπό τά παιδιά μιᾶς τάξης, ἀφοῦ ἐλάμβαναν, τό καθένα μέ τή σειρά του, τά Ἄχραντα Μυστήρια, πρίν ἐπιστρέψουν στή θέση τους, ἐρχόταν νά ἀγκαλιάσουν, μέ πόση ἀγάπη ἀλήθεια, μία ἀπό τίς ἐκπαιδευτικούς πού στεκόταν ἐπιβλέποντας στό πίσω μέρος τοῦ Ναοῦ, ἡ ὁποία προφανῶς ἦταν ἡ δασκάλα τους τήν προηγούμενη χρονιά. Νομίζω ὅτι αὐτά τέλειωσαν πιά. Καί στίς ἐκδηλώσεις τῆς παιδικῆς ψυχῆς πρέπει νά βάλλουμε φρένο.

Ἀφῆστε τό ἄλλο, τό πιό ὄμορφο πρᾶγμα στόν κόσμο. Νά νοιώθεις ἐρωτευμένος μέ τό κορίτσι ἤ τό ἀγόρι σου, νά θέλεις νά «πνιγεῖς» στά φιλιά του καί ἀντί νά παραδίνεσαι στόν ἄλλο νά χρειάζεται νά συγκρατήσεις τή φύση σου. Σίγουρα διστάζεις γιατί οἱ κανόνες παραγγέλουν νά εἴμαστε προσεκτικοί. Ὅπως πᾶμε, ἴσως σέ λίγο καιρό νά ζητᾶμε πρῶτα πιστοποιητικό ὑγείας. Καί ὁ ἔρωτας ἔχασε σήμερα τήν ὀμορφιά του. Ἐτοῦτον τόν καιρό ἀπομυθοποιήσαμε σχεδόν ὅλα τά συναισθήματα.

Σκέφτομαι πόση ὑποκρισία θά κρύβει πιά ἡ στάση τοῦ καθενός ἀπό ἐμᾶς, ἐφ’ ὅσον ἐκκλησιάζεται, ὅταν πρέπει νά ἑρμηνεύσει ἐκεῖνο τό «ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους ἵνα ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογήσωμεν» πού ἐκφωνεῖ ὁ Λειτουργός λίγο πρίν ἀπαγγείλουμε τό «Πιστεύω». Ἀφῆστε καί τήν ἀποξένωσή μας ἀπό τή γιορτή, ἀπό τό πανηγύρι, γεγονότα μοναδικά τοῦ ἱστορικοῦ μας βίου, ἀκόμη καί ἀπό τό πανηγύρι τῶν πανηγυριῶν, ἐκεῖνο τῆς Ἀνάστασης πού μᾶς τό στέρησαν φέτος.

Πῶς νά μήν εἶναι ἄνοστη ἡ ζωή μας ἀφοῦ λείπουν ὅλα αὐτά, ἀλλά καί τόσα ἄλλα, μικρά ἤ πιό μεγάλα, στά ὁποῖα δίνει ἰδιαίτερη σημασία ὁ καθένας μας καί δέν μπορεῖ πλέον νά τά ἀπολαύσει;

Ἀλλά τί νά κάνουμε; Πρέπει νά προσαρμοσθοῦμε στή νέα πραγματικότητα.

Εἶχε πεῖ κάποτε ὁ ἀείμνηστος Ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ὅτι, στά χρόνια τῆς μακρόχρονης δουλείας τοῦ Γένους μας, οἱ ἄνθρωποι εἶχαν σκλαβωμένο τό σῶμα ἀλλά ἡ ψυχή τους ἦταν ἐλεύθερη, ἐνῶ στήν σύγχρονη ἐποχή οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τό σῶμα ἐλεύθερο ἀλλά τήν ψυχή σκλαβωμένη. δ καί ξι μνες προοδεύσαμε κόμη περισσότερο, χουμε πό πιτήρηση καί τίς ψυχές καί τά σώματα!

Ἄραγε ἔχουμε ποτέ ἀναλογισθεῖ πῶς νοιώθουν οἱ φυλακισμένοι; Νομίζω ὅτι θά μᾶς ὠφελοῦσε ἄν κάποια φορά βάζαμε νοερά τόν ἑαυτό μας στή θέση τους. Ἴσως νά βλέπαμε τή ζωή μέ ἄλλο μάτι. Ἔρχεται στό μυαλό μου ἡ σκέψη πώς, οὔτε κἄν οἱ «ἐλεύθεροι πολιορκημένοι» δέν μπορεῖ νά συγκριθοῦν μέ τίς κοινωνίες ἐν ἔτει 2020.

Φαντάζομαι ὅτι θά πρέπει νά εἶναι ἐλάχιστοι αὐτοί πού πιστεύουν ὅτι οἱ ὅποιες ξέγνοιαστες στιγμές τοῦ παρελθόντος θά ἐπιστρέψουν. Βλέπετε ὁ μηχανισμός, πού ἐνδιαφέρεται γιά τήν ὑγεία καί τή σωτηρία μας δέν μᾶς ἀφήνει χῶρο οὔτε κἄν νά ὀνειρευόμαστε.

Ἀλλά ὅλα αὐτά, πού προσθέτουν νοστιμιά στή ζωή μας καί τήν κάνουν χαριτωμένη, δέν μᾶς παρέχονται δωρεάν. Θέλουν ἀγῶνα, χρειάζεται νά τά διεκδικήσουμε. Ὅλα εἶναι συνάρτηση τῶν ἀπεριόριστων ἐπιλογῶν πού ἔχουμε ἐφ’ ὅσον νοιώθουμε ἐλεύθεροι.

Καί ἡ ἐλευθερία ξέρετε, δέν μᾶς χαρίζεται. Ἤ τήν διεκδικοῦμε, ἤ, τήν παραχωροῦμε. Ἄλλωστε τό εἶπε καί ὁ ποιητής πώς θέλει ἀρετή καί τόλμη ἡ ἐλευθερία.

Παρ’ ὅτι μπορεῖ νά φανεῖ περιττό, εἶναι καλό νά θυμηθοῦμε ὅτι, τή νοστιμιά τῆς ἀπεριόριστης καί χωρίς ἀπαγορεύσεις ζωῆς ἐξύμνησε καί ὁ Ρήγας γινόμενος ὁ ἴδιος τό στόμα τοῦ σκλαβωμένου Γένους γράφοντας πώς εἶναι «καλύτερα μις ρας λεύθερη ζωή ......». Καί ἀκόμη πιό παλιά, ὁ Θουκυδίδης, ὁ ὁποῖος στόν περίφημο Ἐπιτάφιο τοῦ Περικλῆ ἔγραφε ὅτι, «τό μέν εδαιμον λεύθερον, τό δέ λεύθερον τό εψυχον».

Ἐπιλογή μας ἀποτελεῖ λοιπόν ἡ στάση τοῦ καθενός μας ἀπέναντι στήν πρόκληση αὐτοῦ τοῦ καιροῦ.

 

Δημήτριος Κοσκινιώτης

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀριθμ. Τεύχους 218

Ὀκτώβριος 2020