Οἱ Χριστιανοί & οἱ Εἰδωλολάτρες ἀξιολογοῦνται στίς ἐπιδηµίες!
Ὁ «Θεός ἔχει ἐκφυλισθεῖ σέ µιά ἀντίφαση πρός τή ζωή. Ἀντί νά εἶναι ἡ Μεταµόρφωση καί ἡ αἰώνια κατάφασή της, µέ Αὐτόν ἔχει κηρυχθεῖ πόλεµος κατά τῆς ζωῆς, τῆς φύσης, τῆς θέλησης νά ζήσει κανείς! Ὁ Θεός γίνεται ἡ ἔκφραση κάθε συκοφαντίας “τοῦ ἐδῶ καί τοῦ τώρα” καί κάθε ψέµατος γιά τό “Ἐπέκεινα”! Μέ Αὐτόν ἔχει θεοποιηθεῖ τό τίποτα καί ἡ θέληση γιά τό τίποτα ἔχει ἱεροποιηθεῖ»!
Ὅταν ὁ περιβόητος Γερµανός φιλόσοφος Φ. Νίτσε ἔγραφε τά παραπάνω λόγια σέ ἕνα βιβλίο του –καί πολλά ἄλλα ἀνάλογου περιεχοµένου σέ ἄλλα– εἶχε ξεσηκώσει µεγάλη ἀγανάκτηση καί θύελλα διαµαρτυριῶν ἀπό τόν Χριστιανικό κόσµο. Ὁ καυστικός καί παθιασµένος του τόνος καί τό µεγαλόστοµο καί ἀδιάλλακτο ὕφος τῶν διατυπώσεών του, ἀλλά καί τό ἀνατρεπτικό περιεχόµενο τῶν λεγοµένων του, εἶχαν ἀνησυχήσει καί ἀναστατώσει τούς συγχρόνους του.
Αὐτό πού εἶχε θελήσει νά κάνει µέ τόν θορυβώδη του τρόπο ἦταν νά ἐκφράσει σαφῶς, ἀνυποχώρητα καί µέ συνέπεια τήν πίστη του στήν «ἐκκοσµίκευση». Αὐτό, δηλαδή, πού γιά ἐκεῖνον εἶχε τήν ἀπόλυτη σηµασία ἦταν νά ἀγαπήσει καί νά ἐπιθυµήσει κανείς µέ ἡρωϊκό ρεαλισµό τήν ἐπίγεια ζωή, ὅπως εἶναι καί µέ ὅ,τι συνήθως τραγικό αὐτή συνεπάγεται. Ἀντιθέτως, κάθε προσδοκία γιά µιά ἐπουράνια ζωή ἔπρεπε νά ἀπορριφθεῖ ἀποφασιστικά ὡς κενή περιεχοµένου παιδική αὐταπάτη τῶν ἀδύναµων ἀνθρώπων. Προσπαθῶντας νά καταστήσει σαφές ὅτι ἐννοοῦσε πλήρως αὐτά πού ὑποστήριζε καί ὅτι ἀποδεχόταν πέρα γιά πέρα τίς συνέπειές τους, ἔφθασε στό σηµεῖο νά ἰσχυρισθεῖ ὅτι ἦταν ὄχι µόνο ἕτοιµος, ἀλλά καί πρόθυµος νά ζεῖ καί νά ξαναζεῖ αἰωνίως τήν ἐπίγεια ζωή, σέ µιά «ἀέναη ἐπιστροφή» ὅλων τῶν στιγµῶν της, ὅπως ἀκριβῶς εἶναι, µέ ὅλες τίς δυσκολίες, τίς ἀπογοητεύσεις καί τήν τραγικότητά τους, χωρίς καθόλου νά ἐπιθυµεῖ κάτι διαφορετικό, ὑψηλότερο ἤ οὐράνιο!
Τό παράξενο εἶναι ὅτι στήν ἐποχή µας φαίνεται ὅτι ἔχουµε, πλέον, διανύσει – ἴσως χωρίς νά τό ἔχουµε συνειδητοποιήσει ἤ νά τό παραδεχόµαστε– τόσο µεγάλη ἀπόσταση, πλησιάζοντας τό σκεπτικό καί τή νοοτροπία τοῦ φιλοσόφου, ὥστε τό κήρυγµά του, πού στήν ἐποχή του εἶχε προκαλέσει σκάνδαλο καί ἀγανάκτηση, σήµερα νά τό ἀκοῦµε στήν Ἑλλάδα, σέ µιά χώρα πού ἔχει συσταθεῖ «εἰς τό ὄνοµα τῆς Ἁγίας Τριάδος», ὑπό τή µορφή ἠθικῶν παραινέσεων καί ὑποδείξεων, τόσο ἀπό κρατικούς ἀξιωµατούχους, ὅσο καί –πρᾶγµα πού εἶναι ἀκόµα πιό ἀπρόσµενο– ἀπό ἐκκλησιαστικούς ἄνδρες. Διότι ἡ φράση, πού πολλές φορές καί µέ διάφορες παραλλαγές ἀκούσαµε στίς ἔκτακτες συνθῆκες πού ζοῦµε σήµερα, ὅτι δηλαδή «ἡ ἐπίγεια ζωή εἶναι τό ὕψιστο ἀγαθό», µέ τί ἄλλο µπορεῖ πρακτικά νά ἰσοδυναµεῖ, ἐκτός ἀπό µιά πλήρη καί ἀνεπιφύλακτη προσχώρηση στό οὐσιῶδες περιεχόµενο –ἄν καί ὄχι βέβαια στό ὕφος καί τόν τόνο– τῶν λόγων τοῦ φιλοσόφου;
Φαίνεται, λοιπόν, ὅτι ἡ ἀντιστροφή τῶν Χριστιανικῶν ἀξιῶν πού ἐκεῖνος διακήρυξε (τό νά δοθεῖ δηλαδή θετικό πρόσηµο στήν ἐπίγεια ζωή καί ἀρνητικό στήν ἐπουράνια) καί πού εἶχε προφητεύσει ὅτι θά ἐπικρατήσει στό µέλλον, ἔχει ἤδη συµβεῖ στίς ἡµέρες µας, χωρίς, µάλιστα, νά γίνεται ἰδιαίτερος λόγος γιά αὐτό, ἀλλά ἀντιθέτως νά ἀποσιωπᾶται καί, ἁπλῶς, νά ἀφήνεται νά ὑπονοηθεῖ ὡς ἕνα συµπέρασµα πού µόνο οἱ ὥριµοι καί καλλιεργηµένοι ἄνθρωποι µποροῦν νά ἐξαγάγουν καί νά συµµεριστοῦν.
Ἔτσι, σήµερα πιά, ἰδίως στή Δύση, ἀλλά ἤδη καί στήν Ἑλλάδα, κάθε λόγος γιά τήν «προσδοκίαν τοῦ µέλλοντος αἰῶνος» ἀναµένεται µόνο ἀπό ἀνθρώπους πού χαρακτηρίζονται ὡς «ζηλωτές» ἤ ὡς «φοντα-µενταλιστές» καί, ὅταν δέν δηµιουργεῖ ἐνόχληση, ἀντιµετωπίζεται µέ συγκαταβατική εἰρωνεία ἀπό ἐκείνους πού πιστεύουν γιά τούς ἑαυτούς τους ὅτι εἶναι πιά «ἐνήλικες σέ ἕναν ἐκκοσµικευµένο κόσµο» καί ὅτι ἔχουν ἀποµυθοποιήσει κάθε τύπου «ἀποκαλυπτικές δοξασίες». Σχεδόν ὅλοι φαίνεται, στήν πράξη πλέον, νά ἔχουν συµπέσει σέ µιά κοινή «ἐκκοσµικευµένη» ἀντίληψη τοῦ κόσµου: Ἀφοῦ ἡ ἐπίγεια ζωή ἔχει τήν ὕψιστη ἀξία, ὅλα τά ὑπόλοιπα πρέπει νά ὑποχωρήσουν πρό τῆς ἐπιθυµίας καί τῆς προσπάθειας γιά τήν παράτασή της!
Συνακολούθως, ἡ ἐπίκληση τῆς «δηµόσιας ὑγείας» γίνεται ἡ ὕψιστη ἀρχή γιά τή δικαιολόγηση κάθε κρατικοῦ µέτρου, ἐνῶ ἡ ἀνησυχία γιά τήν παραβίαση τῶν κανόνων τοῦ Συντάγµατος θεωρεῖται, ἀκόµη καί ἀπό συνταγµατολόγους µέ µακρά θητεία στήν ἑρµηνεία καί τήν ἐφαρµογή τῆς «θεωρίας τῶν ἀτοµικῶν δικαιωµάτων», πολυτέλεια ἤ ἀκόµη καί «παλαβή στάση»!... Μαζί µέ τήν ἀνατίµηση τῆς ἐπίγειας ζωῆς καί τῆς δηµόσιας ὑγείας, ἀνατιµῶνται καί οἱ ἰατροί καί ἡ ἰατρική ἐπιστήµη. Ἔτσι, στίς ἡµέρες µας φαίνεται ὅτι ἀποκτᾶ ξανά ἐπικαιρότητα τό ἐρώτηµα πού εἶχε διατυπώσει παλαιότερα ὁ συγγραφέας Vladimir Jankelevitch «ἐάν παραδίδεται στόν γιατρό τό σκῆπτρο τοῦ κυριάρχου καί, πρίν ἀκόµη ἀπό αὐτό, ἡ βίβλος τοῦ ἀρχιερέα», ἀφοῦ, πλέον, οἱ «εἰδήµονες ἰατροί» εἶναι αὐτοί πού ἔχουν τόν τελικό λόγο τόσο γιά τήν ἐλευθερία κίνησης καί τήν οἰκονοµική δραστηριότητα τῶν πολιτῶν, ὅσο καί γιά τήν χορήγηση τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων στούς πιστούς.
Τά πράγµατα, ὅµως, δέν ἦταν πάντοτε ἔτσι. Σύµφωνα µέ τόν Rodney Stark (The Rise of Christianity, Harper San Francisco, 1997) ἕνας ἀπό τούς παράγοντες, πού ἐξηγεῖ τήν ἐξάπλωση τοῦ Χριστιανισµοῦ κατά τούς πρώτους αἰῶνες, ἦταν ἡ στάση, θεωρητική καί ἔµπρακτη, τῶν Χριστιανῶν σέ περιόδους ἐπιδηµιῶν, σέ ἀντιδιαστολή, µάλιστα, καί σέ ἔντονη ἀντίστιξη µέ τήν ἀντίστοιχη συµπεριφορά τῶν ἐθνικῶν. Γιά τόν συγγραφέα «τό περιεχόµενο τῶν χριστιανικῶν καί τῶν ἐθνικῶν (εἰδωλολατρικῶν) πεποιθήσεων διαφοροποιεῖτο κατά τέτοιο τρόπο, ὥστε νά καθορίζει σέ µεγάλο βαθµό ὄχι µόνο τήν ἐπάρκειά τους στό νά παρέχουν ἐξηγήσεις, ἀλλά καί τή διαφορετική ἱκανότητά τους στό νά κινητοποιοῦν τούς ἀνθρώπους».
Ὁ συγγραφέας κάνει λόγο γιά δύο ἐπιδηµίες. Ἡ πρώτη ἀπό αὐτές, «ἡ πανούκλα τοῦ Γαληνοῦ», ξέσπασε τό 165 µ.Χ. καί διήρκεσε 15 ἔτη, ἐνῶ ἡ δεύτερη ἔπληξε τόν Ρωµαϊκό κόσµο ἕναν αἰώνα ἀργότερα καί τήν µνηµονεύουν οἱ ἅγιοι Κυπριανός Καρθαγένης καί Διονύσιος Ἀλεξανδρείας.
Σύµφωνα µέ τόν συγγραφέα, κατά τή διάρκεια τῶν ἐπιδηµιῶν αὐτῶν, φάνηκε ξεκάθαρα ἡ διαφορά τῶν Χριστιανῶν ἀπό τούς Εἰδωλολάτρες, ἀφοῦ οἱ µέν Εἰδωλολάτρες τροµοκρατήθηκαν, ἐνῶ οἱ Χριστιανοί χαιρέτησαν τήν ἐπιδηµία ἁπλῶς σάν «διαπαιδαγώγηση καί δοκιµασία». Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ Διονύσιος Ἀλεξανδρείας ἔγραψε σέ ἐπιστολή του πρός τά µέλη τῆς Ἐκκλησίας του σχετικά µέ τήν ἐπιδηµία τῆς ἐποχῆς του, τήν ὁποία παραθέτει ὁ ἐκκλησιαστικός ἱστορικός Εὐσέβιος: «Ἄλλοι ἄνθρωποι δέν θά σκέφτονταν αὐτή σάν µιά ἐποχή γιά γιορτές, ὅµως ἡ ἐποχή αὐτή, πόρρω ἀπέχουσα ἀπό τοῦ νά εἶναι µιά ἐποχή δυστυχίας, εἶναι µιά ἐποχή ἀφάνταστης χαρᾶς».
Ἔχουν ἰδιαίτερο καί ἐπίκαιρο ἐνδιαφέρον, τά ὅσα ἐξιστορεῖ ὁ Διονύσιος Ἀλεξανδρείας γιά τήν ἔµπρακτη συµπεριφορά τῶν Χριστιανῶν κατά τήν περίσταση ἐκείνη: «Οἱ περισσότεροι ἀπό τούς Χριστιανούς ἀδελφούς µας ἔδειξαν ἀπεριόριστη ἀγάπη καί πίστη, χωρίς νά φείδονται ἑαυτῶν καί σκεπτόµενοι µόνον ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Χωρίς νά σκέπτονται τόν κίνδυνο, ἀνέλαβαν τήν εὐθύνη τῶν ἀρρώστων, ἐπιµελούµενοι κάθε τους ἀνάγκη καί ὑπηρετῶντας τους ἐν Χριστῷ, καί µαζί τους ἔφευγαν ἀπό αὐτή τή ζωή γαλήνια εὐτυχισµένοι. Γιατί µολύνθηκαν ἀπό ἄλλους µέ τήν ἀσθένεια, ἐπισύροντας ἐπάνω τους τήν ἀσθένεια τῶν γειτόνων τους καί ἀποδεχόµενοι µέ χαρά τούς πόνους τους. Πολλοί, ἐν ὅσῳ περιποιοῦνταν καί θεράπευαν τούς ἄλλους, µετέφεραν τόν θάνατο τῶν ἄλλων στούς ἑαυτούς τους καί πέθαιναν στή θέση τους… Οἱ καλύτεροι ἀπό τούς ἀδελφούς µας ἔχασαν τίς ζωές τους µέ αὐτόν τόν τρόπο, διάφοροι πρεσβύτεροι, διάκονοι καί λαϊκοί, κερδίζοντας µεγάλον ἔπαινο, ἔτσι ὥστε ὁ θάνατος µέ αὐτήν τήν µορφή, ὡς ἀποτέλεσµα µεγάλης εὐσέβειας καί ἰσχυρῆς πίστης, φαίνεται µέ κάθε τρόπο ἰσοδύναµος τοῦ µαρτυρίου».
Ὁ Διονύσιος Ἀλεξανδρείας ἀναφέρει, ἀκόµη, ποιά ἦταν ἡ στάση τῶν Ἐθνικῶν: «Οἱ Ἐθνικοί συµπεριφέρθηκαν µέ τελείως ἀντίθετο τρόπο. Στήν πρώτη ἔφοδο τῆς ἀσθένειας ἀπώθησαν τούς πάσχοντες µακριά καί τράπηκαν σέ φυγή ἀπό τούς πιό ἀγαπηµένους τους, πετῶντας τους στούς δρόµους, προτοῦ πεθάνουν καί µεταχειρίσθηκαν τούς ἄταφους νεκρούς ὡς ἀκαθαρσία, ἐλπίζοντας µέ τόν τρόπο αὐτό νά ἀποτρέψουν τήν ἐξάπλωση καί τή µόλυνση ἀπό τήν µοιραία ἀσθένεια. Ὅ,τι ὅµως καί νά ἔκαναν, δύσκολα µποροῦσαν νά ξεφύγουν».
Γιά τόν συγγραφέα, ἡ µαρτυρία τοῦ Διονυσίου Ἀλεξανδρείας πρέπει νά θεωρηθεῖ ὡς ἀξιόπιστη, διότι ὑπάρχουν παράλληλα «ἀδιάσειστα στοιχεῖα ἀπό ἐθνικές πηγές ὅτι αὐτό συνιστοῦσε χαρακτηριστική Χριστιανική συµπεριφορά». Παραθέτει σχετικά ἀποσπάσµατα ἀπό µιά ἐπιστολή τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη πρός ἕναν Ἐθνικό ἱερέα, ὅπου σχολιάζεται τό ὅτι «ὅταν παραµελήθηκαν καί ἀγνοήθηκαν οἱ φτωχοί ἀπό τούς (Ἐθνικούς) ἱερεῖς, οἱ “ἀσεβεῖς Γαλιλαῖοι” (Χριστιανοί), τό πρόσεξαν καί ἀφιερώθηκαν στήν ἀγαθοεργία». Καί ἀκόµη ὅτι «οἱ “ἀσεβεῖς Γαλιλαῖοι» ὑποστηρίζουν ὄχι µόνο τούς δικούς τους φτωχούς, ἀλλά καί τούς δικούς µας. Ὁ καθένας µπορεῖ νά δεῖ ὅτι οἱ ἄνθρωποί µας στεροῦνται τῆς δικῆς µας βοήθειας».
Ἀκόµη, ἀναφέρει ὅτι ὁ µεγάλος ἰατρός τῆς ἀρχαιότητας ὁ Γαληνός, ὅταν ξέσπασε ἡ πρώτη ἀπό τίς ἐπιδηµίες πού ἀναφέραµε, ἔφυγε γρήγορα ἀπό τή Ρώµη καί ἀποσύρθηκε σέ ἕνα ἐξοχικό κτῆµα στή Μικρά Ἀσία, µέχρι νά ὑποχωρήσει ὁ κίνδυνος. Στήν ἀποµάκρυνσή του δέ αὐτή (ἡ ὁποία –σηµειωτέον– στήν ἐποχή του δέν θεωρήθηκε καθόλου ἀσυνήθιστη ἤ ἀναξιοπρεπής), ἀποδίδουν οἱ ἱστορικοί τῆς ἰατρικῆς τό γεγονός ὅτι ἡ περιγραφή του γιά τή σύγχρονή του πανδηµία εἶναι «ἀπρόσµενα ἐλλιπής».
Ο Rodney Stark, σχολιάζοντας τά παραπάνω, παρατηρεῖ ὅτι «σέ µία ἐποχή, πού ὅλες οἱ πίστεις εἶχαν τεθεῖ ὑπό ἀµφισβήτηση, ὁ Χριστιανισµός πρόσφερε ἐξηγήσεις καί παρηγοριά. Καί ἀκόµη πιό σηµαντικό, ἡ χριστιανική διδασκαλία παρεῖχε µία συνταγή γιά δραστηριοποίηση…». Ἀκόµη, ἐπισηµαίνει ὅτι στήν Εἰδωλολατρία «ἦταν ἄγνωστη ἡ Χριστιανική ἀντίληψη ὅτι ἐπειδή ὁ Θεός ἀγαπᾶ τήν ἀνθρωπότητα, οἱ Χριστιανοί δέν µποροῦν νά εὐχαριστήσουν τόν Θεό, παρεκτός ἐάν ἀγαποῦν ὁ ἕνας τόν ἄλλον» καί ὅτι, «ὅπως ὁ Θεός καταδεικνύει τήν ἀγάπη Του µέσῳ τῆς θυσίας, οἱ ἄνθρωποι πρέπει νά καταδείξουν τήν ἀγάπη τους µέσῳ τῆς θυσίας τοῦ ἑνός πρός τόν ἄλλον». Ἡ ἰδέα δέ ὅτι «τέτοιες ὑποχρεώσεις ἔπρεπε νά ἐπεκταθοῦν πέραν ἀπό τούς δεσµούς τῆς οἰκογένειας καί τῆς φυλῆς» ἦταν πραγµατικά ἐπαναστατική.
Στήν ἀρχή τοῦ κειµένου παραθέσαµε ἕνα ἀπόσπασµα τοῦ πιό παθιασµένου, ἴσως, κήρυκα τῆς ἐκκοσµίκευσης. Ἤδη, ἀντί ἐπιλόγου, θά ἀντιπαραθέσουµε σέ αὐτό κάποιες φράσεις τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ Καρθαγένης, πού συνοψίζουν µέ πληρότητα τήν ἐκ διαµέτρου ἀντίθετη τοποθέτηση: «Αὐτή ἡ πανούκλα καί ὁ λοιµός, πού φαίνεται φρικτός καί θανάσιµος, ἀποκαλύπτει τή δικαιοσύνη καθενός καί ἐτάζει τούς λογισµούς τῆς ἀνθρώπινης φυλῆς. Ἐάν, δηλαδή, αὐτοί πού εἶναι ὑγιεῖς ἐνδιαφέρονται γιά τούς ἀρρώστους, ἐάν ἀγαποῦν τούς συγγενεῖς τους µέ αἴσθηση τοῦ καθήκοντος, ὅπως ὀφείλουν, ἐάν οἱ κύριοι δείχνουν συµπόνια γιά τούς πάσχοντες δούλους τους, ἐάν οἱ ἰατροί δέν ἐγκαταλείπουν τούς θλιµµένους…Ἄν καί αὐτό τό θανατικό δέν ἔχει συνεισφέρει τίποτε ἄλλο, ἔχει εἰδικά κατορθώσει αὐτό τό πρᾶγµα γιά τούς Χριστιανούς καί τούς δούλους τοῦ Θεοῦ, τό ὅτι ἔχουµε ἀρχίσει πρόθυµα νά ἐπιδιώκουµε τό µαρτύριο, ἐνῶ µαθαίνουµε νά µή φοβόµαστε τόν θάνατο. … Δέν πρέπει νά πενθήσουµε τούς ἀδελφούς µας πού ἔχουν ἐλευθερωθεῖ ἀπό τόν κόσµο µέ τήν πρόσκληση τοῦ Κυρίου, ἀφοῦ ξέρουµε ὅτι δέν χάνονται, ἀλλά ἀποστέλλονται µακριά. Ὅτι µέ τήν ἀναχώρησή τους προπορεύονται στήν ὁδό…. Ὅτι καµία εὐκαιρία δέν πρέπει νά δοθεῖ στούς ἐθνικούς γιά νά µᾶς ἐπικρίνουν ἐπάξια καί δίκαια, λόγῳ τοῦ ὅτι θρηνοῦµε γιά ἐκείνους πού λέµε ὅτι ζοῦν»!
Νοµοµαθής
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Τεῦχος 216-217
Αὐγουστος-Σεπτέμβριος 2020