ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΩΣΗΦ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΤΙΜΙΣΟΑΡΑΣ

ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ

ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΩΣΗΦ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΤΙΜΙΣΟΑΡΑΣ1

 

Στίς 28 Φεβρουαρίου 1950 ἡ Ἱερά Σύνοδος τοῦ Ρουμανικοῦ Πατριαρχείου ἁγιοποίησε τόν μητροπολίτη Ἰωσήφ τῆς Τιμισοάρας, ἀναγνωρίζοντας κατ’ αὐτό τόν τρόπο καί ἐπίσημα τήν λατρεία πού ὁ Ρουμανικός λαός πρόσφερε ἤδη στόν  ἅγιο γιά τριακόσια περίπου χρόνια.

Ὁ ἅγιος Ἰωσήφ γεννήθηκε στήν πόλη Ραγούζα (ἤ Δουμπρόβνικ) τῆς Δαλματίας τό ἔτος 1568 σέ μία οἰκογένεια Βλάχων χριστιανῶν.  Τό βαπτιστικό του ὄνομα ἦταν Ἰάκωβος. Σέ νεαρή ἡλικία ὁ Ἰάκωβος ἔμεινε ὀρφανός ἀπό πατέρα, ὁ ὁποῖος πνίγηκε κατά τήν διάρκεια ἑνός ταξιδιοῦ μέ τό καράβι. Τήν φροντίδα του ἀνέλαβε ἀποκλειστικά ἡ μητέρα του Αἰκατερίνη, μία γυναίκα μέ βαθιά θρησκευτικά αἰσθήματα, ἡ ὁποία ἀφιέρωσε τήν ζωή της στήν φροντίδα καί ἐκπαίδευση τοῦ μοναδικοῦ της υἱοῦ.  Ἐπειδή δέν εἶχε πλέον συγγενεῖς στήν Ραγούζα, ἡ Αἰκατερίνη μετακόμισε κοντά στόν ἀδελφό της στήν πόλη Ἀχρίδα ἤ Ὀχρίδα. Ὁ νεαρός Ἰάκωβος ἦταν τότε μόλις 12 ἐτῶν. Ἐκεῖ, στήν Ἀχρίδα, ὁ Ἰάκωβος πῆγε νά σπουδάζει γράμματα στό τοπικό σχολεῖο  μέχρι τήν ἡλικία τῶν 15 ἐτῶν. Ὁπότε, ἀκολουθῶντας τό ἄνωθεν πρός τήν μοναχική ζωή κάλεσμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ νεαρός Ἰάκωβος εἰσῆλθε ,σ΄ἐκείνη τήν περιοχή, στό μοναστήρι τῆς Παναγίας Θεοτόκου . Ἐπρόκειτο γιά μοναστήρι μέ παλαιά ἐκκλησιαστική παράδοση πού ἀνερχόταν στόν δέκατο - ἑνδέκατο αἰώνα.

Γιά πέντε ὁλόκληρα χρόνια , ὁ «ἀδελφός» Ἰάκωβος ἔκαμε ὑπακοή στό μοναστήρι αὐτό καί μοίραζε τόν χρόνο του ἀνάμεσα σέ σκληρές ἐργασίες καί ἀτέλειωτες ὧρες ἀνάγνωσης, διαβάζοντας ἰδίως τήν Ἁγίαν Γραφή καί τά συγγράμματα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ δέ σκληρές νηστεῖες, οἱ ἀσταμάτητες προσευχές, οἱ πολλές ἀγρυπνίες καί οἱ νυχθήμεροι κατ’ ἰδίαν συλλογισμοί ἀποσποῦν ὅλο καί περισσότερο τόν νεαρό Ἰάκωβο ἀπό τά γήινα καί τόν ὠθοῦν πρός τόν γαλάζιο οὐρανό, ἀπ’ ὅπου, σέ στιγμές πνευματικῆς ἁρπαγῆς, θεωρεῖ, ὅπως κάποτε ὁ συνονόματός του πατριάρχης Ἰάκωβος, τήν μυστική Κλίμακα πού ὁδηγεῖ στούς οὐρανούς καί πάνω στήν ὁποία «ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἀνέβαιναν καί κατέβαιναν» (Γέν. 28, 12).

Ἡ ψυχή του ὅμως δέν ἀναπαύεται καί μετά ἀπό πέντε χρόνια, σέ ἡλικία μόλις 20 ἐτῶν,  μετέβη στόν Ἅγιο Ὄρος, στόν Περιβόλι τῆς Παναγίας, καί ἔγινε δεκτός στήν ἀδελφότητα τῆς μονῆς Παντοκράτορος. Ἐκεῖ, ἀφοῦ πέρασε μέ ἐπιτυχία τίς σκληρές δοκιμασίες καί κατόπιν τῶν καθιερωμένων ὅρκων καί σκληρῶν πνευματικῶν ἀγώνων, ἀλλά σέ ἡλικία μόλις 21 ἐτῶν, ὁ Ἰάκωβος ἔλαβε τό Μέγα καί Ἀγγελικό Σχῆμα μέ τό ὄνομα Ἰωσήφ, τό ὄνομα τοῦ πιό ἀγαπητοῦ υἱοῦ τοῦ πατριάρχου Ἰακώβου. Καί ὅπως ὁ Ἰωσήφ διέσωσε στήν Αἴγυπτο καί στήριζε τόν λαόν του, κατά τά χρόνια του λιμοῦ, κατά τόν ἴδιο τρόπο ὁ «Βλάχος» Ἰωσήφ θά προσκληθεῖ ἀπό τόν Θεό νά στηρίξει τόν ὑποδουλωμένο λαό του.

Ἀγωνίστηκε γιά κάμποσο διάστημα στήν μονή Παντοκράτορος, ἔπειτα καί στίς μονές Χειλανδαρίου, Ξηροποτάμου καί Βατοπεδίου,  ὅπου συνέχιζε τόν  ἀγώνα του γιά πνευματική τελείωση μέ αὐστηρή νηστεία, μέ ὁλονύκτιες ἀγρυπνίες, μέ ὑπακοή καί ταπείνωση. Καί τά ἀποτελέσματα δέν ἄργησαν. Ἤδη κατά τήν παραμονή του στήν μονή Βατοπεδίου, ὁ νεαρός ἱερομόναχος Ἰωσήφ  ἀρχίζει νά καταλαμβάνεται, κατά τήν διάρκεια ἀγρυπνιῶν καί ἐντόνων προσευχῶν, ἀπό στιγμές θείας ἁρπαγῆς, ἀπό οὐράνιες ὀπτασίες καί θεοπτίες, οἱ ὁποῖες τοῦ γεμίζουν τήν ψυχή ἀπό θάμβος, ὅπως συνέβη κάποτε καί μέ τόν Πέτρο καί τόν Παῦλο καί τούς λοιπούς θαυματουργούς ἀποστόλους (Μκ 14, 23 16, 5- 6). Καί ὄχι μόνο αὐτό. Ὁ Κύριος εἶχε ὑποσχεθεῖ ὅτι ἐκεῖνος πού πιστεύει πραγματικά σέ Αὐτόν θά κάνει τά ἴδια θαύματα, τά ἴδια «ἔργα» πού ὁ ἴδιος ἔκαμε κατά τήν ἐπίγειά Του ζωή, «καί ἀκόμα μεγαλύτερα» (Ἰω 14, 12). Ἐνῶ στούς ἀποστόλους Του ἔδωσε ρητή ἐντολή: «ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, λεπρούς καθαρίζετε, νεκρούς ἐγείρετε, δαιμόνια ἐκβάλετε ...» (Μτ 10, 8). Καί ἐκτός ἀπό «ἀνάσταση νεκρῶν», ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ Ἰωσήφ κατόρθωσε ὅλα τα ὑπόλοιπα. Διότι, μετά ἀπό μία ἡσυχαστική περίοδο στά γειτονικά δάση, ὁ Θεός τόν ἀξίωσε - ἐκτός ἀπό τό δῶρο τῶν δακρύων καί τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς - καί μέ τό θαυματουργικό χάρισμα. Ὁ Ἰωσήφ θεράπευσε πολλούς ἀσθενεῖς, ἰδιαίτερα τούς παραλύτους, ὄχι μόνο ἀπό τήν μονή τοῦ Παντοκράτορος, ἀλλά καί ἀπό ὁλόκληρο το Ἅγιον Ὄρος, διότι πολλά ἁγιορείτικα μοναστήρια τόν προσκαλοῦσαν γιά νά θεραπεύσει μοναχούς ποῦ εἶχαν ἀνυπόφορους σωματικούς πόνους.

Τό θαυματουργικό του χάρισμα, ἡ ὑπακοή του, ἡ σπάνια μόρφωσή του, ἡ ἐπιτηδειότητά του στήν καλλιγραφία χειρογράφων, ἡ μεγάλη του προσπάθεια νά ἀφοσιωθεῖ ψυχήι τέ καί σώματι στόν Θεό, ἔκαναν ἔτσι τόν μοναχό Ἰωσήφ πολύ γνωστό σ’ ὁλόκληρο τό Ἅγιον Ὄρος.

Ἡ ἀνάδειξη τοῦ νεαροῦ Ἰωσήφ στό στερέωμα τῶν ὀρθοδόξων ἁγίων ἀποτελεῖ σάν μία ἀπάντηση τοῦ οὐρανοῦ μέσω τοῦ ἁγίου Ὄρους στά ἀναρίθμητα χρηματικά εὐεργετήματα, στίς πολύτιμες εἰκόνες καί τούς σταυρούς, στά βιβλία καί τά ἱερά σκεύη, στίς ἀνοικοδομήσεις ἐκκλησιῶν καί μοναστηριῶν ποῦ πραγματοποίησαν οἱ Ρουμάνοι βοεβόδες καί ἄρχοντες τῶν παραδουνάβιων Πριγκιπάτων κατά τούς προηγούμενους πέντε αἰῶνες στίς 20 μονές, στίς 12 σκῆτες καί στά 290 μοναστικά κελιά τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Διότι καμία ἄλλη ὀρθόδοξος χώρα θυσίασε τόσα πολλά καί συνέβαλε τόσο πολύ στήν συνέχιση, τήν διατήρηση καί αὔξηση  τῆς πνευματικῆς καί πολιτισμικῆς ζωῆς αὐτῆς τῆς  πραγματικῆς ἑστίας τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως συνέβαλαν οἱ Ρουμανικές χῶρες. Καί ὁ «Βλάχος» ἱερομόναχος Ἰωσήφ ἀσφαλῶς κατάλαβε τίς ἔντονες  παρουσίες τῆς Ρουμανικῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία προσπαθοῦσε μέ ὅλες τίς δυνάμεις καί πρόσφερε ὅ,τι εἶχε πολυτιμότερο γιά νά ἐνδυναμώσει τήν φλόγα τῆς Ὀρθοδοξίας καί νά διατηρεῖ στά ὑψηλότερα ἠθικά καί πνευματικά ἐπίπεδα τήν ὑποδουλωμένη στούς Τούρκους χριστιανική ζωή τῆς Ἀνατολῆς.

Ἀλλά καί οἱ ὑπόλοιποι μοναχοί του ἁγίου Ὄρους ἐξετίμησαν  τούς πνευματικούς ἀγῶνες τοῦ νεαροῦ ἱερομονάχου. Διότι, θεωρώντας τά πλούσια χαρίσματα μέ τά ὁποῖα τό Ἅγιο Πνεῦμα τόν σκέπασε, τόν χειροτόνησαν ἱερέα καί Πνευματικό ὅλων των μοναχῶν του Ἁγίου Ὄρους. Τό  δέ Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἀκούγοντας τήν καλή του φήμη , τόν ἐξέλεξε ἡγούμενο στό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Στεφάνου στήν Ἀδριανούπολη. Καί ὁ ἅγιος Ἰωσήφ ἐποίμανε τήν μονή μέ θαυμαστή σοφία καί σύνεση ἐπί 6 ὁλόκληρα χρόνια, καταφέρνοντας νά μεταμορφώσει ὁλοκληρωτικά τήν ζωή τῶν μοναχῶν «κατά τό πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ» (Ἅ Κορ. 2, 16) καί κατά τούς  μοναχικούς «ὅρους» τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.

Κατόπιν ἐπανῆλθε στό Ἅγιον Ὄρος ὡς ἡγούμενος στό μοναστήρι τοῦ Κουτλουμουσίου, τό ὁποῖο - λόγω τῶν μεγάλων ἀνακαινίσεων καί οἰκοδομικῶν ἔργων ποῦ ἔγιναν μέ ἀποκλειστική βοήθεια τῶν Ρουμάνων βοεβοδῶν - ὀνομαζόταν «Μεγάλη Λαύρα τῆς Βλαχίας» καί ὅπου ζοῦσαν μαζί Ρουμάνοι καί Ἕλληνες μοναχοί. Εἶναι δέ ὁ ἴδιος μάρτυρας τῶν μεγάλων ἐνισχύσεων ὅλων των μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀπό τούς βοεβόδες τῶν Ρουμανικῶν Πριγκιπάτων, τόν Ματθαῖο Βοεβόδα Μπασαράμπα (1632 - 1654) τῆς Οὐγγροβλαχίας καί τόν Βασίλειο βοεβόδα Λούπου (1634 - 1653) τῆς Μολδαβίας, οἱ ὁποῖοι τό ἔτος 1645, ἐκτός ἀπό τήν ἐτήσια οἰκονομική ἐνίσχυση ποῦ ἔστελναν γιά τίς ἀνάγκες τῶν καλογέρων καί τήν συντήρηση τῶν ἐκκλησιῶν καί τῶν μονῶν, ξεπλήρωσαν καί ὅλα τά χρέη τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Μετά ἀπό πολλά χρόνια καί ἀφήνοντας μεγάλο ἀριθμό πνευματικῶν τέκνων, ὁ ἅγιος Ἰωσήφ ἄφησε τήν μονή τοῦ Κουτλουμουσίου καί ἀναχώρησε ξανά γιά τήν ἡσυχία κοντά στό μοναστήρι τοῦ Βατοπεδίου. Ἀλλά ὁ Θεός εἶχε ἄλλους σκοπούς γί΄αὐτόν. Διότι τότε ἀκριβῶς ἐξεδήμησε πρός τόν Κύριο ὁ μητροπολίτης Τιμισοάρας καί οἱ Ρουμάνοι, γνωρίζοντας τόν Ἰωσήφ, πού ἦταν ξακουστός σ΄ὅλες τίς χῶρες τῶν Βαλκανίων καί ἐκτιμᾶτο ὡς ἅγιος  ἀπ’ αὐτήν ἀκόμη τήν ζωή, τόν ἐξέλεξαν γιά ποιμένα τους. Ἡ ἐκλογή τοῦ Ἰωσήφ ἔγινε ἀναμφισβήτητα μέ τήν ἔγκριση τοῦ Σουλτάνου καί τήν εὐλογία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ὑπό δικαιοδοσία τοῦ ὁποίου βρισκόταν τό Ἅγιον Ὄρος. Ἀσφαλῶς ὡς πρός τήν ἐκλογή αὐτή δέν ἦταν ξένοι οὔτε οἱ ἡγεμόνες Ματθαῖος Μπασαράμπας καί ὁ Βασίλειος Λούπου. Ὁ τελευταῖος κυρίως εἶχε μεγάλη ἐκτίμηση σ΄ ὅλο το Ἅγιον Ὄρος καί σ΄ ὁλόκληρη τήν Ὀρθόδοξο Ἀνατολή, καί ἀσφαλῶς εἶχε ἐπηρεάσει τήν ἐκλογή τοῦ Ἰωσήφ.

Τήν 20η  Ἰουλίου, τοῦ ἔτους 1650 ὁ ἅγιος Ἰωσήφ χειροτονήθηκε ἀρχιερέας καί τοποθετήθηκε στόν μητροπολιτικό θρόνο Τιμισοάρας. Καί μολονότι ἦταν τότε σέ ἡλικία 82 ἐτῶν, ὁ μητροπολίτης Ἰωσήφ ξεκίνησε πρός τήν Ρουμανία. Τόν συνόδευε ἕνας νεαρός τυχοδιώκτης, ὁ Δαμασκηνός Οὔδρα, ὁ ὁποῖος θά καταλήξει τελικά νά γίνει γραμματέας, μάρτυρας τῶν θαυμάτων καί συγχρόνως βιογράφος τοῦ Ἰωσήφ. Καί ἡ σειρά τῶν θαυμάτων τοῦ μητροπολίτου Τιμισοάρας πού καταγράφει ὁ Δαμασκηνός ἀρχίζει στό πέρασμα τοῦ Δουνάβεως. Ὅταν ἡ συνοδεία μέ τόν μητροπολίτη  Ἰωσήφ ἔφθασαν στήν (Στάρα) Παλάνκα, στήν πλωτή γέφυρα τοῦ Δουνάβεως, τά ἄλογα τῆς ἅμαξας δέν ἤθελαν μέ κανένα τρόπο, παρ’  ὅλες τίς βιαιότητες τοῦ ἁμαξᾶ, νά ἀνέβουν στήν γέφυρα. Τότε ὁ μητροπολίτης, ἀπομακρύνοντας τόν ἁμαξᾶ, πλησίασε τά ζῶα καί τούς μίλησε μέ ἐγκαρδιότητα. Καί τότε ἔγιναν σάν ἀρνάκια, ἀνέβηκαν μόνα τους στήν γέφυρα καί δέν κουνήθηκαν καθόλου μέχρι τήν ἄλλη ὄχθη. «Ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι - λέει ὁ αὐτόπτης βιογράφος τοῦ  ἁγίου - θαύμασαν τό γεγονός, γονάτισαν μπροστά στόν ἅγιο μητροπολίτη, τοῦ φίλησαν τό κράσπεδο τῶν ἱματίων καί ὁμολόγησαν ὅτι αὐτός εἶναι ὁ ἐκλεκτός τοῦ Θεοῦ, διότι καί τά ζῶο ὑποτάσσονται σ΄αὐτόν καί τόν ἀκοῦνε.» Ἀλλά τά θαύματα δέν σταμάτησαν. Μόλις ἡ συνοδεία μέ τόν ἅγιο μητροπολίτη ξεκίνησε ἀπό τήν Παλάνκα πρός τήν πόλη Βιρσέτς, ἄρχισε ἕνα φοβερό μπουρίνι, λόγῳ τοῦ ὁποίου ὁ ἅγιος Ἰωσήφ καί οἱ σύν αὐτῷ ταξιδιῶτες ἔχασαν τόν δρόμο τους. Τό ξημέρωμα, κοντά στό χωριό Σάμα (ἤ Ζάμου Μάρε, νομός Τίμις), βρέθηκαν περικυκλωμένοι ἀπό Τούρκους ἱππεῖς, ἐνῶ ὁ ἀρχηγός τους ρωτοῦσε: «Ποιός εἶναι ὁ μεγάλος ἱερέας τῶν γκιαούρηδων, πού πηγαίνει στήν Τιμισοάρα»; Ἄφοβα ὁ μητροπολίτης Ἰωσήφ βγῆκε μπροστά. Τότε ὁ ἀγάς Ἰσμαήλ ξεπέζεψε καί μέ πολλή ταπείνωση τόν παρακάλεσε «στό ὄνομα τοῦ Ἀλλάχ καί τοῦ Ἰησοῦ» νά ἐπιστρέψει μέ τήν ἅμαξά του στήν πόλη Βιρσέτς, διότι «ἡ πρώτη του χανούμισσα βρίσκεται ἐδῶ καί τρεῖς μέρες μέ πόνους τοκετοῦ. Καί ὁ χριστιανικός της Ἄγγελος τῆς ἐμφανίστηκε καθ’ ὕπνον καί τῆς εἶπε ὅτι ὅσο δέν θά περάσει μπροστά ἀπό τό χαρέμι ἡ ἅμαξα τοῦ μεγάλου ἱερέα ποῦ πηγαίνει στήν Τιμισοάρα, ὁ Ἀλλάχ δέν θά τήν ἀφήσει νά γεννήσει. Καί ὁ Ἄγγελος τοῦ εἶχε μηνύσει ὅτι ὁ μητροπολίτης βρισκόταν στήν Σάμα (Ζάμου Μάρε).» Καί ὁ ἀγάς  ὑποσχόταν στόν Ἰωσήφ ὅτι «θά τοῦ δώσει ὅσα θά ζητήσει». Ὁ μητροπολίτης ἔδωσε ἀμέσως ἐντολή νά ἐπιστρέψουν, ἐνῶ στόν ἀγά Ἰσμαήλ ἀνταποκρίθηκε ὅτι «δέν ἐπιστρέφει γιά κανένα ἐγκόσμιο ἀγαθό, ἀλλά μονάχα γιά νά ἐκπληρώσει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τοῦ Κυρίου τοῦ Οὐρανοῦ καί τῆς γῆς». Ἐνῶ στόν πρωτοπρεσβύτερό του Χαράλαμπο πού παρατήρησε ὅτι «μήπως δέν πρέπει νά ἀκούει τήν παράκληση ἑνός ἀπίστου καί νά τοῦ ἐκπληρώσει τό θέλημα», ὁ ἅγιος μητροπολίτης ἀπάντησε: «Ὁ Θεός ἕνας εἶναι στήν Ἁγία Τριάδα καί οὐδείς γνωρίζει τίς ὁδούς Του. Ὅσο ἀφορᾶ τόν ἄνθρωπο, αὐτός ὑποχρεοῦται νά ὑπακούσει στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ὁποιοδήποτε κι ἄν εἶναι τό πρόσωπο διά τοῦ ὁποίου Ἐκεῖνος τοῦ μιλάει». Κατόπιν ὁ ἅγιος μητροπολίτης ἄρχισε νά προσεύχεται καί ὅταν ἡ ἅμαξα πέρασε μπροστά ἀπό τό χαρέμι, ἡ χανούμισσα γέννησε ἕνα ἀγόρι. «Ὁ δέ ἀγάς Ἰσμαήλ ἔτρεχε πίσω τους, σταμάτησε τήν ἅμαξα, φίλησε τήν δεξιά τοῦ δεσπότη καί ἔκλαψε σάν μικρό παιδί». Ὁ νεογέννητος δέν ἦταν τυχαῖο πρόσωπο. Ἡ χανούμισσα μητέρα του ἦταν κόρη τοῦ Ρουμάνου διοικητῆ τῆς  περιοχῆς Βαράδια καί ἔφθασε στό χαρέμι τοῦ Ἰσμαήλ παρά τήν θέλησή της. Ὅταν δέ, μετά ἀπό λίγα χρόνια ὁ Ἰσμαήλ πέθανε, αὐτή ἐπέστρεψε μέ τό παιδί της στό πατρικό της σπίτι, τό βάπτισε κατά τό ὀρθόδοξο δόγμα, καί τοῦ ἐξασφάλισε ἐξαιρετική χριστιανική παιδεία. Στό τέλος τῶν σπουδῶν του, ὁ νεαρός μπῆκε σέ μοναστήρι στήν Βαραδία καί πῆρε τό ὄνομα Γεράσιμος, ἐνῶ τό ἔτος 1695 χειροτονήθηκε ἀρχιερέας γιά τόν θρόνο τῆς ἐπισκοπῆς Καρανσέμπες καί ἀναδείχθηκε ἕνας τῶν σπουδαιότερων ὑπερασπιστῶν τῆς Ὀρθοδοξίας ἐνάντια στόν Ρωμαιοκαθολικισμό καί ἰδιαίτερα ἐνάντια της Οὐνίας.  

Ἔτσι τό πρῶτο παιδί πού εὐλόγησε ὁ μητροπολίτης Ἰωσήφ στήν μητρόπολή του ἀναδείχθηκε πράγματι ἐκλεκτό. Ἐπρόκειτο γιά θαυμαστή ἀλλά καί προφητική γέννα, διότι μετά ἀπό σαράντα ἀκριβῶς χρόνια τό παιδί αὐτό, ὁ ἐπίσκοπος πλέον Γεράσιμος, θά προσκληθεῖ ἀπό τόν Θεό νά συνεχίζει στήν ἀνατολική μεριά τοῦ Μπανάτου τό λαμπρό καί σωτήριο ἔργο τοῦ μητροπολίτου Ἰωσήφ.

Ὅταν ὁ μητροπολίτης καί ἡ συνοδεία του πλησίασαν τήν πόλη Τιμισοάρα, τούς προϋπάντησε ἕνα ἄγημα 50 Τούρκων ἱππέων πού συνόδευσαν τόν ἅγιο μέχρι τήν πόλη. Μπροστά στήν πύλη τῆς πόλεως τούς περίμενε μεγάλο πλῆθος κόσμου ἀπό ὅλες τίς μεριές τῆς χώρας, οἱ δύο ὑποτακτικοί ἐπίσκοποι ὁ τῆς Καρανσέμπες Ἀντίμιος (1638 - 1651) καί ὅ της Λίποβας Σωφρόνιος (1650 - 1651), καθώς καί ὁ διοικητής τῆς περιοχῆς, ὁ πασάς Φαρλί (1648 - 1650). Ὅλοι δέχθηκαν τόν μητροπολίτη μέ μεγάλες τιμές, «διότι ἡ καλή του φήμη εἶχε φθάσει πρίν ἀπ΄αὐτόν στήν Τιμισοάρα. Ὅτι δηλαδή ἐπρόκειτο γιά ἄνθρωπο μέ καθαρή καρδιά, εὐλαβῆ, σοφό, μέ πλούσια μόρφωση καί ὁ ὁποῖος στό Ἅγιον Ὄρος ὅπου ἔμεινε ἔκανε πολλά θαύματα, ἰατρεύοντας πολλούς  ἀσθενεῖς. Ὅτι κατέχει ἀπό τόν Θεό τό θαυματουργικό χάρισμα, καθώς καί τό δῶρο τῆς προορατικότητας καί τῆς προφητείας». Στό καλωσόρισμα τοῦ ἐκπροσώπου τοῦ Σουλτάνου ὁ μητροπολίτης Ἰωσήφ ἀπάντησε στήν τουρκική γλώσσα, ἐνῶ στά πλήθη τῶν χριστιανῶν ἀπευθύνθηκε στήν Ρουμανική μέ φλογερά, ἔνθερμα λόγια γεμάτα πίστεως καί πνευματικῆς εὐωδίας.

Στό δρόμο πρός τήν μητρόπολη, ὅταν ὁ μητροπολίτης καί οἱ μεγάλη συνοδεία του ἔφθασαν μπροστά στήν παλαιά ἐκκλησία, τούς σταμάτησαν δύο νεαροί, οἱ ὁποῖοι κουβαλοῦσαν ἕνα φορεῖο. Πάνω στό φορεῖο ἦταν ὁ πατέρας τους Ἰοβάν Κάπρα, ὁ ὁποῖος ἦταν 20 χρόνια παράλυτος. Ὁ μητροπολίτης κατέβηκε ἀπό τήν ἅμαξά του, πλησίασε τόν παραλυτικό καί «προσευχόμενος μέ δάκρυα, ἔβαλε τό δεξί του χέρι στό μέτωπο τοῦ ἀρρώστου καί τοῦ εἶπε: «Εἰς τό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ σέ διατάζω: σήκω, πάρε τό κρεβάτι σου καί πήγαινε ὑγιής στό σπίτι σου!» Καί ἀμέσως σηκώθηκε ὁ παραλυτικός καί περπάτησε. Καί ὅλος ὁ κόσμος γονάτισε καί προσευχήθηκε στόν Θεό καί φίλησε τά κράσπεδα τῶν ἱματίων τοῦ δεσπότου καί ὅλοι φώναξαν ὅτι «Ἅγιος εἶναι ὁ μητροπολίτης μας!». Ἀκόμη καί οἱ Τοῦρκοι τόν προσκύνησαν».

Ἡ ἐνθρόνιση ἔγινε κατά τήν ἑορτή τοῦ ἁγίου Ἠλιού τοῦ προφήτου σέ ἀτμόσφαιρα γενικῆς εὐφορίας, ἐνῶ ὁ μητροπολίτης Ἰωσήφ ἦταν τότε σέ ἡλικία 82 ἐτῶν.

Ἐπί τρία ὁλόκληρα χρόνια ὁ καλός ποιμήν ἐργάστηκε μέ ὅλες του τίς δυνάμεις γιά τήν πρόοδο τῶν πιστῶν του καί γιά τήν ἀνάδειξη τῆς Ὀρθοδοξίας. Οἱ συχνοί πόλεμοι, οἱ ἐξεγέρσεις, οἱ καταπιέσεις τῶν Ρουμάνων πιστῶν του ἀπό τούς Οὕγγρους φεουδάρχες, ὁ προσηλυτισμός τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν καί τῶν Καλβινιστῶν, οἱ καταπιέσεις τῶν μωαμεθανῶν Τούρκων πού κυριαρχοῦσαν στήν περιοχή τά τελευταῖα 100 χρόνια εἶχαν ἀποδυναμώσει πολύ τήν Ἐκκλησία του. Ἀλλά - ὅπως σημειώνει ὁ Δαμασκηνός Οὔδρα, ὁ βιογράφος τοῦ ἁγίου - «ἐπί τρία ὁλόκληρα χρόνια ὁ μητροπολίτης Ἰωσήφ τακτοποίησε ἀκούραστα ὅλα τά ζητήματα τῶν ἐπισκόπων, τῶν πρεσβυτέρων καί τοῦ Κλήρου του. Ἄνοιξε ξανά τίς ἐκκλησίες, ἐπανέφερε τόν κόσμο κοντά στήν Ἐκκλησία, ἀνήγειρε καινούργιους ναούς, ἀνακαίνισε ἄλλους. Καί ἦταν πραγματικός Πατέρας γιά ὅλους τούς πτωχούς καί γιά ὅλους τούς ἀρρώστους».

Ἐπιπλέον ὁ μητροπολίτης κατάφερε νά διατηρήσει καλές σχέσεις καί μέ τούς Τούρκους διοικητές τῆς περιοχῆς, ἰδίως χάριν στήν ἐπιβλητική προσωπικότητά του. Διότι ὁ ποιμένας τοῦ Χριστοῦ διακρινόταν γιά τήν ζῶσα πίστη του, γιά τήν σοφία τῶν λόγων καί τῶν πράξεών του, καί ἰδιαίτερα γιά τά «σημεῖα», τά θαύματά του. Καί ἕνα ἀπό τά σημεῖα αὐτά πού ὁ μητροπολίτης Ἰωσήφ ἔκανε μπροστά σέ ὅλο τόν κόσμο ἦταν ἡ διάσωση, διά τῶν προσευχῶν του, τῆς πόλεως Τιμισοάρας.

Κατά τήν ἑορτή τῶν ἁγίων ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου, ὅταν πανηγύριζε ἡ παλαιά ξύλινη ἐπισκοπική ἐκκλησία λεγομένη «τῶν  Ραδουτσίων» καί ὁ μητροπολίτης λειτουργοῦσε ἐκεῖ, ξεκίνησε μία φοβερή πυρκαγιά στήν δυτική συνοικία Παλάνκα, «καί οἱ φλόγες ἔφταναν μέχρι τόν οὐρανό». Ἕνας δυνατός ἄνεμος ἅπλωσε τήν πυρκαγιά πρός τό κέντρο τῆς πόλεως, καί ἡ φωτιά κατάκαιγε τά ξύλινα οἰκοδομήματα, ἐνῶ ὁ κόσμος προσπαθοῦσε ἀπεγνωσμένα νά σωθεῖ. «Τότε ὁ ἅγιος μητροπολίτης βγῆκε ντυμένος μέ τά ἄμφιά του ἀπό τήν ἐκκλησία, γύρισε πρός τήν φωτιά πού εἶχε φθάσει κοντά στήν ἐκκλησία, γονάτισε στά σκαλοπάτια τῆς ἐκκλησίας καί, μέ τό μέτωπο κολλημένο στό δάπεδο, ἄρχισε νά προσεύχεται. Καί ἐνῶ αὐτός προσευχόταν μέ δάκρυα, μαῦρα σύννεφα ἐμφανίστηκαν ἀπό τό νότο καί ξέσπασε ἕνα φοβερό, χωρίς προηγούμενο μπουρίνι πού ἔσβησε ὅλη τήν φωτιά. Μόλις ἔσβησε τελείως ἡ πυρκαγιά ὁ οὐρανός καθαρίστηκε καί ἐμφανίστηκαν 7 οὐράνια τόξα. Ὁ μητροπολίτης Ἰωσήφ σηκώθηκε καί τά ἄμφιά του ἦταν καθαρά καί στεγνά, χωρίς σταγόνα βροχῆς. Ἀμέσως δέ μετά ἀποσύρθηκε στό κελί του ὅπου ἔμεινε κλεισμένος γιά τρεῖς ὁλόκληρες μέρες. Μετά τήν τρίτη μέρα, ὅταν ἐμφανίστηκε στόν κόσμο, στό πίσω μέρος τῆς ἀριστερῆς του παλάμης, εἶχε σχηματισμένο τό σχῆμα τοῦ σταυροῦ. Τό σχῆμα δέν ἦταν ὅμως κόκκινο, ἀλλά καθαρό σάν χρυσάφι καί ἔλαμπε στό σκοτάδι. Καί τό σημάδι αὐτό τό διατήρησε μέχρι τήν ταφή του».

Ὅπως ἕνας νέος Ἠλίας λοιπόν (Ἰάκ. 5, 17), ὁ μητροπολίτης Ἰωσήφ ἄνοιξε μέ τήν δύναμη τῆς προσευχῆς τόν οὐρανό καί κατέβασε βροχή πάνω στήν γῆ καί ἔσβησε τήν φωτιά. Καί ὅπως ἕνας δεύτερος Παῦλος ἀξιώθηκε ἀπό τόν Θεό «νά βαστάζει τά στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματί του» (Γάλ 6, 17).

Ὁ βίος τοῦ ἁγίου Ἰωσήφ στήν Τιμισοάρα μία συνύφανση, ἕνα σύμπλεγμα θαυμαστῶν πράξεων, σημείων καί θαυμάτων, τολμηρῶν πρωτοβουλιῶν καί μεγάλης ἀπήχησης κατορθωμάτων. Παντοῦ στήν ἐπικράτεια τῆς ἀρχιεπισκοπῆς του, καθώς καί στίς ὑποταγμένες σ’αὐτόν  ἐπισκοπές τῆς Λίποβας, τῆς Καρανσέμπες, τῆς Μεχάδιας ἤ τῆς Βιρσέτς, ἀνεγέρθηκαν καινούργιες ἐκκλησίες, ἐπισκευάστηκαν καί συντηρήθηκαν παλαιοί ναοί, ἄλλοι ἱστορήθηκαν, ἐνῶ πολλοί ἄλλοι ἐφοδιάστηκαν μέ σταυρούς, μέ καμπάνες, μέ λειτουργικά βιβλία, μέ ἱερά σκεύη ἤ ἄλλα ἀναγκαῖα ἀντικείμενα γιά τήν Λειτουργική ζωή.

Γιά τήν καθοδήγηση τοῦ Κλήρου, γιά «νά ὑγιαίνωσιν ἐν τῇ πίστει» (Τίτ 1, 13), καί γιά νά ἀνορθώσει τήν ἠθική ζωή τοῦ λαοῦ, ὁ ποιμένας τοῦ Χριστοῦ μετέβαινε συχνά στά χωριά, ἐπισκεπτόμενος  ἐνορίες, ἐκκλησίες καί μοναστήρια καί ἐφαρμόζοντας παντοῦ τήν ἐντολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρός τόν μαθητή του Τιμόθεο: «κήρυξον τόν λόγον, ἐπίμενε εὐκαίρως ἀκαίρως, ἔλεγξον, ἐπίπληξον, πρότρεψον, μετά πάσης μακροθυμίας καί διδαχῆς» ( ΙΙ Τιμοθ. 4, 2).

Χάρη στίς προσπάθειές του σ΄ὁλόκληρη τήν ἐπαρχία τοῦ Μπανάτου φύσηξε καινούργιος ἀγέρας, ἀνέτειλε μία νέα ζωή, δημιουργήθηκε μέσα στούς ἀνθρώπους καινούργια ψυχή, καινούργιο πνεῦμα, «οἱ δέ καρποί τοῦ πνεύματος ἦταν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθοσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια» (Γαλ. 5, 22).

Τά δέ προσκυνήματά του στίς ἱερές μονές τοῦ Πάρτος, Ἁγ. Γεωργίου, Βαραδία, Ὀράβιτσα, Τσίκλοβα, Λίποβα, Βοδίτσα κ.α., τίς ὁποῖες ἵδρυσαν οἱ βοεβόδες, οἱ πλούσιοι ἄρχοντες ἀκόμη καί καλόγεροι, συνετέλεσαν στήν ἐνίσχυση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως τοῦ λαοῦ του.

Τό ἔτος 1652, ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς Πάρτος προσκάλεσε τόν μητροπολίτη Ἰωσήφ νά παραβρεθεῖ στό πανηγύρι τοῦ μοναστηριοῦ κατά τήν ἑορτή τῶν ἁγίων ἀρχαγγέλων Μιχαήλ καί Γαβριήλ «διότι πολύς κόσμος ἐπιθυμεῖ νά δεῖ  τόν θαυματουργό μητροπολίτη τους». Ἀνταποκρινόμενος στήν πρόσκληση, τρεῖς μέρες πρίν τό πανηγύρι, ὁ ποιμένας τοῦ Χριστοῦ ξεκίνησε πεζός  γιά τό μοναστήρι. Στήν ἀρχή ἡ συνοδεία του ἦταν μικρή, ἀποτελούμενη μονάχα ἀπό ἄλλα δύο πρόσωπα, τόν ἀδελφό Ἀρίονα, πού τόν φρόντιζε,  καί τόν διάκονο Δαμασκηνό. Κατά τήν διαδρομή ὅμως τόν ἀκολούθησαν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῶν περιοχῶν πού διῆλθε. Μπροστά στό μοναστῆρι τόν περίμεναν πολλοί ἄρρωστοι καί παράλυτοι καί τυφλοί καί ὅλοι τόν παρακαλοῦσαν νά τούς ἐλεήσει. Ὁ μητροπολίτης τούς ἀπάντησε: «Μή ζητᾶτε ἀπό ἐμένα ἴαση, ἀλλά πιστεύετε καλύτερα στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, τόν Θεραπευτή τῶν ἀνθρώπων. Προσευχηθεῖτε σ΄Αὐτόν καί θά λάβετε ἴαση». Κατόπιν γονάτισε στό μέσο τους καί προσευχήθηκε μαζί τους. Ὅταν δέ σηκώθηκε, 11 ἄρρωστοι καί παραλυτικοί μπῆκαν μαζί του ἰατρεμένοι στήν ἐκκλησία καί ἐδόξασαν τόν Θεό.

Ὁ μητροπολίτης Ἰωσήφ ἔδειξε ἰδιαίτερη φροντίδα καί γιά τήν καλή λειτουργία τῆς κληρικό-θεολογικῆς Σχολῆς, ἡ ὁποία πρόσφερε τήν ἐκπαίδευση καί ἑτοίμαζε μελλοντικούς ἱερεῖς, καί ἡ ὁποία λειτουργοῦσε δίπλα στήν ἀρχιερατική του κατοικία, διότι ἤθελε νά ἔχει καλούς καί μορφωμένους ἱερεῖς ἱκανούς νά καθοδηγήσουν τό ποίμνιό τους.

Τήν ἐποχή ἐκείνη, μετά τήν πτώση τῆς Βούδας (1540), καί τῆς Τιμισοάρας (1552), ἡ περιοχή τοῦ Μπανάτου, ὅπως καί ἡ Τρανσυλβανία βρίσκονταν ὑπό τήν κυριαρχία τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Μέ τόν Τοῦρκο κυβερνήτη, τόν πασά Φασλί, ὅπως εἴπαμε, ὁ μητροπολίτης Ἰωσήφ εἶχε καλές σχέσεις. Οἱ δέ διάδοχοι τοῦ Φασλί, ὁ πασάς Καρατσάνς (1651-1652), καί ὁ πασάς Σουρνάσεν (1653-1655) μολονότι ἦταν «σκληροί ἄνδρες» καί «εἶχαν κακή ψυχή καί ἦταν πολύ φιλάργυροι», ὁ μητροπολίτης κατάφερε νά τούς ἠρεμήσει, νά τούς καθησυχάσει, νά «τούς φέρει μέ τό μέρος του καί νά μήν ἀναμιχθοῦν στά ζητήματα τῶν ἐκκλησιῶν τῆς Τιμισοάρας». Καί ἔτσι μπόρεσε νά ὁρίσει νέους ἐπισκόπους στίς χηρεύουσες ἐπισκοπές τῆς ἐπαρχίας του.

Τό ἔτος 1653, σέ ἡλικία 83 ἐτῶν, ὁ ἅγιος ἱεράρχης Ἰωσήφ ὁ Νέος ἀναχώρησε γιά τό μοναστήρι Πάρτος, κοντά στήν πόλη Τιμισοάρα.  Ἐκεῖ ἔζησε ἀκόμη τρία χρόνια καί τό φθινόπωρο τοῦ 1656 παρέδωσε τήν ψυχή του στά χέρια τοῦ Μεγάλου Ἀρχιερέως Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἦταν σέ ἡλικία 88 ἐτῶν.

Μία  τοπική σύνοδος τοῦ ἔτους 1686 καί ἔπειτα ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ρουμανικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τό ἔτος 1956, ἀνακήρυξαν τόν Ἰωσήφ τόν Νέο ὡς «Ἅγιον» καί τόν τοποθέτησαν στό πλῆθος τῶν τοπικῶν ἐθνικῶν ἁγίων. Τά λείψανά του  τοποθετήθηκαν τήν 6η Ὀκτωβρίου τοῦ 1956 μέ μεγάλες τιμές  στό καθεδρικό ναό τῆς Τιμισοάρας.

Ὁ ἔμπιστός του διάκονος, συνοδός του, πνευματικό του τέκνο ἀλλά καί βιογράφος του, ὁ Δαμασκηνός Οὔδρα ἔγραφε γιά τόν μητροπολίτη Ἰωσήφ: «Ἐγώ ἔβλεπα τήν τρυφερότητά του, τήν γλυκύτητα τῆς καρδιᾶς του ἀφιερωμένη στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό καί ἔβλεπα πῶς πολεμοῦσε, πῶς ἀγωνιζόταν κάθε στιγμή , σάν ἀληθινός ἀθλητής τοῦ Χριστοῦ, γιά τήν Ἐκκλησία μας».

Ἡ Ὀρθόδοξος Ρουμανική Ἐκκλησία ἑορτάζει τήν μνήμη του τήν 15η  Σεπτεμβρίου.

 

                    Διασκευή                                                   –                              Μετάφραση:

         Καθ.  Φλορίν Μαρινέσκου                                                               π. Ἠλίας Ι. Φρατσέας

           Ἱστορικός -ἐρευνητής                                                                     Διδάκτορας Θεολογίας

 

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 214-215

Ἰούνιος-Ἰούλιος 2020

 

 

  1. GHEORGHE COTO?MAN, «Via?a Sfantului Iosif cel Nou, Mitropolitul Timi?orii ?i a toata ?ara Banatului (1650 - 1656). La tricentenarul mor?ii sale», Timi?oara, 1956. (π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΟΤΟΣΜΑΝ, «Βίος τοῦ ἁγίου Ἰωσήφ τοῦ Νέου, Μητροπολίτου Τιμισοάρας καί ὅλης τῆς περιοχῆς τοῦ Μπανάτου (1650 - 1656). Στά 300 χρόνια ἀπό τόν θάνατό του, Τιμισοάρα 1956).
  2. Protos. Teofil Panait, Sf. Iosif cel Nou de la Parto? (Ὁ ἅγιος Ἰωσήφ ὁ Νέος τοῦ Πάρτος- Τιμισοάρα) στό περιοδικό”Invierea” (Ἀνάσταση-  The Resurrection), Ἱεροσόλυμα, ἔτος 10 (1982), ἀριθμ. 7-9, σ. 3.