Ἐλθέ τό φῶς τό ἀληθινόν, ἐλθέ ἡ αἰώνιος ζωή, ἐλθέ, ὅν ἐπόθησε καί ποθεῖ ἡ ταλαίπωρός μου ψυχή.

Ἐλθέ τό φῶς τό ἀληθινόν, ἐλθέ ἡ αἰώνιος ζωή,

ἐλθέ, ὅν ἐπόθησε καί ποθεῖ ἡ ταλαίπωρός μου ψυχή.

 

Ἡ προσευχή αὐτή, εἶναι τοῦ Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου (+1022 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ὡς γνωστόν, εἶναι ὁ τρίτος χρονικά Θεολόγος, στόν ὁποῖον ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπένειμε τόν ἱερό αὐτό χαρακτηρισμό, μετά τούς δύο πρώτους, τόν Ἅγιο Εὐαγγελιστή Ἰωάννη τόν Θεολόγο καί τόν Ἅγιο Γρηγόριο Κωνσταντινουπόλεως τόν Θεολόγο.

Ὅπως γνωρίζουμε, ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος πολεμήθηκε σκληρά. Αὐτό ἦταν τό τίμημα τῆς ἁγίας ζωῆς του, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τήν εὐλάβεια πού ἔδειξε πρός τό πρόσωπο τοῦ Γέροντός του, Συμεών τοῦ Εὐλαβοῦς. Καί τά βέλη ἦταν «ἐξ οἰκείων», ὡς συνήθως γίνεται μέ κάθε «θέλοντα εὐσεβῶς ζεῖν». Ἀκόμη καί ἀπό ἐπίσκοπο οἰκεῖον τοῦ Παλατίου πολεμήθηκε. Ἀλλά καί ἡ συνέχεια τῆς ζωῆς του, μέ τίς συκοφαντίες, τίς φυλακίσεις, ἐξορίες, ἀνταρσίες ὑποτακτικῶν του μοναχῶν καί τόσα ἄλλα, περί τῶν ὁποίων «ἐπιλείψει ἡμᾶς διηγουμένους ὁ χρόνος» αὐτό ἀπέδειξε· ὅτι, ὅπως γιά κάθε ἐπάγγελμα ὑπάρχουν τά λεγόμενα «τυχερά τοῦ ἐπαγγέλματος», ἔτσι καί γιά τό «διά Σταυροῦ πολίτευμα», τό τίμημα εἶναι βαρύ.

Ἄς μή σταθοῦμε ὅμως τώρα στό τί εἴδους καί πόσες πίκρες καί πειρασμούς πέρασε ὁ Ἅγιος, ἀλλά ἀφοῦ αὐτά τά ἀφήσουμε, «ἐάσωμεν αὐτά χαίρειν», ἄς σταθοῦμε στήν προσευχητική ζωή τοῦ Ἁγίου Συμεών. Τά λόγια αὐτά τῆς προσευχῆς, πού εἶναι κάπως μεγάλη, ἀπευθύνονται στόν Παράκλητον, στό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἐδῶ στήν ἐπικεφαλίδα αὐτή, ἀναφέρεται μόνο ἡ ἀρχή (στήν πρώτη γραμμή) καί μιά φράση ἀπό τήν μέση (στήν δεύτερη γραμμή). Θά περίμενε κανείς, τά λόγια αὐτά τῆς συγκεκριμμένης προσευχῆς, νά προέρχονται ἀπό κάποιον «ἱερῶς ἡσυχάζοντα», πού ὅλα στήν ζωή του τήν πνευματική τοῦ ἔρχονται «πρίμα», βολικά. Κι ὅμως εἶναι ἀπαύγασμα μιᾶς ψυχῆς, γιά τήν ὁποία ἰσχύει τό προφητικό λόγιο, «Κύριε, ἐν θλίψει ἐμνήσθημέν σου». Τελικά, ὁ Ἅγιος Συμεών, δεικνύει καί ἀποδεικνύει μέ τήν ἀνεπανάληπτη καί ἐκτενῆ αὐτή προσευχή, ὅτι τίποτε δέν ἐμποδίζει τόν ὁποιοδήποτε Χριστιανό, νά ἐπικαλεῖται ἀγαπητικά τόν Θεό, Αὐτόν πού πάντοτε «ἐπόθησε καί ποθεῖ ἡ ταλαίπωρος ψυχή του». Αὐτή ἡ ἀγάπη γιά τόν Χριστό, ὅπως τήν ἐκφράζουν τά Παύλεια λόγια, «τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Θλίψεις (κλπ.)», ἐάν πράγματι εἶναι γνήσια καί ὄχι θεωρητική, ἀπό τήν προσευχητική μας βιοτή καί στάση θά ἀποδειχθεῖ. Στό ἀγαπώμενο πρόσωπο, θέλουμε πάντοτε νά μιλᾶμε. Ἔτσι καί στόν ἀγαπώμενο ἀπό ἐμᾶς Χριστόν, ἡ προσευχή μας θά εἶναι αὐτή πού θά πιστοποιήσει τήν ἐκ μέρους μας ἀγάπη.

Ἡ περί ἧς ὁ λόγος προσευχή τοῦ Ἁγίου Συμεών, ἡ ἀγαπητική καί ἐρωτική πρός τόν Θεόν, ἦταν συνεχῶς ἐπαναλαμβανόμενη ἐκ μέρους του· καί ἦταν αὐτή πού τελικά, τοῦ γλύκανε ὅλη του τήν ζωή, τήν γεμάτη θλίψεις. Ὅταν ὁ Χριστιανός δοθεῖ καθημερινά καί ὁλοκληρωτικά, «ἀδιαλείπτως», στήν προσευχή, αὐτή εἶναι πού τοῦ γλυκαίνει καί τοῦ νοηματοδοτεῖ τήν ζωή· διότι ὁ Θεός, πού ἀποτελεῖ τό ἀντικείμενο τῆς προσευχητικῆς ἐπικλήσεως, εἶναι ὁ Εἰρηνοποιός· Αὐτός πού γλυκαίνει τήν ψυχή τῶν ἐπικαλουμένων Αὐτόν.

Ἡ ζωή πολλές φορές παρουσιάζεται σάν πράξη, ἀρκετά στυφή, στυγνή, νευρώδης καί διασπαστική, διαλυτική τῶν πάντων, διότι ἀπουσιάζει ἀπό αὐτήν ἡ προσευχή· ἡ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ. Ἅπαξ καί ὁ Χριστιανός γίνει, ἔστω ἐπ’ ἐλάχιστον, προσευχόμενος, ὁ Χριστός «ἐπελθών» στήν ζωή του, «ταῦτα πάντα ἐξηφάνισε»· καί τήν στυφότητα, τήν κατήφεια, τήν φρενίτιδα καί ὅ,τι χαρακτηρίζει τήν ζωή τοῦ μή προσευχομένου. Καί τοῦτο, διότι ὁ Ἴδιος, διά τοῦ Προφήτου Ἠσαΐου τό διαβεβαίωσε: «ἔτι λαλοῦντος σου, ἰδού ἐγώ πάρειμι». Ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος τό εἶπε· «καί ὡμολόγησε· καί οὐκ ἠρνήσατο· καί ὡμολόγησε». Ταῦτα «ἔφη τό σεπτόν καί σεβάσμιον στόμα» τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ ἱκεσία «ἐλθέ», πού τόσες φορές ὁ Ἅγιος Συμεών ἐπαναλαμβάνει στήν προσευχή του αὐτή, εἶναι μιά ἱκεσία, πού λίγο-πολύ, μᾶς θυμίζει τήν τελική πρόταση τῆς Ἱερᾶς Ἀποκαλύψεως: «Ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ». Δέν ἔχει σημασία, ὅτι ὁ Ἅγιος Συμεών ἀπευθύνεται στό Πανάγιον Πνεῦμα. Ἡ προσευχή αὐτή, ὅπως καί κάθε παρόμοια, «χωρεῖ» καί πρός τόν Δεσπότην Χριστό καί πρός τόν Ἄναρχο Πατέρα. «Μονάς γάρ ἐστιν ἡ Τριάς». «Ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ». Μέ ἕνα Κύριε ἐλέησον, ἀμέσως ὁ Κύριος «ἰδού πάρεστι», «ἀοράτως ἡμῖν συνών». Εἶναι ὁ ποθούμενος. Αὐτός πού πάντοτε ποθοῦσε καί ποθεῖ ἡ ταλαίπωρη ψυχή τοῦ κάθε Χριστιανοῦ, διά στόματος τοῦ Ἁγίου Συμεών. Κάθε ψυχή εἶναι ταλαίπωρη. Καί ἡ ταλαιπωρία αὐτή ἐπαυξάνεται, ὅταν λείψει ἡ προσευχή, ἡ ἐπίκλησις «ἐλθέ», «σῶσον», «ἐλέησον» κλπ. Σέ ἕνα ἄλλο σημεῖο, τῆς ἴδιας περί ἧς ὁ λόγος προσευχῆς, ὁ Ἅγιος Συμεών, θυμίζοντάς μας λίγο τήν «εἰς Ἅδου κάθοδον» τοῦ Κυρίου, σημειώνει: «Ἐλθέ, ὁ ἐρχόμενος πρός ἡμᾶς τούς ἐν τῷ ἅδῃ κειμένους, ὁ ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν· ἐλθέ τό περιπόθητον ὄνομα … ἡ αἰώνιος χαρά». Ἡ «εἰς Ἅδου κάθοδος» τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ὅπως τήν ἀπολαύσαμε στόν Λόγο τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου γιά τήν «Θεόσωμον Ταφήν» τοῦ Κυρίου, εἶναι γεγονός ἐπαναλαμβανόμενο πολλές φορές, ὑπό «νέαν καί βελτιωμένην ἔκδοσιν», δηλαδή βίωσιν, διά τῆς προσευχητικῆς ἐπικλήσεως. Ἐδῶ καλό εἶναι νά θυμηθοῦμε τήν προσευχή μέ τόν τίτλο «Κύριε ἐλέησον» τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου τῆς Σερβίας (τοὐπίκλην Πόποβιτς): «Ὦ Κύριε, κατέβα στήν ταπεινή ψυχή μου· εἶναι φωλιά φιδιῶν· εἶναι κόλαση. Ἀλλά Ἐσύ καί στόν Ἅδη πού κατῆλθες, Θεός παρέμεινες. Ἔλα στήν κόλαση τῆς ψυχῆς μου, γιατί θά τήν μεταβάλεις σέ παράδεισο· διότι, ὅπου ὑπάρχεις Ἐσύ, ἐκεῖ εἶναι καί ὁ παράδεισος καί ὁ ἄνθρωπος μαζί μέ Σένα εἶναι ἤδη Ἄγγελος». Κάπως ἔτσι προσεύχονται οἱ Ἅγιοι.

Κάπως ἔτσι καλούμαστε κι ἐμεῖς οἱ ἐναγεῖς νά προσευχηθοῦμε. Θά πεῖ κανείς, ἴσως, ὅτι θέλει τόλμη ἡ προσευχή, ὅπως τιτλοφόρησε τό βιβλίο του περί προσευχῆς ὁ προσφάτως κοιμηθείς Ἀρχιεπίσκοπος Σουρόζ (τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας) Ἄντωνυ Μπλούμ. Γιατί; Ψέμματα; Ὁ Ἅγιος Ἰωσήφ ὁ Ἀριμαθαίας, ἔλαβε καί ἐκήδευσε τό νεκρό Σῶμα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, διότι «τολμήσας» τό ἐζήτησε ἀπό τόν Πιλάτο. Πράγματι, ἄν δέν τολμοῦσε, δέν θά τό ἐλάμβανε. Ἀληθεύει, λοιπόν, τό τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀντωνίου, ὅτι θέλει τόλμη ἡ προσευχή. Ἄν περιμένει ὁ κάθε Χριστιανός νά τοῦ ἔλθουν ὅλα πρίμα στή ζωή του προκειμένου νά προσευχηθεῖ, δέν θά τοῦ ἔλθουν ποτέ. «Βιάζεται» ἡ προσευχή καί «βιασταί» ἁρπάζουν καί βιώνουν αὐτήν. Ὁ Θεός εἶναι ἕτοιμος νά μᾶς ἐπισκεφθεῖ καί νά γλυκάνει διά τῆς προσευχῆς τήν ζωή μας. Ποτέ δέν μᾶς γύρισε τήν πλάτη. Τό λέει, στήν ἴδια πάλι προσευχή, λίγο πιό κάτω, ὁ Ἅγιος Συμεών: «Οὐδέποτε ἀπεκρύβης ἀπό τινος, ἀλλ’ ἡμεῖς ἀεί κρυπτόμεθα ἀπό σοῦ, ἐλθεῖν πρός σέ μή βουλόμενοι», δηλαδή, ποτέ δέν κρύφθηκες ἀπό κανέναν, ἀλλ’ ἐμεῖς κρυβόμαστε πάντοτε ἀπό σένα, μή θέλοντας νά ‘ρθοῦμε κοντά σου.

Οἱ δύο Ἅγιοι Μαθηταί, στήν πορεία πρός Ἐμμαούς, εἶπαν στόν «ἐν ἐτέρᾳ μορφῇ» Δεσπότην Χριστόν: «Μεῖνον μεθ’ ἡμῶν…». Καί ὁ Ἅγιος Συμεών, συνεχίζοντας τήν προσευχή του, μιμούμενος τούς δύο αὐτούς Μαθητάς λέγει: «Μεῖνον, Δέσποτα, καί μή ἐάσῃς με μόνον … ἵνα βλέπων σε διηνεκῶς ὁ νεκρός ἐγώ ζῶ, καί ἔχων σε ὁ πένης ἀεί πλουτῶ… καί ἐσθίων καί πίνων σε καθ’ ὥραν ἐπενδυόμενος ἐν ἀνεκλαλήτοις ὦ καί ἔσομαι ἐντρυφῶν ἀγαθοῖς», δηλαδή, Μεῖνε, Δέσποτα, καί μή μέ ἀφήσεις μόνον μου … ὥστε βλέποντάς σε ἀδιάκοπα ἐγώ ὁ νεκρός θά ἀνασταίνομαι καί θά ζῶ, ὥστε ἔχοντάς σε ἐγώ ὁ φτωχός θά πλουτίζω διαρκῶς καί θά σέ τρώγω καί θά σέ πίνω καί θά σέ ντύνομαι κάθε ὥρα, ὥστε νά ζῶ καί τώρα καί πάντα, ἐντρυφώντας σέ ἀνεκλάλητα ἀγαθά. Κάνει κάποια νύξη καί γιά τήν Θεία Μετάληψη.

Αὐτό εἶναι, κάπως περιληπτικά, τό νόημα τῆς ὡραίας αὐτῆς προσευχῆς. Μιᾶς προσευχῆς, πού ξεκινάει κατ’ ἀρχάς ἀπό τήν ἐκ μέρους μας ἐπίγνωση τῆς πνευματικῆς ἀνεπάρκειας καί φτώχειας μας. Χωρίς αὐτή τήν ἐπίγνωση, αὐτό τό πρῶτο βῆμα, περαιτέρω προσευχή δέν ὑπάρχει. Κι ἄν ὑπάρξει, θά εἶναι φαρισαϊκή καί ὄχι τελωνική· ἀδικαίωτη καί ὄχι «δεδικαιωμένη».

Ἄς ἀποτελέσει – εἴθε! – τό φτωχό αὐτό καί εὐτελές ἄρθρο μιά μικρή ἀφορμή, γιά νά ἀνάψει ὁ πρῶτος σπινθήρας τῆς προσευχῆς· μετά, σύν Θεῷ, παίρνει ἐμπρός ἡ μηχανή καί ξεπαγώνουν τά λάδια τῆς παγωμένης μας ψυχῆς, κατά τόν Ἅγιον Γέροντα Παΐσιον, τόν νέον Ἁγιορείτην. Ἤ, ὅπως δίδασκε ὁ ἀείμνηστος Θεολόγος Καθηγητής Ἰωάννης Κορναράκης στό ὑπέροχο βιβλίο του «Ἡ Θεία Λειτουργία τῆς ὑπάρξεως», : ἡ ἀνθρώπινη καρδιά καί ψυχή μας εἶναι ἕνα νοητό θυσιαστήριο - Ἁγία Τράπεζα, πάνω στήν ὁποία τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία τῆς ὑπάρξεώς μας, δηλαδή ἡ προσευχή· καί ὁ καθένας μας καλεῖται νά φορέσει τά ἄμφιά του καί νά βάλει «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία», ἀδιαλείπτως προσευχόμενος. Ἄλλωστε, ὅλοι μας ἔχουμε τήν γενική λεγομένη ἱερωσύνη καί γιά τόν λόγο αὐτό.

Ὅποιος τό ἐπιτύχει, ἄς πεῖ κι ἕνα «Κύριε ἐλέησον» γιά τόν φτωχό μοναχό πού ἔγραψε τά ἀνωτέρω, μήπως «ἄλλοις κηρύξας, αὑτός ἀδόκιμος γένηται». Μάλιστα, αὐτός ὁ μοναχός, προτοῦ βάλει ἐδῶ τήν εὐτελῆ ὑπογραφή του, ἔμαθε μαζί μέ τούς ἄλλους συναγιορεῖτες ἀδελφούς του, τά σχετικά περί τοῦ πνευματικοῦ λιμοῦ πού προσφάτως ἔπληξε ὁλόκληρο τό ἐκτός Ἁγίου Ὄρους χριστεπώνυμο πλήρωμα· λιμό ὄχι ἄρτου ἀλλά τοῦ «Ἄρτου ζωῆς αἰωνιζούσης» καί τοῦ «Ποτηρίου σωτηρίου». Καί ἐπειδή «οὐκ ἔνι» χριστεπώνυμο πλήρωμα ἐντός ἤ ἐκτός Ἁγίου Ὄρους («πάντε γάρ εἷς ἐσμέν» καί ὅλοι εἴμαστε «συγκοινωνοῦντα δοχεῖα» κατά τήν Φυσική), ἀποφάσισα σάν ἐπίλογο, νά σᾶς παραθέσω σχετικά λόγια τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ὡς παρηγορία.

 

Τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Κεφάλαιον «Περί πνευματικῆς καί νοερᾶς κοινωνίας,

 ἤτοι πῶς κοινωνεῖται νοερῶς καί πνευματικῶς ὁ Χριστός»

 (Ἐκ τοῦ βιβλίου του Ὁ Ἀόρατος Πόλεμος, ἔκδοσις Τῆνος, σελίς 195)

 

Ἀγκαλά καί μυστηριωδῶς δέν ἠμποροῦμεν νά δεχθοῦμεν τόν Κύριόν μας περισσότερον ἀπό μίαν φοράν τήν ἡμέραν, ὅμως, πνευματικῶς καί νοερῶς ἠμποροῦμεν νά τόν δεχώμεθα κάθε ὥραν καί στιγμήν, διά μέσου τῆς ἐργασίας ὅλων τῶν ἀρετῶν καί ἐντολῶν, ἐξαιρέτως δέ, τῆς θείας προσευχῆς, καί μάλιστα τῆς νοερᾶς. Διότι, ὅλαι μέν αἱ ἄλλαι ἀρεταί, διά τήν ὁμοιότητα ὁποῦ ἔχουν πρός τόν Θεόν, κάμνουσι μέν ἐπιτήδειον τόν ἐνάρετον ἄνθρωπον εἰς τό νά ἑνωθῇ μέ τόν Θεόν, ὅμως δέν τόν ἑνώνουσιν· ἡ δέ Νοερά Προσευχή, ἔχει τοιαύτην δύναμιν καί νά τόν ἑνώνῃ μέ τόν Θεόν …

Διά νά ἑτοιμασθῇς δέ εἰς τήν νοεράν κοινωνίαν ταύτην, ποίησον οὕτω· στράφου μέ τόν νοῦν σου εἰς τόν Θεόν· καί βλέπωντας μέ ἕνα σύντομον βλέμμα, ἀπό τό ἕνα μέρος τάς ἁμαρτίας σου, καί ἀπό τό ἄλλο, τόν Θεόν, λυπήσου διά τήν βλάβην, ὁποῦ τοῦ ἔκαμες· καί μέ κάθε ταπείνωσιν, καί πίστιν, παρακάλεσέ τον, νά καταδεχθῇ νά ἔλθῃ εἰς τήν πτωχήν σου ψυχήν, μέ νέαν χάριν, διά νά τήν ἰατρεύσῃ καί νά τήν δυναμώσῃ κατά τῶν ἐχθρῶν … διά νά τήν ἔχη εἰς τήν ἐξουσίαν του αὐτός μόνος. Ἤ, καί ἐνθυμούμενος τάς προσευχάς τῆς μυστηριώδους κοινωνίας (ἐννοεῖ τήν Ἀκολουθίαν τῆς Θείας Μεταλήψεως), εἰπέ μέ ἐξαπτουμένην καρδίαν· «Πότε, Κύριέ μου, νά σέ δεχθῶ ἄλλην μίαν φοράν; Πότε;» … Τί καλόν! Τί μακαριότης εἶναι εἰς ἐκείνην τήν ψυχήν, ὁποῦ ἀξίως μεταλαμβάνει μυστηριωδῶς τό πανάγιον Μυστήριον τῆς εὐχαριστίας! … Καί ἀπό αὐτήν τήν μυστηριώδη κοινωνίαν, πέρασε εἰς τήν πνευματικήν κοινωνίαν· καί συλλογιζόμενος, ὅτι τά αὐτά ἀγαθά σχεδόν ἀπολαμβάνεις νοερῶς καί μέ αὐτήν, σπούδασε νά ἐξάψῃς εἰς τήν καρδίαν σου μίαν μεγάλην ἐπιθυμίαν διά νά τόν δεχθῇς πνευματικῶς καί νοερῶς· καί ἀφ’ οὗ ἐξάψῃς ἀπό αὐτήν, στράφου πρός τόν Κύριον, καί εἰπέ του· «Ἐπειδή, Κύριέ μου, δέν δύναμαι νά σέ δεχθῶ τούτην τήν ἡμέραν μυστηριωδῶς, κάμε ἐσύ, ὦ ἀγαθότης καί δύναμις ἄκτιστος, νά σέ δεχθῶ ἀξίως τώρα πνευματικῶς, καί εἰς κάθε ὥραν, καί εἰς κάθε ἡμέραν, μέ τό νά μοῦ δώσῃς νέαν χάριν, καί δύναμιν κατά πάντων τῶν ἐχθρῶν μου· καί μάλιστα, κατ’ ἐκείνου τοῦ πάθους καί ἐχθροῦ, εἰς τόν ὁποῖον, διά νά ἀρέσω, καί διά νά κάμω τό θέλημά του, ἐναντιόνομαι καί κάνω πόλεμον μέ ἐσένα».

Ἀλλά καί ὅσοι συγχνάκις καί ὅταν θέλουν, δέν δύνανται νά λάβουν τήν μυστηριώδη κοινωνίαν, ἤτοι νά μεταλάβουν τόν ἐν τοῖς μυστηρίοις εὑρισκόμενον Χριστόν, ἤ διατί εὑρίσκονται εἰς ἔρημον τόπον, ὅπου οὔτε ἱερεύς εἶναι οὔτε θυσιαστήριον καί ἐκκλησία· ἤ διατί εὑρίσκονται μέν εἰς τόν κόσμον, ἐμποδίζονται ὅμως ἀπό τούς πνευματικούς, ὄχι διά κανένα των σφάλμα, ἀλλά διά τήν ἐπικρατοῦσαν πονηράν καί διεστραμμένην συνήθειαν· οὗτοι, λέγω, ἐπειδή καί ἔχουν ἐπιθυμίαν καί ἀγάπην νά κοινωνήσουν μυστηριωδῶς τόν Χριστόν, διά δέ τά εἰρημένα (ἤ ἄλλα ἀναγκαῖα) αἴτια, δέν δύνανται, ἄς λαμβάνουν νοερῶς καί πνευματικῶς τόν Χριστόν εἰς τόν ἑαυτόν τους, καθώς λέγει ὁ Ἱερός Νικόλαος, ὁ καί Καβάσιλας, ἐν τῇ ἑρμηνείᾳ τῆς λειτουργίας· διότι, ὁ ἐν τοῖς μυστηρίοις εὑρισκόμενος Χριστός, νοερῶς καί ἀφανῶς καί ἀοράτως, μεταδίδει εἰς αὐτούς τόν ἐκ τῶν μυστηρίων ἁγιασμόν, κατά τόν τρόπον ὁποῦ αὐτός ἠξεύρει.

 

Νομίζω, ὅτι ὁ ἀνωτέρω ἁγιο-Νικοδημικός λόγος, «οὐ φέρει ἔρευναν». Καί εἶναι, ὅπως ἀντιλαμβάνεσθε, τόσο ἐπίκαιρος, ὅσο καί παρήγορος.

 

Ἀδελφοί καί πατέρες· μαζί σας πονᾶμε κι ἐμεῖς. Πάλι μέ χρόνια καί καιρούς, (τά Ἅγια τοῖς Ἁγίοις) πάλι δικά μας θᾶναι. Ὁ Χριστός Ἀνέστη καί ἐξῆλθε νικῶν καί ἵνα νικήσῃ…

Μέ πολύ πόνο, θλίψη ψυχῆς καί σεβασμό ἐν Χριστῷ

Μοναχός Νεκτάριος

Μάϊος 2020

Κελλίον Ἁγίου Νικολάου

Μπουραζέρη, Μονῆς Χιλανδαρίου

Καρυαί – ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

 

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 214-215

Ἰούνιος-Ἰούλιος 2020

 

Δύο ἐπιβεβλημένες διορθώσεις:

  1. Σχετικῶς μέ τόν Ναό τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου τῆς Κρονστάνδης, ὅπου ἱερουργοῦσε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης (τεῦχος Δεκεμβρίου 2019 τῆς Ἐνοριακῆς Εὐλογίας). Ὁ Ναός ἤδη, ἀνακαινισθείς, παραδόθηκε στήν Ἐκκλησία καί λειτουργεῖ ἱεροκανονικῶς. Ἐπιπλέον, κτίσθηκε καί ἐγκαινιάσθηκε, πάλι στήν Κροστάνδη, ἄλλος Ναός τοῦ Ἁγίου Νικολάου.

 

  1. Σχετικῶς μέ τήν Μονήν τοῦ Σάρωφ, ὅπου ἠσκήθη, ἐτελειώθη καί ἐτάφη (ἀρχικῶς) ὁ Ὅσιος Σεραφείμ (τεῦχος Ἰανουαρίου 2020 τῆς Ἐνοριακῆς Εὐλογίας). Προσφάτως ἡ μονή, κατά τό ἥμισυ, παρεδόθη στήν Ἐκκλησία καί ἤδη ἐγκατεστάθη ἐκεῖ μικρά ἀνδρῶα κοινοβιακή ἀδελφότητα, πού λειτουργεῖ ἱεροκανονικῶς καί μοναχικῶς. Πρός τοῦτο, ὁ Πατριάρχης Κύριλλος ἐπανεγκαινίασε τόν Καθολικόν τῆς Μονῆς Ναόν (Κοίμησις τῆς Θεοτόκου). Ἡ ἄλλη μισή μονή, παραμένει στήν στρατιωτική ἐξουσία καί, ὡς ἐκ τούτου, μόνον ἡ ἀδελφότης τῶν μοναχῶν λειτουργεῖται ἐλεύθερα. Προσκυνητές ἤ ἐπισκέπτες, γιά νά εἰσέλθουν, πρέπει νά ἔχουν τήν ἄδεια τῶν στρατιωτικῶν ἀρχῶν, οἱ ὁποῖες διατηροῦν ἀπό ἐτῶν ἐκεῖ, ἐργοστάσιο καί ἀποθήκη πυρηνικῶν ὅπλων.

                                                                                    Μ. Ν.