Ἡ Ἐκκλησία καί ἡ Πολιτεία
Τόν προηγούµενο µήνα εἴχαµε παραθέσει ἀπό τήν Πρός Ἐφεσίους Ἐπιστολή τήν ἑξῆς περικοπή, πού ἀναφέρεται στόν Χριστό καί στήν Ἐκκλησία Του: «Ἐγείρας αὐτόν ἐκ νεκρῶν καί καθίσας ἐν δεξιᾷ αὐτοῦ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καί ἐξουσίας καί δυνάµεως καί κυριότητος καί παντός ὀνόµατος ὀνοµαζοµένου οὐ µόνον ἐν τῷ αἰώνι τούτω, ἀλλά καί ἐν τῷ µέλλοντι. Καί πάντα ὑπέταξεν ὑπό τούς πόδας αὐτοῦ καί αὐτόν ἔδωκεν κεφαλήν ὑπέρ πάντα τή ἐκκλησία, ἤτις ἐστίν τό σῶµα αὐτοῦ, τό πλήρωµά του τά πάντα ἐν πάσιν πληρουµένου» (Πρός Ἐφεσίους, 1, 20-28).
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔχει παραλληλίσει τήν εἰκόνα τοῦ ἀνθρωπίνου σώµατος µέ τήν Ἐκκλησία καί στήν Α΄ Πρός Κορινθίους Ἐπιστολή, ὅπου γράφει µεταξύ ἄλλων: «Καθάπερ γάρ τό σῶµα ἐν ἐστί καί µέλη πολλά ἔχει, πάντα δέ τά µέλη τοῦ σώµατος πολλά ὄντα, ἐν ἐστίν σῶµα, οὕτως καί ὁ Χριστός…» (Α΄ Πρός Κορινθίους, 12, 12). Σέ ἄλλο σηµεῖο δέ τῆς Πρός Ἐφεσίους ἐπιστολῆς (2, 19 κ.ε.) χρησιµοποιεῖ τήν εἰκόνα ἑνός οἴκου ἤ ναοῦ. Ἐκεῖ οἱ πιστοί εἶναι οἱ «οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ» πού ἔχουν «ἐποικοδοµηθεῖ ἐπί τῷ θεµελίῳ τῶν ἀποστόλων καί τῶν προφητῶν», ἐνῶ ὁ Χριστός εἶναι «ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος», «ἐν ὧ πᾶσα οἰκοδοµή συναρµολογουµένη αὔξει εἰς ναόν ἅγιον ἐν Κυρίῳ». Σέ ἄλλο δέ σηµεῖο (Πρός Ἐφεσίους 4, 12 κ.ε.) ὁ Ἀπόστολος συνενώνει –ἴσως γιά νά ὑποδείξει ὅτι τά παραδείγµατα αὐτά εἶναι καθ’ ἑαυτά ἀνεπαρκῆ καί δέν πρέπει νά τά ἐκλάβει κανείς κυριολεκτικά– τίς εἰκόνες τοῦ σώµατος καί τοῦ οἴκου καί κάνει λόγο γιά «οἰκοδοµήν τοῦ σώµατος τοῦ Χριστοῦ», «ἐξ οὐ πᾶν τό σῶµα συναρµολογούµενον καί συµβιβαζόµενον … τήν αὔξησιν τοῦ σώµατος ποιεῖται εἰς οἰκοδοµήν ἑαυτοῦ ἐν ἀγάπῃ».
Τά παραδείγµατα αὐτά, ὅπως καί ἐκεῖνα τῆς ἀµπέλου καί τοῦ κλήµατος, τοῦ ἐγκεντρισµοῦ τῆς ἀγριελαίου ἤ τοῦ Νυµφίου-Χριστοῦ καί τῆς Νύµφης-Ἐκκλησίας, πού συναντοῦµε στήν Ἁγία Γραφή γιά τήν ἀπεικόνιση τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας, ἀποσκοποῦν στό νά τονίσουν τήν «ὀργανική» ἕνωση πού ὑπάρχει µεταξύ τοῦ Χριστοῦ καί τῶν πιστῶν στήν Ἐκκλησία. Ἡ ἕνωση αὐτή εἶναι οὐσιαστική καί ζωτική γιά τά µέλη τῆς Ἐκκλησίας, κατ’ ἀντιστοιχία µέ τό γεγονός ὅτι τό κάθε µέλος ἑνός σώµατος ζεῖ καί κινεῖται ἀπό τήν κεφαλή τοῦ σώµατος ἤ ὅπως ὁ οἶκος ἤ ὁ ναός στηρίζονται στό θεµέλιό τους. Ἐξ ἄλλου, τό κάθε µέλος τῆς Ἐκκλησίας δέν «ἀπορροφᾶται», οὔτε «χάνεται», ἀλλά διατηρεῖται καί αὐξάνει µέσα στήν ἕνωση αὐτή, ὡς «ἀναγκαῖον µέλος», ὅπως τό κάθε µέλος τοῦ ἀνθρωπίνου σώµατος χρειάζεται γιά τήν ζωή τοῦ κάθε ἀνθρώπου (Α΄ Πρός Κορινθίους 12, 22), ἤ ὅπως κάθε ἐπιµέρους ἁρµός σύν-οἰκοδοµεῖ τόν οἶκο (Πρός Ἐφεσίους 4, 12 κ.ε.).
Γιά τόν Ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς «…ἡ ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά ἑνώση ὀργανικῶς καί προσωπικῶς ὅλους τούς πιστούς της µέ τό Πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ… Ἡ ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά δηµιουργήση εἰς ἕκαστον µέλος της τήν πεποίθησιν ὅτι τήν κανονικήν κατάστασιν τῆς ἀνθρωπίνης προσωπικότητος ἀποτελοῦν ἡ ἀθανασία καί ἡ αἰωνιότης… Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ θεανθρωπίνη αἰωνιότης ἐνσαρκωµένη εἰς τά ὅρια τοῦ χρόνου καί τοῦ χώρου…» (Βλ. τό ἄρθρο «Ἐσωτερική Ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας», στό βιβλίο «Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος», ἐκδ. Ἀστήρ, 1993).
Ἡ ἐπιθυµία τοῦ ἀνθρώπου νά συνδεθεῖ µέ κάτι στέρεο πού τόν ὑπερβαίνει καί τόν ὁλοκληρώνει καί νά ἀφοσιωθεῖ σέ αὐτό εἶναι ἐπιτακτική. Ἔτσι, στήν Ἀκολουθία τῆς Θείας Μεταλήψεως ὁ πιστός εὔχεται «ἵνα µηκέτι ἐµαυτῶ ζῶ, ἀλλά σοί τῷ ἡµετέρῳ Δεσπότη καί εὐεργέτη» καί «ἵνα ἑνωθῶ τῷ ἁγίῳ σωµατί σου καί αἵµατι καί ἔξω σε ἐν ἐµοί κατοικοῦντα καί µένοντα». Ἐπιθυµεῖ, δηλαδή, νά πραγµατοποιηθεῖ καί στήν ἀτοµική του περίπτωση ἐκείνη ἡ ἕνωση, γιά τήν ὁποία ἔκαναν λόγο ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος στά πιό πάνω κείµενά τους. Ἡ ἕνωση δέ αὐτή, σύµφωνα µέ τήν Ἀκολουθία, ἐπιφέρει τήν ἐνδυνάµωση καί τήν ἐναρµόνιση τῶν διαστάσεων τοῦ ἀνθρώπου («…ἅγνιζε καί κάθαρε καί ρύθµιζέ µε, κάλλυνε, συνέτιζε καί φώτιζέ µε..»), ἐπιφέρει τήν «εἰρήνη τῶν ψυχικῶν δυνάµεων», τήν «προσθήκη τῆς χάριτος» καί ὁδηγεῖ στήν «οἰκείωσιν τῆς Βασιλείας» καί στό νά καθορᾶ ὁ πιστός τό «ἀπέραντον κάλλος τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ». Σηµειωτέον δέ ὅτι στό κείµενό του ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος χαρακτηρίζει τήν ἕνωση µέ τόν Χριστό ὄχι µόνο ὡς «ὀργανική», ἀλλά καί ὡς «προσωπική», γιά νά δείξει µέ αὐτή του τήν ἐπισήµανση ὅτι ὁ πιστός δέν ἐξαφανίζεται µέσα στήν Ἐκκλησία, ἀλλά «στερεώνει τόν ἑαυτόν του εἰς αὐτήν τήν ἑνότητα, διαφυλάττει τόν ἐαυτόν του εἰς αὐτήν τήν ἁγιότητα, ζῆ ὁ ἴδιος προσωπικά τόν Χριστόν ὡς τήν ἑνότητα τῆς προσωπικότητός του καί ὡς τήν οὐσίαν τῆς ἑνότητός του µέ τά ἄλλα µέλη τοῦ ἁγίου Σώµατος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας».
Ὅπως, ὅµως, συµβαίνει σχεδόν µέ κάθε ἀληθινή καί βαθειά ἀνθρώπινη ἐπιθυµία, ἔτσι καί ἡ ἐπιθυµία αὐτή γιά τήν ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου µέ τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του, εἶναι δυνατό νά χειραγωγηθεῖ καί νά παροχετευθεῖ σέ ἐπιθυµία προσκόλλησης καί συσσωµάτωσης σέ ἑνώσεις ἐθνικές, πολιτικές καί κρατικές, πού παρουσιάζονται ὡς ἄλλοι ἐπίγειοι θεοί καί οἱ ὁποῖες, ἀντί νά ὁλοκληρώνουν τόν ἄνθρωπο, τόν στρεβλώνουν καί τόν ἐξανδραποδίζουν.
Ἡ πολιτική θεωρία διακρίνει ἀνάµεσα σέ δύο βασικές ἀντιλήψεις γιά τό κράτος. Κατά τήν πρώτη, τό κράτος εἶναι µιά «τεχνητή µηχανή», κατά τή δεύτερη, τό κράτος εἶναι ἕνας «ζωντανός ὀργανισµός». Γιά ὅσους ἀντιµετωπίζουν τό κράτος ὡς µιά «µηχανή», ἤ ἕνα «ἐργαλεῖο», ἡ ἀποστολή του περιορίζεται στό νά παρέχει, µέσῳ τῶν ἐπί µέρους µηχανισµῶν του, ὅπως ἡ ἀστυνοµία καί τά δικαστήρια, προστασία στά βασικά δικαιώµατα τῶν πολιτῶν, ὅπως ἐκεῖνα τῆς ζωῆς, τῆς ἐλευθερίας καί τῆς περιουσίας. Πέραν αὐτῆς τῆς βασικῆς του «ἐργαλειακῆς» χρησιµότητας τό κράτος δέν δικαιοῦται νά παρεµβαίνει στή ζωή τῶν πολιτῶν, πού ὑπάγονται στή δικαιοδοσία του, οὔτε νά τούς παιδαγωγεῖ ἤ νά τούς χειραγωγεῖ. Οἱ πολῖτες δέ αὐτοῦ τοῦ τύπου χρησιµοποιοῦν µέν τό κράτος γιά τούς δικούς τους σκοπούς, ὅπως χρησιµοποιοῦµε ἕνα ἐργαλεῖο, ὅµως δέν προσµένουν ἀπό αὐτό κανενός τύπου λύτρωση, ὁλοκλήρωση ἤ σωτηρία. Ἐκεῖνοι, πάλι, πού βλέπουν τό κράτος ὡς ὀργανισµό προσδοκοῦν ἀπό αὐτό πολύ περισσότερα, ἄν ὄχι τά πάντα.
Ὡς γνωστόν, κάθε (φυτικός ἤ βιολογικός) ὀργανισµός ἔχει ὡς ἑνιαία ὀντότητα τή δική του ζωή. Κάθε κύτταρο, ἱστός ἤ µέλος τοῦ ὀργανισµοῦ ζεῖ, τρέφεται καί αὐξάνεται, µόνο ὅσο εἶναι ἐνταγµένο «ὀργανικά» στό σῶµα τοῦ ὀργανισµοῦ καί ἐφ’ ὅσον, ἀσκῶντας τήν εἰδική «λειτουργία» γιά τήν ὁποία ἔχει διαφοροποιηθεῖ, ἐξυπηρετεῖ τή ζωή τοῦ ὀργανισµοῦ. Ἔτσι, ὅσοι ἀντιµετωπίζουν τό κράτος ὡς «ὀργανισµό», τείνουν νά κηρύσσουν ὅτι τά κράτη (καί µάλιστα τό κράτος στό ὁποῖο ἀνήκουν) ἔχουν τή δική τους, ἐνίοτε κοσµοϊστορική, ἀποστολή καί δικαιοῦνται νά καλοῦν τούς πολῖτες τους νά ἀφιερωθοῦν ἐξ ὁλοκλήρου ἤ καί νά θυσιαστοῦν ἀκόµη γιά τήν ἐκπλήρωση τῶν κρατικῶν ἐπαγγελιῶν, διότι αὐτή καί µόνο αὐτή εἶναι ἡ ἁρµόζουσα «λειτουργία» τους ὡς πολιτῶν. Γιά τούς θεωρητικούς αὐτούς, τό κράτος εἶναι ἕνας «ζωτικός ὀργανισµός» ἀπαραίτητος γιά νά ὑπάρξει ἡ πρόοδος τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν τελικό του σκοπό. Διότι µόνο µέσῳ τοῦ κράτους τά ἐπιµέρους ἄτοµα µποροῦν νά ἑνώσουν τίς ἐνέργειές τους, νά τίς ἐναρµονίσουν καί νά ἐπιτύχουν τούς µεγάλους σκοπούς τους. Ἀκόµη περισσότερο, µόνο τό κράτος µέ τούς θεσµούς του ἐκφράζει τό πνεῦµα τοῦ λαοῦ. Ὄντως δέ τέτοιας φύσης τό κράτος ἐπιφέρει τήν ὁλοκλήρωση τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς.
Μάλιστα, σύµφωνα µέ τίς καθιερωµένες ἀρχές τοῦ δικαίου, κάποιος ἀποκτᾶ τήν ἰθαγένεια ἑνός κράτους βάσει εἴτε τοῦ δικαίου τοῦ αἵµατος (ius sanguinis), ὅταν δηλαδή κατάγεται ἀπό γονεῖς, πού εἶναι ἤδη φορεῖς τῆς ἐν λόγῳ ἰθαγένειας, εἴτε τοῦ δικαίου τοῦ ἐδάφους (ius soli), ὅταν δηλαδή ἡ γέννησή του ἐντός µιᾶς ἐδαφικῆς ἐπικράτειας ἀναγνωρίζεται ὡς ἐπαρκής λόγος γιά τήν κτήση τῆς ἀντίστοιχης ἰθαγένειας. Ἔτσι, τά στοιχεῖα ἐκεῖνα πού ἀπαιτοῦνται γιά νά ἀποκτήσει κάποιος τήν ἰθαγένεια ἑνός κράτους σχετίζονται µέ τή «γῆ» καί µέ τό «αἷµα», δηλαδή µέ «στοιχεῖα τοῦ κόσµου τούτου» (Πρός Κολασσαεῖς, 2, 20), τά ὁποῖα θεωρεῖται ὅτι ἔχουν τή δύναµη νά καθιστοῦν κάποιον µέλος τῆς ἑκάστοτε κρατικῆς κοινότητας-ὀργανισµοῦ, ὅπως συµβαίνει µέ ἕναν φυτικό ὀργανισµό πού ριζώνει στή γῆ ἤ µέ ἕνα βιολογικό ὀργανισµό πού φέρει τό αἷµα τῶν προγόνων του.
Συνήθως, ἐκεῖνοι πού ἀντιµετωπίζουν τό κράτος ὡς «µηχανή» προέρχονται ἀπό τόν Ἀγγλοσαξωνικό χῶρο καί χαρακτηρίζονται ἀπό µιά οὐσιώδη ἐπιφύλαξη ἤ δυσπιστία πρός τό κράτος. Ἀπό τήν ἄλλη ἐκεῖνοι πού ζοῦν (ζοῦµε) στήν ἠπειρωτική Εὐρώπη συνήθως ἔχουν τήν τάση νά ἀντικρίζουν (ἀντικρίζουµε) τό κράτος ὡς «ὀργανισµό», ἐντός τοῦ ὁποίου ἐκπληρώνονται τά πεπρωµένα ἤ τά ἰδεώδη τοῦ ἔθνους ἤ τῆς φυλῆς. Ἔτσι, ἴσως δέν εἶναι τυχαῖο τό ὅτι στήν ἤπειρό µας βρέθηκε πρόσφορο ἔδαφος γιά τήν ἐγκαθίδρυση ὁλοκληρωτικῶν καθεστώτων στό παρελθόν. Εἶναι δέ ἐνδεικτικό ὅτι ἀκόµη καί σήµερα γίνεται πολύς λόγος γιά τήν Εὐρωπαϊκή «ὁλοκλήρωση», ὡσάν νά ὑπάρχει «ἐν σπέρµατι» ἤ «ὑπό ἀνάπτυξη» ἕνας ὀργανισµός (ἡ ἑνωµένη Εὐρώπη), ὁ ὁποῖος κινεῖται καί πρέπει, τελεολογικά, νά κινηθεῖ στήν πλήρη ἐκδίπλωσή του σέ ἕνα ὁλοκληρωµένο ὀργανισµό, ὅπου, ἐπιτέλους, θά ἐκπληρωθοῦν οἱ χιλιαστικοῦ τύπου προσδοκίες τῶν εὐρωπαίων πολιτῶν γιά ἐπίγειο πλοῦτο καί εὐτυχία!
Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος ἤδη ἀπό τό 1923 εἶχε ὑπογραµµίσει ἔντονα τόν κίνδυνο νά ὑποκατασταθεῖ ἡ Ἐκκλησία ἀπό ἕναν ἤ ἀπό πολλούς ἐθνικούς-κρατικούς «ὀργανισµούς», οἱ ὁποῖοι θά αὐτοπροβληθοῦν ὡς ἡ ἐνσάρκωση τῶν ἰδανικῶν τῶν ἀνθρώπων ἐπί τῆς γῆς. Γράφει συγκεκριµένα: «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι οἰκουµενική, καθολική, θεανθρωπίνη, αἰώνια, διά τοῦτο ἀποτελεῖ βλασφηµίαν, ἀσυγχώρητον βλασφηµίαν ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος, τό νά κάµωµεν τήν Ἐκκλησίαν ἕνα ἐθνικόν ἵδρυµα (institutio), νά τήν στενεύωµεν µέχρι τῶν µικρῶν, πεπερασµένων, χρονικῶν ἐθνικῶν σκοπῶν καί µεθόδων». Καί ἐπίσης: «Εἰς τήν πορείαν των διά µέσου τῆς ἱστορίας πολλαί τοπικαί Ἐκκλησίαι περιωρίζοντο εἰς τόν ἐθνικισµόν καί µεταξύ αὐτῶν καί ἡ ἰδική µας. Ἡ Ἐκκλησία προσηρµόζετο εἰς τόν λαόν, ἐνῷ τό κανονικόν εἶναι τό ἀντίθετον: ὁ λαός νά προσαρµόζεται πρός τήν Ἐκκλησίαν». Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος ἐπισηµαίνει ὅτι τόν κίνδυνο αὐτόν τόν διέτρεξε στό παρελθόν καί ἡ Σερβική Ἐκκλησία, φαίνεται, ὅµως, ὅτι ὁ κίνδυνος νά ἀφοµοιωθοῦν καί ἀπορροφηθοῦν οἱ τοπικές Ἐκκλησίες ἀπό τό οἰκεῖο τους κράτος, µετατρεπόµενες σέ «ἰδεολογικό µηχανισµό» γιά τή νοµιµοποίησή του, εἶναι διαρκῶς ἐπίκαιρος καί ἔντονος.
Ἐν ὄψει τῶν ἀνωτέρω, θά ἦταν σκόπιµο νά προσπαθήσει κανείς νά ἐρευνήσει τό πῶς ἡ Ἐκκλησία ἀντιµετώπισε τό βυζαντινό Κράτος καί ἐάν αὐτό ἦταν ἕνα «κράτος-µηχανή», ἤ ἕνα «κράτος-ὀργανισµός» πού ἤθελε νά ὑποκαταστήσει τήν Ἐκκλησία.
Γιά µιά πρόχειρη ἀπάντηση θά µποροῦσε καταρχήν κανείς νά στηριχθεῖ στήν Ι Νεαρά τοῦ ἁγίου αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ, ὅπου ὁρίζεται ὅτι: «Δύο εἶναι τά µέγιστα δῶρα πού ὁ Θεός, στήν ἀγάπη του γιά τόν ἄνθρωπο µᾶς δώρισε ἀπό ψηλά: ἡ ἱερωνύνη καί ἡ αὐτοκρατορική ἀξιοπρέπεια. Τό πρῶτο ὑπηρετεῖ τά Θεῖα πράγµατα, ἐνῶ τό δεύτερο διευθύνει καί διοικεῖ τίς ἀνθρώπινες ὑποθέσεις», καθώς καί στό διάταγµα, ὅπου ὅριζε ὅτι: «Διατάσσουµε ὅτι οἱ Ἱεροί Ἐκκλησιαστικοί Κανόνες πού υἱοθετήθηκαν καί ἐπικυρώθηκαν ἀπό τίς τέσσαρες Οἰκουµενικές Συνόδους… θά ἀντιµετωπίζονται ὡς νόµοι». Νοµίζουµε ὅτι δέν θά παρερµηνεύσουµε τά νοµοθετικά αὐτά κείµενα, ἐάν δεχθοῦµε ὅτι ἀπό αὐτά συνάγεται ὅτι γιά τούς Βυζαντινούς τό κράτος δέν µπορεῖ νά θεωρηθεῖ τεχνητό ἀνθρώπινο κατασκεύασµα-µηχανή, ἀφοῦ ἀναγνωρίζεται ὡς µέγιστο δῶρο τοῦ Θεοῦ, στό πλαίσιο τοῦ ὁποίου ἀναγνωρίζεται νοµικά ἡ ποιµαντική/παιδαγωγική ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας. Οὔτε, ὅµως, ὡς «ὀργανισµός» µέ τήν ἄνω ἔννοια µπορεῖ νά θεωρηθεῖ τό βυζαντινό κράτος, διότι στό πλαίσιό του ἡ κρατική ἐξουσία περιορίζεται στή διοίκηση τῶν βιοτικῶν-ἐπιγείων ὑποθέσεων, ἐνῶ ἐπιπλέον, ἀκόµη καί στό πεδίο αὐτό, οἱ Ἐκκλησιαστικοί Κανόνες θέτουν ὅρια στή νοµοθετική ἐξουσία, ἀποκλείοντας ἔτσι τό ἐνδεχόµενο τῆς «ἱεροποίησης» τοῦ κράτους.
Γιά τό ἱστορικό αὐτό ζήτηµα, πού παρουσιάζει ἰδιαίτερο πρακτικό ἐνδιαφέρον γιά µᾶς σήµερα, εἶναι σίγουρο ὅτι ἀπαιτεῖται µιά ἐκτενέστερη καί βαθύτερη ἀνάλυση πού ἀνήκει στή δικαιοδοσία τῶν εἰδικῶν. Φαίνεται, πάντως, πώς δέν θά ἦταν ὑπερβολή νά ὑποστηρίξει κανείς ὅτι οἱ Βυζαντινοί εἶχαν ἀφοµοιώσει αὐτό πού ἔγραψε πολλούς αἰῶνες ἀργότερα ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος, ὅτι δηλαδή «ὁ θεανθρώπινος σκοπός δύναται νά πραγµατοποιεῖται µέ θεανθρώπινα ἀποκλειστικῶς µέσα, ποτέ µέ ἀνθρώπινα ἤ µέ οἱαδήποτε ἄλλα µέσα. Εἰς αὐτό τό σηµεῖον διαφέρει οὐσιαστικῶς ἡ Ἐκκλησία ἀπό καθετί τό ἀνθρώπινον, τό γήϊνον». Ὅποιες, ὅµως, καί νά ἦταν οἱ σχετικές ἐπιτεύξεις ἤ ἀποτυχίες τῶν Βυζαντινῶν, τό γεγονός εἶναι ὅτι ἡ ὑπόµνηση αὐτή τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου διατηρεῖ µέχρι σήµερα τήν ἐπικαιρότητά της.
Νοµοµαθής
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 214-215
Ἰούνιος-Ἰούλιος 2020