ΑΝΑΣΤΑ, ΠΛΑΣΜΑ ΕΜΟΝ! ΑΝΑΣΤΑ, ΜΟΡΦΗ Η ΕΜΗ, Η ΚΑΤ’ ΕΙΚΟΝΑ ΕΜΗΝ ΓΕΓΕΝΗΜΕΝΗ

Ὁ Χριστός πρός τόν Ἀδάµ:

 

ΑΝΑΣΤΑ, ΠΛΑΣΜΑ ΕΜΟΝ!  ΑΝΑΣΤΑ, ΜΟΡΦΗ Η ΕΜΗ,

Η  ΚΑΤ’  ΕΙΚΟΝΑ  ΕΜΗΝ  ΓΕΓΕΝΗΜΕΝΗ

 

Tό Μέγα Σάββατον, συνηθίζεται νά ἀναγινώσκεται στίς Ἱερές Μονές, ὁ Λόγος τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου, ἐπισκόπου τῆς Κύπρου, «Εἰς τήν θεόσωμον ταφήν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ». Πρόκειται γιά ἕνα μοναδικά συγκλονιστικό πατερικό κείμενο, ἡ ἀνάγνωση τοῦ ὁποίου προετοιμάζει ψυχικά τόν κάθε Χριστιανό νά δεχθεῖ «φαιδρῶς» καί νά ὑποδεχθεῖ τήν Ἁγίαν Ἀνάσταση.

Εἶναι κρίμα, πού ὁ ἐγκόσμιος ἀγωνιζόμενος Χριστιανός, στερεῖται, ὡς συνήθως, τήν δυνατότητα ἀκροάσεως καί ἀναγνώσεως αὐτοῦ τοῦ Λόγου. Ἡ ζωή στόν κόσμο, βλέπετε, δέν παρέχει τέτοιου εἴδους «πολυτέλειες», ἀκόμα καί στήν καλύτερα ὀργανωμένη Ἱερά Ἐνορία. Μᾶλλον δυστυχῶς (;), ἦταν, εἶναι καί θά εἶναι τοῦτο –ὅπως καί τόσα ἄλλα– «προνόμιο» τοῦ μονήρους βίου, ὅπου οἱ ἐκτενεῖς καί πολύωρες ἀκολουθίες προσφέρονται πρός τοῦτο.

Ἡ Σεβασμία Ἱερά Μονή τοῦ Παρακλήτου, κοντά στόν Ὠρωπό Ἀττικῆς, ἐδῶ καί πολλά χρόνια, ἔχει ἐκδόσει, σέ μικρό εὔχρηστο τεῦχος, μία φροντισμένη καί καλοδουλεμένη μετάφραση τοῦ Λόγου αὐτοῦ, πού ἔτσι γίνεται πιό κατανοητός καί εὔληπτος ἀπό τούς ἀμυήτους τοῦ ἀρχαίου λόγου Νεοέλληνες, ἄν καί ἡ γλῶσσα τοῦ κειμένου, πού θυμίζει λίγο χειμαρρῶδες «Χρυσοστομικό» ὕφος, ἀνήκει στήν γλωσσική κατηγορία τῆς Καινῆς Διαθήκης, τῆς λίγο-πολύ κατανοητῆς.

Στό ἄρθρο αὐτό, θά γίνει μιά προσπάθεια νά ἀποδοθεῖ περιληπτικά τό περιεχόμενο, δηλαδή ἡ ὅλη ὑπόθεση καί ἀνέλιξη τοῦ ἔργου. Πάντως, ἐκ προοιμίου, πρέπει νά σημειωθεῖ, ὅτι ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος, μέ τόν Λόγο του αὐτόν, πρωτοτυπεῖ ἀνάμεσα σέ ὅλα τά σχετικά μέ τήν Ταφή καί τήν «Εἰς Ἅδου κάθοδον» τοῦ Κυρίου κείμενα. Πρωτοτυπεῖ, ὄχι μόνον ἀπό πλευρᾶς ἐννοιολογικῆς –χρησιμοποιῶντας «ἁγιοπατερικῇ ἀδείᾳ» θαυμαστές, ἀπίθανες ἔννοιες καί διαλογικές μορφές– ἀλλά καί ἀπό πλευρᾶς φιλολογικῆς, παρουσιάζοντας λέξεις καί σχήματα λόγου, πού κρατοῦν τόν ἀναγνώστη ἤ ἀκροατή ἄφωνο, σχεδόν ἐμβρόντητο, ἀκόμα καί μέ κρατημένη τήν ἀναπνοή· δηλαδή «ἀπνευστί» ἀναγινώσκοντα ἤ ἀκροώμενον τόν Λόγο. Ἐδῶ οἱ φιλόλογοι θά θαυμάσουν τήν τέχνη τοῦ συγγραφέως στήν κατασκευή καί χρήση περίτεχνων λέξεων καί φράσεων. Ἄς ἀναφέρουμε δειγματοληπτικῶς λίγα παραδείγματα: ( Ἑβραῖοι) «κριταί οἱ κατάκριτοι» / «σκότος πανέσπερον» / «προσέφερον (οἱ Ἑβραῖοι) κτηνόθυτον θυσίαν», ἡ δέ Ἐκκλησία «Θεόσωμον θυσίαν» / ὁ Χριστός «ἐν Βηθλεέμ γεννᾶται» καί «ἐν Σιών ἐκ νεκρῶν ἀναγεννᾶται» / (Ὁ Ἰωσήφ ὁ ἀπό Ἀριμαθαίας) «πρός ἀνατολάς καταθάπτει καθάπερ νεκρόν, τήν ἀνατολήν τῶν ἀνατολῶν Ἰησοῦν» / (Στόν Ἅδη βρισκόταν) «δέσμιος ὁ Ἀδάμ ὁ πρωτόπλαστος καί πρωτόθνητος, πάντων καταδίκων κατώτερος· καί ὁ Ἄβελ ὁ πρωτόθυτος καί πρωτοδίκαιος ποιμήν … καί ὁ Ἀβραάμ ὁ χριστοπάτωρ θύτης, ὁ τήν ξιφάξιφον ὁμοῦ καί θνητάθνητον Θεῷ θύσας θυσίαν … ὁ Ἰωσήφ … εἰς Χριστοῦ τύπον, δεσμώτης καί Δεσπότης / (ὅλοι, γενικῶς, οἱ Δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ζητοῦν) «λύτρωσιν ἐκ τῆς κατωδύνου, κατηφοῦς, ἐχθροκρατοῦς καί ζοφερᾶς πανεσπεροπαννυξίας» / (Ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ διατάζει τούς δαίμονες τοῦ Ἅδου, μέ φωνή) «ἰσχυράν, ἀρχαγγελικωτάτην, λαμπράν καί λεοντιαίαν» / «Ἀδάμ, ἐκεῖνος ὁ πάντων ἀνθρώπων πρωτόκτιστος καί πρωτόπλαστος καί πρωτόθνητος, ἐνδότερος πάντων, μετά πολλῆς τῆς ἀσφαλίας δέσμιος κατεχόμενος» / καί πολλά ἄλλα.

Ἄς ἀρχίσουμε ὅμως τήν περιληπτική ἀπόδοση τοῦ πατερικοῦ κειμένου.

Ὁ Ἅγιος ἀρχίζει τόν Λόγο του ἐρωτηματικά: «Τί τοῦτο σήμερον; Σιγή πολλή ἐν τῇ γῇ». Δηλαδή, γιατί σήμερα ἐπικρατεῖ τόση ἡρεμία καί ἡσυχία; Μέ ἐκκίνηση αὐτή τήν ἐρώτηση, κάνει λόγο γιά τόν «πρός βραχύ» (=σύντομο) ὕπνο τοῦ Κυρίου, τοῦ «σαρκί ὑπνώσαντος ὡς θνητοῦ». Ἀντιπαραβάλλει τούς δύο «πασχαλίους» ἀμνούς: τοῦ ἰουδαϊκοῦ πού θυσιαζόταν τό ἑσπέρας τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς καί τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ, πού τήν ἴδια ὥρα θυσιαζόταν ἐπί τοῦ Σταυροῦ καί κατήρχετο στόν Ἅδη, «διά τήν ἡμῶν σωτηρίαν». Συνεχίζει μέ τήν ἀντιπαράθεση τοῦ ἀριθμοῦ «δύο», ὅσον ἀφορᾶ τά γεγονότα τῶν Χριστουγέννων καί τά τωρινά: Δύο «χαῖρε» ἀρχαγγελικά· ἕνα κατά τόν Εὐαγγελισμό καί ἕνα («χαίρετε») στό κενό μνημεῖο. Δύο νύκτες· μία τῆς Γεννήσεως στήν Βηθλεέμ καί ἡ ἄλλη, «σωτήριος νύξ καί φωταυγής τῆς τριημέρου ἐγέρσεως τοῦ Σωτῆρος». Δύο σπήλαια· τό τῆς Γεννήσεως καί τό τῆς Ταφῆς. Δύο σπάργανα: τά βρεφικά καί τά «ἐντάφια σπάργανα». Δύο ἀρώματα· σμύρνα τῶν Μάγων στήν Βηθλεέμ καί σμυρναλόη τοῦ Νικοδήμου (τοῦ νυκτερινοῦ μαθητοῦ) στήν Ταφή. Δύο ἄνδρες «Ἰωσήφ»· ὁ «ἄνανδρος ἀνήρ τῆς Μαρίας» κατά τήν Γέννηση καί Ἰωσήφ ὁ ἐξ Ἀριμαθαίας, ὁ κηδευτής. Δύο εἴδη ποιμένων· οἱ τῆς Βηθλεέμ καί ἐδῶ οἱ Μαθηταί τοῦ Χριστοῦ, πού ἔγιναν μετ’ ὀλίγον «Μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως Αὐτοῦ», ὅπως λέγουν οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Δύο τεσσαρακοστές· μετά τήν Γέννηση, ὅταν ὁ Κύριος προσεφέρθη στόν Ναό ὡς «ἄρσεν διανοῖγον μήτραν» κατά τήν Ὑπαπαντή καί ἡ ἄλλη (τεσσαρακοστή ἡμέρα) μετά τήν Ἀνάστασή Του, ὅταν ἀνῆλθεν εἰς τήν ἄνω Ἰερουσαλήμ, μέ τήν Ἀνάληψή Του. Καί στήν μέν Ὑπαπαντή ὑποδέχεται Αὐτόν ὁ γηραιός Συμεών, ἐνῶ στήν Ἀνάληψη «ὁ παλαιός τῶν ἡμερῶν» Θεός Πατήρ. Δύο σφραγίδες πού ἀνοίγουν καί πάλι ξανακλείνουν χωρίς νά καταστρέφονται· ἡ σφραγῖδα τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου κατά τήν Γέννηση καί οἱ σφραγῖδες τοῦ Θεοδέγμονος Τάφου, ἀπ’ ὅπου ὁ Χριστός ἀνεγεννήθη, δηλαδή ἀνέστη «ἐσφραγισμένου τοῦ μνήματος». Καί ἄλλα τέτοια παρόμοια.

Ἀκολούθως, ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος μακαρίζει τόν Ἰωσήφ τόν ἀπό Ἀριμαθαίας, ὁ ὁποῖος «τολμήσας εἰσῆλθε πρός Πιλάτον» γιά νά ζητήσει τό νεκρό σῶμα τοῦ Κυρίου πρός ταφήν. Μακαρίζει τήν τόλμη του· ἕνας ἄνθρωπος, ὁ Ἰωσήφ, διαλέγεται καί διαπραγματεύεται μέ ἕναν ἄλλο ἄνθρωπο, τόν Πιλάτο, περί τοῦ σώματος τοῦ κοινοῦ πλάστου αὐτῶν καί ποιητοῦ τῶν ἁπάντων. Ὁ πλούσιος –κατά τόν χαρακτηρισμό τοῦ Εὐαγγελίου– Ἰωσήφ, ἀποδεικνύεται «ὄντως καί ἀληθῶς» πλούσιος, διότι ἀξιώθηκε νά λάβει καί νά κηδεύσει τόν «ἀτίμητον μαργαρίτην». Ἐδῶ ἀναπτύσσεται ἕνας νοητός διάλογος –ἁγιοπατερικῇ, δηλαδή ἁγιοπνευματικῇ ἀδείᾳ– μεταξύ Ἰωσήφ καί Πιλάτου· μᾶλλον ἕνας μονόλογος καί ὄχι διάλογος. Τά ταπεινά, ἱκέσια καί ὑποθετικά λόγια τοῦ Ἰωσήφ: «Αἴτησιν τινα οἰκτράν, ὦ κριτά, καί τοῖς πᾶσι μικράν αἰτούμενος πρός σέ παραγέγονα», ἐπαναλαμβάνουν συνεχῶς τήν παράκληση: «Δός μοι τοῦτον τόν ξένον», δηλαδή τόν Ἰησοῦν. Καί ἐξηγεῖ μέ θαυμαστές εὐαγγελικές εἰκόνες καί ἀναφορές, τό γιατί Τόν ὀνομάζει «ξένον», Αὐτόν πού ἀληθῶς, ὡς ξένος, «οὐκ εἶχε ποῦ τήν κεφαλήν κλῖναι» ἐπί τῆς γῆς. Μᾶλλον, ἀπό τά λόγια αὐτά ἐμπνεύσθηκε ὁ ὑμνογράφος Γεώργιος Ἀκροπολίτης (+1281) τόν περίφημο ἐπιτάφιο ὕμνο, πού ψάλλεται στίς Ἱερές Μονές κατά τήν ὥρα τῆς περιφορᾶς τοῦ Ἐπιταφίου: «Τόν ἥλιον κρύψαντα» (σπουδαῖο καί σάν μουσικό κείμενο, πρό πολλῶν ἐτῶν λησμονηθέν στίς Ἐνορίες καί ἀντικατασταθέν μέ ὀθνεῖα καί ἀλλογενῆ ἄσματα, πού –εἰρήσθω ἐν παρόδῳ– κατακρεουργοῦν τά τροπάρια τῆς τρίτης Στάσεως τῶν Ἐγκωμίων, ἀποδίδοντα αὐτά εἰς ἦχον τέταρτον καί ὄχι εἰς τρίτον, ὡς προβλέπεται).

Ἐν συνεχείᾳ, ὁ Ἅγιος πλατυάζει λίγο τόν Λόγο του, ἀναφέροντας τίς ἐπικήδειες ἐνέργειες καί φροντίδες τοῦ Ἰωσήφ· μακαρίζει τά χέρια του πού «ὑπούργησαν» τήν Ταφή καί «ἐψηλάφησαν» τά καθῃμαγμένα μέλη τοῦ Δεσποτικοῦ Σώματος. Καί συν-μακαρίζει καί τόν «νυκτερινόν μαθητήν», τόν Νικόδημον, πού κι αὐτός συν-υπούργησε στήν «Θεόσωμον Ταφήν» τοῦ Κυρίου. Οἱ φραστικές παρομοιώσεις τῶν δύο κηδευτῶν μέ τίς ἀγγελικές δυνάμεις καί τά σχετικά ἐγκώμια, νομίζω, μόνο μέ τόν Χρυσοστομικό κάλαμο θά μποροῦσαν νά ἀνταγωνισθοῦν.

Καί ἀφοῦ οἱ ἅγιοι κηδευταί καταθέσουν τό Κυριακόν Σῶμα στό «καινόν» (Καί μετά τρεῖς ἡμέρες «κενόν») μνημεῖον καί Τό καλύψουν μέ λίθο, τά «νερά» τοῦ κειμένου βαθαίνουν … (ὅπως βαθαίνουν τά «νερά» τῆς Θείας Λειτουργίας, μετά τήν κατάθεση τῶν τιμίων Δώρων ἐπί τῆς Ἁγίας Τραπέζης κατά τήν Μεγάλη Εἴσοδο). Ὁ Λόγος πλέον μᾶς μεταφέρει στά σχετικά μέ τήν «Εἰς Ἅδου κάθοδον» τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Ἀπό δῶ καί πέρα τό κείμενον ἀναγινώσκεται καί ἀκροᾶται ἀσκαρδαμυκτί καί ἀπνευστί. Κι ἐμεῖς καλούμεθα νά γίνουμε μύστες καί μέτοχοι τῶν τελουμένων στόν Ἅδη ὑπερφυῶν μυστηρίων. Τονίζει ὁ Ἅγιος ἐξ ἀρχῆς, ὅτι ὁ Χριστός, ὅπως καί στήν ἐπί γῆς παρουσία Του, ἔτσι καί τώρα στόν Ἅδη, δέν σώζει «πάντας ἁπλῶς» τούς νεκρούς, ἀλλά «κἀκεῖ τούς πιστεύσαντας» εἰς Αὐτόν. Μετά ἀπό αὐτήν τήν, τρόπον τινα, προειδοποιητική παρατήρηση, ἀναφέρονται ὀνομαστικά, ἀλλά καί καθ’ ὁμάδας, οἱ μέχρι τότε γνωστοί ἀπ’ τήν Παλαιά Διαθήκη νεκροί· ἀπ’ τόν Ἀδάμ τόν πρωτόπλαστο, μέχρι καί αὐτόν ἀκόμα τόν Ἅγιον Ἰωάννη τόν Πρόδρομο, πού ἵσταται στό μεταίχμιο παλαιᾶς καί νέας χάριτος. Ὅλοι τους, περιμένουν τήν Δεσποτική ἐπίσκεψη καί παρουσία, χρησιμοποιῶντας διάφορες ἱκεσίες καί δεήσεις πρός τόν Ἐρχόμενον, «λύτρωσιν ἐξαιτοῦντες». Καί ὁ Κύριος κατέρχεται ὄντως εἰς τά κατώτατα καί ὑποχθόνια (=ὑπό τήν χθόνα, γῆν) «καί ἀνήλια καί ἀνέσπερα τοῦ Ἅδου δεσμωτήρια καί οἰκητήρια», ὅπου οἱ προανεφερθεῖσες ψυχές Τόν ἀναμένουν. Οἱ προπορευόμενοι Ἀρχάγγελοι, μέ φωνή ἐξουσιαστική, «λαμπράν καί λεοντιαίαν», διατάσσουν τούς «δεσμοφύλακες» ὑπηρέτες τοῦ Διαβόλου δαίμονες, νά «ἄρουν τάς πύλας», γιά νά εἰσέλθει ὁ Βασιλεύς τῆς Δόξης Χριστός. Μέχρι τώρα, τούς λέγουν, εἴσασταν οἱ ἄρχοντες, πού «μέχρι τοῦ νῦν κακῶς ἤρξατε τῶν ἀπ’ αἰῶνος κεκοιμημένων». Τώρα, ἐξαφανισθεῖτε ἀπό προσώπου Κυρίου, τοῦ Βασιλέως τῆς Δόξης, διότι Αὐτός εἶναι «Κύριος κραταιός καί δυνατός καί ἀήττητος ἐν πολέμῳ».

Οἱ δεσμοφύλακες δαίμονες ἔτσι, τρέπονται σέ ἄτακτη φυγή καί ὑποχώρηση, ἐνῶ ὁ Δεσπότης Χριστός, εἰσέρχεται θριαμβευτής στόν Ἅδη, κρατῶντας «τό νικητικόν ὅπλον τοῦ Σταυροῦ». Ὁ Ἀδάμ, ἀπευθυνόμενος στούς μαζί μέ αὐτόν δεσμίους, λέγει ὅτι ἀκούει κάποια βήματα νά ἔρχονται ἀπό μακρόθεν καί θυμᾶται τά βήματα τοῦ Θεοῦ, τοῦ πάλαι ποτε «περιπατοῦντος ἐν τῷ Παραδείσῳ τό δειλινόν», ὅταν «τῷ φόβῳ ἐκρύβη», μαζί μέ τήν Εὔα. Καί τά ἀναγνωρίζει, προσδοκῶντας τήν σωτηρία του. Μόλις ἀντικρύζει, δέσμιος ἀκόμη, τόν Δεσπότην Χριστόν, πού ἐν τῷ μεταξύ ἦλθε κοντά του, τότε, «τό στῆθος τύψας, ἐβόησε πρός ἅπαντας τούς ἀπ’ αἰῶνος κεκοιμημένους· «ὁ Κύριός μου μετά πάντων» καί ἀποκριθείς ὁ Χριστός, λέγει τῷ Ἀδάμ· «καί μετά τοῦ πνεύματός σου». Καί κρατήσας αὐτόν τῆς χειρός, ἀνίστησι λέγων· «ἔγειρε ὁ καθεύδων καί ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν καί ἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστός … ἀνάστα πλάσμα τό ἐμόν· ἀνάστα μορφή ἡ ἐμή, ἡ κατ’ εἰκόνα ἐμήν γεγενημένη».

Καί κατόπιν ὁ Κύριος, μέ ἔντονες καί ἀντιθετικές - ἀντιπαραβολικές εἰκόνες, ἀναφέρεται στήν λύτρωση πού ὁ Ἴδιος, «γενόμενος δι’ αὐτόν υἱός του», τοῦ χορηγεῖ. Τοῦ ὁμιλεῖ γιά τόν κῆπο τῆς Ἐδέμ, ἀπ’ τόν ὁποῖο «κακῶς» ἐξῆλθε ὁ Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος κῆπος Τόν ὁδήγησε Ἑκόντα σ’ ἕναν ἄλλο κῆπο, τῆς Ἱερουσαλήμ, «ὅπου Ἰουδαίοις παρεδόθη καί ἐν κήπῳ ἐσταυρώθη», ἀλλά καί ἐτάφη. Τοῦ δείχνει τά ἐμπτύσματα καί τά ἴχνη τῶν κολαφισμῶν καί ραπισμάτων τοῦ προσώπου Του, τά ὁποῖα ὑπέμεινε «ἵνα ἀποκαταστήση (αὐτόν) εἰς τό ἀρχαῖον ἐμφύσημα» καί «ἵνα τήν διαστραφεῖσαν μορφήν (αὐτοῦ) ὀρθώσῃ εἰς τό κατ’ εἰκόνα τό πρότερον». Τοῦ δείχνει τά νῶτα Του μαστιγωμένα, τά χέρια, τά πόδια καί ὅλα Του τά μέλη καθῃμαγμένα, «ἵνα τό φορτίον τῶν ἁμαρτημάτων (του) σκορπίσῃ». Τήν ἕκτη ἡμέρα τῆς δημιουργίας (κατά τήν Γένεση) ἔγινε ἡ «ἀπόφασις» τῆς διαπλάσεώς του: «ποιήσωμεν ἄνθρωπον…». Τήν ἕκτη ἡμέρα, τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, ἔγινε ἡ δεύτερη ἀνάπλαση καί ἐπανείσοδος τοῦ Ἀδάμ στόν ἀπωλεσθέντα παράδεισο. Τήν ὥρα τῆς Σταυρώσεως, λέγει ὁ Κύριος, γεύθηκα χολή καί ὄξος, γιά νά θεραπεύσω τήν «πικράν ἡδονήν» πού σοῦ προξένησε ἡ γλυκειά βρῶσις τοῦ ἀπηγορευμένου καρποῦ.

Καί γενικά, γιά νά μήν γινόμαστε κουραστικοί, μέ τέτοιες ἀντιπαραβολές, ὁ Κύριος, στόν νοητό αὐτόν διάλογο – μονόλογο μέ τό πλάσμα Του, μέ τήν μορφή Του, ὅπως ὀνομάζει τόν Ἀδάμ, καταλήγει προτρέποντας: «ἐγείρεσθε, ἄγωμεν ἐντεῦθεν». Σηκωθεῖτε, δηλαδή, ἄνθρωποι, νά φύγουμε ἀπό δῶ. Δέν σᾶς ἔπλασα γιά νά εἶσθε δέσμιοι τοῦ Ἅδου· εἶναι σάν νά λέγει, μέσῳ τοῦ Ἀδάμ, πρός ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος. Κι αὐτό εἶναι ἄλλωστε, «ὅπερ ἔδει δεῖξαι».

Νά καί ὁ Ἐπίλογος τοῦ Λόγου: «Ταῦτα καί τά τοιαῦτα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ λέγοντος, ἀνίσταται σύν αὐτῷ ὁ ἐν αὐτῷ ἡνωμένος Ἀδάμ· καί συνανίσταται Εὔα· ἀλλά καί πολλά σώματα τῶν ἀπ’ αἰῶνος κεκοιμημένων ἀνέστησαν, κηρύττοντα τήν τοῦ Δεσπότου τριήμερον ἀνάστασιν· ἥν φαιδρῶς οἱ πιστοί ὑποδεξώμεθα καί περιπτυξώμεθα, μετά ἀγγέλων χορεύοντες, μετά ἀρχαγγέλων ἑορτάζοντες, ὁμοῦ καί δοξάζοντες τόν ἡμᾶς ἐκ τῆς φθορᾶς Χριστόν ἀναστήσαντα, ᾧ ἡ δόξα καί τό κράτος, σύν τῷ ἀθανάτῳ Πατρί καί τῷ παναγίῳ καί ἀγαθῷ καί ζωοποιῷ καί ὁμοουσίῳ Πνεύματι, εἰς τούς σύμπαντας αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν»!

Νομίζω ὅτι, περαιτέρω σχολιασμοί περιττεύουν. Ἄλλωστε, ὅπως προδηλώθηκε, βασικός σκοπός τῆς παρούσης, ἦταν νά γνωρίσουν οἱ ἐν τῷ κόσμῳ ἀγωνιζόμενοι τό ἀνεπανάληπτο αὐτό κείμενο, πού –μέ τά δεδομένα τῆς κοσμικῆς ζωῆς– μᾶλλον δύσκολα θά πέσει στά χέρια τους· κι ἄν πέσει, θά διαβασθεῖ μόνο ἀπό τούς τῆς γενεᾶς μας διδαχθέντας τήν ἀρχαία Ἑλληνική. Γι’ αὐτό καί ἔγινε ἡ παροῦσα ταπεινή προσπάθεια μιᾶς, κατά τό δυνατόν, περιληπτικῆς ἀποδόσεως τοῦ ὡραίου αὐτοῦ κειμένου, πού οἱ δυστυχεῖς Νεοέλληνες μόνο ἀπό μετάφραση θά μπορέσουν νά τό προσεγγίσουν. Εὐχῆς ἔργον θά ἦταν, γιά τόν λόγο αὐτό, νά μποροῦσαν νά προμηθεύουν αὐτοί τό προμνημονευθέν τεῦχος τῆς Μονῆς Παρακλήτου, πού ἀσφαλῶς διατίθεται καί κυκλοφορεῖ. Μέχρι τότε, ἄς ἀρκεσθεῖτε στήν φτωχή αὐτή προσφορά.

Σεβαστοί Πατέρες καί ἀγαπητοί Ἀδελφοί, μήν ξεχνᾶμε ὅτι «ἡ καταδίκη» μας εἶναι νά εἴμαστε ἀθάνατοι, ὅπως τόνισε ὁ Ἅγιος Ἰουστίνος τῆς Σερβίας (τοὐπίκλην Πόποβιτς): «Ὁ ἄνθρωπος καταδίκασε τόν Θεόν εἰς θάνατον, ἀλλά ὁ Θεός (ἀνταποδίδων) κατεδίκασε τόν ἄνθρωπον εἰς ἀθανασίαν». «Ὅλα γιά σένα, Ἄνθρωπε, Ἄνθρωπε, Ἄνθρωπε!» Ἄς ἔχουμε τήν εὐχή Του.

 

Τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ…;       ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!

 

Μέ ἀναστάσιμες προσρήσεις

Μοναχός Νεκτάριος

Χιλανδαρινόν Κελλίον

Ἁγίου Νικολάου Μπουραζέρη

Καρυαί – ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

 

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Αρ. Τεύχους 213

Μάϊος 2020