ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΩΣ ΘΕΟΣ !
Μιά ἄλλη ἔννοια τῆς θεο-κρατίας!
Τό ἔτος 40 ἔλαχε σέ μιά ἐπιτροπή Ἀλεξανδρινῶν Ἰουδαίων πού βρισκόταν στή Ρώμη μιά παράξενη ἀποστολή. Εἶχαν πληροφορηθεῖ ὅτι ὁ τότε Ρωμαῖος Αὐτοκράτορας Γάϊος, ὁ ἐπονομασθείς Καλλιγούλας, (παρωνύμιο ἀπό τή λατινική λέξη γιά τίς μικρές μπότες), εἶχε ἀνακοινώσει ἐπισήμως τήν πρόθεσή του νά ὑψώσει μέσα στόν Ναό τοῦ Σολομῶντα ἕνα ἄγαλμα μέ τή μορφή του. Μόλις ἔμαθαν οἱ Ἰουδαῖοι αὐτοί τήν πρόθεση αὐτή τοῦ αὐτοκράτορα, πού συνιστοῦσε κατά τόν Μωσαϊκό Νόμο πράξη ὕψιστης βεβήλωσης, θορυβήθηκαν καί ἐπιχείρησαν νά τόν μεταπείσουν.
Ἕνα ἀπό τά μέλη τῆς ἐπιτροπῆς μέ τήν παράξενη αὐτή ἀποστολή ἦταν ὁ Ἑλληνιστής Ἰουδαῖος Φίλων ὁ Ἀλεξανδρεύς, ὁ φιλόσοφος ἐκεῖνος πού ἔγραψε γιά τόν Λόγο καί τή Σοφία τοῦ Θεοῦ καί προδιέθεσε, κατά τόν ἰδιότυπο τρόπο του, τόν Ἰουδαϊκό καί τόν Ἑλληνιστικό κόσμο γιά τό κήρυγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἕνα δέ ἀπό τά ἔργα του, πού διασώζεται σχεδόν ἀκέραιο ὡς τίς ἡμέρες μας, ἀναφέρεται στό παράξενο αὐτό περιστατικό.
Σήμερα χαρακτηρίζουμε τό περιστατικό αὐτό ὡς παράξενο, διότι δυσκολευόμαστε νά κατανοήσουμε τό κίνητρο τοῦ Καίσαρα τῆς Ρώμης νά δηλώσει μέ τόσο «χοντροκομμένο» καί «ἀρχαϊκό» τρόπο τίς κυριαρχικές του βλέψεις. Ἔχουμε δεχθεῖ ὅτι ἡ κρατική ἐξουσία ἔχει δικαιοδοσία ἐπί τῶν ἐπίγειων καί βιοτικῶν πραγμάτων καί ὅτι δέν συνδέεται, ἐξ ὁρισμοῦ, μέ τή θρησκεία πού ρυθμίζει ζητήματα σχετικά μέ τήν ψυχή ἤ τή μεταθανάτια ζωή, ἄρα μέ θέματα πού δέν ἐπηρεάζουν τή χειροπιαστή καί πραγματική μας ζωή. Στό πλαίσιο αὐτό, τό διάβημα τοῦ Καίσαρα φαίνεται ἐκκεντρικό καί ἰδιότροπο. Ἀφοῦ εἶχε τήν κρατική ἐξουσία πλήρως στά χέρια του, σέ τί θά τόν ἐξυπηρετοῦσε νά ἀνεγείρει ἕνα ἄγαλμά του στόν Ναό τοῦ Σολομῶντα; Πῶς θά συνέβαλε αὐτή ἡ «γραφική» ἐνέργειά του στή στερέωση καί στήν ἐπέκταση τῆς ἐξουσίας του;
Στόν ἀρχαῖο κόσμο, ὅμως, αὐτή ἡ τάση τῶν κοσμικῶν ἐξουσιαστῶν νά περιβάλλουν τήν ἐξουσία τους μέ θρησκευτικό ἔνδυμα μέ τήν ἀξιοποίηση τῶν θρησκευτικῶν συμβόλων ἦταν πολύ διαδεδομένη. Γιά παράδειγμα, κάθε Μεγάλη Ἑβδομάδα, τό Μεγάλο Σάββατο τό πρωΐ, ἀκοῦμε γιά τήν χρυσή Εἰκόνα πού ἔστησε ὁ βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ «ἐν πεδίῳ Δεηρᾶ, ἐν χώρᾳ Βαβυλῶνος» καί γιά τήν χοντροκομμένα εἰδωλολατρική, ἀλλά ἀπολύτως σοβαρή ἀξίωσή του νά τήν προσκυνήσουν ὅλοι οἱ ὑπήκοοί του ἐπί ποινῇ θανάτωσης. Μάλιστα ὁ βασιλιάς αὐτός δέν ἀρκέστηκε στή λήψη τοῦ δρακόντειου αὐτοῦ μέτρου «ποινικῆς καταστολῆς». Ἔχοντας στήν κατοχή του, ἤδη ἀπό τήν πρώϊμη αὐτή ἐποχή, ὅλα τά μέσα καί τήν τεχνογνωσία τῆς διαχείρισης τῶν μαζῶν, ἐνορχήστρωσε αὐτό πού σήμερα θά χαρακτηρίζαμε ὡς μιά καταιγιστική «ἐπικοινωνιακή ἐκστρατεία». Στήν Ἁγία Γραφή (Δανιήλ, κεφ. Γ) διαβάζουμε ὅτι ἡ Εἰκόνα αὐτή εἶχε ἑξήκοντα πήχεις ὕψος καί πλάτος ἕξη, ὥστε νά ἐπιβάλλεται στούς ἀνθρώπους μέ τό μέγεθός της. Ἀκόμη, διαβάζουμε ὅτι ὁ βασιλιάς προετοίμασε τήν λατρευτική του ἐξύψωση, συγκαλῶντας «τούς ὑπάτους καί τούς στρατηγούς καί τούς τοπάρχας, ἡγουμένους καί τυράννους καί τούς ἐπ’ ἐξουσιῶν καί πάντας τούς ἄρχοντας τῶν χωρῶν». Ἔτσι, συγκεντρώνοντας δίπλα του ὅλους τούς τοπικούς ἄρχοντες, μποροῦσε νά τούς ἐπιβλέπει καί νά τούς χειραγωγεῖ, ὡς ὁμήρους, ὑποβάλλοντάς τους στή σκηνοθεσία τοῦ γοήτρου του καί δημιουργῶντας, ἔτσι, μιά μονοπολική ἐξουσία. Ταὐτόχρονα, ἀδρανοποίησε τίς τοπικές κοινωνίες πού ἔχασαν, μέ τήν ἀπουσία τῶν ἀρχόντων τους, τή δυνατότητα τοῦ ἀμέσου συντονισμοῦ μιᾶς ἐνδεχόμενης ἀντίδρασης. Κυρίως, ὅμως, στήν Ἁγία Γραφή ὑπογραμμίζεται μέ τίς πολλές ἐπαναλήψεις, ἡ χρήση ἑνός πανίσχυρου καί συντονισμένου «ἐπικοινωνιακοῦ μηχανισμοῦ». Τό σύνθημα γιά τήν προσκύνηση δινόταν μέ τίς φωνές «τῆς σάλπιγγος, σύριγγός τε καί κιθάρας, σαμβύκης τε καί ψαλτηρίου, συμφωνίας καί παντός γένους μουσικῶν». Σέ ὅλους, δηλαδή, τούς τόνους καί μέ τή χρήση κάθε δυνατοῦ μέσου, «παντός γένους μουσικῶν», μέ τήν ἄϋλη, ἀλλά τόσο δραστική μαγεία τῶν ἤχων, ἔπρεπε νά δημιουργηθεῖ, καί πράγματι δημιουργήθηκε, ἡ ἀτμόσφαιρα ἐκείνη πού θά κατέκλυζε τούς ἀνθρώπους, «λαούς, φυλές καί γλῶσσες» καί θά τούς ἔπειθε νά προσκυνήσουν, ἀναρίθμητοι αὐτοί σέ πλῆθος, ἕναν μόνο ἄνθρωπο, τόν Ναβουχοδονόσορα, ἐκεῖνον πού ἀργότερα θά ἔτρωγε «χορτάρι σάν τό βόδι, ἑπτά χρόνια, ὥσπου νά καταλάβει ὅτι ὁ Ὕψιστος εἶναι κυρίαρχος ὅλων ἀνθρώπινων βασιλείων, καί σέ ὅποιον θέλει αὐτός, τά δίνει» (Δανιήλ, κεφ. Δ, 29). Μάλιστα, αὐτή ἡ ὑποβολή ἦταν τόσο ἐπιτυχημένη, ὥστε βρέθηκαν ἄνθρωποι πού ταὐτίσθηκαν ψυχικά μέ τούς σκοπούς τοῦ βασιλιά καί θέλησαν νά συνεργήσουν στήν ἐξάλειψη κάθε ἀντίδρασης καί παραφωνίας, ὅσο μεμονωμένες καί ἄν ἦταν: «Τότε προσῆλθον ἄνδρες Χαλδαῖοι καί διέβαλον τούς Ἰουδαίους» μᾶς ἀναφέρει ἡ Ἁγία Γραφή.
Πέραν τῆς τάσης τῶν βασιλέων νά περιβάλλονται οἱ ἴδιοι μέ θρησκευτικά σύμβολα, ἀπό τήν Ἁγία Γραφή πληροφορούμαστε, ἀκόμη, καί γιά τή μόνιμη τάση τῶν βασιλέων τῆς γῆς νά κυριαρχοῦν ἐπί τῶν θρησκευτικῶν συμβόλων καί νά τά χειρίζονται μέ τρόπο πού δηλώνει τήν ὑπέρτατη κυριαρχία τους. Ἔτσι, διαβάζουμε (Μακκαβαῖοι Α, 1) γιά τόν Ἀντίοχο Δ’ τόν Ἐπιφανῆ πού «εἰσῆλθε μέ μεγάλη ἀλαζονεία στό Ναό καί ἅρπαξε τό χρυσό θυσιαστήριο τῶν θυμιαμάτων, τή λυχνία καί ὅλα τά ἐξαρτήματά της. Πῆρε ἐπίσης τήν τράπεζα τῆς προθέσεως καί τά σκεύη πού χρησιμοποιοῦνταν γιά τίς σπονδές, τίς φιάλες καί τά χρυσά θυμιατήρια, τίς κουρτίνες καί τά στεφάνια καί τίς χρυσές διακοσμήσεις πού ὑπῆρχαν στήν πρόσοψη τοῦ Ναοῦ». Λίγο δέ ἀργότερα, ὁ Ἀντίοχος, ἕνας πρώϊμος εἰσηγητής τῆς «παγκοσμιοποίησης», «ἔστειλε γραπτή διαταγή σέ ὅλα τά ἔθνη τοῦ βασιλείου του, σύμφωνα μέ τήν ὁποία αὐτά θά ἐγκατέλειπαν τά ἔθιμά τους καί θά γίνονταν ὅλοι ἕνας λαός» καί, ἀκόμη, «διέταξε τίς πόλεις τοῦ Ἰούδα νά θυσιάζουν χωριστά ἡ καθεμιά τους στά εἴδωλα».
Σήμερα, ἔχουμε τήν τάση νά θεωροῦμε ὅλα αὐτά τά περιστατικά εἴτε ὡς μεμονωμένα, εἴτε ὡς ἀνήκοντα ὁριστικά καί ἀμετάκλητα σέ ἕνα παρωχημένο παρελθόν. Θεωροῦμε ὅτι ὁ σύγχρονος δυτικός ἄνθρωπος, πού ζεῖ, μορφώνεται καί δρᾶ «στό πλαίσιο μιᾶς δημοκρατικῆς κοινωνίας», δέν θά μποροῦσε ποτέ νά ὑποκύψει σέ τόσο χοντροκομμένες καί πρωτόγονα ἀφελεῖς ὑποβολές, ὥστε νά πεισθεῖ νά προσκυνήσει ἕναν κρατικό ἄρχοντα ὡς Θεό. Πῶς θά ἦταν δυνατόν κάτι τέτοιο, ὅταν ἤδη τό «κριτικό πνεῦμα» ἔχει ἐδῶ καί αἰῶνες προβεῖ στήν «ἀπομυθοποίηση» καί τήν «ἀπομάγευση» τοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος πιά δέν κατοικεῖται ἀπό θεούς καί πνεύματα, ἀλλά εἶναι ὁ κόσμος τῶν φυσικῶν καί τῶν ἀστρονόμων, ὁ κόσμος τῆς ἐπιστήμης;
Καί, ὅμως, ὁ G.W.Hegel, ὁ μεγαλύτερος, ἴσως, φιλόσοφος τῶν Νεωτέρων χρόνων, ἐκεῖνος πού, ἀμέσως, ἀλλά κυρίως ἐμμέσως, διαμόρφωσε σέ μεγάλο βαθμό τή νοοτροπία μας καί ἐξακολουθεῖ νά τή διαμορφώνει, ἐκεῖνος πού διακήρυξε μέ τή μεγαλύτερη δυνατή ἔμφαση τήν ἀξία τοῦ ἀντικειμενικοῦ Ὀρθοῦ Λόγου καί ἐπιχείρησε νά ἐξηγήσει τά πάντα, ἀκόμη καί τά Δόγματα τοῦ Χριστιανισμοῦ μέ αὐτόν, ἦταν ἐκεῖνος πού, ὅσο κανένας ἄλλος, διακήρυξε, καί μάλιστα ἀπολύτως σοβαρά, ὅτι τό Κράτος εἶναι, καί πρέπει νά ἀντιμετωπίζεται ὡς Θεός. Γιά τόν Hegel, εἰδικότερα, τό Κράτος εἶναι αὐτοσκοπός, ἔχει, δηλαδή, σκοπό τόν ἑαυτό του καί τίποτα ὑψηλότερο ἀπό αὐτό καί εἶναι ἕνας ὀργανισμός, ἕνα ζωντανό ὅλον πού ζεῖ βίον ἴδιον καί ἀνώτερο ἀπό τόν βίο τῶν ἀτόμων. Ὁ θεός γιά τόν Hegel καθίσταται ὁρατός ὡς κράτος καί περιορίζοντας τόν ἑαυτό του, ἐμφανίζεται ὡς τό κάθε ἐπιμέρους κράτος, πού πρέπει νά τιμᾶται ὡς τό ἐπί γῆς θεῖον, «ein Irdisch-gottliches», ὡς «ἡ θεία ἰδέα, ὅπως ὑπάρχει ἐπί τῆς γῆς». Ἐντός τοῦ κράτους «ἐπικρατεῖ ἡ Ἀθηνᾶ, τό πνεῦμα τοῦ λαοῦ, τό ἑαυτό γινῶσκον καί βουλόμενον θεῖον».
Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον ἔχουν τά ὅσα ὁ Hegel ἀναφέρει γιά τήν πρέπουσα σχέση μεταξύ τοῦ κράτους καί τῆς θρησκείας. Θεωρεῖ ὅτι ἡ θρησκεία εἶναι τό στερεό ἔρεισμα τῆς ἠθικῆς καί τῆς πολιτείας καί ἔτσι ἀποκρούει τήν τάση τοῦ χωρισμοῦ τοῦ Κράτους-Πολιτείας καί τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό, ὅμως, δέν σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά ἐξουσιάζει τήν Πολιτεία. Ἀντιθέτως ἀπαιτεῖται ἡ ἀπόλυτη ἐλευθερία καί ὑπεροχή τῆς Πολιτείας ἐπί τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία πρέπει νά τίθεται ὑπό τούς νόμους τῆς Πολιτείας. Πάνω ἀπό τίς θρησκευτικές δοξασίες καί τά κάθε εἴδους δόγματα στέκεται ἡ Πολιτεία πού εἶναι σύμφωνη μέ τόν Ὀρθό Λόγο καί, ὄντας ἰσχυρή, εἶναι ἀνεξίθρησκη καί εὔκαμπτη, ἐνῷ ἡ θρησκείᾳ συνδέεται μέ τή ἀκαμψία καί τή θεολήπτη μανία, τήν ἀλογία καί τήν ἀδυναμία τοῦ συναισθήματος. Δέν εἶναι βέβαια παράλογο νά ὑποθέσουμε ὅτι ἀφοῦ πάνω ἀπό τήν Πολιτεία δέν βρίσκεται τίποτε, ὁ Ὀρθός Λόγος τόν ὁποῖο αὐτή ἐπικαλεῖται δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό αὐτό πού ἡ Πολιτεία, ἤτοι οἱ ἑκάστοτε φορεῖς τῆς ἐξουσίας θά ὁρίζουν ὡς τέτοιον.
Τά ὅσα ἀναφέραμε εἶναι πολύ περιληπτικά, ἐπιτρέπουν, ὅμως, νά ἐπισημάνει κανείς ὅτι ἡ ἀρχαία καί ἡ νεωτερική στάση τῶν «δοκούντων ἄρχειν τῶν ἐθνῶν» ἀπέναντι στήν Ἐκκλησία εἶναι στήν οὐσία της ἡ ἴδια. Οἱ κρατικοί ἄρχοντες θέλουν νά ὑποτάξουν τά πάντα ὑπό τήν ἐξουσία τους, τήν ὁποία ἀναγορεύουν ὡς ὑπέρτατη. Πάνω ἀπό τό κράτος δέν ὑπάρχει τίποτε, ὅλα, θεσμοί, κοινωνίες, λαοί, ἄτομα ὀφείλουν νά ἀναγνωρίσουν τήν ἐξουσία του καί νά συμμορφωθοῦν σέ αὐτό.
Ὑπάρχει, ὅμως, καί μιά διαφορά ἀνάμεσα στήν ἀρχαία καί τή νεωτερική στάση, ἡ ὁποία θά πρέπει, κατά τήν γνώμη μας, νά προσεχθεῖ ἰδιαίτερα. Οἱ ἀρχαῖοι βασιλεῖς προέβαλαν τήν ἀξίωσή τους νά ἀντιμετωπίζονται ὡς θεοί μέ μιά, οὕτως εἰπεῖν, ἀφέλεια καί εὐθύτητα, μέ τρόπο συγκεκριμένο καί «εἰκονικό». Ἔτσι ὁ Ναβουχοδονόσορ ἔστησε μιά Εἰκόνα του καί ζήτησε νά τήν προσκυνήσουν οἱ ὑπήκοοί του μέ τά σώματά τους. Ὁ Καλλιγούλας θέλησε νά ἀνεγείρει τό ἄγαλμά του στόν Ναό τοῦ Σολομώντα ὡς ὁρατό λατρευτικό ἀντικείμενο, ἐνῷ ὁ Ἀντίοχος ἀφαίρεσε μέ ὑλικές πράξεις τά λατρευτικά σκεύη ἀπό τόν Ναό τοῦ Σολομῶντα, δηλώνοντας τήν κυριαρχία του ἐπί αὐτῶν. Ὅμως, οἱ νεώτεροι συγκαλύπτουν τήν ἴδια αὐτή ἀξίωση κυριαρχίας μέ μιά γλώσσα «ἀφηρημένη» πού ἔχει τήν ἐπίφαση τῆς «βαθύτητας» καί τῆς θεωρητικῆς «ἐμβρίθειας». Ἔτσι, ὁ Hegel δέν στήνει μέν μιά Εἰκόνα ἑνός προσώπου-φορέα τῆς ἐξουσίας γιά νά τήν προσκυνήσουν οἱ ὑπήκοοι, ἀλλά προβαίνει στήν ἀφηρημένη μέν, ἀλλά πρακτικά ἰσοδύναμη δήλωση ὅτι τό Κράτος εἶναι ὁ ἐπί γῆς Θεός, ἡ ἐνσάρκωση τῆς θείας ἰδέας. Δέν προβαίνει μέν εὐθέως τήν κατάσχεση τῆς Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, ὅπως ἔκανε ὁ Ἀντίοχος, δηλώνει, ὅμως, ὅτι ἡ Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἔχει ἰδιοκτησία καί λειτουργούς γιά τίς τελετές της, πρέπει νά τίθεται ὑπό τούς νόμους τῆς Πολιτείας. Δέν στέλνει, ὅπως ὁ Ἀντίοχος, «γραπτή διαταγή σέ ὅλα τά ἔθνη γιά νά γίνουν ὅλοι ἕνας λαός», ὅμως δηλώνει ὅτι πάνω ἀπό τίς θρησκευτικές δοξασίες καί τά κάθε εἴδους δόγματα στέκεται ἡ Πολιτεία πού εἶναι σύμφωνη μέ τόν Ὀρθό Λόγο καί, ἀκόμη, ὅτι τά ἄτομα ὑπάρχουν χάριν τοῦ κράτους καί ὄχι τό ἀντίστροφο. Ἀκόμη, δέν ἀνακηρύσσει ρητῶς τόν Αὐτοκράτορα ὡς Θεό, ὅπως ὁ Ναβουχοδονόσορ, ὅμως, θεωρεῖ ὅτι ἡ θρησκεία εἶναι τό στερεό ἔρεισμα τῆς ἠθικῆς καί τῆς πολιτείας καί ἔτσι ἀποκρούει τήν τάση τοῦ χωρισμοῦ τοῦ Κράτους-Πολιτείας καί τῆς Ἐκκλησίας. Μέ τόν τρόπο, ὅμως, αὐτό ταὐτίζει, ἐπί τῆς οὐσίας, τόν κρατικό ἄρχοντα μέ τόν Θεό, προβαίνοντας σέ μιά «μίξιν ἄμικτον» καί διαμορφώνοντας ἕνα «τέρας ἀλλόκοτον».
Ἀπέναντι στή φανερή ἤ συγκαλυμμένη διαχρονική αὐτή Κρατολατρεία, τή θεο-κρατία ἐκείνη πού βλέπει τό κράτος ὡς Θεό, σκόπιμο εἶναι νά ἀντιπαρατεθεῖ ἡ διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου γιά τήν Κυριότητα τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ, στόν ὁποῖο δόθηκε «πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καί ἐπί γῆς»: «Ἐγείρας αὐτόν ἐκ νεκρῶν καί καθίσας ἐν δεξιᾷ αὐτοῦ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ὑπεράνῳ πάσης ἀρχῆς καί ἐξουσίας καί δυνάμεως καί κυριότητος καί παντός ὀνόματος ὀνομαζομένου οὐ μόνον ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλά καί ἐν τῷ μέλλοντι. Καί πάντα ὑπέταξεν ὑπό τούς πόδας αὐτοῦ καί αὐτόν ἔδωκεν κεφαλήν ὑπέρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστίν τό σῶμα αὐτοῦ, τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσιν πληρουμένου» (Πρός Ἐφεσίους, 1, 20-28).
Τό πραγματικό, ἑπομένως, δίλημμα, αὐτό πού ἀντιμετωπίζουν οἱ ἄνθρωποι κάθε ἐποχῆς, ἀνεξάρτητα ἀπό τίς διάφορες μεταμφιέσεις καί παραλλαγές του, ἀνεξάρτητα ἀπό τά ὀνόματα πού ὀνομάζονται κατά καιρούς ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ καί τῷ μέλλοντι, εἶναι κατά βάθος αὐτό πού ἀντιμετώπισαν οἱ Τρεῖς Παῖδες. Ἡ ἀπάντηση πού ἔδωσαν ἐκεῖνοι ἔχει καταγραφεῖ στήν Ἁγία Γραφή: «Γνωστόν ἔστω σοί βασιλεῦ, ὅτι τοῖς θεοῖς σου οὐ λατρεύομεν καί τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ ἤ ἔστησας οὐ προσκυνοῦμεν»!
ΝΟΜΟΜΑΘΗΣ
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 213
Μάϊος 2020