Οἱ παρεξηγηµένες ἔννοιες τῆς σταθερότητας καί τῆς ὁµοιοµορφίας

Οἱ παρεξηγηµένες ἔννοιες
τῆς σταθερότητας καί τῆς ὁµοιοµορφίας

 

Τόν προηγούµενο µῆνα εἴχαµε ἀναφερθεῖ σέ ἕνα κυρίαρχο ρεῦµα τῆς σύγχρονης καί µάλιστα τῆς νεοελληνικῆς θεολογικῆς, σκέψης, τό ὁποῖο τείνει νά παραµερίζει ἤ καί νά ἀπορρίπτει ρητῶς τόν ὅρο «οὐσία», θεωρῶντας ὅτι πρόκειται γιά µιά ἔννοια περίπου συνώνυµη µέ τόν καταναγκασµό καί τόν ὁλοκληρωτισµό. Συγκεκριµένα, εἶχε ἀναφερθεῖ ὅτι στό ρεῦµα αὐτό, πρέπει νά ἀποδοθεῖ ἡ κυρίαρχη στίς ἡµέρες µας προτίµηση γιά ἔννοιες,  ὅπως ἡ «ποικιλία» καί ἡ «διαφορά», ἡ «ἀλλαγή» καί ἡ «ἑτερότητα», οἱ ὁποῖες κηρύσσονται ὡς ἀπελευθερωτικές καί µοντέρνες, καθώς καί τό γεγονός ὅτι ἔννοιες, ὅπως ἡ σταθερότητα καί ἡ ταυτότητα, ἡ ὁµοιοµορφία καί ἡ ἑνότητα, ἀντιµετωπίζονται ὡς περίπου συνώνυµες µέ τόν καταναγκασµό καί τόν ὁλοκληρωτισµό.

Ἔτσι, συναντοῦµε «προσωποκεντρικές» διατυπώσεις, σύµφωνα µέ τίς ὁποῖες αὐτό πού ἀξίζει, ἤ, αὐτό πού «προηγεῖται» εἶναι τό πρόσωπο καί ἡ ἐλευθερία του, νοούµενα ὡς µιά ρευστή κατάσταση ὕπαρξης, πού τίποτε δέν εἶναι δεδοµένο ἤ ὁριστικό, ἀλλά τά πάντα ἐξαρτῶνται ἀπό τήν βούληση καί τίς ἰδιοτροπίες της. Σέ σύγχρονα δέ θεολογικά κείµενα διαβάζουµε µόνο γιά τό Πρόσωπο καί τίς Ἐνέργειες Τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἡ Οὐσία Του ἐπιχειρεῖται νά ἐξοβελισθεῖ, ἀναγόµενη σέ µιά διαδοχική σειρά Ἐνεργειῶν, ὡσάν νά µήν ἔχουν Αὐτές κάποιο «ὑπόστρωµα», κάποια Οὐσία (τήν «ὑπερκειµένη Θεότητα», ὅπως ἔλεγε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαµᾶς), ἀπό τήν ὁποία (ὡς «ὑφειµένη Θεότης», κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο) ἀπορρέουν. Αὐτό δέ, γίνεται, ὑπό τό κράτος τῆς παρεξήγησης, στήν ὁποία ἀναφερθήκαµε τόν προηγούµενο µῆνα, ὅτι, δηλαδή, ἡ Οὐσία εἶναι µιά «προκαθορισµένη ἀναγκαιότητα» πού, ὡς τέτοια, δέν µπορεῖ νά εἶναι συµβατή µέ τήν ἔννοια καί τό µεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ. Κάτι ἀντίστοιχο συναντοῦµε στό ἐπίπεδο τῆς ἀνθρωπολογίας, ὅπου πολλοί ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ ἑαυτός µας εἶναι, στήν πραγµατικότητα, µιά θρυµµατισµένη «σειρά» ἀπό ἐνέργειες, χωρίς συνέχεια καί ταυτότητα, χωρίς κάποιο ὑπόστρωµα, πού νά ὑποβαστάζει τήν ἑνότητά τους, χωρίς, δηλαδή, αὐτό πού στήν Χριστιανική ὁρολογία λέγεται «ψυχή».

Βέβαια, σέ ὅλες σχεδόν τίς κατευθύνσεις τῆς ἀνθρώπινης σκέψης, εἶναι δυνατόν νά ἐντοπίσει κανείς ἐπιµέρους ὑγιῆ στοιχεῖα ἤ ἕναν πρωταρχικό πυρῆνα ἀληθείας πού, ὅµως, ἐν συνεχείᾳ ἐπενδύθηκε µέ ψεύδη ἤ διαστρεβλώθηκε µέ µονοµέρειες καί ὑπερτονισµούς. Ἔτσι, εἶναι βέβαιο ὅτι δέν µπορεῖ κανείς νά ἀρνηθεῖ ὅτι ἔννοιες, ὅπως «πρόσωπο», «ὑπόσταση» ἤ «ἐλευθερία» συνιστοῦν ὅρους ἀναντικατάστατους γιά τή διατύπωση τῶν Δογµάτων τῆς Πίστεως. Τοῦτο, ὅµως, ὑπό τήν προϋπόθεση ὅτι κατανοοῦνται ὀρθά, ὅπως δηλαδή ὁρίσθηκαν στά κείµενα τῶν Συνόδων καί τῶν Πατέρων καί µάλιστα στό εὐρύτερο πλαίσιό τους, ἔτσι ὥστε νά ἀποφεύγονται µονοµέρειες καί ὑπερτονισµοί. Διότι, στά κείµενα αὐτά, γίνεται λόγος, τόσο γιά τίς «διακρίσεις», ὅσο καί γιά τήν «ἑνότητα» στό πλαίσιο τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά ὑπερτονίζεται εἴτε ἡ ἑνότητα (= ἡ Οὐσία), εἴτε οἱ διακρίσεις (= οἱ Ὑποστάσεις) ἤ νά δίδεται προτεραιότητα σέ κάποια ἀπό τίς διαστάσεις αὐτές τοῦ Θεοῦ.

Θά ἐπιχειρήσουµε νά δώσουµε µιά ἰδέα γιά τό πόσο διαφορετική ἦταν ἡ ἀντίληψη καί ἡ προσέγγιση τῶν παλαιοτέρων ἀπέναντι σέ ἔννοιες, ὅπως ἡ «σταθερότητα» καί ἡ «ταυτότητα», ἡ «ὁµοιοµορφία» καί ἡ «ἑνότητα», παραθέτοντας περικοπές ἀπό ἕνα ἔργο τοῦ Ἁγίου Αὐγουστίνου, ἐπισκόπου Ἱππῶνος µέ τόν τίτλο «Σχετικά µέ τά ἤθη τῶν Μανιχαίων» (On the morals of the Manicheans», κατά Ἀγγλική µετάφραση τοῦ κειµένου). Τό ἔργο αὐτό γράφηκε τό ἔτος 388 καί περιέχει µιά λεπτοµερῆ ἀνασκευή τῆς αἱρετικῆς πίστης τῶν Μανιχαίων, σχετικά µέ τήν καταγωγή καί τή φύση τοῦ Κακοῦ. Τό περιεχόµενό του εἶναι, βέβαια, εὐρύτερο καί πλουσιότερο καί ἔχει ἄλλη στόχευση, ὅµως, ἐµεῖς θά ἐπικεντρωθοῦµε σέ λίγες µόνο φράσεις, πού ἀφοροῦν εἰδικότερα στό θέµα τό ὁποῖο ἀναπτύσσουµε ἐδῶ.

Οἱ λίγες φράσεις αὐτές προέρχονται ἀπό τό 6ο Κεφάλαιο τοῦ Βιβλίου πού φέρει τόν τίτλο «Ποιό εἶναι τό ἀντικείµενο τῆς φθορᾶς καί τί εἶναι ἡ φθορά» (What corruption affects and what it is). Στό πλαίσιο τοῦ κεφαλαίου αὐτοῦ ὁ Ἅγιος ἐπιχειρεῖ νά ἀποδείξει ὅτι ἡ φθορά δέν εἶναι ἕνα αὐτοτελές καί αὐθυπόστατο στοιχεῖο, µιά κακοποιός φύση, ὅπως ἀντιθέτως πίστευαν καί διακήρυσσαν οἱ Μανιχαῖοι, ἀλλά ὅτι εἶναι ἡ στέρηση τοῦ ἀγαθοῦ καί ἡ τροπή αὐτοῦ, πού ἤδη ὑπάρχει, πρός τό χειρότερο.

Σύµφωνα µέ τόν Ἅγιο: «Ὅλα τά πράγµατα µέ τή φθορά ἐκπίπτουν ἀπό αὐτό πού ἦταν καί φέρονται στήν «µή διατήρησή τους» (non-continuance), στήν ἀνυπαρξία (non-existence). Διότι ἡ ὕπαρξη (=existence) συνεπάγεται µονιµότητα/συνέχεια (=continuance)». Ἤδη, µέ τή φράση αὐτή, ξεκαθαρίζεται ὅτι ἡ ὕπαρξη συνεπάγεται τή σταθερότητα καί τή µονιµότητα, διότι µάλιστα «ἡ ὕψιστη καί καθ’ αὑτό ὕπαρξη ὀνοµάζεται ἔτσι, ἐπειδή διατηρεῖται µόνη της (in itself), ἤ, ἐπειδή συνέχει ἑαυτήν (self-contained)». Ἑποµένως, γιά τόν Ἅγιο Αὐγουστῖνο ἡ µονιµότητα καί ἡ σταθερότητα κάθε ἄλλο παρά ἀποτελοῦν καταναγκαστικά δεσµά, φυλακή ἤ «προκαθορισµένη ἀναγκαιότητα». Ἀντιθέτως, φαίνεται νά τίς ταυτίζει µέ τήν καθ’ ἑαυτόν ὕπαρξη, τήν Ἄτρεπτο καί «ἀεί ὡσαύτως ἔχουσαν». Συνακολούθως, γιά τόν Ἅγιο, ἡ ἀλλαγή τῶν τρεπτῶν φύσεων ἔχει ἀξία καί εἶναι ἐπιθυµητή, µόνο ὅταν συνιστᾶ τροπή πρός τό καλύτερο καί ὄχι βέβαια ὅταν εἶναι πρός τό χειρότερο, ὅταν δηλαδή εἶναι µεταστροφή (reversion ἤ conversion) καί ὄχι καταστροφή ἤ διαστροφή (perversion).

Ἀφοῦ ἀποκαθιστᾶ µέ τόν τρόπο αὐτό τόν ὅρο τῆς «µονιµότητας/σταθερότητας», ὁ Ἅγιος προβαίνει καί στήν ἀποκατάσταση τῆς λέξης «τάξη» (order). Ἀντιπαραθέτει, δηλαδή, στή διαστροφή, καί τή φθορά πού αὐτή συνεπάγεται, τήν τάξη. «Διότι ἡ διαστροφή ἀντίκειται στήν εὔτακτη ρύθµιση (orderly arrangement)». Οἱ τρεπτές φύσεις, γιά τόν Ἅγιο, ἔχουν τήν τάση νά ἐπιδιώκουν νά φθάσουν στήν σταθερότητα τῆς ὕπαρξης, αὐτή τους δέ ἡ ἐπιδίωξη εἶναι στήν πραγµατικότητα ἰσοδύναµη µέ τήν ἐπιδίωξη τῆς «τάξης» (attaining order, they attain existence).

Εἶναι, νοµίζουµε, ἀρκετά φανερή ἡ ἀπόσταση, πού χωρίζει τή σηµερινή µας κατανόηση τῶν ὅρων τῆς «σταθερότητας/µονιµότητας» καί τῆς «τάξης» ἀπό ἐκείνη πού ἔχει ὁ Ἅγιος Αὐγουστῖνος. Ἐκεῖ, πού πολλοί ἀπό ἐµᾶς βλέπουµε τόν ἀσφυκτικό καί νεκροποιό περιορισµό «τοῦ νόµου καί τῆς τάξης» καί ὑποπτευόµαστε τήν παρουσία µιᾶς αὐταρχικῆς, ἤ καί ὁλοκληρωτικῆς, νοοτροπίας, ὁ Ἅγιος ἐντοπίζει τήν παρουσία τῆς ζωῆς καί τῆς ἀσφάλειας, τῆς µετοχῆς στίς ἰδιότητες τῆς ὕψιστης Ὕπαρξης, στόν βαθµό, βέβαια, πού αὐτό εἶναι δυνατόν γιά τίς τρεπτές φύσεις. Εἶναι δέ χαρακτηριστικό ὅτι, γράφοντας αὐτά, ὁ Ἅγιος φαίνεται νά καταγράφει ἁπλῶς καί νά ἀποδίδει ὅσα ἦσαν αὐτονόητα γιά τούς Χριστιανούς τῆς ἐποχῆς του, ἀφοῦ δέν ἐπιµένει, οὔτε ἐπιχειρηµατολογεῖ ἐκτενῶς γύρω ἀπό τά ζητήµατα αὐτά, ἀλλά ἁπλῶς τά ἀξιοποιεῖ ὡς κοινούς τόπους καί ὡς δεδοµένα κοινῆς ἀποδοχῆς γιά νά ἐλέγξει καί νά ἀντικρούσει τούς ἀντιπάλους του. Ὅµως, ἐµεῖς χρειαζόµαστε πιά ἰδιαίτερες διευκρινίσεις καί ἐπεξηγήσεις γιά ὅσα παλαιότερα θεωροῦνταν ὁµολογηµένα καί ἀναµφισβήτητα.

Μάλιστα, ὁ Ἅγιος προχωρεῖ ἀκόµη περισσότερο, προκαλῶντας τή σύγχρονη, κάπως παραπλανηµένη, ὑπερευαισθησία µας. Διότι, προηγουµένως, ταύτισε τήν ὕπαρξη µέ τήν συνέχεια/µονιµότητα καί µέ τήν τάξη. Ἤδη, ὅµως, προβαίνει στόν ἰσχυρισµό ὅτι ἡ ὕπαρξη ταυτίζεται µέ τήν ἑνότητα καί τήν ὁµοιοµορφία. Ἀξιοποιεῖ, δηλαδή, δύο ἄλλες ἔννοιες καί µάλιστα τήν «ὁµοιοµορφία», στήν ὁποία σήµερα προσδίδουµε σχεδόν ἀποκλειστικά ἀρνητικό καί µόνο περιεχόµενο. Εἰδικότερα, γιά τόν Ἅγιο, ἡ τάξη ἔχει ἀξία καί ὑπηρετεῖ τήν ὕπαρξη, διότι ἀκριβῶς «περιορίζει σέ µιά ὁρισµένη ὁµοιοµορφία αὐτό τό ὁποῖο τακτοποιεῖ» (reduces to a certain uniformity that which it arranges). Ἐνῷ, περαιτέρω, «ἡ ὕπαρξη δέν εἶναι κάτι ἄλλο ἀπό τό νά εἶναι ἕνα» (and existence is nothing else than being one). Ἔτσι, στόν βαθµό πού κάτι ἀποκτᾶ ἑνότητα, στόν ἴδιο βαθµό καί ὑπάρχει (thus, so far as anything acquires unity, so far it exists)». Γιά τόν Ἅγιο, δηλαδή, αὐτός πού ἐπιδιώκει νά µετάσχει στήν ὕπαρξη, θά πρέπει πρῶτα νά θέσει ὅρια καί νά τακτοποιήσει τόν ἑαυτό του, ὥστε νά φθάσει στήν ἑνότητα καί τήν ὁµοιοµορφία. Διαφορετικά, παραµένει στήν ἐπικράτεια τῆς διαστροφῆς πού, ὅπως προεκτέθηκε, ἀντιτίθεται στήν τάξη καί, συνακολούθως, στήν αὐθεντική ὕπαρξη. Διότι ἡ «ἀταξία εἶναι ἡ αἰτία τῆς ἀνυπαρξίας. Καί ἡ διαστροφή ἤ φθορά εἶναι τά ἄλλα ὀνόµατα γιά τήν ἀταξία. Διότι ὁ,τιδήποτε εἶναι φθαρµένο, τείνει πρός τήν ἀνυπαρξία» (disorder is the cause of non existence. And perversion or corruption are the other names for disorder. So whatever is corrupted tends to non existence). Ἡ ἑνότητα, ἑποµένως, καί ἡ ὁµοιοµορφία τῆς σκέψης καί τῆς ζωῆς κάθε ἄλλο παρά ταυτίζονται µέ τήν ἀνιαρή ἤ ἀσφυκτική µονοτονία, ἀλλά θεωροῦνται, ἀπροσδόκητα, ταυτόσηµες µέ τήν καθ’ αὑτό ζωή καί τόν πλοῦτο της. Ἐνῶ ἡ ποικιλία τῶν ἀπόψεων καί τῶν στάσεων, ἡ ἀλλαγή καί ἡ πολυσηµία, θά ἔπρεπε νά θεωρηθοῦν, ὄχι ὡς εὐπρόσδεκτος πλοῦτος, ὅπως σήµερα πολλοί ὑποστηρίζουν, ἀλλά ὡς ἀποκυήµατα φτώχειας καί ἀδυναµίας, ὡς ἔκπτωση καί διαστροφή τῆς ἀληθινῆς ζωῆς.

Ἴσως κάποιοι νά θεωρήσουν ὅτι τά ἀνωτέρω εἶναι ἰδιόρρυθµες ἀπόψεις τοῦ Ἁγίου πού δέν ἀπηχοῦν τήν Καθολική Πίστη τῆς Ἐκκλησίας ἤ καί νά ὑποστηρίξουν ὅτι συνιστοῦν κατάλοιπα τῆς θητείας τοῦ Ἁγίου στόν Νέο-πλατωνισµό, ὅπου τονίζονταν ἰδιαιτέρως οἱ ἔννοιες τοῦ Ἑνός καί τῆς ἀρχικῆς Ἑνότητας ὡς τῆς ὕψιστης ὕπαρξης, ἀπό τήν ὁποία ἀπέρρευσαν τά πάντα.

Ὅµως, τόσο κατά τήν Ἁγία Γραφή, ὅσο καί κατά τίς Ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας, ἡ τάξη, ἡ ὁµοιοµορφία καί ἡ ἑνότητα συνιστοῦν ὑψηλά ἰδεώδη τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς. Ἔτσι στήν Ἐκκλησία ἀκοῦµε δεήσεις γιά τήν «ἑνότητα τῆς πίστεως», γιά τήν ἑνότητα στήν ὁποία ἐκάλεσε τούς πάντας τό Ἅγιον Πνεῦµα καί γιά τήν Ἀρχιερατική προσευχή «ἵνα ὦσιν ἕν, καθώς ἡµεῖς ἕν ἐσµέν». Ἀκόµη, ἀκοῦµε παραγγέλµατα γιά τό νά γίνονται τά πάντα «εὐσχηµόνως καί κατά τάξιν» ἤ γιά τήν ὁµοιοµορφία πού εὔχεται ὁ ἀπόστολος Παῦλος νά ἀποκτήσουν οἱ πιστοί, ὅταν «µορφωθῆ Χριστός ἐν ὑµῖν».

Ὅπως συνήθως, ὅσα προεκθέσαµε ἀποτελοῦν ἁπλῶς µιά σύντοµη παρουσίαση ἑνός ζητήµατος πού ἀποβλέπει περισσότερο στό νά θέσει ἕναν προβληµατισµό, παρά στό νά ἐπιχειρήσει µιά πλήρη ἐξέταση τῶν πτυχῶν του καί πολύ λιγότερο µιά ὁριστική ἀπάντηση τῶν ἐρωτηµάτων πού ἀνακύπτουν σχετικῶς. Αὐτό, ὅµως, πού ἀναδεικνύεται ἀπό τά ἀνωτέρω εἶναι, ὅπως πιστεύουµε, τό γεγονός ὅτι δέν πρέπει σέ καµιά περίπτωση νά βιαστοῦµε νά ξεπεράσουµε τούς Πατέρες, πιστεύοντας ὅτι ἔχουµε µάθει καί, µάλιστα, ἀφοµοιώσει τά διδάγµατά τους. Διότι, ἐκεῖνοι, παραµένοντας σταθεροί καί µονοτρόποι στήν πίστη τους, εἶναι ταὐτόχρονα πλούσιοι σέ πρωτότυπες διδασκαλίες πού ἐκπλήσσουν µέ τή ζωντάνια καί τήν δύναµή τους.                                                                                                   

Νοµοµαθής   

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 211

ΜΑΡΤΙΟΣ 2020