Ἐκκλησία φυγομαχοῦσα!

 Ἐκκλησία  φυγομαχοῦσα!

Εἶναι γεγονός ἀναντίρρητο ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὑπῆρξε τό στήριγμα τοῦ Γένους, σέ ὅλη τήν πορεία του μέσα στήν Ἱστορία καί ἰδιαίτερα ἐκεῖνες τίς φορές πού ἡ Ρωμηοσύνη βίωνε πίκρες καί βάσανα. Καί ὄχι μόνο τό στήριγμα ἀλλά καί ὁ ὁδηγός καί ὁ θεματοφύλακας τῆς Ἱστορικῆς του παρακαταθήκης.

Ἔτσι ἀποτυπώθηκε ἡ Ἐκκλησία στή συνείδηση τῶν Ἑλλήνων, ἴσως ἀπό τότε πού ὁ Πατριάρχης Σέργιος πρωτοστάτησε στή σωτηρία τῆς πολιορκημένης Βασιλεύουσας περιφέροντας στά τείχη της τήν εἰκόνα τῆς Βλαχερνιώτισσας.

Ἡ Ἐκκλησία ἦταν, πού κράτησε ὄρθιο τό σκλαβωμένο Γένος τά χρόνια τῆς Ὀθωμανικῆς νύχτας, ἡ Ἐκκλησία πῆρε τά ὅπλα μαζί μέ τούς ἀντρειωμένους στόν ἀγῶνα γιά μιά ἐλεύθερη πατρίδα κι ἔβαψε μέ τό αἷμα της, πρωτοπόρα, τά χώματα τά ματωμένα, ἡ Ἐκκλησία κράτησε τή Μακεδονία μας Ἑλληνική, ἀργότερα. Αὐτή ἦταν, πού ἀκλόνητη ἔμεινε στή γῆ τῆς Ἰωνίας, μαζί μέ τό λαό τοῦ Θεοῦ κι ἀντιμετώπισε τή μανία τοῦ Τούρκου ἀλύγιστα κι ἔγινε θυσία καί σφάγιο. Ἡ Ἐκκλησία ἔμεινε πίσω μαζί μέ τόν πονεμένο λαό, στά χρόνια τῆς Γερμανικῆς Κατοχῆς, ὅταν ἡ συντεταγμένη πολιτεία ἔπρεπε νά φύγει στή Μέση Ἀνατολή.

Ἡ Ἐκκλησία λοιπόν, ἡ Διοίκηση δηλαδή, ἦταν πού ἔδινε τόν ρυθμό καί τό παράδειγμα κι ἀκολουθοῦσε ὁ ἁπλός παπᾶς γιά νά ἔχει ἀπαντοχή τό Γένος. Ἡ Ἐκκλησία ἀγρυπνοῦσε πάντα καί θά ἐπενέβαινε ὅταν θά χρειαζόταν, αὐτή ἦταν ἡ πεποίθηση τοῦ λαοῦ.

Βέβαια, τά πράγματα δέν ἦταν πάντοτε ἰδανικά. Καί σφάλματα ἔγιναν ἀπό τούς κορυφαίους τῆς Ἐκκλησίας, καί συνεργασίες ὑπῆρχαν μέ τούς δυνατούς καί τήν ἐξουσία, καί ἴσως καί προδοσίες πολλές φορές, ὅμως ὅπως καί νά ἔχει, ἡ Ἐκκλησία ὑπῆρξε πάντοτε ὁ πρόμαχος τοῦ Γένους.

Τά ἔβλεπε αὐτά ὁ πιστός λαός καί πίστευε στήν Ἐκκλησία, κι ἄς μήν γνώριζε πάντα τήν ἀλήθεια, κι ἄς εἶχε παράπονα, ἀλλά ἔτσι ἔνοιωθε, γιατί ἦταν ζυμωμένος μαζί της. Ἴσως παλιότερα νά ἦταν περισσότερο εὔπιστος καί πιό καρτερικός ἀπό ὅσο στίς μέρες μας καί νά μήν ἀμφέβαλε γιά τήν ἀγαθή προαίρεση τῶν πρωταγωνιστῶν.

Σήμερα ὅμως οἱ εἰδήσεις φτάνουν παντοῦ, ταχύτατα καί δύσκολα μπορεῖ νά κρυφτεῖ κανείς. Ὁ λαός ἔχει πρόσβαση σέ πολλά, οἱ προσλαμβάνουσες παραστάσεις του βρίσκονται διαρκῶς ὑπό ἀναθεώρηση. Πιστεύει ἄραγε ὁ λαός τοῦ Θεοῦ ὅτι, ἡ Ἐκκλησία παραμένει καί στίς μέρες μας προμαχοῦσα;

Ὁ λαός θέλει ἀποδείξεις, δέν ἀρκεῖται στό παρελθόν, ἡ πίστη κλονίζεται, οἱ ἐπιρροές εἶναι πολλές.

Ἡ ἀντίληψη, πού θέλει τήν Ἐκκλησία περιορισμένη στά τῆς πίστεως, βρίσκει ὁλοένα καί περισσότερους ὑποστηρικτές. Φυσικό εἶναι, ἡ Πολιτεία νά ἀρνεῖται στήν Ἐκκλησία τή δυνατότητα νά ἐλέγχει τίς ἀποφάσεις της, ὅταν ἡ ἐξουσία αὐτή δέν πηγάζει ἀπό τόν λαό καί τή συνείδησή του. Μπορεῖ ὅμως νά πεισθεῖ ὁ λαός ὅτι ὁ ἐπ’ ἀγαθῶ ἔλεγχος τῆς Πολιτείας, ἀπό μιά ἄσπιλη, κατά τό ἀνθρώπινο, Ἐκκλησία δέν θά εἶναι θεμιτή; Τέτοια ἐξουσία σαφῶς καί πηγάζει ἀπό τό λαό καί δέν ὑπονομεύεται, γιατί εἶναι πρός τό συμφέρον του.

Καί πῶς ἄραγε ἀντιλαμβάνεται ἡ Ἐκκλησία αὐτόν τόν ρόλο σήμερα; Πιστεύει ὅτι, τῆς ἁρμόζει τέτοιο καθῆκον; Μήπως θεωρεῖ ὅτι ἄλλαξαν οἱ καιροί καί ὅτι δέν χρειάζεται νά ἀσχολεῖται μέ τίς τύχες τοῦ τόπου; Μήπως οἱ σημερινοί ποιμένες ἀποποιοῦνται τό ρόλο πού ὁ Πλάτωνας ἐπιφύλαξε στούς φύλακες τῆς Πολιτείας του; Μήπως εἶναι τό φορτίο βαρύ;

Μήπως δέν ἔχει νά ἀντιτάξει ἐπιχειρήματα ἡ Ἐκκλησία ἀπέναντι σέ ὅσους τήν προορίζουν νά ἐνδιαφέρεται μόνο γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς; Κι ἀπ’ τήν ἄλλη, ἔπαψε ὁ λαός νά ἀποτελεῖ τό ποίμνιο πού ποιμένουν αὐτοί, πού ἀνέλαβαν νά συνεχίσουν τή διαδοχή ἐκείνων, πού ἄφησε πίσω του ὁ Χριστός; Τί λέει ἡ διδασκαλία τῶν Πατέρων, δέν φρόντιζαν ἐκεῖνοι γιά τά βιωτικά πράγματα τῆς πρώτης Ἐκκλησίας;

Μήπως ὅμως, ἡ ἀποδοχή ρόλου τέτοιου ποιμένος, ὁ ὁποῖος θά αὐτοπεριορίζεται στά τῆς «μάνδρας» του ἀποτελεῖ ἐχέγγυο ἤ ἀκόμη καί προϋπόθεση ἀνάδειξης σέ θέσεις πρωταγωνιστικές; Μέ σιγουριά δέν μπορεῖ κανείς νά μιλήσει, ἀλλά τί λέτε, ἄν θέταμε τό ἐρώτημα στό λαό, σέ ποιό συμπέρασμα θά καταλήγαμε;

Πιστεύει ἄραγε ὁ λαός ὅτι, εἶναι ἐλεύθερη σήμερα ἡ φωνή τῆς Ἐκκλησίας; Αἰσθάνεται τό ποίμνιο ὅτι, ἔχουν γνώση καί τόλμη οἱ φύλακες;

Θά εἶχε ἄραγε, μπεῖ ἡ χώρα στήν περιπέτεια τῶν τελευταίων χρόνων ἄν μιλοῦσε ἔγκαιρα ἡ Ἐκκλησία; Θά εἶχε ἐξωβελισθεῖ ἡ πίστη ἀπό τά σχολεῖα ἄν διαμαρτυρόταν ἡ Ἐκκλησία; Θά εἶχε ἐνοχοποιηθεῖ ἡ ἐθνική συνείδηση τῶν Ἑλλήνων ἄν ἔπαιρνε θέση ἡ Ἐκκλησία; Θά ὑπῆρχε περίπτωση νά ἐπιτραπεῖ ὁ περιορισμός στήν ἐλευθερία τῆς ἔκφρασης ἄν ἀντιδροῦσε ἡ Ἐκκλησία; Θά εἶχαν γίνει ὅλες αὐτές οἱ κοσμογονικές ἀλλαγές, πού ἐξυφαίνονται στόν τόπο μας ἄν δέν σιωποῦσε ἡ Ἐκκλησία; Θά εἶχε ἐκχωρηθεῖ ἀμαχητί τό ὄνομα τῆς Μακεδονίας μας ἄν μιλοῦσε ἡ Ἐκκλησία; Θά εἶχαν γίνει τόσο εὔκολα ὅλα αὐτά ἄν δέν εἶχε λείψει πρόωρα ἀπ’ τή ζωή τῶν Ἑλλήνων ἐκεῖνος ὁ ἀγαπητός Ξανθιώτης –μέ τά λάθη του κι αὐτός καί ἴσως καί μέ τίς δεσμεύσεις του;

Λέτε νά μήν χρειάζεται γλώσσα παιδαγωγική ἡ κοινωνία, σάν ἐκείνη τή φωνή τοῦ Μητροπολίτου, πού πρίν μερικά χρόνια εἶπε ἐκεῖνο τό ἀμίμητο «ἀλλειτούργητοι ἄρχοντες»; Γιατί ἄραγε δέν τόλμησε κανείς ἄλλος; Μήπως ἦταν ἀβάσιμη ἡ διαπίστωση;

Ἡ Ἐκκλησία, οἱ ποιμένες δηλαδή, ἄν εἶχαν τήν παρρησία, θά εἶχαν προειδοποιήσει ἔγκαιρα γιά τόν κίνδυνο τοῦ δημογραφικοῦ, γιά τήν ἀποφυγή τοῦ γάμου καί τῆς τεκνοποΐας ἀπό τούς νέους, γιά τόν κλονισμό τοῦ θεσμοῦ τῆς οἰκογένειας, γιά τήν ἐπιχειρούμενη ἀποχριστιανοποίηση τῆς κοινωνίας μας, ἀκόμη καί γιά τά δανεικά μέ τά ὁποῖα ζοῦσε τά προηγούμενα χρόνια ἡ χώρα, γιά τίς προθέσεις κάποιων ἐκ τῶν κυβερνώντων, γιά τίς δεσμεύσεις τους ἐνδεχομένως. Ποιός θά τολμοῦσε νά ἐνεργεῖ βλαπτικά γιά τόν λαό ἄν δέν εἶχε δεδομένη τή σιωπή τῆς Ἐκκλησίας;

Ξέρετε δέν συζητοῦμε γιά σφάλματα, δέν μιλᾶμε γιά ἀμέλεια, πού κι αὐτή δέν ἐπιτρέπεται σέ τόσο κρίσιμα θέματα, ἀλλά γιά ἐνδεχόμενο δόλο.

Κακά τά ψέματα, ὅλα ὅσα ἔγιναν αὐτά τά χρόνια εἰς βάρος τοῦ λαοῦ, ἔγιναν γιατί δέν μίλησε ἡ Ἐκκλησία.

Ὅμως τί περιμένει ἡ Ἐκκλησία; Γιατί ἀμύνεται παθητικά; Γιατί συνεχῶς παραχωρεῖ ἔδαφος;

Μήπως τό διακύβευμα εἶναι περισσότερο σοβαρό ἀπό ὅσο μπορεῖ νά ἀντέξει ἡ κοινή γνώμη; Ἀλλά γιατί δέν πρέπει νά μάθει ὁ λαός τήν ἀλήθεια; Ἄν δέν μπορεῖ νά μιλήσει ἡ Πολιτεία, ἄς τό πράξει ἡ Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά φοβᾶται τό κόστος μιᾶς πικρῆς ἀποκάλυψης. Ἡ Ἐκκλησία προσβλέπει στήν κρίση της ἐνώπιον τοῦ ἀδεκάστου Κριτῆ, ἔτσι κηρύττει τοὐλάχιστον, καί δέν δικαιοῦται νά σιωπᾶ.

Ἡ Ἐκκλησία, ἡ πραγματική Ἐκκλησία, αὐτή πού ἀρχίζει καί τελειώνει στόν Χριστό, αὐτή, πού μπροστά στό Θυσιαστήριο, πιάνει μέ τά χέρια της τόν ἴδιο τόν Δεσπότη, αὐτή, πού ἔχει γιά παράδειγμα τόν Μέγα Βασίλειο καί τόν Ἀϊ-Γιάννη τόν Χρυσόστομο, δέν μπορεῖ νά μετράει τά λόγια της. Δέν μπορεῖ νά σωπαίνει. Ἄν πιστεύει ὅτι «οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς» δέν μπορεῖ νά κρύβεται, δέν μπορεῖ νά φυγομαχεῖ.

Ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νά γνωρίζει γιά ὅλους ἐμᾶς. Ἀπό ποῦ κρατάει ἡ σκούφια μας, ποιά εἶναι ἡ πίστη καί ἡ καταγωγή μας, πῶς γίναμε ὅτι γίναμε, ποιές εἶναι οἱ συναναστροφές μας καί τά χούγια μας. Ποιός μπορεῖ νά ἀντιμετωπίσει τίς ἀποκαλύψεις τῆς Ἐκκλησίας; Ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά φοβᾶται οὔτε νά ἐκφοβίζεται. Ἔχει «ράμματα γιά τίς γοῦνες ὅλων».

 Ὁ λαός ψάχνει μιά Ἐκκλησία μπροστάρη στόν ἀγῶνα πού θεωρεῖ δίκαιο, στόν ἀγῶνα πού εἶναι συνέχεια τῶν ὡραίων πτυχῶν τοῦ παρελθόντος μας, πού εἶναι προέκταση τοῦ ὁράματος τῶν πατεράδων μας. Τήν θέλει νά κρατᾶ τήν πυξίδα προσανατολισμένη σωστά.

Ἡ Ἐκκλησία ἔχει εὐθύνη ἀπέναντι στήν Ἱστορία της καί δέν μπορεῖ νά φαίνεται λιγότερο ἄξια ἀπό τό ρόλο πού τῆς ἔχει ἐπιφυλάξει τό πλήρωμά της.

Ἡ Ἐκκλησία, ἐφ’ ὅσον πορεύεται ἔχοντας τή συνείδηση ὅτι ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Κριτοῦ, θά παρουσιασθεῖ φέροντας τό βάρος ἀπό τά κρόσια στά ὁποῖα καταλήγει τό πετραχεῖλι καί τό ὠμοφόριό της, συλλογᾶται ἐλεύθερα καί ὅταν ἔτσι συλλογᾶται, τότε πράττει σωστά.

 

Δημήτριος Κοσκινιώτης

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 211

ΜΑΡΤΙΟΣ 2020