Ἡ ἀρχή τῆς ριζικῆς ἀλλοίωσης τῆς Ἑλλάδος
18η Ἰανουαρίου τοῦ 1833: Στὸν κόλπο τοῦ Ναυπλίου καταπλέει ὁ στόλος ποὺ μετέφερε τὸν νεαρὸ Ὄθωνα στὸ βασίλειό του. Ἡ εἴδηση τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ πρώτου Βασιλιὰ τῆς Νεώτερης Ἑλλάδας κινητοποίησε χιλιάδες κατοίκους τῆς Πελοποννήσου καὶ τῆς Στερεᾶς, ποὺ γεμάτοι χαρὰ ἔσπευδαν νὰ προϋπαντήσουν τὸν Ὄθωνα. Ὁ ἱστορικὸς Τρύφων Εὐαγγελίδης στὸ ἔργο τοῦ «Ἱστορία τοῦ Ὄθωνος» περιγράφει τὴ στιγμὴ ὡς ἑξῆς: «… ἀπὸ παντὸς ὑψώματος ἢ λόφου χιλιάδες ἑλληνικοῦ λαοῦ μετὰ δακρύων ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ ἱερῶν παλμῶν ἐν τῇ καρδία ἀνέμενον τὸν πολυπόθητον αὐτῶν ἡγεμόνα». Καὶ ἦταν ἀπόλυτα κατανοητὴ αὐτὴ ἡ ἐκδήλωση τῆς χαρᾶς τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων μετὰ ἀπὸ τὸ μακρὸ χρόνο τῆς πλήρους ἀναρχίας ποὺ εἶχε ἐπικρατήσει στὴν Ἑλλάδα ὕστερα ἀπὸ τὴ δολοφονία τοῦ Καποδίστρια, τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1831. Στὸν νέο τους Βασιλιὰ ἔβλεπαν τὴν πολυπόθητη σταθερότητα ποὺ χρειαζόταν ὁ τόπος γιὰ νὰ ἐκκινήσει τὸν ἐλεύθερο πολιτικό του βίο. Βέβαια, οἱ Μεγάλες Δυνάμεις καὶ ὄχι ὁ ἴδιος ὁ λαὸς εἶχαν ἐπιλέξει τὸν Βασιλιά. Παρὰ ταῦτα ὁ λαὸς θεωροῦσε ὅτι ὁ ξένος μονάρχης θὰ μποροῦσε νὰ ἀρθεῖ ὑπεράνω των ἐρίδων τῶν φατριῶν ποὺ ταλάνιζαν τοὺς Ἕλληνες καὶ πὼς θὰ ἐργαζόταν γιὰ τὴν πρόοδο τοῦ τόπου. Μὲ ἀλλὰ λόγια, οἱ συνθῆκες ποὺ εἶχαν δημιουργηθεῖ στὴν Ἑλλάδα μὲ τὴν ἀναρχία ποὺ ἐπικράτησε περίπου 15 μῆνες ἦταν ἰδανικὲς γιὰ τὴν ἀνάληψη τῆς βασιλείας ἐκ μέρους τοῦ Βαυαροῦ πρίγκιπα.
Πῶς ὅμως ἐπιλέχθηκε ὁ Ὄθων ὡς Βασιλιὰς τῆς Ἑλλάδος; Μετὰ τὴ δολοφονία τοῦ Καποδίστρια οἱ συγκρούσεις τῶν διαφόρων φατριῶν γίνονταν ὅλο καὶ πιὸ ἔντονες. Οἱ πιστοὶ στὸ νεκρὸ Κυβερνήτη συγκεντρώθηκαν γύρω ἀπὸ τὸν ἀδελφό του Αὐγουστίνο, ὁ ὁποῖος ὡς πρὸς τὶς ἱκανότητες ὑστεροῦσε πολὺ ἔναντι ἐκείνου. Ὑπῆρξαν οἱ Ρουμελιῶτες ἢ Συνταγματικοὶ μὲ ἡγέτη τὸν Ἰωάννη Κωλέττη , οἱ ὁποῖοι πῆραν ἀπόσταση ἀπὸ τὸν Αὐγουστίνο καὶ ἀπετέλεσαν τὴν ἀντιπολίτευση, ἐπειδὴ δὲν τοὺς ἱκανοποιοῦσε πιά. Οἱ Ρῶσοι ὑποστήριζαν τὸν Αὐγουστίνο, ἐνῶ οἱ Βρετανοὶ καὶ οἱ Γάλλοι τὸν Κωλέττη. Τελικὰ ἀποφασίστηκε μιὰ συνάντηση στὸ Ἄργος τὸ Δεκέμβριο τοῦ 1831. Ὅταν διαπιστώθηκε στὴ ἐθνοσυνέλευση αὐτή, ὅτι τὸ κόμμα τοῦ Καποδίστρια εἶχε περισσότερους ἀντιπροσώπους ἀποχώρισαν οἱ Ρουμελιῶτες. Οἱ πιστοὶ στὸν Καποδίστρια ἐξέλεξαν τὸν Αὐγουστίνο ὡς Κυβερνήτη. Ἀκολούθησαν ὁδομαχίες στοὺς δρόμους τοῦ Ἄργους μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐκδιωχθοῦν οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Κωλέττη.
Ἡ ἐπικράτηση τῆς ἀναρχίας στὴν Ἑλλάδα
Στοὺς πρώτους μῆνες τοῦ 1832 ἄρχισε νὰ ἐπικρατεῖ στὴν ἐλεύθερη Ἑλλάδα ἡ ἀναρχία. Ὁ ἀδελφός του νεκροῦ Κυβερνήτη ἔλεγχε βασικὰ μόνο το Ναύπλιο καὶ τὴν ἄμεσα τριγύρω περιοχή. Ἡ ὑπόλοιπη χώρα ἐλεγχόταν ἀπὸ τοπικὲς κυβερνήσεις, ὅπου ὁπλαρχηγοὶ ἐπέβαλλαν τὴ θέλησή τους, ἢ βρισκόταν στὸ ἔλεος τῶν ληστῶν. Χαρακτηριστικὰ εἶναι τὰ λόγια τοῦ Βρετανοῦ περιηγητῆ William Greg: «Κάθε κωμόπολη καὶ χωριὸ στὴν ἠπειρωτικὴ χώρα – δὲν εἶμαι καθόλου ὑπερβολικὸς – ἦταν ἐρειπωμένο». Ἀφοῦ οἱ στρατιῶτες δὲν πληρώνονταν, προέβαιναν σὲ λεηλασίες. Γιὰ τὴν Ἀθήνα ἀναφέρει, ὅτι ἦταν «ἕνας σωρὸς ἀπὸ εὐτελῆ καὶ ἀσήμαντα ἐρείπια» μὲ περίπου 300 κατοίκους. Στὴν Κόρινθο, ὅπως ἐπισημαίνει, «… πουθενὰ δὲν ὑπῆρχε κάποιο σημάδι ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Ἐδῶ καὶ ἐκεῖ κανένα βρεγμένο, μοναχικὸ σκυλὶ θὰ περιφερόταν στοὺς ἐρημωμένους δρόμους … Ὅλα τα σπίτια ἦταν φραγμένα καὶ τὰ ξύλινα παράθυρά τους κατάκλειστα … Νομίζαμε ὅτι φθάσαμε σὲ κάποια νεκρόπολη».
Μὲ δεδομένη αὐτὴ τὴν κατάσταση στὴν Ἑλλάδα, οἱ μεγάλες δυνάμεις ξεκίνησαν πάλι τὶς ζυμώσεις γιὰ τὸν ὑποψήφιο ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ἐγκαταστήσουν ὡς Βασιλέα. Ἡ πρώτη τους προσπάθεια, ὅσο ζοῦσε ἀκόμα ὁ Καποδίστριας, εἶχε καταλήξει σὲ ἀποτυχία. Ὁ ὑποψήφιός τους, ὁ Λεοπόλδος τοῦ Saxe-Coburg εἶχε παραιτηθεῖ. Ἡ ἔρευνα στρεφόταν σὲ πρίγκιπες τῶν γερμανικῶν κρατιδίων. Ἄριστη ἐπιλογὴ θεωρήθηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς υἱοὺς τοῦ Βασιλιὰ τῆς Βαυαρίας, τοῦ θερμοῦ φιλέλληνα Λουδοβίκου. Στὶς 13 Φεβρουαρίου τοῦ 1832 ἔφθασε ἡ ἐπίσημη δήλωση τῶν πρεσβευτῶν τῶν Μεγάλων Δυνάμεων στὸ Μόναχο γιὰ τὴν προτίμηση πρὸς τὸν δεύτερο υἱὸ τοῦ Λουδοβίκου, τὸν Ὄθωνα. Ὁ Λουδοβίκος δέχθηκε μὲ τὸν ὄρο, ὅτι θὰ πρέπει νὰ τὸν συνοδεύουν συμβασιλεῖς, ἐπειδὴ ὁ Ὄθων ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἦταν μόλις 16 ἐτῶν. Ἐπίσης ἔπρεπε νὰ συνοδεύεται ἀπὸ σῶμα στρατοῦ τρεισήμισι χιλιάδων ἀνδρῶν. Ὡς Ἀντιβασιλεῖς ἐπιλέχθηκαν δύο προτεστάντες μὲ φιλελεύθερο πνεῦμα, ὁ Ἔυδεκ καὶ ὁ Μάουρερ, καὶ ἕνας ρωμαιοκαθολικός, ὁ Ἄρμανσμπεργκ. Ὁ Ἔυδεκ, καὶ αὐτὸς θερμὸς φιλέλληνας, εἶχε ὑπηρετήσει παλαιότερα στὴν Ἑλλάδα ὡς παρατηρητὴς τῆς ἐπανάστασης. Ὁ Μάουρερ, ἕνας κυβερνητικὸς ἀξιωματοῦχος τοῦ Μονάχου, ἦταν ἐξαιρετικὸς νομικὸς μὲ σπουδὲς στὸ Παρίσι καὶ στὴ Χαϊδελβέργη. Εἶχε γίνει καθηγητὴς στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Μονάχου καὶ ἔπειτα τοῦ Gottingen, ὥσπου νὰ ἐκλεγεῖ Ἀντιβασιλιάς. Ὁ τρίτος των Ἀντιβασιλέων ἦταν ὁ φιλελεύθερος κόμης Ἰωσὴφ φὸν Ἄρμανσμπεργκ, ὁ ὁποῖος περισσότερο ἀπ’ ὅλους κέρδισε γρήγορα τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ Ὄθωνα. Εἶχε ὑπηρετήσει τρεῖς φορὲς στὴν αὐλὴ τοῦ Μονάχου ὡς ὑπουργὸς οἰκονομικῶν καὶ ἐξωτερικῶν.
Ὁ ἴδιος ὁ Ὄθων εἶχε ἀνατραφεῖ ἀπὸ ἕναν καθολικὸ ἱερέα, τὸν Oettl. Ὑπῆρξε ἕνας κάπως ἀδιάφορος μαθητὴς μὲ κεντρικὸ στοιχεῖο τοῦ χαρακτήρα τοῦ οἱ ἔντονες ἐκρήξεις θυμοῦ καὶ κατάθλιψης ποὺ διαρκοῦσαν συχνὰ μέχρι καὶ τρεῖς μέρες. Ἡ μόρφωσή του δὲν ξεπερνοῦσε τὴ μόρφωση ἑνὸς πρίγκιπα ποὺ προοριζόταν γιὰ μιὰ κατώτερη θέση στὸν κρατικὸ μηχανισμό. Στὶς 7 Μαΐου ὑπογράφτηκε στὸ Μόναχο ἀπὸ τὶς τρεῖς Μεγάλες Δυνάμεις καὶ τὸν Λουδοβίκο τὸ τελικὸ Σύμφωνο γιὰ τὴν τοποθέτηση τοῦ Ὄθωνα ὡς Βασιλέα στὸ ἀνεξάρτητο κράτος τῆς Ἑλλάδος. Ἀποτελοῦσε μιὰ ἐπιλογὴ οὐδέτερη καὶ γιὰ τὶς τρεῖς Μεγάλες Δυνάμεις. Ἡ Ρωσία στὴ συνέχεια ἔθεσε τὸ ζήτημα τῆς μεταστροφῆς τοῦ Ὄθωνα στὴν Ὀρθόδοξη πίστη, χωρὶς ὅμως ἐπιτυχία. Ὁ Βαυαρὸς διαπραγματευτὴς ὅμως, ἀκολουθώντας τὶς συμβουλὲς τοῦ Λουδοβίκου, δὲν ἀνέλαβε οὔτε γιὰ τὸ μέλλον καμία δέσμευση στὸ θέμα αὐτό.
Ἐν τῷ μεταξὺ στὴν Ἑλλάδα ἡ θέση τοῦ Αὐγουστίνου Καποδίστρια εἶχε γίνει ἰδιαίτερα δύσκολη, ἐπειδὴ νικήθηκε ἀπὸ τὸ στρατὸ τῶν Ρουμελιωτῶν. Ἀναγκάστηκε νὰ παραιτηθεῖ καὶ νὰ ὑποδείξει μιὰ ἐπιτροπὴ γιὰ τὴ διακυβέρνηση τῆς χώρας. Στὴ συνέχεια μιὰ συνέλευση στὸ Ναύπλιο ἐπικύρωσε διὰ βοῆς τὴν ἐκλογὴ τοῦ Ὄθωνα καὶ ἀπέστειλε ἐπιτροπὴ μὲ ἀρχηγὸ τὸν ναύαρχο Μιαούλη στὸ Μόναχο, γιὰ νὰ δώσει ὅρκο ὑποταγῆς στὸν νέο Βασιλιά. Τελικὰ ἡ ἀναχώρηση τοῦ Ὄθωνα καὶ τῆς συνοδείας του γιὰ τὴν Ἑλλάδα ἔγινε στὶς 6 Δεκεμβρίου. Πρῶτος σταθμὸς τοῦ ταξιδιοῦ ἡ Ρώμη, ὅπου ἔγινε ἐπίσκεψη στὸν Πάπα Γρηγόριο τὸν 6ο, ὁ ὁποῖος ζήτησε ἀπὸ τὸν Ὄθωνα καὶ τοὺς Ἀντιβασιλεῖς τὴν ἰδιαίτερη προστασία τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν της Ἑλλάδας. Μέσω Νάπολης ἀναχώρησαν στὴ συνέχεια γιὰ τὴν Ἑλλάδα.
Ἀγγλία καὶ Γαλλία: Οὐσιαστικοὶ ὑπαίτιοί της ἀναρχίας
Τί εἶχαν νὰ περιμένουν οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τὴ ξένη πολιτικὴ ἀρχὴ ποὺ ἐγκαταστάθηκε στὸν τόπο τους μὲ τὴ συναίνεσή τους, χωρὶς νὰ προηγηθεῖ – τὸ τονίζουμε ἰδιαίτερα – καμία κατάκτηση. Εἶχαν ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ τοὺς Τούρκους μέσω ἑνὸς ἐξαιρετικὰ αἱματηροῦ πολέμου μὲ ἀπερίγραπτες θυσίες καὶ ἀποτέλεσμα τὴν ἐρήμωση τῆς χώρας. Καὶ τώρα, μετὰ τὴ δολοφονία τοῦ Ἰωάννου Καποδίστρια καὶ 15άμηνη κατάσταση ἀναρχίας λόγω τῆς σύγκρουσης τῶν διαφόρων φατριῶν, δέχθηκαν μὲ μεγάλο ἐνθουσιασμὸ μιὰ ξένη πολιτικὴ ἀρχή. Πρέπει βέβαια ἐδῶ νὰ σημειώσουμε, ὅτι ἡ ἀναρχία αὐτὴ εἶχε ἐπιδιωχθεῖ ἀπὸ τὴν Ἀγγλία καὶ τὴν Γαλλία. Εἶχε καλλιεργηθεῖ μὲ ποικίλους τρόπους μὲ τὴ στάση τῶν δύο αὐτῶν Δυνάμεων ἀπέναντι στὴν ἐπίσημη ἑλληνικὴ κυβέρνηση. Ἡ ἀνταρσία ποὺ εἶχε ξεσπάσει στὴν Ὕδρα, στὴ Σύρο καὶ ἀλλοῦ, μὲ ὑποκινητὲς ἐφοπλιστὲς καὶ προύχοντες τῆς ἐποχῆς, εἶχε ὡς ἀρχικὴ αἰτία καθαρὰ πολιτικοὺς λόγους, στόχευε στὴν ἐξουδετέρωση τοῦ Κυβερνήτη. Μὲ τὴν ἀπαίτηση τεράστιων καὶ δυσανάλογων ποσῶν ἀποζημιώσεων γιὰ ζημιὲς ποὺ εἶχαν ὑποστεῖ τὰ πλοῖα τοὺς κατὰ τὴν Ἐπανάσταση, μὲ τὴν ἀπόρριψη κάθε συμβιβαστικῆς λύσης καὶ κάθε διαλόγου, μὲ τὴ δυσφήμιση καὶ διαβολὴ τοῦ ἔργου καὶ τοῦ προσώπου τοῦ Κυβερνήτη, μιὰ μικρὴ μειοψηφία εἶχε καταφέρει νὰ ξεσηκώσει τὰ νησιὰ αὐτὰ ἀλλὰ καὶ τοὺς Μανιάτες, ποὺ ἀρνοῦνταν τὴ φορολόγηση, ἐναντίον τοῦ Ἰωάννη Καποδίστρια. Εἶχαν κρυφὰ τὴν ὑποστήριξη τῆς Ἀγγλίας καὶ τῆς Γαλλίας, παρ’ ὅτι αὐτὲς οἱ χῶρες μαζὶ μὲ τὴ Ρωσία ὡς προστάτιδες δυνάμεις ὄφειλαν νὰ στηρίζουν τὴ νόμιμη κυβέρνηση τῆς χώρας. Οἱ ἀντιπρόσωποι τῆς Γαλλίας καὶ τῆς Ἀγγλίας ἔδιναν γραπτὲς διαβεβαιώσεις συμπαράστασης στὸν Καποδίστρια, παρασκηνιακὰ ὅμως ἐνθάρρυναν τοὺς ἐξεγερμένους ἀντικαποδιστριακοὺς μὲ ἀποτέλεσμα αὐτοὶ νὰ μὴ δείχνουν καμία διάθεση συνδιαλλαγῆς ποὺ μὲ κάθε δυνατὸ τρόπο ἐπεδίωκε ὁ Κυβερνήτης. Προοδευτικά, ὅπως ἦταν φυσικὸ μὲ τὰ δεδομένα αὐτά, αὐτὸ τὸ - δῆθεν δημοκρατικό, ἐπειδὴ ζητοῦσε τὴ σύγκληση Ἐθνικῆς Συνέλευσης - ἀντικαποδιστριακὸ κίνημα πῆρε ὅλο καὶ μεγαλύτερες διαστάσεις. Χαρακτηριστικὰ ἔγραψε ὁ Ρῶσος ἀντιπρέσβυς, ὁ ἀντιπρόσωπος τῆς Ρωσίας στὴν Ἑλλάδα, στὸν Νέσελροδε, τὸν ἀντικαγκελάριο τῆς Ρωσίας: «Οἱ ἀντιπρέσβεις τῆς Ἀγγλίας καὶ τῆς Γαλλίας κατακρίνουν μὲν εἰς τὸ φανερὸν τὴν ἀντιπολίτευσιν, ἀλλ’ εἰς τὸ κρυπτὸν δὲν παύουν νὰ τὴν ὑποστηρίζουν καὶ ὑποδαυλίζουν κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον τὴν φωτιάν, ἐκ τῆς ὁποίας κινδυνεύει νὰ προέλθη γενικὴ καὶ καταστρεπτικὴ πυρκαϊά». Καὶ ὄντως δὲν καθυστέρησε νὰ ξεσπάσει αὐτὴ ἡ πυρκαγιά: Τὰ ξημερώματα τῆς 14ης Ἰουλίου τοῦ 1831 οἱ Ὑδραῖοι μὲ ἀρχηγὸ τὸν ναύαρχο Ἀνδρέα Μιαούλη κατέλαβαν αἰφνιδιαστικά το στόλο στὸν Ναύσταθμο τοῦ Πόρου. Αὐτὴ ἡ ἀκαταλόγιστη ἐνέργεια τῶν Ὑδραίων ἦταν, ὅπως φαίνεται, προσυμφωνημένη μὲ τοὺς Ἄγγλους καὶ τοὺς Γάλλους, ἐπειδὴ τὰ πολεμικὰ πλοῖα τόσο τῆς Ἀγγλίας ὅσο καὶ τῆς Γαλλίας ἀπουσίασαν ὅλως συμπτωματικὰ ἀπὸ τὸ Ναύπλιο. Ἔτσι ὁ Καποδίστριας μποροῦσε νὰ στηριχτεῖ μονάχα στὴ βοήθεια τῆς Ρωσίας. Τελικὰ τὴν ἐξασφάλισε. Ἡ πειρατικὴ αὐτὴ ἐνέργεια τῶν Ὑδραίων κατέληξε τὴν 1η Αὐγούστου, ὅταν ἡ θέση τους μὲ τὴν νίκη τῶν κυβερνητικῶν στρατευμάτων στὸν Πόρο ἔγινε ὅλο καὶ πιὸ δύσκολη, στὴ πυρπόληση ἀπὸ τὸν Μιαούλη τῶν δύο λαμπρότερων καὶ πολυτιμότερων πλοίων τοῦ ἐθνικοῦ στόλου, τῆς κορβέττας «Ὕδρα» καὶ τῆς φρεγάτας «Ἑλλάς». Ὁ ἀρχηγὸς τοὺς ἐθνικοῦ στόλου, ὁ Κανάρης, ἀνήγγειλε τὸ πρωὶ τῆς ἴδιας μέρας τὸ γεγονὸς στὸν Καποδίστρια μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Ὁ Μιαούλης παρέδωκεν εἰς τὰς φλόγας τὴν «Ἑλλάδα» καὶ τὴν κορβέτταν «Ὕδρα». Εἴθε παραδοθῆ τὸ ὄνομα τοῦ αὐτουργοῦ τοιαύτης πράξεως βαρβαρωτάτης εἰς αἰώνιον ἀνάθεμα…».
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ συνταρακτικὰ γεγονότα, τὰ ὁποῖα ὁ Καποδίστριας στιγμάτισε μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Πὰν ρῆμα πρὸς χαρακτηρισμὸν αὐτῶν, κατώτερον ἤθελε μείνει καὶ τῆς περὶ αὐτὰ φρικώδους ἀληθείας, καὶ τοῦ ἄλγους ἠμῶν, ὅπερ καὶ τὸ Ἔθνος ὅλον βέβαια συναλγεῖ…», ἀναμενόταν νὰ ἠρεμήσουν τὰ πράγματα. Ὁ Κυβερνήτης εἶχε ἤδη ἀναγγείλει σύγκληση ἐθνικῆς συνέλευσης, δηλ. αὐτὸ ποὺ βασικὰ εἶχαν ζητήσει ἡ ἀντικαποδιστριακοί. Ἀλλὰ οἱ Ὑδραῖοι δὲν κάμφθηκαν, ἀντίθετα καμάρωσαν τὴν πυρπόληση αὐτὴ «ὡς ὁλοκαύτωμα ὑπὲρ τῆς προσωπικῆς καὶ ἐθνικῆς ἐλευθερίας» καὶ καλοῦσαν ὅλες τὶς ἐπαρχίες καὶ ὅλα τα νησιὰ σὲ ἐθνοσυνέλευση στὴν Ὕδρα. Στὸν Καποδίστρια δὲν ἔμεινε ἄλλη λύση ἀπὸ τὸν ἀποκλεισμὸ τῆς Ὕδρας. Καὶ πάλι ἡ Ἀγγλία καὶ ἡ Γαλλία δὲν στήριξαν μὲ τὰ πλοῖα τοὺς τὸν ἀποκλεισμό, παρ’ ὅτι εἶχαν τὴν ὑποχρέωση αὐτή. Ὁ ἀποκλεισμὸς ἔτσι ἔμεινε χωρὶς οὐσιαστικὸ ἀποτέλεσμα. Ἀκόμα καὶ ἔγγραφό του Κυβερνήτη, τὸ ὁποῖο ἀπευθύνθηκε στὶς 22 Αὐγούστου πρὸς τοὺς πληρεξουσίους του συνεδρίου τοῦ Λονδίνου γιὰ τὸ ἑλληνικὸ ζήτημα, καὶ στὸ ὁποῖο ἐξέφρασε τὴν ἀγωνία του γιὰ τὴν κατάσταση στὴν Ἑλλάδα καὶ ζητοῦσε βοήθεια γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς τάξης, παρέμεινε χωρὶς ἀνταπόκριση. Ἔτσι μὲ τὴν ὑποδαύλιση τῆς Ἀγγλίας καὶ τῆς Γαλλίας οἱ ἐπαναστατικὲς κινήσεις τῶν ἀντικαποδιστριακῶν ἐπεκτάθηκαν ὅλο καὶ περισσότερο, μέχρι νὰ καταλήξουν στὴ δολοφονία τοῦ Κυβερνήτη καὶ τὴν πλήρη ἀναρχία στὴ συνέχεια.
Ἡ συνθήκη τοῦ Λονδίνου τοῦ 1832
Ὅλα αὐτὰ κάνουν φανερό, ὅτι αὐτὲς οἱ ἐξελίξεις, μέχρι καὶ τὸν ἑξαφανισμὸ τοῦ Καποδίστρια καὶ τὴν πλήρη ἐπικράτηση τῆς ἀναρχίας, συνιστοῦσαν τὴν πιστὴ ἐφαρμογὴ σχεδίου αὐτῶν τῶν δύο Μεγάλων Δυνάμεων γιὰ τὴν Ἑλλάδα, ὥστε στὴ συνέχεια νὰ δεχθεῖ ἡ χώρα χωρὶς ὅρους τὴν ἀπ’ εὐθείας ἐγκατάσταση ξένης πολιτικῆς ἐξουσίας στὸν τόπο της. Δηλ. θὰ δεχόταν ἐπὶ τέλους τὴν κυριαρχία τῆς λεγόμενης χριστιανικῆς Εὐρώπης, τῆς φωτισμένης Εὐρώπης. Ἔτσι, μὲ τὴ συνθήκη τοῦ Λονδίνου τῆς 7ης Μαΐου τοῦ 1832, ἐπέβαλαν ἡ Ἀγγλία καὶ ἡ Γαλλία καὶ μαζί τους ἡ Ρωσία, ποὺ διατηροῦσε ἐνστάσεις γιὰ τὴν ἐπιλογὴ τοῦ Ὄθωνα ἐπειδὴ δὲν ἦταν ὀρθόδοξος, στὸν ἑλληνικὸ λαὸ τὸν ἀνήλικο Βασιλιά. Οἱ Ἕλληνες, μέσα στὸ καθεστὼς ἀναρχίας ποὺ ἐπικρατοῦσε, τυπικὰ εἶχαν συναινέσει σ’ αὐτὴ τὴν ἐπιλογή. Στὴ συνάντηση τοῦ Λονδίνου, στὴν ὁποία δὲν εἶχε κληθεῖ κανένας Ἕλληνας, ἔγιναν δεκτοί, ἐκτὸς ἀπὸ ἕναν, ὅλοι οἱ ὄροι ποὺ εἶχε θέσει ὁ Λουδοβίκος, ὁ Βασιλιὰς τῆς Βαυαρίας προκειμένου νὰ δεχθεῖ τὴν πρόταση γιὰ τὸν υἱὸ τοῦ Ὄθωνα νὰ γίνει Βασιλιὰς τῆς Ἑλλάδος. Ὁ ὅρος ποὺ δὲν εἶχε ἐκπληρωθεῖ, ἦταν ἡ ἐπέκταση τῶν γεωγραφικῶν ὁρίων. Τὰ σύνορα παρέμειναν στὴ γραμμὴ Ἀμβρακικοὺ - Παγασητικοὺ (ἄρθρο 4), ὅπως εἶχαν χαραχθεῖ μετὰ ἀπὸ συμφωνία μὲ τὴν Πύλη.
Ἡ συνθήκη τοῦ Λονδίνου τῆς 7ης Μαΐου τοῦ 1832 ἐπέβαλε μιὰ κληρονομικὴ βασιλεία (ἄρθρα 1-3, 8), κάτι ποὺ δὲν ὑπῆρξε ποτὲ στὴν Ἑλλάδα, μιὰ βασιλεία ποὺ βασιζόταν στὶς πεποιθήσεις τῆς φραγκικῆς φεουδαρχίας, στὴν ἀποδοχὴ μιᾶς ἀνώτερης τάξης, τῶν γαλαζοαίματων. Πάντοτε στὴν Ὀρθόδοξη Αὐτοκρατορία μᾶς ὁ κάθε βαπτισμένος Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς μποροῦσε θεωρητικὰ κάποια στιγμὴ τῆς ζωῆς του νὰ ἀνακηρυχθεῖ Βασιλιάς. Ἡ συνθήκη ἐπέβαλε ἕνα μοναρχικὸ καθεστώς, μέσα ἀπὸ τὸ ὁποῖο οἱ Βαυαροὶ υἱοθέτησαν μιὰ πολιτικὴ ἀπόλυτα ἐναρμονισμένη μὲ τὰ δεδομένα τῆς Εὐρώπης καὶ μὲ τὶς ἐπιταγὲς τῶν Μεγάλων Δυνάμεων, κάτι ἀνήκουστο γιὰ τοὺς Ἕλληνες τῆς ἐποχῆς, οἱ ὁποῖοι ἀπὸ τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1822 μέσω τῆς Πρώτης Ἐθνοσυνέλευσης τῆς Ἐπιδαύρου εἶχαν ψηφίσει σὲ ἐθνικὴ ἐμβέλεια τὸ πρῶτο τους σύνταγμα, ἐνῶ, μάλιστα, διαρκοῦσε ἀκόμα ὁ ἐθνικοαπελευθερωτικός τους ἀγώνας. Ἐπίσης ὁ Ὄθων ὡς ἐγγύηση καὶ ἐπιβεβαίωση τῆς κυριαρχίας του στὸ νέο του βασίλειο δὲν εἶχε μόνο τὴν προστασία τῶν Μεγάλων Δυνάμεων, ἀλλὰ ἔφερε τὸ δικό του μέσο ἐπιβολῆς, τὸν δικό του στρατὸ 3500 ἀνδρῶν, ὁ ὁποῖος θὰ ἀποτελοῦσε τὸν πυρήνα τοῦ στρατοῦ ποὺ θὰ ἀνέπτυσσε.
Ἡ ὑποδοχὴ τοῦ Ὄθωνα στὸ Ναύπλιο
καὶ ὁ Λόγος – Διάγγελμα «Πρὸς τοὺς Ἕλληνας»
Ὅταν ὁ Ὄθων μὲ τὴ συνοδεία τοῦ ἔφθασε στὶς 18 Ἰανουαρίου στὸ λιμάνι τοῦ Ναυπλίου στὸ βρετανικὸ πλοῖο Μαδαγασκάρη, ὅπως εἴδαμε στὴν ἀρχὴ τοῦ ἄρθρου, δὲν κατέβηκε ἀμέσως ἀπὸ τὸ πλοῖο. Ἔπρεπε νὰ προετοιμαστεῖ ἡ ἐπίσημη ὑποδοχή του, ἡ ὁποία ἔγινε μιὰ ἑβδομάδα ἀργότερα, στὶς 25 Ἰανουαρίου. Οἱ διαπιστευμένοι τῶν Μεγάλων Δυνάμεων ἀνέβηκαν στὸ πλοῖο καὶ παρακάθησαν σὲ πρόγευμα μὲ τὸν νεαρὸ Βασιλιὰ καὶ τοὺς Ἀντιβασιλεῖς. Κατόπιν ὁ Ὄθων στὴ προκυμαία συνάντησε τὴν προσωρινὴ κυβέρνηση, μὲ τὴν ὁποία ὑπῆρξε μιὰ σύντομη ἀνταλλαγὴ χαιρετισμῶν. Ἀκλούθησε ἔπειτα δοξολογία στὸν Μητροπολιτικὸ Ναό, ὅπου μετὰ ἀπὸ τὴν ἀφοσίωση ποὺ τοῦ ἐκδηλώθηκε ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Κορίνθου Κύριλλο καὶ τὸν κλῆρο, ὁ Ὄθων ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ ἐγγυήθηκε πλήρη προστασία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Μετὰ τὴ δέηση ὑπὲρ τοῦ μονάρχη ὅλοι ἔδωσαν ὅρκο ὑποταγῆς στὸν νέο ἡγεμόνα. Ἡ δήλωση τοῦ νεαροῦ Βασιλιὰ γιὰ τὴν προστασία ποὺ θὰ παρεῖχε στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἦταν βέβαια ἄκρως παραπλανητικὴ καὶ περιπαικτική: Τὸ καταστατικό του 1833 ὁδήγησε σὲ πλήρη ὑποταγὴ τῆς Ἐκκλησίας στὸ Κράτος, μὲ τὸν ρωμαιοκαθολικὸ Βασιλιὰ ὡς κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὸ διοικητικὸ μέρος καὶ μιὰ Σύνοδο ὑποταγμένη στὴν ἀπόλυτη βασιλικὴ ἐξουσία μέσω τοῦ θεσμοῦ τοῦ βασιλικοῦ ἐπιτρόπου, χωρὶς τὴν ὑπογραφὴ τοῦ ὁποίου κάθε συνοδικὴ ἀπόφαση ἦταν ἄκυρη. Μὲ δύο λόγια ἀνατρέπεται στὸ σύνολό της ἡ θεία τάξη τῶν ἐξουσιῶν τῆς Αὐτοκρατορίας μας, τῆς πνευματικῆς ἐξουσίας τοῦ Κλήρου καὶ τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας τῆς Βασιλείας. Ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ περιέχον γίνεται περιεχόμενο τοῦ Κράτους. Ἐγκαινιάζεται ἡ ἀπόλυτη πολιτειοκρατία.
Στὴ συνέχεια ἀκολούθησε ὁ λόγος-διάγγελμα «Πρὸς τοὺς Ἕλληνας» ποὺ ἔφερε ἐν ὀνόματι τοῦ Βασιλέα τὴν ὑπογραφὴ τῶν Ἀντιβασιλέων Ἄρμανσμπεργκ, Μάουρερ καὶ Ἔυδεκ. Ἐξ’ ἀρχῆς ἀποδίδεται ἡ δέουσα βαρύτητα στὸν ρόλο τῶν «ἐνδόξων καὶ μεγαλοψύχων μεσιτῶν», τῶν Μεγάλων Δυνάμεων τῆς ἐποχῆς, χάρις στὶς ὁποῖες ἔγινε ἡ ἐπιλογὴ τοῦ Ὄθωνα γιὰ τὸν ἑλληνικὸ θρόνο. Ἔπειτα, προφανῶς μὲ περίσσεια εἰρωνεία γιὰ τὸν ἐρευνητὴ τῶν ἱστορικῶν γεγονότων, ἐξαίρεται ἡ «ἐλευθέρα ἐκλογὴ τῶν Ἑλλήνων» ὡς δεύτερος παράγοντας τῆς ἀνάδειξης τοῦ βαυαροῦ πρίγκιπα. Παρακάτω ὁ λόγος θίγει πολλὰ σημεῖα, ἄξια σχολιασμοῦ, ἀλλὰ τὰ παραλείπουμε ἐξαιτίας τοῦ περιορισμένου χώρου τοῦ ἄρθρου. Θέλουμε ὅμως νὰ ὑπογραμμίσουμε ἀκόμα μία ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὴ ἐπισήμανση τοῦ διαγγέλματος. Χωρὶς περιστροφὲς ἐξαπολύονται οἱ πρῶτες ἀπειλὲς πρὸς ὅλους ἐκείνους ποὺ θὰ τολμήσουν νὰ ἐναντιωθοῦν στὸ νέο καθεστὼς τῆς Μοναρχίας: Ὁ Βασιλιὰς ἀπεύχεται νὰ περιέλθει στὴν «θλιβερὰν ἀνάγκην του νὰ κάμει νὰ καταδιωχθῶσι μὲ ὅλην τὴν αὐστηρότητα τῶν νόμων οἱ ταράττοντες τὴν κοινὴν ἡσυχίαν καὶ οἱ ἀποστᾶται». Ὡς τώρα ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ὑπηρέτησαν τὰ σχέδια τῶν Μεγάλων Δυνάμεων, τὰ χρήσιμα ὄργανά τους στὴν ἐξολόθρευση τοῦ μαρτυρικοῦ Κυβερνήτη Ἰωάννου Καποδίστρια καὶ στὴν ἐγκατάσταση τῆς ξένης ἀρχῆς στὴν Ἑλλάδα, ἦταν ἀγωνιστὲς καὶ ἐπαναστάτες ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας τοῦ λαοῦ. Ὅσοι ὅμως τολμήσουν στὸ ἑξῆς νὰ ἀντιδράσουν στὴν πλήρη πνευματικὴ καὶ πολιτιστικὴ ἀλλοίωση τῆς πατρίδας τους ἀπὸ τὴν πολιτικὴ τῶν Βαυαρῶν δὲν θὰ εἶναι ἐπαναστάτες ὑπὲρ τοῦ λαοῦ ἀλλὰ «ἀποστᾶται», δηλ. στὴ σημερινή μας γλώσσα, τρομοκράτες. Ἡ ἱστορία, ὅπως βλέπουμε, ἐπαναλαμβάνεται!
Λέων Μπράνγκ
Δρ. Θεολογίας
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ», Ἀρ. Τεύχους 210
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2020