Ἀρχή Τριωδίου:
Δάκρυ ἱκέσιον καί Χαροποιόν πένθος!
Ψυχοσάββατον – 9/22 Φεβρουαρίου 2020
Πάντοτε, ἡ ἀνατολή τοῦ Σαββάτου τῶν ψυχῶν, μᾶς γίνεται ἀφορμή εὐλαβῶν ἀναμνήσεων τῶν ἀγαπημένων μας κεκεοιμημένων, προσευχῆς καί ἱκεσίας ὑπέρ ἀναπαύσεως τῶν ψυχῶν αὐτῶν, πνευματικῶν ἀδολεσχιῶν γύρω στό «φοβερότατον τοῦ θανάτου μυστήριον» καί καλλιεργείας ἀναλόγων διαλογισμῶν, πού πάντα πρέπει νά ἀποβλέπουν στήν τόνωση τῆς καθημερινῆς μας αἰτήσεως: «Τόν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς ἡμῶν ἐν εἰρήνῃ καί μετανοίᾳ ἐκτελέσαι», γιά νά ἐπιτύχουμε «Χριστιανά τά τέλη τῆς ζωῆς ἡμῶν … καί καλήν ἀπολογίαν».
Ἐπειδή ἡ ἐγνωσμένη καί δεδομένη ἀγάπη σας, μοῦ ἐπέτρεψε πέρισυ, ὡς «Ἀρχή Τριωδίου», νά ψιλο-σχολιάσω τίς δύο πρῶτες Κυριακές αὐτοῦ, ἄς μοῦ ἐπιτρέψει φέτος νά μοιραστῶ μαζί σας, λίγες σκέψεις, ὡς πρός τό Ψυχοσάββατο· καθόσον μάλιστα καί μέ τά δύο ἡμερολόγια, αὐτό πέφτει μέσα στόν Φεβρουάριο, τήν χρονιά πού τώρα ἀνέτειλε. Ἄν καί ὑπάρχει καί δεύτερο Ψυχοσάββατο, τήν παραμονή τῆς Πεντηκοστῆς, ἐν τούτοις – δέν ξέρω πῶς νά τό ἐκφράσω σωστά – αὐτό τό Ψυχοσάββατο τοῦ Τριωδίου μᾶς συγκινεῖ περισσότερο. Ἡ ὅλη ὑμνολογία καί ὑμνογραφία του, διαφέρει κατά πολύ τῆς ἀντίστοιχης τοῦ Σαββάτου πρό τῆς Πεντηκοστῆς. Ἔχει πιό πολύ ἀνθρώπινο πόνο, μιά δόση θλίψεως γεννώσης κατάνυξη, λίγο δάκρυ ἱκέσιο, ἕνα χαροποιό πένθος. Ἐάν μάλιστα, ἔχουμε τήν ὑπομονή νά μελετήσουμε λίγο βαθύτερα τόν κανόνα τοῦ Ὄρθρου αὐτοῦ τοῦ πρώτου Ψυχοσάββατου, θά ἐκπλαγοῦμε ἀπό τήν ἀνθρώπινη συμπόνια τοῦ ὑμνογράφου, πού ἀναφέρεται σέ ἕνα σωρό περιπτώσεις θανάτων, πού μᾶς ἀγγίζουν καί μᾶς συνοδεύουν διαχρονικά. Ὅλα αὐτά καί τά σχετικά μέ αὐτά, ἀπουσιάζουν ἀπό τό ἄλλο, τό δεύτερο Ψυχοσάββατο τοῦ «χαρμοσύνου» Πεντηκοσταρίου. Ἐκεῖ, ὑπάρχει βεβαίως ἡ ἱκεσία γιά ἀνάπαυση ψυχῶν, ἀλλά τίποτε περισσότερο. Ὅλα εἶναι χαρμόσυνα, ἀναστάσιμα· κι ἄς ἀποδόθηκε πρό ὁλίγων ἡμερῶν τό «Χριστός Ἀνέστη». Ἐνῶ τό Τριώδιο, ἤδη ἀπό τήν ἐπικεφαλίδα του, στήν πρώτη του σελίδα χαρακτηρίζεται «κατανυκτικόν».
Βεβαίως, κάθε Σάββατο, εἶναι ἕνα μικρό Ψυχοσάββατο. Εἶναι ἡ ἡμέρα τῶν κεκοιμημένων. Στήν Θεία Λειτουργία κάθε Σαββάτου, ψάλλουμε ὡς Κοινωνικό, τόν ψαλμικό στίχο «Μακάριοι οὕς ἐξελέξω καί προσελάβου Κύριε …». Πολύ περισσότερο στό περί οὗ ὁ λόγος. Ἀλλά καί κάθε βράδυ, ὅποιος ἔχει τήν εὐτυχία νά παρακολουθεῖ σέ κάποια Ἱερά Μονή τήν ἀκολουθία τοῦ Ἀποδείπνου, θά ἀκούσει τόν Ἱερέα νά ἐκφωνεῖ, πρίν τό «Δι’ εὐχῶν …», τά λόγια: «Μακαρίσωμεν τούς εὐσεβεῖς βασιλεῖς, τούς ὀρθοδόξους ἀρχιερεῖς, τούς κτίτορας τῆς Ἁγίας Μονῆς ταύτης, τούς γονεῖς ἡμῶν καί διδασκάλους καί πάντας τούς προαναπαυσαμένους πατέρας ἡμῶν, τούς ἐνθάδε κειμένους καί ἀπανταχοῦ Ὀρθοδόξους». – Αἰωνία ἡ μνήμη αὐτῶν (ἀπαντοῦμε).
Ὅλα αὐτά εἶναι μικρά ψυχοσάββατα· ψήγματα ψυχοσαββάτου, ἑβδομαδιαίως ἐπαναλαμβανόμενα, ἀλλά καί καθημερινῶς βιούμενα.
Φυσικά, ἡ ἀποκορύφωση καί νοηματοδότηση ὅλων τῶν μνημοσύνων καί τρισαγίων μετά κολύβων, βρίσκεται στήν τέλεση τῆς ἀναιμάκτου ἱερουργίας, δηλαδή τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἐάν δέν τελεσθεῖ Θεία Λειτουργία μέ μνημόνευση καί ἐξαγωγή μερίδων (ἀπό τό πρόσφορο) ὑπέρ ὅλων τῶν νεκρῶν, γιά τήν ἀνάπαυση τῶν ὁποίων τελεῖται ἕνα μνημόσυνο ἤ τρισάγιο μετά κολύβων, τότε τό μνημόσυνο αὐτό ἤ τό τρισάγιο μεμονωμένως, λίγο ὠφελεῖ. Ἐκεῖνο πού ἰδιαιτέρως ὠφελεῖ, χαροποιεῖ καί ἀναψύχει πνευματικῶς τίς ψυχές τῶν ἀγαπημένων καί προσφιλῶν μας ἤ καί ἀγνώστων μας κεκοιμημένων, εἶναι ἡ κατ’ ὄνομα μνημόνευσή τους στήν Θεία Λειτουργία· κάτι πού ἀρχίζει μέ τήν ἐξαγωγή μερίδων ἀπό τό πρόσφορο πάνω στό Ἅγιο Δισκάριο, τήν ὥρα τῆς Προσκομιδῆς, μερίδων πού ἀντιστοιχοῦν στά ὀνόματα πού μνημονεύει ὁ ἱερεύς τότε· καί πού τελειοῦται μέ τήν ἐμβάπτισή τους μέσα στό Πανάγιον Αἷμα τοῦ Κυρίου, ἐντός τοῦ Ἁγίου Ποτηρίου, πρίν ἀπό τήν Θεία Μετάληψη τοῦ λαοῦ.
Ἐμεῖς βεβαίως, τίς δύο αὐτές στιγμές τήν ἀρχική τῆς Προσκομιδῆς καί τήν τελειωτική τοῦ Ἁγίου Ποτηρίου, δέν τίς ἀντιλαμβανόμαστε, ἐπειδή δέν μᾶς ἐπιτρέπεται ἡ ἐκ μέρους μας σχετική αὐτοψία. Ἄλλωστε, «οὐ φέρει τό μυστήριον ἔρευναν». Στήν τελειωτική μάλιστα φάση τῆς ἱεροπραξίας, ὁ ἱερεύς, ἐμβαπτίζοντας τίς ὑπάρχουσες καί ἐξαχθεῖσες ἀπό τήν Προσκομιδή μερίδες ζώντων καί τεθνεώτων, ἀπό τό Ἅγιο Δισκάριο μέσα στό Ἅγιο Ποτήριο, ὅπου καί τό Τίμιον Δεσποτικόν Αἷμα, ἐπεύχεται μυστικῶς: «Ἀπόπλυνον, Κύριε, τά ἁμαρτήματα τῶν ἐνθάδε μνημονευθέντων δούλων σου τῷ Αἵματί σου τῷ Ἁγίῳ».
Τήν φρικτή καί ἱερή ἐκείνη στιγμή, (ἀλλά ἀθέατη ἀπό ἐμᾶς, κατά τό «ψαυέτω μηδαμῶς χείρ ἀμυήτων»), οἱ μνημονευθέντες, ζῶντες καί κεκοιμημένοι, λούζονται μέσα στό Πανάγιον Δεσποτικόν Αἷμα, καθαρίζονται, ἀνακουφίζονται, ἀναψύχονται καί ἐκτρέφονται ἀπό Αὐτό, μυστικῶς, ἀοράτως, ἀγνώστως. Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη προσφορά καί βοήθεια γιά ζῶντες καί νεκρούς, ἀπό αὐτήν τήν ὥρα. Καμμία ἔμπονος ἤ δακρύβρεκτος προσευχή ὑπέρ αὐτῶν, δέν μπορεῖ νά ἀντισταθμίσει τήν προσφορά αὐτή. Τό Τίμιον Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ εἶναι τό «κλώμενον» καί «ὑπέρ πολλῶν ἐκχυνόμενον» ἀντιστοίχως, «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν». Τό φτωχό ἐξ ὁρισμοῦ μυαλό μας, ἀνεπαρκεῖ γιά τήν κατανόηση τέτοιων μυστηρίων, τά ὁποῖα, ὡς ἐλέχθη, «οὐ φέρουσιν ἔρευναν». Δέν μποροῦμε ὅμως καί νά μήν τά ὁμολογήσουμε. Κι ἔτσι, πράγματι, ὁμολογοῦμε, ὅτι σέ κάθε Θεία Λειτουργία ὑπάρχει κοινωνία ἀληθινή ζώντων καί προαπελθότων. Ἐάν μάλιστα, λάβουμε ὑπ’ ὄψιν, ὅτι, ἐκτός ἀπό τίς μερίδες ζώντων και νεκρῶν, ὑπάρχουν πάνω στό Ἅγιο Δισκάριο καί οἱ μερίδες τῆς Κυρίας Θεοτόκου, τοῦ Τιμίου Προδρόμου - Ἀποστόλων – Μαρτύρων - Ἀγγέλων κλπ., τότε καθαρά ἀντιλαμβανόμαστε, ἔστω καί θεωρητικῶς, ὅτι ἐδῶ ἔχουμε παροῦσα ὅλη τήν Ἐκκλησία, ὅλον τόν οὐράνιο καί ἐπίγειο ἐν Χριστῷ κόσμο. Νά γιατί, καί οἱ κεκοιμημένοι μας συγκοινωνοῦν μέ ἐμᾶς, συμμετέχοντες, τρόπον τινά μαζί μας, τήν Ἱερά Μετάληψη τοῦ Δεσποτικοῦ Σώματος καί Αἵματος. Ὑπάρχουν ὁμολογίες σχετικῶς, ἀπό εὐλαβεῖς ἱερεῖς χηρεύοντες, ὅτι αἰσθάνονται τήν ὥρα ἐκείνη καί τίς μνημονευθεῖσες πρεσβυτέρες τους, ὡς συγκοινωνούς τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Ὄντως, «ψαυέτω μηδαμῶς χείρ ἀμυήτων».
Νά, λοιπόν, ἕνα ἀενάως ἐπαναλαμβανόμενο Ψυχοσάββατο: ἡ Θεία Ἱερουργία. Περισσότερο καί ἀπό τίς ἐξόδιες ἀκολουθίες, τά Μνημόσυνα καί Τρισάγια καί ὅλα τά σχετικά, πού ὅλα στήν Θεία Λειτουργία κορυφώνονται καί ἀπό αὐτήν νοηματοδοτοῦνται.
Κάποιος ἐπαρχιακός ἱερεύς, ἔχοντας εὐλάβεια στούς κεκοιμημένους, ἐκτός ἀπό τά Τρισάγια πού διάβαζε σχεδόν καθημερινά στά μνήματα τοῦ κοιμητηρίου τῆς κώμης του, μνημόνευε ὅλα αὐτά τά ὀνόματα, στίς Θεῖες Λειτουργίες πού τελοῦσε, καθώς καί ἄλλα ὅσα τοῦ ἔδιδαν γραμμένα στά ψυχοχάρτια, τά ὁποῖα ποτέ δέν τά πετοῦσε. Εἶχε ὅμως ἕνα πάθος· ἦταν πότης. Σέ κάποια Θεία Λειτουργία, φαίνεται δέν εἶχε τελείως ἀνανήψει ἀπό τήν προηγηθεῖσα νυκτερινή μέθη, ἔπαθε ζημιά, ἀνατρέποντας τόν Ἅγιο Ποτήριο, μετά τόν Καθαγιασμό. Ὅταν τό ἐξομολογήθηκε στόν Δεσπότη του, αὐτός, ὄχι μόνο τόν ἔπαυσε ἀπό τήν Ἱερουργία, ἀλλά ἑτοίμασε καί τήν σχετική κατάθεσή του πρός τό Ἐκκλησιαστικό Δικαστήριο, εἰσηγούμενος τήν καθαίρεσή του. Τήν στιγμή πού ἔβαζε τήν ὑπογραφή του, εὑρισκόμενος ἀκόμα μέσα στό γραφεῖο του, βλέπει νά εἰσέρχονται, «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων», πλῆθος ἀγνώστων ἀνθρώπων, πάσης ἡλικίας, τάξεως καί φύλου. Τἄχασε. «Ποιοί εἴσαστε; Πῶς μπήκατε ἐδῶ μέσα;» ρώτησε ἀπορημένος. «Δέσποτα», τοῦ ἀπαντοῦν, «εἴμαστε οἱ νεκροί, πού ὁ παπᾶς μας, πού θέλεις νά καθαιρέσεις, μᾶς μνημονεύει στά μνήματα ἤ καί στίς Θεῖες Λειτουργίες πού τελεῖ, ἔστω καί ἀναξίως. Συγχώρεσέ τον, Δέσποτα. Μή μᾶς στερήσεις τόν παπᾶ μας, πού μᾶς τρέφει μέ τή μνημόνευσή του. Δέν ἔχουμε ἄλλη τροφοδοσία. Ἔλεος, Δέσποτα. Λυπήσου μας καί συγχώρεσέ τον». Καί χάθηκαν, ὅπως ἦρθαν. Ὁ Δεσπότης, σύννους, βρίσκει τόν περί οὗ ὁ λόγος ἱερέα καί τόν ρωτάει τά σχετικά μέ τά Τρισάγια καί τίς Θεῖες Λειτουργίες. Κι ὅταν ὁ φτωχός παπᾶς ὁμολόγησε τήν ἀλήθεια, ὁ Δεσπότης ἄλλαξε. «Σέ συγχωρῶ καί νά συνεχίσεις τό θεάρεστο ἔργο σου. Μόνο, μήν ξαναβάλεις κρασί στό στόμα σου» τοῦ εἶπε. Ὅπερ καί ἐγένετο.
Αὐτά τά σχετικά μέ αὐτά, σκεπτόμενοι κι ἐμεῖς, μήν φανοῦμε ἀχάριστοι στούς κεκοιμημένους μας, γνωστούς καί ἀγνώστους, πού περιμένουν, σάν τόν πτωχό Λάζαρο, «χορτασθῆναι ἀπό τῶν ψυχίων» τῆς Ἱερᾶς Προθέσεως, τά ὁποῖα θά ἐμβαπτισθοῦν στό Πανάγιο Δεσποτικό Αἷμα, «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν τήν αἰώνιον». Ἄλλωστε, σέ ἀρκετούς ἐξ αὐτῶν, εἴμαστε ἰσόβια χρεῶσται, λόγῳ τῶν γονικῶν, διδασκαλικῶν, ἀδελφικῶν καί φιλικῶν πρός ἐμᾶς ἐκδηλώσεων καί θυσιῶν τους, ὅταν ἦσαν ἐν ζωῇ. Καί ἔτσι, ὅλοι μας, «ἐννοήσαντες ἡμῶν τό βραχύ τῆς ζωῆς, τοῖς μεταστᾶσι τήν ἀνάπαυσιν αἰτήσωμεν καί ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τό μέγα ἔλεος. Ἀμήν».
Ὁ Δεσπότης μας Χριστός, «ὁ καί νεκρῶν καί ζώντων τήν ἐξουσίαν ἔχων, ὡς ἀθάνατος Βασιλεύς καί ἀναστάς ἐκ νεκρῶν», ἄς μᾶς δωρήσει εὔδρομον τό ἀρξάμενον «κατανυκτικόν Τριώδιον», γιά νά φθάσουμε στόν λιμένα τῆς Ἀναστάσεως, μετά «παντός πνεύματος δικαίου, ἐν πίστει τετελειωμένου». Γένοιτο!
Μοναχός Νεκτάριος
Κελλίον Ἁγ. Νικολάου – Μπουραζέρη
Μονῆς Χιλανδαρίου, Καρυαί – ΑΓ. ΟΡΟΣ
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ», Ἀρ. Τεύχους 210
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2020