Μιά ἐπισήµανση
γιά τήν θεολογική ἔννοια τῆς «οὐσίας»
Ἔχουµε ἤδη ἀναφερθεῖ κατά τό παρελθόν στήν τρέχουσα ἀντιπαράθεση µεταξύ τῶν ὑποστηρικτῶν τῆς Πατερικῆς καί ἐκείνων τῆς Μεταπατερικῆς θεολογίας. Εἴχαµε δέ ἐπισηµάνει ὅτι, ἄν µή τί ἄλλο, δέν εἶναι «µεθοδολογικά» ὀρθό νά ἀπορρίψει κανείς τήν Πατερική θεολογία ἤ νά σπεύσει νά τή διορθώσει, χωρίς προηγουµένως νά τήν ἔχει γνωρίσει σέ βάθος καί σέ πλάτος. Διαφορετικά, θά κινδύνευε, ἄν ὄχι νά παραπλανηθεῖ σέ ἀδιέξοδους δρόµους, ἀλλά τοὐλάχιστον νά χάσει χρόνο, κάνοντας τόν κόπο νά διευκρινίσει ζητήµατα, τά ὁποῖα ἔχουν ἤδη ἐπιλυθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία. Μέ αὐτή τή µεθοδολογική ἀρχή θά συµφωνοῦσε, πιστεύουµε, κάθε λογικός ἄνθρωπος, ὁποιεσδήποτε καί ἄν εἶναι οἱ πεποιθήσεις του, διότι αὐτό ὑπαγορεύει ἡ ἐπιστηµονική δεοντολογία.
Ὅµως, αὐτό πού συχνά παρατηρεῖται εἶναι κάποιοι σύγχρονοι θεολόγοι ἀφ’ ἑνός µέν νά ἀγνοοῦν, ἤ νά παρερµηνεύουν τήν ὁρολογία τῶν Πατερικῶν κειµένων καί ἀφ’ ἑτέρου νά παραλαµβάνουν ἀνεπεξέργαστους ὅρους ἤ καί ὁλόκληρα ἐννοιολογικά πλαίσια ἀπό τήν φιλοσοφική σκέψη τῆς Δύσης. Βέβαια, ἡ εἰσαγωγή καί ἡ καθιέρωση ξένων ὅρων ἤ σηµασιῶν δέν εἶναι ἀπορριπτέα κατ’ ἀρχήν. Ὅταν, ὅµως, γίνεται χωρίς ἐπίγνωση τῆς ἀκριβοῦς σηµασίας τους, τό µόνο πού προκαλεῖται εἶναι σύγχυση καί ἀσυνεννοησία, ἡ ὁποία, ὅταν ἀναφέρεται σέ πνευµατικά ζητήµατα, δέν εἶναι χωρίς συνέπειες.
Ἕνα χαρακτηριστικώτατο παράδειγµα τῶν ὅσων προαναφέραµε συνδέεται µέ τή χρήση τῆς λέξης «οὐσία». Σύµφωνα µέ τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαµασκηνό «οἱ δέ ἅγιοι Πατέρες, παρεάσαντες τάς πολλάς ἐρεσχελίας, τό µέν κοινόν καί κατά πολλῶν λεγόµενον… οὐσίαν …ἐκάλεσαν. Οἷον ἄγγελον, ἄνθρωπον, ἵππον, κύνα καί τά τοιαῦτα… Τό δέ µερικόν ἐκάλεσαν ἄτοµον καί πρόσωπον καί ὑπόστασιν, οἷον Πέτρον, Παῦλον» (=«οἱ δέ ἅγιοι Πατέρες, παραµερίζοντας τίς πολλές φλυαρίες, ὀνόµασαν «οὐσία» αὐτό πού εἶναι κοινό καί λέγεται γιά τά πολλά ὅµοια πράγµατα ὡς τό κοινό γνώρισµά τους. Ὅπως γιά τόν ἄγγελο, ἄνθρωπο, ἵππο, σκύλο καί τά παρόµοια… Τό ἐπιµέρους δέ, τό ὀνόµασαν ἄτοµο καί πρόσωπο καί ὑπόσταση, ὅπως τόν Πέτρο ἤ τόν Παῦλο», βλ. Διαλεκτικά, τόµ. 94 Πατρολογίας τοῦ Μigne, σελ. 592). Οὐσία, δηλαδή, ἑνός πράγµατος, εἶναι ἡ ἀπάντηση πού δίνουµε στό ἐρώτηµα «τί εἴδους εἶναι αὐτό;» καί εἶναι αὐτό πού ἔχουν κοινό ὅλοι π.χ. οἱ ἄνθρωποι. Ἀπό τήν ἄλλη, κάθε ἄνθρωπος χωριστά ὡς ἄτοµο ἤ ὑπόσταση, ὅπως ὁ Πέτρος ἤ ὁ Παῦλος, ἔχει, βέβαια, τήν ἀνθρωπότητά του ὡς κοινή οὐσία µέ ὅλους τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ἀλλά, ταὐτόχρονα, ἔχει καί ἄλλα ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά, τά ὁποῖα τόν διαφοροποιοῦν ἀπό αὐτούς, ὅπως π.χ. τό συγκεκριµένο ἀνάστηµά του ἤ τά χαρακτηριστικά τῆς φυσιογνωµίας του. Ἔτσι, ἡ οὐσία µαζί µέ τά ἰδιαίτερα αὐτά χαρακτηριστικά, τά «συµβεβηκότα» ἤ «ἰδιώµατα», «τό κοινόν µετά τοῦ ἰδιάζοντος», σύν–ἀποτελοῦν τήν ὑπόσταση τοῦ κάθε ἐπιµέρους ἀνθρώπου, ὅπως τοῦ Πέτρου ἤ τοῦ Παύλου (βλ. Διαλεκτικά, τόµ. 94 τῆς Πατρολογίας τοῦ Μigne, σελ.614).
Τίς τελευταῖες δεκαετίες, ὅµως, στόν παραπάνω ὁρισµό τῆς «οὐσίας» φαίνεται νά ἔχει προστεθεῖ, ἴσως ἀνεπίγνωστα, καί πάντως ὑπόρρητα, ἕνα ἐπιπλέον γνώρισµα, τό ὁποῖο δέν ὑπῆρχε γιά τούς Πατέρες: ἐκεῖνο τῆς «καταναγκαστικότητας». Ἄν, δηλαδή, ἀναγνώσει κανείς κείµενα συγχρόνων θεολόγων, θά διαπιστώσει τή δυσπιστία ἤ καί τήν «ἀποστροφή» τους γιά τήν ἔννοια τῆς «οὐσίας» καί τήν ἀντίστοιχη προτίµησή τους γιά τό «πρόσωπο» ἤ τήν «ὑπόσταση». Τοῦτο, διότι φαίνεται νά θεωροῦν ὅτι τό νά ἔχει κανείς µιά συγκεκριµένη καί σταθερή «οὐσία», συνεπάγεται ὅτι εἶναι ἐγκλωβισµένος, τρόπον τινά, σέ κάποια φυλακή, ἀπό τήν ὁποία πρέπει νά ἀποδράσει ἤ ὅτι εἶναι περιεσφιγµένος ἀπό δεσµά, τά ὁποῖα πρέπει νά διαρρήξει. Στό πλαίσιο αὐτό ἐντάσσεται ἡ κυρίαρχη στίς ἡµέρες µας προτίµηση γιά ἔννοιες, ὅπως ἡ ποικιλία καί ἡ διαφορά, ἡ ἀλλαγή καί ἡ ἑτερότητα, οἱ ὁποῖες κηρύσσονται ὡς ἀπελευθερωτικές καί µοντέρνες, ἐνῶ ἔννοιες, ὅπως ἡ σταθερότητα καί ἡ ταὐτότητα, ἡ ὁµοιοµορφία καί ἡ ἑνότητα, ἀντιµετωπίζονται ὡς περίπου συνώνυµες µέ τόν καταναγκασµό καί τόν ὁλοκληρωτισµό!
Φαίνεται ὅτι αὐτή ἡ ἐξίσωση τῆς «οὐσίας» µέ τόν «καταναγκασµό» ἔχει τή ρίζα της σέ ἕνα κλάδο τῆς φιλοσοφίας τοῦ 20ου αἰῶνα. Διότι στό πρῶτο µισό τοῦ αἰῶνα αὐτοῦ παρουσιάσθηκε ἕνα φιλοσοφικό ρεῦµα, τό ὁποῖο θεώρησε ὅτι αὐτό πού εὐθύνεται γιά τήν κακοδαιµονία τοῦ δυτικοῦ πολιτισµοῦ, ἦταν ὁ ὀρθολογισµός, ὑπό τήν εἰδικότερη σηµασία τῆς προσπάθειας νά ὁρίσει κανείς τίς οὐσίες τῶν πραγµάτων καί µάλιστα ἀκόµη καί τήν οὐσία τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ µέ τρόπο ἀκριβῆ, ἐξαντλητικό καί τελεσίδικο. Ἡ ἀρχική αὐτή ὑγιής ἀντίδραση κατά τοῦ «σχολαστικισµοῦ» ἔφθασε, ὅµως, στό σηµεῖο νά ἐξισώσει τή γνώση καί τή λογική µέ τήν ἐξουσία καί τόν ὁλοκληρωτισµό καί, περαιτέρῳ, στό πλαίσιο τῆς θεολογίας, νά ἀπορρίψει σχεδόν ἐξ ὁλοκλήρου τήν καταφατική θεολογία καί νά προτιµήσει, σχεδόν ἀποκλειστικά, τήν ἀποφατική. Ἔτσι, ἀπορρίφθηκε κάθε «οὐσιοκρατική» ἀντίληψη, ὡς «µεταφυσική» καί «ὀρθολογιστική» καί ἀναδείχθηκε ἡ σηµασία τῆς «προσωποκρατικῆς» ἀντίληψης, ὡς ἐκείνης πού προάγει τήν ἐλευθερία καί τόν σεβασµό τῆς «ἑτερότητας».
Αὐτή ἡ σηµασιοδότηση τῆς οὐσίας ἔχει ὁδηγήσει σέ θεολογικές διατυπώσεις στό πλαίσιο τῆς Τριαδολογίας, οἱ ὁποῖες ἔχουν γεννήσει ἰδιαίτερο προβληµατισµό καί ἀντιπαράθεση στίς ἡµέρες µας. Μιά τέτοια χαρακτηριστική διατύπωση ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἡ βασική ὀντολογική θέση τῆς θεολογίας τῶν Ἑλλήνων Πατέρων µπορεῖ νά διατυπωθεῖ σύντοµα ὡς ἑξῆς: Καµία οὐσία ἤ φύση δέν ὑπάρχει χωρίς πρόσωπο ἤ ὑπόσταση ἤ τρόπο ὑπάρξεως. Κανένα πρόσωπο δέν ὑπάρχει χωρίς φύση ἤ οὐσία, ἀλλά ἡ ὀντολογική ἀρχή, ἤ, αἰτία τοῦ «εἶναι», –δηλαδή αὐτό πού κάνει ἕνα πρᾶγµα νά ὑπάρχει– δέν εἶναι ἡ οὐσία, ἤ, ἡ φύση, ἀλλά τό πρόσωπο, ἤ, ἡ ὑπόσταση. Ἔτσι, τό «εἶναι» προέρχεται ὄχι ἀπό τήν οὐσία (ἐννοεῖται: τοῦ Θεοῦ), ἀλλά ἀπό τό πρόσωπο (ἐνν. τοῦ Πατρός)» (βλ.J. Zizioulas, «Being as communion», Crestwood, New York: SVSP, 1985, 41-42).
Στό ἀµφίσηµο αὐτό κείµενο, ὅπου διαφαίνεται ἡ δυσπιστία γιά τήν «οὐσία», γιά τήν ὁποία µιλήσαµε, ἐπιχειρεῖται στήν πράξη –καί παρά τήν εἰσαγωγική διακήρυξη ὅτι «καµία οὐσία ἤ φύση δέν ὑπάρχει χωρίς πρόσωπο, ἤ ὑπόσταση, ἤ τρόπο ὑπάρξεως»– ὁ διαχωρισµός τῆς οὐσίας ἀπό τό πρόσωπο–ὑπόσταση. Διότι, κατά τόν συγγραφέα, ἐάν δεχόµασταν ὅτι ἡ οὐσία (τοῦ Πατρός) εἶναι ἡ ὀντολογική ἀρχή τοῦ εἶναι (=τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος), τότε αὐτό θά σήµαινε ὅτι ἡ Ἁγία Τριάς ὑπόκειται στόν καταναγκασµό, στήν ὀντολογική ἀναγκαιότητα τῆς φύσης ἤ οὐσίας. Ἑποµένως, κατά τόν συγγραφέα πάντα, µόνο ἄν παραµερίσουµε τήν οὐσία, ὡς –δῆθεν– ταὐτιζόµενη µέ τήν ὀντολογική ἀναγκαιότητα καί ἀκολούθως δεχθοῦµε ὅτι ὁ Πατήρ, ὡς πρόσωπο καί µόνο καί ὄχι ὡς οὐσία, εἶναι ὁ αἴτιος τῶν δύο ἄλλων Προσώπων, τότε µόνο µποροῦµε νά ὑποστηρίξουµε ὅτι ἡ Ἁγία Τριάς ὑπάρχει ἐλεύθερα, χωρίς νά τῆς ἔχει ἐπιβληθεῖ ἀναγκαστικά ἡ ὕπαρξή Της.
Τό βασικό ἐρώτηµα, πού προκύπτει ἀπό τό παραπάνω κείµενο εἶναι, βέβαια, τό πῶς µπορεῖ νά νοηθεῖ αὐτός ὁ διαχωρισµός, πού ἐπιχειρεῖ ὁ συγγραφέας, ἀνάµεσα στήν Ὑπόσταση καί τήν Οὐσία. Ἤδη, παραθέσαµε τόν ὁρισµό τοῦ ἁγίου Ἰωάννη γιά τό ὅτι ἡ ὑπόσταση σύν–ἀποτελεῖται ἀπό τήν –κοινή– οὐσία καί τά –ἰδιαίτερα– ἰδιώµατα. Πῶς µπορεῖ, ἑποµένως, νά νοηθεῖ ὅτι µιά ὑπόσταση (ἐν προκειµένῳ ὁ Πατήρ) δρᾶ καί ἐνεργεῖ (ἐν προκειµένῳ γεννᾶ τόν Υἱόν καί προβάλλει τό Ἅγιον Πνεῦµα) χωρίς τήν οὐσία της (χωρίς, δηλαδή, νά εἶναι Θεός), ὅπως φαίνεται νά ἐννοεῖ ὁ συγγραφέας; Τότε, ποιά σηµασία ἔχει ἡ φράση τοῦ Συµβόλου τῆς Πίστεως «Θεόν ἀληθινόν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ;»
Παραθέσαµε ἐν συντοµίᾳ τά ἀνωτέρῳ, ὄχι γιά νά ἀσκήσουµε κριτική, ἀλλά γιά νά ἐπισηµάνουµε τό πολύ σοβαρό καί γενικότερο πρόβληµα τῆς σύγχυσης, πού προέρχεται ἀπό τήν ἄκριτη εἰσαγωγή ὅρων καί σηµασιῶν ἀπό τήν δυτική φιλοσοφία καί θεολογία, ὅταν µάλιστα αὐτή συνοδεύεται ἀπό τή βιαστική ὑποτίµηση τῆς Πατερικῆς Γραµµατείας πού παρατηρεῖται στίς ἡµέρες µας.
Γιά νά δείξουµε δέ ὅτι ἡ γνώση τῆς Πατερικῆς Γραµµατείας εἶναι κρίσιµη γιά τήν ἀποφυγή ἀχρείαστων ἤ καί ἐπιζήµιων περιπλανήσεων, θά παραθέσουµε κάποια σύντοµα κείµενα τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, προερχόµενα ἀπό τούς «Θησαυρούς» του (βλ. τόµο 75 τῆς Πατρολογίας τοῦ Migne, Λόγοι Ζ΄ καί Θ΄). Τοῦτο, διότι στά ἀπρόσµενης ἐπικαιρότητας Κεφάλαιά του αὐτά, ὁ Ἅγιος Κύριλλος δείχνει ὅτι ἡ «οὐσία» δέν ταὐτίζεται µέ τόν «καταναγκασµό» καί ὅτι τό νά ὑποστηρίξει κανείς ὅτι ὁ Πατήρ γέννησε τόν Υἱόν µέ τή βούλησή Του καί ὄχι ἐκ τῆς οὐσίας Του ἰσοδυναµεῖ µέ τήν αἵρεση τοῦ Ἀρειανισµοῦ!
Τό πρῶτο κείµενο ἀναφέρεται στήν τολµηρότητα τοῦ ἐρωτήµατος καί ἔχει ὡς ἑξῆς: «…Τίς δέ τῶν ἁγίων ἤ κατά βούλησιν ἤ ἀβουλήτως αὐτόν ἔφησεν ἐκ τοῦ Πατρός προελθεῖν; Παρά τίνι δέ ὠνόµασται τά τοιαῦτα ρήµατα; Ὅτι µέν γάρ ἦν καί ἐστίν ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος ἔγνωµεν ἀπό τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Τό δέ, ἀβουλήτως ἤ µή, παρά µόνων ὑµῶν ἠκούσαµεν…» («Ποιός ἀπό τούς ἁγίους εἶπε ὅτι ὁ Λόγος προῆλθε ἀπό τόν Πατέρα κατά βούληση ἤ ἀβουλήτως; Ἀπό ποιόν ἔχουν εἰπωθεῖ αὐτά τά λόγια; Τό ὅτι ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος καί ὑπῆρχε καί ὑπάρχει, τό µάθαµε ἀπό τήν Ἁγία Γραφή. Ὅµως τό ἐρώτηµα, ἄν ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει ἀβουλήτως ἤ µή, µόνο ἀπό ἐσᾶς τό ἀκούσαµε…). Τό δεύτερο ἀπαντᾶ σέ ἐκείνους πού ὑποστήριζαν (καί ὑποστηρίζουν) ὅτι ὁ Πατήρ ἐγέννησε τόν Υἱόν κατ’ ἐξουσίαν (voluntate) καί ὄχι ἀπό τήν οὐσία Του: «Εἰ κατ’ ἐξουσίαν, ὡς φᾶτε, τόν Υἱόν ὑπέστησεν ὁ Πατήρ, περιττῶς καλεῖται καί Υἱός. Τό γάρ οὐκ ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός προελθόν, πῶς ἄν λέγοιτο καί ὁ Υἱός;…» (Ἄν ὁ Πατήρ ὑποστασίασε τόν Υἱόν ἐξουσιαστικά/µέ τή θέλησή Του, ὅπως λέτε, δέν θά ἔπρεπε νά ὀνοµάζεται Υἱός. Διότι αὐτό πού δέν προῆλθε ἀπό τήν οὐσία τοῦ Πατρός, πῶς θά µποροῦσε νά ὀνοµασθεῖ Υἱός;…). Τό τρίτο κείµενο διευκρινίζει ὅτι ἡ γέννησις ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός δέν συνεπάγεται ἐξαναγκασµό κανενός τύπου, διότι «ἐκών γάρ τις γεννᾶ, οὐδεµιᾶς περί τούτου προηγουµένης βουλήσεως. Θελητῶς οὖν ἄρα καί ἀβουλήτως ὑπάρχει καί ὁ Λόγος ἐν τῷ Πατρί, ὥσπερ ἐστίν ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τό ἐξ ἑαυτοῦ παιδίον» (Διότι κάποιος γεννᾶ ἑκουσίως, χωρίς νά προηγηθεῖ βούληση. Μέ τή θέλησή Του λοιπόν, ἀλλά καί ἀβουλήτως ὑπάρχει ὁ Λόγος ἐν τῷ Πατρί, ὅπως ἀκριβῶς στόν ἄνθρωπο τό παιδί πού προέρχεται ἀπό αὐτόν). Καί ἀκόµη: «(Ὁ Πατήρ) θέλει γάρ τόν Υἱόν καί φιλεῖ, καθώς γέγραπται. Καί καθάπερ ὁ Πατήρ τῆς ὑποστάσεως τῆς ἑαυτοῦ θελητής ἐστίν, οὐκ ἐκ βουλήσεως τινός τοῦτο ὤν, ὅπερ ἐστίν, οὕτω καί ὁ Υἱός, ἐκ τῆς τοῦ Πατρός οὐσίας προελθών, οὐκ ἀθέλητος ἐστίν αὐτῷ, εἰ καί βούλησις οὐδαµοῦ τῆς γεννήσεως προδραµοῦσα φαίνεται» (ὁ Πατήρ θέλει καί ἀγαπᾶ τόν Υἱόν, ὅπως ἔχει γραφεῖ. Καί ὅπως ἀκριβῶς ὁ Πατήρ θέλει τήν Ὑπόσταση τή δική Του, χωρίς νά ὑπάρχει ἐκ βουλήσεως, ἔτσι καί ὁ Υἱός, πού προῆλθε ἀπό τήν οὐσία τοῦ Πατρός, δέν εἶναι ἀθέλητος στόν Πατέρα, ἄν καί καθόλου δέν φαίνεται νά προηγήθηκε τῆς γεννήσεώς Του ἡ βούληση τοῦ Πατρός).
Ὅσα παραθέσαµε εἶναι µόνο λίγες προτάσεις ἀποσπασµένες ἀπό τό ἔργο τοῦ ἁγίου Κυρίλλου καί ἀποσκοποῦν ἁπλῶς καί µόνο στό νά τοποθετηθεῖ, κατά τό δυνατόν, τό ζήτηµα καί νά διατυπωθεῖ, ἐλλιπῶς καί σχεδόν ὑπαινικτικά, ὁ σχετικός προβληµατισµός καί, ἀκόµη, στό νά παραπέµψουν στά ἴδια τά κατά πολύ ἐκτενέστερα γραφόµενα τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου. Διότι, ἡ ἀναλυτική καί ὑπεύθυνη παρουσίαση τῆς ὀρθῆς θεολογικῆς θέσης ἐπί ὅλων αὐτῶν τῶν ἰδιαίτερα δύσκολων δογµατικῶν ζητηµάτων εἶναι φανερό ὅτι δέν εἶναι δυνατό νά γίνει στό πλαίσιο αὐτό. Γιά παράδειγµα, στά κείµενα αὐτά θεωρεῖται γνωστή καί αὐτονόητη ἡ διάκριση µεταξύ «βουλήσεως» καί «θελήσεως», ὅµως γιά ἐµᾶς ἡ ἐννοιολογική διάκριση αὐτή ἔχει πιά συσκοτισθεῖ καί χρειάζεται πολλές διευκρινίσεις γιά νά γίνει κατανοητή. Πάντως, νοµίζουµε ὅτι ὅσα παραθέσαµε ἐπαρκοῦν τόσο γιά νά ὑποδειχθεῖ ἡ ἐπικαιρότητα γενικά τῆς Πατερικῆς θεολογίας, ὅσο καί γιά νά προωθηθεῖ ὁ προβληµατισµός γιά τό εἰδικότερο ζήτηµα τῆς ἔννοιας τῆς «οὐσίας», τό ὁποῖο ὅσο ἀφηρηµένο καί ἄν µοιάζει, ἔχει στήν πραγµατικότητα ἀντίκτυπο στή συµπεριφορά µας.
Νοµοµαθής
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ», Ἀρ. Τεύχους 210
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2020