Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ
ΚΑΙ Ο ΗΣΥΧΑΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΡΟΥΜΑΝΙΑ
(Β΄ ΜΕΡΟΣ)
Ε) Φυγή στό Ἅγιο Ὄρος
Στά μοναστήρια αὐτά τῆς Οὑγγροβλαχίας καί τῆς Μολδαβίας οἱ μοναχοί ζοῦσαν κατά τά πρότυπα τοῦ Ἁγίου Ὄρους. «Καί ἡ τάξη ἐκείνης τῆς σκήτης (Κίρνου – Cârnu) ἦταν περίπου σύμφωνα μέ ἐκείνη τῶν σκητῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, διότι μόνο κατά τίς Κυριακές καί τίς ἑορτές μαζεύονταν ὅλοι οἱ Ἀδελφοί σέ ὅλες τίς Ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας καί, μετά ἀπό τήν Θεία Λειτουργία ἔστρωναν κοινή Τράπεζα. Καί μετά τό φαγητό ἐγίνοντο ὁμιλίες, ἔδιναν πνευματικές συμβουλές, ἐνθάρρυναν μέ δάκρυα καί στεναγμούς ὁ ἕνας τόν ἄλλον καί προσεύχονταν νά ὑπομένουν μέ θάρρος καί μέ εὐχαρίστηση τίς ἐνοχλήσεις καί τούς διαφόρους καί φοβερούς σωματικούς καί ψυχικούς πειρασμούς καί νά προσεύχονται συχνά μέ δάκρυα πρός τόν Χριστό τόν Θεό, καί μέ τόν τρόπο αὐτό περνοῦσαν τήν ἡμέρα μέχρι τόν ἑσπερινό. Μετά τόν ἑσπερινό, ὅλοι ὅσοι ζοῦσαν στήν ἔρημο, ἐπέστρεφαν στά κελιά τους.»33
Τό γεγονός αὐτό ὤθησε τόν Πλάτωνα νά ξεκινήσει τό καλοκαῖρι τοῦ 1746 γιά τόν Ἅγιο Ὄρος μαζί μέ τόν Ἱερομόναχο Τρύφωνα, ἐλπίζοντας νά βροῦν κάποιο κατάλληλο πνευματικό καθοδηγητή.
Ἀλλά, λόγῳ τοῦ Τουρκικοῦ ζυγοῦ, τά μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους περνοῦσαν τότε κρίση, τόσο οἰκονομική, λόγῳ τῶν φόρων πού τούς ἐπέβαλαν, ὅσο καί πνευματική, λόγῳ τῶν διαμαχῶν ἀνάμεσα στίς διάφορες ἐθνότητες τῶν μοναχῶν.
Ἔφθασε στίς 4 Ἰουλίου 1746 στήν Λαύρα τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου καί λίγες μέρες ἀργότερα πῆγε στή Μονή Παντοκράτορα, ὅπου ζοῦσαν Ἕλληνες καί Σλάβοι μοναχοί, καί ἐγκαταστάθηκε στή μικρή σκήτη Κύπαρη. Δεν βρῆκε ὅμως τόν κατάλληλο πνευματικό καθοδηγητή. «Ἀφοῦ δέν βρῆκα τόν πνευματικό ὁδηγό γιά τήν ψυχή μου, μπῆκα γιά κάμποσο διάστημα σ’ ἕνα ἐρημικό κελλί, ἀφήνοντας τό ἑαυτό μου στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, καί ἄρχισα νά δανειζομαι βιβλία τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἀπό τούς Σέρβους καί τούς Βουλγάρους μοναχούς, οἱ ὁποῖοι πρόθυμα μέ εὐεργέτησαν δίδοντάς μου τα. Τά βιβλία αὐτά τά διάβαζα μέ μεγάλη προσοχή»34.
Πέρασε τά ἑπόμενα τέσσερα χρόνια στήν ἀπομόνωση καί τήν προσευχή, μέ μεγάλες στερήσεις, μέ ἐξαιρετική φτώχεια καί φοβερούς πειρασμούς μέ μόνη συντροφιά τά βιβλία.
Τό ἔτος 1750 ἦρθε στό κελλίο τοῦ ὁ Στάρετς Βασίλειος ἀπό τήν Poiana Mărului, ὁ ὁποῖος ἐπεσκέφθη τό Ἅγιο Ὄρος. Αὐτός ἔντυσε τόν Πλάτωνα μέ τό Μοναχικό σχῆμα καί τοῦ ἄλλαξε τό ὄνομα, ὸνομάζοντάς τον «Paisie-Παΐσιος»35. Ὁ Γέρων στάρετς Βασίλειος τοῦ ἔδειξε, σύμφωνα μέ τίς διδασκαλίες τῶν Ἁγίων Πατέρων, ποιοί εἶναι οἱ κίνδυνοι πού παραμονεύουν ἐκεῖνον πού ἀκολουθεῖ τήν πλήρη ἡσυχαστική ζωή καί τόν συμβούλευσε νά πάρει μαζί του καί ἄλλους ἀδελφούς καί νά ἱδρύσουν ἕνα Κοινόβιο.
Μετά τίς συμβουλές τοῦ Βασιλείου, ὁ Παΐσιος ἀποφάσισε νά ἐγκαταλείψει τήν αὐστηρή ζωή στήν ἔρημο καί πῆρε μαζί του τόν Βησσαρίωνα, ἕναν μοναχό Ρουμανικῆς καταγωγῆς. Ἀλλά μετά ἀπό ὀκτώ χρόνια πῆρε καί ἄλλους ὀκτώ Ρουμάνους μοναχούς καί ἄλλους τέσσερις Σλαβικῆς καταγωγῆς. Ἀφοῦ αὐξήθηκε ὁ ἀριθμός τῶν μοναχῶν, ὁ Παΐσιος ἀποφάσισε νά ἀποχωρήσουν ἀπό τήν Σκήτη Κύπαρις βρισκόμενη στήν δικαιοδοσία τῆς μονῆς Ἰβήρων καί νά ἐγκατασταθοῦν στήν Σκήτη τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου, πού ἄνηκε στήν Μονή Παντοκράτορος36. Ὅταν στήν μοναστική του κοινότητα προσετέθησαν καί οἱ Σλάβοι, ὁ Παΐσιος ἀποφάσισε οἱ Ἀκολουθίες – πού γίνονταν μέχρι τότε στά Ρουμανικά - νά γίνονται ἐναλλάξ στά Ρουμανικά καί στά Σλαβονικά, «ὥστε μέ τόν τρόπο αὐτό νά συνδέονται οἱ ἀδελφοί μεταξύ τους μέ ἀγάπη καί νά μήν γκρινιάζουν οἱ μέν γιά τούς δέ»37.
Ὁ Παΐσιος ἔφυγε ἀπό τήν Μονή Κίρνου - Cârnu γιά νά μή ὑποχρεωθεῖ νά δεχθεῖ τήν εἰς Ἱερέα χειροτονία, στό Ἅγιο Ὄρος, ὡς πνευματικός ὑπεύθυνος γιά μιά ὅλο καί αὐξανόμενη μοναχική κοινότητα. Τώρα, ὅμως, δέν μποροῦσε πλέον νά ἀρνηθεῖ καί ὑπήκουσε: «καί χειροτονήθηκε Ἱεροδιάκονος, Ἱερέας καί Πνευματικός. Τό ἔτος 1758 ὁ ἐπίσκοπος Γρηγόριος Ράσκα χειροτόνησε τόν Παΐσιο εἰς Ἱερέα (ἱερομόναχον), καί ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή ὁ ἀριθμός τῶν μοναχῶν του καθώς καί ἡ φήμη του μεγάλωνε συνεχῶς. Ἡ ταχεῖα ἀνάπτυξη τῆς κοινότητας ὁδήγησε στή μεταφορά τῶν μοναχῶν ἀπό τήν σκήτη, στήν σκήτη τοῦ Προφήτου Ἠλία, πού ἀνῆκε στή Μονή Παντοκράτορος38. Ἐκεῖ ἔχτισαν ἀπό τά θεμέλια μιά ἐκκλησία, κελλιά καί ἄλλα βοηθητικά οἰκοδομήματα. Ὁ Paisie κατανόησε ὅτι ἡ πνευματική ζωή πρέπει νά βασίζεται ὄχι μόνο στίς προσευχές, στά διακονήματα καί τίς Ἀκολουθίες ἀλλά καί στήν ἀδιάκοπη μελέτη τῶν Πατερικῶν κειμένων39. Ἄρχισε λοιπόν νά συλλέγει καί νά ἀντιγράφει τά γραπτά τῶν Ἁγίων Πατέρων, χρησιμοποιῶντας τα ὡς ὁδηγό στήν πνευματική ζωή. Στήν ἀρχή συνέκρινε μεταξύ τους διάφορες Σλαβικές μεταφράσεις τῶν συγγραμμάτων τῶν Πατέρων, προσπαθῶντας νά βρεῖ τήν κατάλληλη ἑρμηνεία τους, διορθώνοντας τίς τυχόν παραβλέψεις καί λάθη. Ἀλλά ἡ μεγαλύτερη χαρά του ἦταν ὅταν ἀνακάλυψε σέ μοναχούς πού προέρχονταν ἀπό τήν Καππαδοκία, γνήσια ἔργα Πατέρων στήν ἀρχαιοελληνική γλώσσα: τῶν ἁγίων Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, τοῦ ἁγ. Φιλοθέου, τοῦ ἁγ. Ἠσυχίου, τοῦ ἁγ. Διαδόχου, τοῦ ἁγ. Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου κλπ. Γιά τήν ἀντιγραφή αὐτῶν ξόδευε σημαντικά ποσά καί, ὅταν ἐγκατέλειψε τό Ὄρος, τά πῆρε τά κείμενα αὐτά μαζί του στήν Ρουμανία40.
Οἱ διδασκαλίες του προσέλκυσαν μεγάλο ἀριθμό μαθητῶν (64), πού ἤθελαν καθοδήγηση στήν πρακτική τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς. Ὁ Παΐσιος ἔγραψε θεολογικές ὁδηγίες στούς μαθητές του καί τούς ὀργάνωσε νά συλλέξουν καί νά μεταφράσουν σέ Σλαβική καί σέ Ρουμανική γλώσσα μεγάλο ἀριθμό θεολογικῶν συγγραμμάτων Ἑλλήνων Πατερων, ὅπως, ἐπίσης, καί τήν «Φιλοκαλία»(Filocalia).
«Πρίν ἀπό ὅλα –γράφει ὁ Παΐσιος πρός τόν ἀρχιμανδρίτη Θεοδόσιο41– ἄρχισα μέ ἐπιμέλεια καί μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ νά συλλέγω μέ μεγάλες δυσκολίες καί μέ πολλά ἔξοδα, ἀγοράζοντας, τά βιβλία τῶν ἁγίων Νηπτικῶν Πατέρων, πού διδάσκουν γιά τήν ὑπακοή, γιά τήν ἐγρήγορση τοῦ νοῦ καί τήν προσευχή. Ὁρισμένα ἀπό αὐτά τά ἀντέγραψα μέ τά χέρια μου, ἄλλα τά ἀγόρασα μέ χρήματα πού κέρδισα μέ τήν ἐργασία μου γιά τίς ἀνάγκες μας, κάνοντας οἰκονομίες στό φαγητό καί στά ροῦχα».
Ἡ πνευματική δραστηριότητα τοῦ Παϊσίου προσέλκυσε μεγάλο ἀριθμό μοναχῶν στήν σκήτη τοῦ Προφήτου Ἠλιού, πού ἔγινε πιά ἀνεπαρκής. Οἱ ἁγιορεῖτες μοναχοί συμβούλεψαν τόν Παΐσιο νά μετακομίσει μέ τήν κοινότητά του στήν Μονή τῆς Σιμωνόπετρας, τήν ὁποία οἱ μοναχοί εἶχαν ἐγκαταλείψει λόγῳ τῶν χρεῶν. Ὅταν ὅμως οἱ Τοῦρκοι πιστωτές ἄκουσαν, μετά ἀπό τρεῖς μῆνες, γιά τήν ἐγκατάσταση τῶν μοναχῶν, ἀπαίτησαν νά πληρωθοῦν τά παλαιά χρέη τοῦ μοναστηριοῦ, γεγονός πού ἀνάγκασε τόν Παΐσιο νά ἐπιστρέψει μέ τήν κοινότητά του στήν παλαιά σκήτη. «Ἡ κατάσταση τῆς μοναστικῆς κοινότητάς του ἔγινε ἀκόμη πιό δύσκολη. Ἡ ἀπουσία δωματίων, τά περιορισμένα μέσα διαβίωσης, ἡ ἀσταμάτητη φροντίδα γιά τήν ἐξόφληση τῶν χρεῶν, πού αὐξάνονταν συνεχῶς, καί ἀπό τήν ἄλλη μεριά ἡ ἀδυναμία νά ἀρνηθεῖ νά δεχθεῖ καί ἄλλους μοναχούς, πού ἐπιθυμοῦσαν νά ζήσουνν στό μοναστῆρι ὑπό τήν πνευματική καθοδήγηση τοῦ Γέροντος (στάρετς) Παϊσίου, τόν ἀνάγκασαν νά ἀναζητήσει καινούργιο κατάλυμα. Μά ποῦ θά μποροῦσε νά μεταφερθεῖ μέ τούς πολυάριθμους μοναχούς του; Στόν Ἄθω δέν βρισκόταν ὁ κατάλληλος τόπος. Ἔπρεπε, λοιπόν, νά σκεφθεῖ μιά ἄλλη χώρα καί παρόμοια (ἐλεύθερη ἀπό τόν Τουρκικό ζυγό) ἦταν μόνο ἡ Μολδαβία. (…) Μέ τήν χώρα αὐτή εἶχε στενούς πνευματικούς δεσμούς: οἱ μισοί ἀπό τούς Μοναχούς του ἦσαν Μολδαβοί. Ἐκεῖ ἄνθιζε καί ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί ὁ μοναχισμός. Ἐκεῖ βρίσκονταν εὐσεβεῖς ἄρχοντες τόσο ἐγκόσμιοι, ὅσο καί ἐκκλησιαστικοί…»42
Ὁ Παΐσιος παρέμεινε λοιπόν στό Ἅγιον Ὄρος γιά 17 χρόνια, δημιουργῶντας πολυάριθμη μοναστική κοινότητα, ἀγοράζοντας καί ἀντιγράφοντας Ἑλληνικά πατερικά βιβλία καί χειρόγραφα καί μεταφράζοντάς τα σέ Σλαβονικά καί στά Ρουμανικά, εἴτε προσωπικά ὁ ἴδιος, εἴτε ἡ ἐξαιρετική ὁμάδα μεταφραστῶν πού δημιούργησε δίπλα του43.
Ζ) Ξανά στήν Ρουμανία - Δραγκομύρνα
Τό καλοκαῖρι τοῦ 1763, ἐπειδή δέν εὕρισκε πλέον κάποιο τόπο γιά τούς πολλούς μαθητές του, ὁ ἡγούμενος Παΐσιος ἄφησε τό Ἅγιον Ὄρος, καί μέ δύο πλοῖα καί 64 μαθητές ἐπέστρεψε στήν Μολδαβία. «Ἐκείνη τήν ἐποχή ὁ Παΐσιος ἔκλεινε τά 41 του χρόνια»44. Ἀλλά καί τά 17 χρόνια τοῦ μοναστικοῦ ἀγῶνα τοῦ στάρετς Παϊσίου δέν ἔμειναν χωρίς νά ἀφήσουν ἴχνη στήν ζωή τῶν ἁγιορειτῶν μοναχῶν. Ἡ σκήτη τοῦ Προφήτου Ἠλιού, τήν ὁποία ἵδρυσε ὁ Παΐσιος στόν Ἄθωνα, συνέχιζε τήν καλή τάξη πού ἐπέβαλε ἐκεῖ ὁ στάρετς, ἡ ὁποία ἀργότερα ἐφαρμόσθηκε καί σέ πολλά ἄλλα ἀπό τά μοναστήρια τοῦ Ἄθωνος45. Μετά δέ ἀπό κάμποσα χρόνια, ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Νικόδημος, ἀκούγοντας γιά τήν φήμη τοῦ Μολδαβοῦ Ἱερομονάχου, προσπάθησε νά τόν ἀκολουθήσει στήν Ρουμανία46.
Ὁ Παΐσιος σκόπευε ἐγκατασταθεῖ ἀρχικά στίς σκῆτες τῶν βουνῶν τίς περιοχῆς τοῦ Μπουζάου μέ τίς ὁποῖες τόν συνέδεαν οἱ μνῆμες τῶν πνευματικῶν του, τοῦ Γέροντος Βασιλείου τῆς Poiana Mărului καί τοῦ ὁσίου Ὀνουφρίου. Ἔμειναν ὅμως πρῶτα στήν σκήτη Vărzăreşti (Râmnicu Sărat), κοντά στήν πόλη Φοκσάνι. Στή συνέχεια πῆγε στό Ἰάσιο, τήν πρωτεύουσα τῆς Μολδαβίας, στόν Μητροπολίτη Γαβριήλ Καλλιμάκι, τόν ὑπεραγαποῦσε, ὁ ὁποῖος ἦταν Ρουμανικῆς καταγωγῆς, ἀρχιεπίσκοπος στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί εἶχε διατελέσει Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (1745-1760), πρίν ἐκλεγεῖ Μητροπολίτης στή Μολδαβία. Ἐκεῖνος, λοιπόν, τούς παραχώρησε τήν Μονή Δραγκομύρνα (Dragomirna), μέ ὅλα τά κτήματά της, ἵδρυμα κατά πολλούς τοῦ γνωστοῦ μητροπολίτου Ἀθανασίου Κρίμκα, ἡ ὁποία χρονολογεῖται ἀπό τόν ΙΣΤ΄ αἰῶνα.
Ἔτσι ὁ Παΐσιος ἐπέστρεψε στή Μολδαβία ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος καί τόν Σεπτέμβρη τοῦ 1763 ἔγινε ἡγούμενος στό μοναστῆρι τῆς Dragomirna κοντά στή Suceava, τό ὁποῖο βρῆκε σχεδόν ἐρημωμένο... Ἐδῶ ξεκίνησε καινούργια ζωή ἐργασιῶν καί προσευχῆς καί συνέχισε τή δραστηριότητα τῆς ἀντιγραφῆς καί τῆς μετάφρασης Πατερικῶν βιβλίων. Ὁ Παΐσιος συνέταξε καί ἕναν «ὁδηγό» ἤ κανόνα συμπεριφορᾶς τῶν μοναχῶν μέ 28 σημεῖα, μέ διάφορες ὁδηγίες γιά τήν μοναστική ζωή, τόν ὁποῖο καί ὑπέβαλε πρός ἔγκριση στόν μητροπολίτη Μολδαβίας47. Εἰσήγαγε τόν ἴδιο κανόνα πού χρησιμοποίησε στήν Σκήτη τοῦ προφήτου Ἠλία, πού προέβλεπε κυρίως: τήν κοινοβιακή ζωή, τήν ὑπακοή, τήν ταπεινοφροσύνη, τήν ἀκτημοσύνη, τήν ἐργασία, τίς Ἱερές Ἀκολουθίες κατά τό Τυπικό, τόν σεβασμό πρός τίς καλογερικές διατάξεις, τήν ἐξομολόγηση τῶν κρυφῶν σκέψεων μπροστά στόν ἡγούμενο κ.α.48
Τήν ἴδια περίοδο, ὁ Παΐσιος ἔγραψε καί ἕνα βιβλίο, μέ πέντε κεφάλαια, γιά τήν «Νοερά προσευχή» στό ὁποῖο ἀντικρούει τούς ἰσχυρισμούς ἑνός μοναχοῦ τῆς Οὐκρανίας, πού δέν ἐδέχετο αὐτή τήν προσευχή. Ὁ Παΐσιος κήρυττε καθημερινά στούς μοναχούς, ἐναλλάξ, μιά φορά στά Ρουμανικά τήν ἄλλη στά Σλαβονικά. Οἱ Ἀκολουθίες ἐτελοῦντο, ἐπίσης, ἐναλλάξ, στά Σλαβονικά καί στά Ρουμανικά, λόγῳ τοῦ μεγάλου ἀριθμοῦ τῶν μοναχῶν49. Ἕνας ἀπό τούς μαθητές του, ὁ μοναχός Ραφαήλ, μετέφρασε ἐπίσης μιά ποικιλία κειμένων ἀπό τή «Φιλοκαλία» στή Ρουμανική. Ἡ κοινότητα τῆς Dragomirna μεγάλωσε γρήγορα, φτάνοντας περίπου στούς 350 μοναχούς50.
π. Ἠλίας Ι. Φρατσέας
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 209
Ἰανουάριος 2020
Ὑποσημειώσεις:
- «Ὁ Βίος τοῦ ὁσίου Παϊσίου τοῦ Νεάμτς», σ.26.
- Cetferikov, Παΐσιος, σ.134.
- Ioanichie Bălan (arhim.), Patericul românesc, p. 291.
- «Ὁ Βίος τοῦ ὁσίου Παϊσίου τοῦ Νεάμτς», σ.33.
- Mitropolitul Serafim Joantă, Ὁ Ἡσυχασμός, σ. 136. «Ὁ Βίος τοῦ ὁσίου Παϊσίου τοῦ Νεάμτς», σ.33.
- Ioanichie Bălan (ierom.), Pateric românesc ce cuprinde viaţa şi cuvintele unor cuvioşi părinţi ce s-au nevoit în mănăstirile româneşti, sec. XIV-XX (Ρουμανικό Πατερικόν πού περιλαμβάνει τήν ζωή καί τά λόγια ὁρισμένων ὁσίων πατέρων οἱ ὁποῖοι ἀγωνίστηκαν στά Ρουμανικά μοναστήρια κατά τόν ΙΔ΄- Κ΄ αἰώνα), Bucureşti, 1980, pp. 232-259. McGuckin, John. „The Life and Mission of St. Paisius Velichkovsky. 1722–1794. An Early Modern Master of the Orthodox Spiritual Life”. Spiritus: A Journal of Christian Spirituality. The Johns Hopkins University Press. 9 (Fall 2009, number 2): 182–202. Sister of St. Paisius Monastery, “St. Paisius Velichkovsky, A Brief summary of His Life”. John Anthony McGuckin, “The Making of thePhilokalia: A tale of Monks and Manuscripts”, according to Brock Bingaman, Bradley Nassif, „The Philokalia: A Classic Text of Orthodox Spirituality”, Oxford University Press, 2012, p. 40-41.
- Cetfericov, μν. ἔργ. 134-135
- Αὐτόθι, σ.137-138.
- Cetfericov, Παΐσιος, σ. 135.
- Cetfericov, Παΐσιος, σ. 139.
- Ioanichie Bălan (ierom.), Ρουμανικό Πατερικόν, σ. 232-259.
- Cetfericov, Παΐσιος,σ. 141, 146.
- Αὐτόθι.
- Ἱερομόναχο Εὐθύμιο, Ὁ πρωτότυπος Βίος τοῦ Ἄγ. Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου (1749-1809), ἐπιμέλεια Μοναχοῦ Νικοδήμου Μπιλάλη, Ἀθήνα, 1989, σ. 9.
- Cetfericov, Παΐσιος, σ. 147-156.
- Păcurariu, II, 582.
- Αὐτόθι.
50. Mitropolitul Serafim Joantă, Ὁ Ἡσυχασμός, σ. , 138.