Ἡ ἐκκοσµίκευση καί ἡ Θεοκρατία!

Ἡ ἐκκοσµίκευση καί ἡ Θεοκρατία!

 

νας ἀπό τούς κοινούς τόπους τῆς ἐποχῆς µας εἶναι ἐκεῖνος πού ἀναγνωρίζει µιά βαθιά διαχωριστική γραµµή ἀνάµεσα στή νοοτροπία τοῦ Μεσαίωνα καί σέ ἐκείνη τῶν Νέων Χρόνων, τῆς ἐποχῆς, δηλαδή, πού διαρκεῖ µέχρι σήµερα. Σύµφωνα µέ τήν ἄποψη αὐτή, ἡ ἐποχή τοῦ Μεσαίωνα ἦταν ἡ ἐποχή τῆς ἀνελευθερίας, ἐνῶ, ἀντιθέτως, οἱ Νέοι Χρόνοι σήµαναν τήν ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν καταδυνάστευση, στήν ὁποία εἶχε ὑποβληθεῖ τούς προηγούµενους αἰῶνες. Στό πλαίσιο αὐτό, συνήθως, ἐξαίρεται ἡ συµβολή τῆς ἐποχῆς τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισµοῦ, κατά τήν ὁποία µεγάλοι Εὐρωπαῖοι φιλόσοφοι καί πολιτικοί στοχαστές συνέβαλαν τάχα µέ τίς ρηξικέλευθες ἰδέες τους στήν διανοητική, θρησκευτική καί πολιτική ἀπελευθέρωση τῆς ἀνθρωπότητας ἀπό τούς «µύθους» καί τίς «προκαταλήψεις» πού τήν κρατοῦσαν δέσµια! ... Ἐξ ἀντιδιαστολῆς, τονίζεται ὅτι ὁ παράγων ἐκεῖνος πού συντηροῦσε τήν ὑποδούλωση τῶν ἀνθρώπων κατά τούς προηγούµενους αἰῶνες ἦταν ἡ θρησκεία καί µάλιστα ἡ Χριστιανική. Ἑποµένως, ἡ ἐµφάνιση καί ἡ σταδιακή ἐπικράτηση τῆς ἀθεΐας ἦταν στήν πραγµατικότητα µιά ἀπελευθερωτική διαδικασία(!),  πού χαιρετίσθηκε µέ ἐνθουσιασµό.

Ἐνδεικτικά, παραθέτουµε κάποιες φράσεις, πού ἀποδίδουν τήν ἀντιθρησκευτική αὐτή νοοτροπία, φράσεις πού ἀνήκουν σέ ἕναν Ἑλληνο-Γάλλο φιλόσοφο καί ἕναν Γάλλο κοινωνιολόγο τῆς ἐποχῆς µας, ἀντίστοιχα: «Ἡ Δύση χρειάστηκε δέκα αἰῶνες γιά νά ἀποσπάσει, ὅσο ἦταν δυνατό, τήν κοινωνία τῶν πολιτῶν ἀπό τόν ἐναγκαλισµό τῆς θρησκείας» καί: «Μόνο ἡ ἐκκοσµίκευση, δηλαδή ἡ ὑποχώρηση τῆς θρησκείας σέ σύγκριση µέ τό κράτος καί τό δηµόσιο βίο, κάνει δυνατό τόν ἐκδηµοκρατισµό». Φράσεις, βέβαια, µέ παρόµοιο περιεχόµενο συναντάει κανείς πολύ συχνά στή βιβλιογραφία καί στόν τύπο, ἀλλά καί στίς καθηµερινές συναναστροφές του. Πολλοί δέ ἀπό ἐµᾶς τίς ἀποδεχόµαστε ὡς αὐτονόητες χωρίς νά τίς πολύ-ἐξετάζουµε, ἀλλά καί χωρίς νά συνειδητοποιοῦµε, πάντοτε, ὅτι οἱ φράσεις αὐτές καθορίζουν τή συµπεριφορά µας στήν καθηµερινότητα καί στίς πρακτικές λεπτοµέρειες τῆς ζωῆς µας.

Ἐν ὄψει αὐτῶν, ἔχει ἰδιαίτερη ἀξία τό νά ἐξετάσει κανείς κατά πόσο ὁ ἐν λόγῳ «κοινός τόπος» ἀποδίδει ἀξιόπιστα τήν πραγµατικότητα, ἤ, ἐάν ἀποτελεῖ σέ µεγάλο βαθµό διαστρέβλωσή της, ἐάν, δηλαδή, πρόκειται γιά ἕναν «µῦθο», ὁ ὁποῖος θά πρέπει νά ἀνασκευασθεῖ µέ πνεῦµα κριτικό, ὅπως, ἄλλωστε, ἀπαιτοῦν οἱ καλύτερες παραδόσεις τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισµοῦ.

Σήµερα, οἱ περισσότεροι ἀπό ἐµᾶς θεωροῦµε ὅτι οἱ Εὐρωπαῖοι Διαφωτιστές τάχθηκαν ὑπέρ τῆς πολιτικῆς ἀπελευθέρωσης τῆς ἀνθρωπότητας καί τῆς προάσπισης τῶν ἀτοµικῶν δικαιωµάτων µέ πρῶτο καί ἐµβληµατικό ἀνάµεσά τους ἐκείνου τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας. Ἤδη ἀπό τά µαθητικά µας χρόνια γνωρίζουµε ἀπό τό µάθηµα τῆς Ἱστορίας τόν Ζάν Ζάκ Ρουσσώ πού ἔγραψε, µεταξύ ἄλλων, τό πασίγνωστο ἔργο του µέ τόν τίτλο «Τό Κοινωνικό Συµβόλαιο», τό ὁποῖο θεωρεῖται ὡς τό ἔργο ἐκεῖνο πού προασπίζεται µέ ἀπαράµιλλη εὐγλωττία τήν ὑπόθεση τῆς ἄµεσης δηµοκρατίας. Ὅπως, ὅµως, συνήθως συµβαίνει µέ τά κλασσικά ἐκεῖνα βιβλία, πού ἔχουν καθορίσει τή νοοτροπία µας, οἱ περισσότεροι ἀπό ἐµᾶς δέν ἔχουµε ἄµεση γνώση γιά τό ἀκριβές περιεχόµενό του καί ἁπλῶς ὑποθέτουµε, καλῇ τῇ πίστει, ὅτι οἱ «δάσκαλοί» µας, µᾶς ἔχουν ἐνηµερώσει σχετικά, µέ πληρότητα καί ἀκρίβεια, χωρίς νά παραλείψουν κάτι ἀπό ὅσα θά ἔπρεπε νά γνωρίζουµε γιά αὐτό. Ἔτσι, προκύπτει τό γενικότερο παράδοξο νά ἀποδεχόµαστε ἄκριτα καί σχεδόν ἀνεπίγνωστα, ὡς ἄλλες ἀξιόπιστες αὐθεντίες, ὅσους µᾶς µιλοῦν γιά τόν Διαφωτισµό, ἐνῶ τό οὐσιωδέστερο κήρυγµα τοῦ Διαφωτισµοῦ ἦταν νά µήν ἐµπιστεύεται κανείς ἄκριτα, ὅποιον τοῦ παρουσιάζεται ὡς «αὐθεντία», ἀλλά νά ἐξετάζει ὁ ἴδιος καί νά σταθµίζει µέ «κριτικό πνεῦµα» κάθε ἄποψη καί ἰδέα, πού ἐµφανίζεται ὡς ἀληθής καί ὀρθή!

Θά παραθέσουµε, λοιπόν, κάποιες φράσεις ἀπό τό βιβλίο αὐτό, πού σχετίζονται µέ τό ζήτηµα τῆς σχέσης τοῦ Κράτους µέ τή Θρησκεία. Ἐκεῖ, ἀρχικά, ὁ Ρουσσώ ὑποστηρίζει ὅτι «οἱ ὑπήκοοι ὀφείλουν νά λογοδοτοῦν στόν Κυρίαρχο γιά τίς ἀπόψεις τους µόνο στό βαθµό, πού οἱ ἀπόψεις τους ἀφοροῦν στήν κοινότητα. Εἶναι δέ βέβαιο ὅτι τό Κράτος ἐνδιαφέρεται, ὥστε κάθε Πολίτης νά ἔχει µιά θρησκευτική πίστη, πού νά τόν κάνει νά ἀγαπᾶ τά καθήκοντά του. Ἀλλά τά δόγµατα τῆς θρησκείας αὐτῆς ἐνδιαφέρουν τό Κράτος ἤ τά µέλη του µόνο στό βαθµό, πού τά δόγµατα καθορίζουν τήν ἠθική συµπεριφορά». Ἤδη, ἡ ἄποψη αὐτή, πού παρουσιάζεται ἴσως σέ πρώτη ἀνάγνωση ὡς «ἀνεκτική», γεννᾶ ἀνησυχίες: διότι ὁ Κυρίαρχος ἀξιώνει  νά ἐλέγχει πλήρως τήν ἐξωτερική συµπεριφορά τῶν Πολιτῶν σέ ὅλες τίς διαστάσεις της, ἐνῶ ἡ «παραχώρηση», πού κάνει ὡς πρός τά δόγµατα εἶναι µόνο προσχηµατική. Τοῦτο διότι, οὕτως ἤ ἄλλως, ὁ Κυρίαρχος δέν µπορεῖ νά εἰσχωρήσει στήν ἐσωτερική  συνείδηση τῶν ἀνθρώπων καί νά τούς ἐπιβάλλει νά ἀλλάξουν τά «πιστεύω» τους. Στό ἴδιο πνεῦµα τῆς «ἀνοχῆς», ὁ Ρουσσώ ἀναφέρει ὅτι: «ὅποια καί νά εἶναι ἡ µεταθανάτια τύχη τῶν ὑπηκόων του, δέν ἐνδιαφέρει τόν Κυρίαρχο, δοθέντος ὅτι αὐτοί εἶναι καλοί πολῖτες σέ αὐτή τή ζωή». Ἐν συνεχείᾳ ἀναφέρει: «Τώρα πού δέν ὑπάρχει πιά καί δέν µπορεῖ πιά νά ὑπάρξει µιά ἀποκλειστική ἐθνική/κρατική Θρησκεία, θά πρέπει κανείς νά ἀνέχεται ὅσους ἀνέχονται τούς ἄλλους, στόν βαθµό πού τά δόγµατά τους δέν περιέχουν τίποτε τό ἀντίθετο στά καθήκοντα τοῦ Πολίτη». Στήν παραπάνω φράση πρέπει νά ἐπισηµανθεῖ πρῶτα ἡ διαφαινόµενη προτίµηση τοῦ Ρουσσώ στήν καθιέρωση µιᾶς ἐθνικῆς/κρατικῆς Θρησκείας, δηλαδή µιᾶς θρησκείας ἀφοµοιωµένης στό κράτος, γιά τόν λόγο ὅτι µιά τέτοια θρησκεία ἐνισχύει τή µαχητικότητα τῶν στρατιωτῶν, ἐνῶ ὁ Χριστιανισµός ἀποδυναµώνει, ἀντίθετα, τό πολεµικό πνεῦµα «ἀφοῦ τό Εὐαγγέλιο δέν ἐγκαθιδρύει καµιά ἐθνική θρησκεία, δέν µπορεῖ νά ὑπάρξει ἱερός πόλεµος ἀνάµεσα στούς Χριστιανούς». Κυρίως, ὅµως, πρέπει νά ὑπογραµµισθεῖ ὅτι ὁ Ρουσσώ εἶναι ἀνυποχώρητος στήν ἀπαίτησή του γιά πλήρη ὑπακοή τῶν Πολιτῶν στό Κράτος, ἀνεξαρτήτως τοῦ τί ὑπαγορεύει ἐνδεχοµένως ἡ πίστη ἤ ἡ συνείδησή τους. Ἔτσι, τό Κράτος αὐτοπαρουσιάζεται, ἐµµέσως πλήν σαφῶς, ὡς ὁ ὑπέρτατος Κριτής, ὡς ἐκεῖνος πού ζητάει ἀπό τούς ὑπηκόους του τά πάντα, χωρίς νά παραχωρεῖ τίποτα ἄλλο, παρά µόνο ἐκεῖνο, πού οὕτως ἤ ἄλλως δέν µπορεῖ ἐκ τῶν πραγµάτων νά διεκδικήσει, ἤτοι τήν ἐσωτερική συνείδηση τῶν ἀνθρώπων, σέ ἀντιδιαστολή µέ τήν ἐξωτερική συµπεριφορά τους!

Ὅσον ἀφορᾶ εἰδικότερα στόν Καθολικισµό, ὁ Ρουσσώ ἦταν πιό ξεκάθαρος στήν ἀξίωσή του γιά τήν ἐγκαθίδρυση ἑνός Κυριάρχου, πού δέν ἀνέχεται κανέναν, πού νά ἀµφισβητεῖ τήν Κυριαρχία του. Ὑποστήριξε, δηλαδή, ὅτι ὁ Καθολικισµός δέν πρέπει νά γίνει ἀνεκτός στήν ἰδανική Πολιτεία τοῦ «Κοινωνικοῦ Συµβολαίου», διότι «µέ τό νά δίνει στούς ἀνθρώπους δύο νοµοθέτες (ἔνν. ἀφ’ ἑνός τόν πολιτικό Κυρίαρχο καί ἀφετέρου τό Ἱερατεῖο καί µάλιστα τόν Πάπα), δύο ἀφέντες, δύο πατρίδες, τούς ὑποβάλει σέ ἀλληλοσυγκρουόµενα καθήκοντα  καί τούς ἐµποδίζει ἀπό τοῦ νά εἶναι ταὐτόχρονα Εὐσεβεῖς καί Πολῖτες».

Ἕνα γενικό συµπέρασµα τοῦ Ρουσσώ ἦταν τό ἑξῆς: «Ὥστε λοιπόν ὑπάρχει µιά καθαρά πολιτική ὁµολογία πίστης, τό περιεχόµενο τῆς ὁποίας πρέπει νά καθορίζεται ἀπό τόν Κυρίαρχο –ὄχι ἀκριβῶς τά θρησκευτικά δόγµατα, ἀλλά τά κοινωνικά αἰσθήµατα πού ἀπαιτοῦνται, ὥστε νά εἶναι κάποιος καλός πολίτης καί πιστός ὑπήκοος….Ἄν κάποιος δηµοσίως ἀναγνωρίζει αὐτά τά δόγµατα καί µετά συµπεριφέρεται σάν νά µήν τά πιστεύει, ἄς τιµωρεῖται µέ τή θανατική ποινή. Διότι ἔχει διαπράξει τό χειρότερο ἀπό ὅλα τά ἐγκλήµατα: τό ψεύδεσθαι ἐνώπιον τοῦ νόµου»!

Λαµβάνοντας κανείς ὑπ’ ὅψη ὅσα προηγήθηκαν, δύσκολα θά συνέχιζε νά πιστεύει ὅτι ὁ Ρουσσώ, ὁ ἐµβληµατικός ἐκπρόσωπος τοῦ πολιτικοῦ Διαφωτισµοῦ καί κατ’ ἐξοχήν κήρυκας τῆς ἄµεσης δηµοκρατίας, εἶναι πράγµατι ἕνας ὑπερασπιστής τῆς ἐλευθερίας καί τῶν δικαιωµάτων τοῦ ἀνθρώπου. Ὅµως, πολύ συχνά διαβάζουµε καί ἀκοῦµε νά γίνεται ἐπίκληση τοῦ ὀνόµατός του στό πλαίσιο διακηρύξεων ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας καί τῆς δηµοκρατίας. Ἐνῶ, στήν πραγµατικότητα, ὅπως τοὐλάχιστον προκύπτει ἀπό τά γραπτά του, ἦταν ἕνας θεωρητικός ὑπέρµαχος τῆς ὁλοκληρωτικῆς πολιτικῆς ἐξουσίας καί τῶν θρησκευτικῶν διωγµῶν, ἕνα εἶδος «ἐκκοσµικευµένου Πάπα».

Αὐτό πού ἔχει, ὅµως, γενικότερη καί διαχρονική σηµασία, πέραν τῶν ἐπιµέρους προσωπικῶν περιπτώσεων, εἶναι νά γίνει κατανοητό ὅτι ἡ πολιτική ἐξουσία ἔχει ἐγγενῶς τήν τάση νά γίνει ὁλοκληρωτική καί νά διεκδικήσει γιά τόν ἑαυτό της τόν πλήρη καθορισµό τῆς ζωῆς ὅλων τῶν ὑπηκόων της. Γιά τόν λόγο αὐτό, ὅταν συχνά συµβαίνει νά διακηρύσσει ὅτι θέλει νά ἀπελευθερώσει τούς πολῖτες ἀπό τήν καταδυνάστευση τῆς θρησκείας, στήν πραγµατικότητα ἐπιδιώκει νά µείνει ὁ µόνος καί ἀδιαµφισβήτητος κυρίαρχος στό πεδίο τῆς δικαιοδοσίας της, σύµφωνα καί µέ τήν ἄνω διατύπωση τοῦ Ρουσσώ γιά τό ὅτι οἱ πολῖτες δέν ἐπιτρέπεται νά ὑπηρετοῦν δύο «ἀφέντες». Ἔτσι, τό ἀληθινό δίληµµα δέν εἶναι ἀνάµεσα σέ «Δηµοκρατία» καί «Θεοκρατία», ὅπως συχνά ἀναφέρεται. Διότι ὅλα τά πολιτεύµατα, στόν βαθµό πού διεκδικοῦν γιά τόν ἑαυτό τους τήν ἀπόλυτη κυριαρχία, ἀξιώνοντας οἱ πολῖτες τους νά ὑπακούουν µόνο σέ αὐτά, στήν πραγµατικότητα ἐµφανίζονται ὡς ψευδεῖς θεοί καί ἑποµένως εἶναι, µέ τήν οὐσιαστική αὐτή ἔννοια, «Θεοκρατικά»!

Θά µποροῦσε κανείς νά ἀναφέρει παραδείγµατα ἀπό τήν ἀρχαία Ἱστορία, ὅπως τούς Φαραώ τῆς Αἰγύπτου ἤ τούς Ρωµαίους Καίσαρες, πού θεωροῦνταν ὡς θεοί ἐπί τῆς γῆς. Αὐτό, ὅµως, θά δηµιουργοῦσε, ἴσως, τήν παραπλανητική ἐντύπωση ὅτι ἡ θεοποίηση τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας εἶναι κάτι πού χάνεται στά βάθη τοῦ παρελθόντος καί δέν µπορεῖ νά ἀφορᾶ στή σηµερινή «ἀπελευθερωµένη» ἐποχή µας. Γιά τόν λόγο αὐτό θά παραθέσουµε κάποια εὔγλωττα κείµενα πού ἔχουν γραφεῖ στό πρόσφατο σχετικά παρελθόν, γιά τόν Ἰωσήφ Στάλιν, τόν κυβερνήτη ἐπί σειρά ἐτῶν τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης, ἤτοι τῆς χώρας ἐκείνης, ὅπου διεξήχθη τό «πείραµα» τῆς ἀπελευθέρωσης τοῦ ἀνθρώπου ἀπό ὅλα τά δεσµά πού τοῦ εἶχαν ἐπιβληθεῖ, µεταξύ αὐτῶν καί ἀπό τά θρησκευτικά δεσµά, καί ὅπου γεννήθηκαν ἐλπίδες γιά τήν πραγµάτωση ἑνός «ἐπιγείου παραδείσου».

Τό πρῶτο κείµενο, µέ τή µορφή ποιήµατος, δηµοσιεύθηκε στήν ἐφηµερίδα «Πράβδα» τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης, στήν ἐπίσηµη, δηλαδή, ἐφηµερίδα τοῦ καθεστῶτος, στίς  28 Αὐγούστου 1936 καί ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ὤ µεγάλε Στάλιν, ἡγέτη τῶν λαῶν, Ἐσύ εἶσαι αὐτός πού δίνεις τή γέννηση στούς ἀνθρώπους, Ἐσύ εἶσαι αὐτός πού κάνεις γόνιµη τή γῆ, Ἐσύ εἶσαι αὐτός πού ἀνακαινίζει τούς αἰῶνες, Ἐσύ εἶσαι αὐτός πού δίνεις τήν ἀνθοφορία τῆς ἄνοιξης, Ἐσύ εἶσαι αὐτός πού κινεῖς τίς χορδές τῆς ἁρµονίας, Ἐσύ ἡ λάµψη τῆς ἄνοιξής µου, Ὤ Ἐσύ, Ἥλιε, πού ἀντανακλᾶς σέ ἑκατοµµύρια καρδιές». Παραθέτουµε ἐν συνεχείᾳ καί ἕνα πεζό κείµενο πού ἔχει ὡς ἑξῆς: «Στάλιν, λέω στό σύµπαν. Ἁπλᾶ Στάλιν, καί δέν λέω τίποτε περισσότερο. Τά πάντα περιλαµβάνονται σέ αὐτό τό φοβερό ὄνοµα. Τά πάντα: τό κόµµα, ἡ χώρα, ἡ πόλη, ἡ ἀγάπη, ἡ ἀθανασία – τά πάντα»!

Ἄν λάβει κανείς ὑπ’ ὄψη ὅσα προηγήθηκαν καί γνωρίζοντας γιά τήν ἔκταση τῶν διωγµῶν πού ἐξαπολύθηκαν τόσο στή Σοβιετική Ἕνωση, ὅσο καί σέ ἄλλες ριζοσπαστικά ἐκκοσµικευµένες χῶρες ἀνά τόν κόσµο ὁλόκληρο κατά τόν προηγούµενο αἰῶνα, πιστεύουµε ὅτι πολύ δύσκολα θά προσυπογράψει τή φράση πού παραθέσαµε στήν ἀρχή, ὅτι δηλαδή «µόνο ἡ ἐκκοσµίκευση, δηλαδή ἡ ὑποχώρηση τῆς θρησκείας σέ σύγκριση µέ τό κράτος καί τό δηµόσιο βίο, κάνει δυνατό τόν ἐκδηµοκρατισµό». Ἀντιθέτως, νοµίζουµε ὅτι θά ξανασκεφτεῖ πιό σοβαρά τή φράση ἀπό τή «Σοφία Σειράχ» πού ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἐµπεσούµεθα εἰς χεῖρας Κυρίου καί οὐκ εἰς χεῖρας ἀνθρώπων. Ὡς γάρ ἡ µεγαλωσύνη αὐτοῦ, οὕτως καί τό ἔλεος αὐτοῦ» (Σοφία Σειράχ, 2, 18).

 

Νοµοµαθής

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 209

Ἰανουάριος 2020