«Εὕρομεν τὴν ἀλήθειαν...»! Ὄντως! Ποιοί, ὅμως;

 

 «Εὕρομεν τὴν ἀλήθειαν...»! Ὄντως! Ποιοί, ὅμως;

 

( Τοῦ ἱεροῦ Δωδεκαημέρου ὁ ἐπίλογος)

 

«Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς, ἐξ ὕψους ὁ Σωτὴρ ἡμῶν, ἀνατολὴ ἀνατολῶν,
καὶ οἱ ἐν σκότει καὶ σκιᾷ, εὕρομεν τὴν ἀλήθειαν·
καὶ γὰρ ἐκ τῆς Παρθένου ἐτέχθη ὁ Κύριος»

 

Μᾶς χάρισε, γι᾿ ἄλλη μιὰ χρονιὰ ὁ Κύριος, τὸ μέγα προνόμιο νὰ ζήσουμε καὶ νὰ εὐφρανθοῦμε τὸ πανίερο Δωδεκαήμερο: Αὐτὴ τὴ διαρκῆ πανήγυρι τῆς Ἐκκλησίας, τὴ στολισμένη μὲ τόσες μεγαλοφανεῖς καὶ κορυφαῖες γιορτές. Γιορτές, ποὺ δυστυχῶς, τὶς τροποποιοοῦμε κατὰ τὸ δοκοῦν κρατῶντας μονάχα τὰ ὀνόματα καὶ ἀγνοῶντας ἤ περιφρονῶντας τὸ βασικὸ τὸ μήνυμα ποὺ στέλνεται στὸν κόσμο, στὸν καθένα, στὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό: Τὸ μήνυμα τῆς ἄχραντης ἐπισκέψεώς Του ἀναμέσά μας.
Ὅλοι καὶ φέτος γίναμε κοινωνοὶ τῶν φαντασμαγορικῶν ἑορταστικῶν –ὅπως συνηθίζονται νὰ ἀποκαλοῦνται– δρωμένων μὲ τὴν πλημμυρίδα τῶν φώτων, τὶς στολισμένες βιτρίνες, τὰ φωταγωγημένα δέντρα, τὰ στολισμένα σπίτια καὶ τόσα ἄλλα. Πού, μάλιστα, ἄρχισαν, τόσο νωρίς, ἀπὸ τὰ μέσα περίπου τοῦ Νοεμβρίου. Καὶ πέραν αὐτῶν ἔχουμε καὶ τὶς διάφορες «Χριστουγεννιάτικες γιορτὲς ἤ μᾶλλον προ-εορτὲς», ποὺ τὶς κοσμεῖ παρακαλῶ ὁ ἐρυθροενδυμένος γέροντας μὲ τὰ ἄσπρα γένια καὶ μαλλιά, ὁ λέγόμενος «Ἅγιος Βασίλειος». Τί κρίμα, στ’ ἀλήθεια! Σὲ μιὰ χώρα μὲ τέτοια μεγάλη παράδοση μὲ τόσα εὐλογημένα ἔθιμα, μὲ μιὰ πίστη ἀληθινὴ καὶ σίγουρη νὰ γίνονται ὅλα αὐτὰ τὰ ἀναληθῆ καὶ κακέκτυπα, τὰ δανεισμένα δηλαδή, ἀπὸ τὶς δυτικὲς χῶρες καὶ κοινωνίες, ποὺ εἶναι ἀναθρεμένες μὲ ἄλλη κουλτούρα καὶ παράδοση.


Ὅμως ἄς μὴν εἴμαστε καὶ τόσο πολὺ ἄδικοι μὲ τὰ ὅσα εἴδαμε ἤ ἀκούσαμε, γιατὶ στὴν ἄλλη ὄψη ὅλων αὐτῶν ὑπάρχει ἡ βαθύτερη ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου νὰ βρεῖ τὴν ἀλήθεια. Καὶ τὸ βασικὸ ἐρώτημα εἶναι τὸ ἑξῆς: Ἄραγε τὴν ἀνακαλύπτει ὁ ἄνθρωπος ποὺ θέλει νὰ γιορτάσει τὸ ἱ. Δωδεκαήμερο, αὐτὴ τὴν ἀλήθεια; Ἤ, μᾶλλον κάνει κάποια προσπάθεια νὰ τὴ βρεῖ; Φοβᾶμαι πὼς ἐλαχιστοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ σκύβουν μὲ ἐρευνητικὴ διάθεση, κατὰ τὸ «ἐρευνᾶτε τὰς γραφάς», πάνω στὸ μέγα τῶν ἑορτῶν γεγονός, ὥστε νὰ ἀνακαλύψουν τὸ μέγα καὶ ἀπύθμενο βάθος τῆς θείας φιλανθρωπίας καὶ ἀγάπης. Τὸ μεγαλεῖο δηλαδή, τῆς Ἀλήθειας ποὺ κρύβουν –συνειδητὰ ἤ ἀσυνείδητα– οἱ ψεύτικοι διάκοσμοι καὶ οἱ ἀφιλόξενοι κόσμοι τοῦ markeing καὶ τῆς κατανάλωσης. Οἱ ὁποῖοι μὲ βιαστικὰ βήματα ἐπιβάλλουν στὰ παιδιὰ μιὰν ἄλλη γιορτή, ξένη ἀπὸ “magnum mysterium” ποὺ ἄδουν οἱ δυτικοὶ καὶ δὲ τὸ νοιώθουν, ἤ «Τὸ Μυστήριον ξένον καὶ παράδοξον», ποὺ ψάλλουμε ἐμεῖς, χωρἰς νὰ ξεδιπλώσουμε τὶς λέξεις του, ν᾿ ἀνοίξουμε μὲ λίγα λόγια μὲ τὸ κλειδὶ τῆς γνήσιας ἔρευνας καὶ ἐμπιστοσύνης τὸν κόσμο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μάθουμε τελικά, γιατὶ ἔχουμε μπροστά μας αὐτὸ τὸ Μέγα καὶ Παράδοξο Μυστήριο, τὸν οὐρανὸ παναπεῖ, ποὺ καταφεύγει νὰ εἰσέλθει καὶ νὰ σταθεῖ σὲ ἕνα ρυπαρὸ σπήλαιο –μὲ παχνὶ καὶ ζῶα ποὺ τὸ κατοικοῦνε. Κι εἶναι ὄντως μέγα καὶ παράδοξο γιὰ ὅσους δὲν περιφρονοῦν τὸ Θεῖο θέλημα, ποὺ ἐμπράκτως διδάσκει τὴν ἄκρα ταπείνωση καὶ πτωχεία Του, γιὰ νὰ συμβουλέψει, παροτρύνει κι ἐμᾶς νὰ Τὸν μιμηθοῦμε. Ἀλήθεια, πῶς; Μὰ μὲ τὸ νὰ βιώσουμε αὐτὸ τὸ μέγα μυστήριο τῆς ταπείνωσης καὶ νὰ αἰσθανθοῦμε τὴν πτωχεία μας, τὴν ἁγιοπνευματικὴ πτωχεία μας, τὴν ὁποία κι ἀσφαλῶς ὀφείλουμε νὰ τὴν ἀποβάλλουμε, μὲ τὸ νὰ εἰσοδεύσει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ μέσα μας. Ἐκείνη ἡ Χάρις ποὺ «ἁλιεῖς θεολόγους ἀνέδειξε». Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀποροῦμε, ὅταν ἀκούσουμε πὼς ὁ Ἅγιος Παΐσιος λ.χ. ὁ Ἅγιος Πορφύριος, ὁ Μ. Ἀντώνιος κ.ἄ. ἦσαν ὀλιγογράμματοι ἤ ἀγράμματοι, κι ὅμως ἡ παρουσία κι ὁ θεοφώτιστος λόγος τους διαπερνοῦν τοὺς αἰῶνες καὶ παραμένουν ζωντανοί, φωτεινοί, ζωηφόροι.
Ἄλλο ἕνα Δωδεκαήμερο παρῆλθε ἀπὸ τὴ ζωή μας –ἀλήθεια– πόσοι ἀπὸ μᾶς ὅλους, τοῦ χρόνου θὰ τὸ ξαναζήσουμε; Παρῆλθε ὑπερφωτισμένο, δωροφόρο καὶ καταστόλιστο.
Μόνο ποὺ ἀφήνει πίσω του, ὅπως τὸ καράβι ποὺ ταξιδεύει κάποια ἀπόνερα, καὶ μαζὶ μὲ αὐτὰ καὶ τὸ μέγα ἐρώτημα: Ἀλήθεια, γιατὶ φωταγωγοῦμε τὰ πάντα ἀφοῦ δὲν δεχόμαστε νὰ λάβουμε τὸ «φῶς τὸ τῆς γνώσεως»; Ὅπως ἐπίσης γιατὶ κάνουμε δῶρα καὶ μὲ τρυφερότητα τὰ προσφέρουμε, ἀφοῦ ἀποποιούμεθα τὸ μέγα δῶρο: Τὴν Παρουσία Του! Καί, τέλος, γιατὶ στολίζουμε σπίτια καὶ δρόμους, ἀφοῦ πρῶτοι ἐμεῖς δὲν «λαμπρύνουμε τὴν στολὴν τῆς ψυχῆς»; Ἤ μήπως ὅλα αὐτὰ εἶναι κάποιες δειλὲς κινήσεις τῆς ψυχῆς μας ποὺ διψάει γιὰ Θεὸ κι ὅμως φράζει αὐτὴν τὴν πηγή ἡ γρανιτένια ἐγωπάθειά μας, τὸ «θέλημα», ποὺ λένε κι οἱ Πατέρες μας.
«Καιρὸς τοῦ ποιῆσαι τῶ Κυρίῳ» ὅμως...Δηλαδή, φρονῶ, πὼς μᾶς δόθηκε μιὰ ἀκόμα εὐκαιρία νὰ βροῦμε τὴν Ἀλήθεια, ἀποποιούμενοι ψεύτικους παράδεισους μὲ ψεύτικους Ἁη-Βασίληδες καὶ ἀνούσιες γιορτές.... Θὰ μᾶς γίνει, ἄραγε μάθημα αὐτὸ ἤ θὰ συνεχίσουμε νὰ αἰθεροβατοῦμε; Καὶ τοῦ χρόνου!...

Σκόπελος                                         π. Κωνσταντῖνος Ν. Καλλιανός

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Τεῦχος 209
Ἰανουάριος 2020