Ὁ ἅγιος Χρυσόστοµος καί οἱ διαστρεβλώσεις
τῆς πρός Ρωµαίους Ἐπιστολῆς
Tόν προηγούµενο µήνα εἴχαµε παραθέσει τή ρήση τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Πέτρου περί τοῦ ὅτι στίς Ἐπιστολές τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Παύλου ὑπάρχουν «…δυσνόητα τινά, ἅ οἱ ἀµαθεῖς καί ἀστήρικτοι στρεβλοῦσιν…» (Ἀποστόλου Πέτρου Β’ 3, 16). Ἀκόµη, εἴχαµε διατυπώσει τήν ὑπόθεση ὅτι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστοµος, µέ τό νά προέβη σχετικά νωρίς στήν ἑρµηνεία τῆς Ἐπιστολῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρός Ρωµαίους «ἀποσόβησε ἔγκαιρα τήν ἐνδεχόµενη στρέβλωση τοῦ περιεχοµένου της στή Χριστιανική Ἀνατολή, στρέβλωση πού δέν ἀποφεύχθηκε στή Χριστιανική Δύση µέ συνέπεια τήν ἐµφάνιση ἐκεῖ πολλῶν αἱρέσεων καί ἄθεων φιλοσοφιῶν».
Προκειµένου νά καταστήσουµε περισσότερο σαφῆ τά ὅσα προαναφέραµε, θά παραθέσουµε κάποιες περικοπές ἀπό τήν Πρός Ρωµαίους Ἐπιστολή µαζί µέ τήν ἑρµηνεία τους ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη, σέ αὐτά δέν θά ἀντιπαραθέσουµε τό πῶς παρερµηνεύθηκαν ἀπό τούς δυτικούς Χριστιανούς. Ὅλες οἱ ἀναφορές θά γίνουν ἀκροθιγῶς καί µέ µεγάλη συντοµία, ἁπλῶς καί µόνο γιά νά ἐπισηµανθοῦν τά ζητήµατα καί νά ὑποδειχθεῖ ἡ σοβαρότητά τους, ἄν καί πρόκειται γιά ζητήµατα δογµατικά, πού κανονικά ἀπαιτοῦν ἰδιαιτέρως λεπτή, ἐκτενῆ καί ἀκριβῆ ἀνάπτυξη. Διότι, ἄν καί οἱ ἀπαντήσεις πού ἔχουν δοθεῖ σέ αὐτά, ἔχουν σέ µεγάλο βαθµό καθορίσει τήν αὐτοσυνειδησία καί τήν ἱστορία τόσο τῶν Ὀρθοδόξων, ὅσο καί τῶν Ρωµαιοκαθολικῶν καί Προτεσταντῶν, συχνά διαπιστώνουµε ὅτι δέν εἶναι ἀρκετά ἤ ἴσως καί καθόλου γνωστά, ἔστω στίς γενικές τους γραµµές, στούς Ὀρθοδόξους χριστιανούς, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη, ὅλη σχεδόν ἡ ἱστορία τῆς Δυτικῆς χριστιανοσύνης ἐπικεντρώθηκε γύρω ἀπό τή συζήτηση αὐτῶν.
Τό πρῶτο ζήτηµα εἶναι αὐτό τοῦ «ἀπολύτου προορισµοῦ», µιά αἱρετική δοξασία πού τήν διατύπωσε στήν πιό ἀκραία της µορφή ὁ Ἰ. Καλβίνος, ὁ ἱδρυτής τοῦ Καλβινισµοῦ, ἑνός ἀπό τούς κύριους κλάδους τοῦ Προτεσταντισµοῦ. Σύµφωνα µέ τήν «διαβολικήν ταύτην διδασκαλίαν», ὅπως τήν χαρακτηρίζει ὁ Βικέντιος Δαµοδός στήν «Δογµατικήν» του, «ὁ αἱρεσιάρχης Καλβίνος … δύο πράγµατα διδάσκει γιά τόν προορισµόν: α) πώς ὁ Θεός ἀπ’ αἰῶνος ἀποφάσισε τίνας ἀνθρώπους διά τήν αἰώνιον δόξαν καί τίνας διά τήν αἰώνιον κόλασιν χωρίς τῆς προγνώσεως τῶν ἔργων (ἔνν. χωρίς νά λάβει ὑπ’ ὄψη Τοῦ τά ἔργα καί τή συµπεριφορά τῶν ἀνθρώπων)…β) διδάσκει ὅτι ἡ ἀπόφασις τούτη τοῦ Θεοῦ εἶναι τόσον ἀµετάτρεπτος, «ὅπου δέν ἀφήνει ἐλευθερίαν τοῦ ἀνθρώπου νά σωθῆ ἤ νά µή σωθῆ..». Σύµφωνα πάλι µέ τόν Βικέντιο Δαµοδό, τήν παρεµφερῆ δοξασία ὅτι ὁ Θεός ἀποδοκιµάζει «τινάς ἀνθρώπους χωρίς τῆς προγνώσεως τῶν ἔργων» µέ τό νά µήν τούς ἐκλέξει γιά τή σωτηρία, τήν ὑποστηρίζουν καί οἱ Θωµισταί, οἱ µαθητές τοῦ Θωµᾶ τοῦ Ἀκυινάτη, τοῦ µεγάλου δογµατικοῦ διδασκάλου καί “ἁγίου” τῶν Ρωµαιοκαθολικῶν. Τό παράδειγµα πού δίνει ὁ Δαµοδός γιά νά διευκρινίσει τήν παρεµφερῆ αὐτή δοξασία τῶν Θωµιστῶν εἶναι τό ἑξῆς: «Λόγου χάριν, ὡσάν ἄν ἕνας κεραµεύς ἔκαµεν δύο σκεύη, καί ἐφύλαττε τό ἕνα διά νά µήν τό κλέψουν καί τό ἄλλο τό ἄφηνε, χωρίς νά τό φυλάξη καί τό ἔκλεπταν».
Τό παράδειγµα µέ τόν κεραµέα καί τά σκεύη του µᾶς παραπέµπει κατευθείαν στήν Πρός Ρωµαίους Ἐπιστολή. Ἐκεῖ, µεταξύ ἄλλων, ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρει τά ἑξῆς «δυσνόητα», τά ὁποῖα ἔχουν διαστρεβλωθεῖ πλήρως ἀπό πολλούς, ὅπως µαρτυρεῖ ἡ µετέπειτα ἱστορία: «Εἰ δέ θέλων ὁ Θεός ἐνδείξασθαι τήν ὀργήν καί γνωρίσαι τό δυνατόν αὐτοῦ, ἤνεγκεν ἐν πολλῇ µακροθυµίᾳ σκεύη ὀργῆς κατηρτισµένα εἰς ἀπώλειαν καί ἵνα γνωρίση τόν πλοῦτον τῆς δόξης αὐτοῦ ἐπί σκεύη ἐλέους ἅ προητοίµασεν εἰς δόξαν…». Ὁ ἀπόστολος χρησιµοποιεῖ πράγµατι τή φράση «σκεύη ὀργῆς κατηρτισµένα εἰς ἀπώλειαν», ἡ ὁποία, ἄν τήν ἀπέκοπτε κανείς τόσο ἀπό τά συµφραζόµενά της, ὅσο καί ἀπό τή λοιπή Ἁγία Γραφή, θά ἔδινε τήν ἐντύπωση ὅτι ὁ Θεός ἔχει –τάχα– καταρτίσει κάποιους ἀπό τούς ἀνθρώπους «εἰς ἀπώλειαν», τούς ἔχει δηλαδή πλάσει µέ τέτοιο τρόπο καί ἔχει καθορίσει τή βούλησή τους ἔτσι, ὥστε νά τούς ὁδηγήσει αὐθαίρετα καί ἀναγκαστικά στήν ἀπώλεια, ὅπως ὑποστήριξε ὁ Καλβίνος. Ὅµως, ὁ ἅγιος Ἰωάννης µέ ἕναν σύντοµο λόγο του δίνει τήν καίρια διευκρίνιση: «Δέν τόν ἀπεκάλεσε (τόν Φαραώ, περί οὐ ὁ λόγος) µόνο σκεῦος ὀργῆς, ἀλλά καί κατηρτισµένον εἰς ἀπώλειαν, δηλαδή προετοιµασµένο µέ δική του πρωτοβουλία καί αὐτογνωµόνως («οἴκοθεν µέντοι καί παρ’ ἑαυτοῦ=τοῦ Φαραώ»). Διότι οὔτε ὁ Θεός παρέλειψε κάτι ἀπό ἐκεῖνα πού θά τόν παρακινοῦσαν σέ διόρθωση, οὔτε ὁ Φαραώ παρέλειψε κάτι ἀπό ἐκεῖνα πού θά τόν κατέστρεφαν καί θά τόν ἀποστεροῦσαν ἀπό κάθε συγνώµη». Ὁ ἅγιος Ἰωάννης διευκρινίζει, δηλαδή, ὅτι ὁ ἄνθρωπος «καταρτίζεται» ἀπό τόν ἑαυτό τοῦ αὐτεξουσίως, δέν τόν καθορίζει, οὔτε τόν κατευθύνει µέ τρόπο ἐξαναγκαστικό ὁ Θεός. Ἄλλωστε, ἐάν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐννοοῦσε αὐτό πού ὑποστήριξε ἀργότερα ὁ Καλβίνος, θά ἐρχόταν σέ ἀντίφαση µέ τόν ἑαυτό του, ἀφοῦ στήν Πρώτη πρός Τιµόθεον ἐπιστολή του διδάσκει ὅτι «ὁ Θεός πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι» (Α’ Πρός Τιµόθεον, 2, 4).
Στήν Ἀνατολή τό ζήτηµα τοῦ «ἀπολύτου προορισµοῦ» εἶναι σχεδόν ἄγνωστο. Τό γνωρίζουν κυρίως οἱ θεολόγοι, ἐνῶ οἱ λοιποί Ὀρθόδοξοι συνήθως ξενίζονται καί µόνο στό ἄκουσµα τῆς δοξασίας αὐτῆς. Μιά ἁπλή ἀναδροµή, ὅµως, στήν ἱστορία τῆς Δύσης ἀρκεῖ γιά νά πείσει τόν ὁποιονδήποτε ὅτι ἡ δοξασία αὐτή ἔχει ταλανίσει καί διαµορφώσει ἀνά τούς αἰῶνες τούς δυτικούς Χριστιανούς καί τή νοοτροπία τους. Ἐνδεικτικά καί µόνο ἀναφέρουµε τόν περιβόητο ἰσχυρισµό τοῦ µεγάλου Γερµανοῦ κοινωνιολόγου Μάξ Βέµπερ, σύµφωνα µέ τόν ὁποῖο τό βαθύτερο κίνητρο πού ὁδήγησε στήν ἀνάπτυξη τοῦ καπιταλισµοῦ ἦταν ἡ προτεσταντική νοοτροπία µέ τήν πίστη της στόν «ἀπόλυτο προορισµό»!
Ἡ δεύτερη περικοπή ἀπό τήν Πρός Ρωµαίους πού ἔχει ἀπασχολήσει τούς Δυτικούς καί ἔχει παρερµηνευθεῖ ἀπό αὐτούς εἶναι ἡ ἑξῆς: «Δία τοῦτο, ὥσπερ δι’ ἑνός ἀνθρώπου ἡ ἁµαρτία εἰς τόν κόσµον εἰσῆλθε καί διά τῆς ἁµαρτίας ὁ θάνατος, καί οὕτως εἰς πάντας τούς ἀνθρώπους ὁ θάνατος διῆλθεν, ἐφ’ ᾧ πάντες ἥµαρτον» (Πρός Ρωµαίους, 5,12). Σύµφωνα µέ τήν «Δογµατική» τοῦ Χρήστου Ἀνδρούτσου πολλοί Δυτικοί θεολόγοι ἐξηγοῦν τήν περικοπή αὐτή ὑπό τήν ἔννοια ὅτι ὁ Θεός καταλόγισε στό ἀνθρώπινο γένος τήν προσωπική ἁµαρτία τοῦ Ἀδάµ εἴτε «ἐξωτερικῶς», παρά τό ὅτι δηλαδή οἱ ἀπόγονοί του δέν συνέπραξαν σέ αὐτήν, εἴτε διότι τό ἀνθρώπινο γένος ὁλόκληρο ἐνυπῆρχε στόν Ἀδάµ καί ὡς ἐκ τούτου ἁµάρτησε µαζί µέ αὐτόν. Μέ βάση αὐτές καί ἄλλες παρόµοιες ἀντιλήψεις γεννήθηκε ἡ λεγόµενη «δικανική θεολογία», ἐκείνη δηλαδή πού δίνει ἔµφαση σέ ἔννοιες ὅπως ἡ ἐνοχή, ἡ δίκη καί ἡ τιµωρία καί προβάλλει τήν εἰκόνα ἑνός ἐµπαθοῦς, ἐκδικητικοῦ καί τιµωροῦ Θεοῦ. Σχετικά µέ τό θέµα αὐτό, τή διδασκαλία, δηλαδή, γιά τό προπατορικό ἁµάρτηµα, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἀναφέρει πολλά στούς λόγους του. Ἐµεῖς ἁπλῶς καί µόνο γιά νά ἐπιστήσουµε τήν προσοχή τῶν ἀναγνωστῶν στήν ἑρµηνεία τῆς περικοπῆς ἀπό τόν ἅγιο, θά ἐπισηµάνουµε τήν ἑξῆς ἀξιοπρόσεκτη φράση του: «Τό ὅτι θανόντος τοῦ Ἀδάµ γίναµε ὅλοι θνητοί, τό ἔδειξε σαφῶς καί διά πολλῶν (=ὁ ἄπ.Παῦλος). Ὅµως αὐτό πού ἐρευνοῦµε, τόν λόγο δηλαδή γιά τόν ὁποῖο αὐτό συνέβη, δέν τόν παραθέτει». Συναφῶς, ὁ ἅγιος ἐρωτᾶ: «Τό νά γίνει κάποιος ἁµαρτωλός ἀπό τήν παρακοή ἄλλου, ποιά λογική ἔχει;». Κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη ὁ ἀπόστολος Παῦλος παρέλειψε νά ἀναφέρει συγκεκριµένα τόν λόγο αὐτόν («ἀφίησιν ἄλυτον»), διότι ὁ σκοπός τοῦ ἦταν ἄλλος: νά ἀποδείξει στούς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι δέχονταν ὅτι ἐξαιτίας τοῦ Ἀδάµ οἱ ἄνθρωποι ἔγιναν θνητοί καί ἔτσι ἐκκινοῦσαν ἀπό κοινή ἀφετηρία διαλόγου µέ αὐτόν, ὅτι εἶναι τουλάχιστον ἐξίσου δυνατόν καί εὔλογο ἡ δικαιοσύνη τοῦ ἑνός Ἀνθρώπου (τοῦ Χριστοῦ) νά ὑπερεπαρκέσει γιά τή σωτηρία καί τή δικαίωση ὅλων των ἀνθρώπων.
Σχετικά µέ τό θέµα αὐτό εἶναι, ἀκόµη, ἀξιοπρόσεκτό το ὅτι ὁ ἅγιος Ἰωάννης διακρίνει ἀνάµεσά σε «σωτηρία» καί «δικαίωση», λέγοντας ὅτι ἡ περίσσεια χάριτος πού δώρισε ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο δέν συνίσταται ἁπλῶς καί µόνο στήν ἀπαλλαγή του ἀπό τήν τιµωρία (=σωτηρία), ἀλλά ἐπιπροσθέτως καί πολύ περισσότερο στήν ἄνωθεν ἀναγέννηση, στήν ἀπολύτρωση, τή δικαίωση καί τήν υἱοθεσία, στό ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔγινε συγκληρονόµος καί σύσσωµός του Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
Προηγουµένως, εἴχαµε ἀναφέρει ὅτι ἡ Πρός Ρωµαίους ἐπιστολή ἔχει παρερµηνευθεῖ καί στρεβλωθεῖ ἐπανειληµµένως στή Δύση. Ὅµως, φαίνεται πώς οὔτε στήν Ἀνατολή ἔχει γίνει σαφές σέ ἐπαρκῆ βαθµό τό περιεχόµενό της. Χαρακτηριστικό αὐτοῦ εἶναι το ὅτι στήν µετάφραση στή δηµοτική γλῶσσα τῆς Καινῆς Διαθήκης πού ἐκπόνησαν οἱ καθηγητές Γεώργιος Γαλίτης, Ἰωάννης Καραβιδόπουλος, Ἰωάννης Γαλάνης καί Πέτρος Βασιλειάδης καί ἐξέδωσε ἡ Ἑλληνική Βιβλική Ἑταιρεία ἡ διάκριση ἀνάµεσα στή «σωτηρία» καί τή «δικαίωση» δέν ἀναγνωρίζεται καθόλου. Ἔτσι, γιά παράδειγµα ἡ φράση τοῦ ἀποστόλου «εἰς δικαίωσιν ζωῆς» (Πρός Ρωµαίους, 5,18) ἀποδίδεται ὡς «αἰτία σωτηρίας καί ζωῆς», ἐνῶ ἡ φράση «ἡ χάρις βασιλεύση διά δικαιοσύνης» (Πρός Ρωµαίους, 5, 21) ἀποδίδεται ὡς «θά κυριαρχήσει καί ἡ χάρη µέ τή σωτηρία». Μέ τόν τρόπο, ὅµως, αὐτό τῆς µετάφρασης ἀλλοιώνεται σέ µεγάλο βαθµό τό νόηµα τῆς ἐπιστολῆς, ἀφοῦ ἡ «δικαίωση» ἐξισώνεται καί ἐξοµοιώνεται κατά περιεχόµενο µέ τή «σωτηρία», ἐνῶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος τονίζει ἀκριβῶς τό ἀντίθετο: τό ὅτι δηλαδή «ἡ δωρεά ἐν χάριτι τῇ τοῦ ἑνός ἀνθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς τούς πολλούς ἐπερίσσευσε…οὗ δέ ἐπλεόνασεν ἡ ἁµαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις..» (Πρός Ρωµαίους, 5,15-20).
Ἡ τρίτη δέ περικοπή ἀπό τήν Ἐπιστολή πού θά παραθέσουµε ἔχει ὡς ἑξῆς: «Πᾶσα ψυχή ἐξουσίαις ὑπερεχούσαις ὑποτασσέσθω. Οὐ γάρ ἔστιν ἐξουσία εἰ µή ὑπό Θεοῦ» (Πρός Ρωµαίους 13, 1). Ὅσοι ἔχει τύχει, ἰδίως παλαιότερα, νά διαβάσουν κείµενα προπαγανδιστικά του σοσιαλισµοῦ καί τοῦ κοµµουνισµοῦ εἶναι πολύ πιθανόν νά ἔχουν συναντήσει τήν ἄνω περικοπή, ὡς «τεκµήριο» καί ὡς «ἀπόδειξη» περί τοῦ ὅτι ἡ Ἐκκλησία –τάχα- κηρύσσει τήν ἐθελοδουλεία καί τάσσεται πάντοτε ὑπέρ τῶν ἰσχυρῶν καί τῶν ἐκµεταλλευτῶν πού ἔχουν τήν κρατική ἐξουσία στά χέρια τους, περιβάλλοντάς τους µέ Θεία ἐπικύρωση. Καί ὡς πρός τό θέµα αὐτό, ὅµως, ὁ ἅγιος Ἰωάννης δίνει εὐθέως καί συντόµως τήν ἀπάντηση: «Τί λέγεις; Ὥστε κάθε ἄρχων χειροτονεῖται ἀπό τόν Θεό; Δέν ὑποστηρίζω αὐτό, λέγει, οὔτε ἀναφέροµαι στούς συγκεκριµένους ἄρχοντες τώρα, ἀλλά στό ἴδιο τό πρᾶγµα (=τόν θεσµό). Τό νά ὑπάρχουν δηλαδή ἐξουσίες καί οἱ µέν νά ἄρχουν καί οἱ δέ νά ἄρχονται … ἰσχυρίζοµαι ὅτι εἶναι ἔργο τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ». Ὁ ἅγιος Ἰωάννης, δηλαδή, ἀποκαθιστώντας καί ὡς πρός τό ζήτηµα αὐτό τήν ὀρθή ἑρµηνεία τοῦ ἀποστόλου, διακρίνει ἀνάµεσα στόν θεσµό καί στά πρόσωπα πού τόν στελεχώνουν. Ἑποµένως, οἱ κρατικοί θεσµοί καθ’ ἑαυτοί εἶναι ἐπικυρωµένοι ἀπό τόν Θεό, αὐτό, ὅµως, δέν συνεπάγεται τό ὅτι κάθε ἄρχων πού τυχαίνει νά ἔχει ἀνέλθει στήν ἐξουσία θά ἔχει αὐτοµάτως καί ἄνευ ἄλλου τινός τήν ἔγκριση καί τήν ἐπιδοκιµασία τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας Του.
Ὅσα προπαραθέσαµε εἶναι, βέβαια, σύντοµα καί ἐλλιπῆ. Ὅµως, ἀποσκοποῦν στό νά δώσουν, ἔστω ἀκροθιγῶς, µιά κάποια ἰδέα γιά ζητήµατα θεολογικά καί ἑρµηνευτικά, τά ὁποῖα εἴτε δέν εἶναι γνωστά, εἴτε ἔχουν παραµεριστεῖ, διότι –δῆθεν- δέν µᾶς ἀφοροῦν. Θά εἶχε, δέ, ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον νά µελετηθεῖ ἐκτενέστερα καί βαθύτερα τό πῶς ὁ Δυτικός κυρίως κόσµος ὁδηγήθηκε σέ ἐσφαλµένες ἐπιλογές καί ἔφτασε στίς ἡµέρες µας νά πλησιάζει στήν τέλεια ἀπιστία, ξεκινῶντας ἀπό παρερµηνεῖες τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Σηµειωτέον, ἐξ ἄλλου, ὅτι µιά τέτοια µελέτη δέν θά ἀφοροῦσε µόνο τούς Δυτικούς, ἀλλά καί ἐµᾶς τούς Ἀνατολικούς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι σέ ὄχι ἀµελητέο βαθµό ζοῦµε πλέον σέ Δυτικό κλίµα καί ἀντιµετωπίζουµε τούς «πειρασµούς» τῆς Δύσης.
Νοµοµαθής
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 207
Νοέμβριος 2019