«ΠΙΣΤΕΥΩ ΚΥΡΙΕ, ΒΟΗΘΕΙ ΜΟΥ ΤΗ ΑΠΙΣΤΙΑ»

«ΠΙΣΤΕΥΩ ΚΥΡΙΕ,
ΒΟΗΘΕΙ ΜΟΥ ΤΗ ΑΠΙΣΤΙΑ
»

 

Ἀδελφοί καί Πατέρες,

Φέτος, πού γιά μιά ἀκόμη φορά, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, μᾶς ἀξιώνει νά ἑορτάσουμε τήν δεσποτική Του ἑορτή τῆς Μεταμορφώσεως, σκέφθηκα νά στρέψω τό πηδάλιο καί τά ἡνία τοῦ λόγου, ὄχι στό ἑορταζόμενο γεγονός τῆς Θείας Μεταμορφώσεως, ἀλλά σέ ἕνα γεγονός πού συνέβη ἀκριβῶς ἔπειτα ἀπό αὐτήν καί τό ὁποῖο ἀναφέρεται στό Εὐαγγέλιο, μετά ἀπό τήν ἐξιστόριση τῆς σχετικῆς Θεοφανείας στό ὄρος Θαβώρ.

Αὐτή καθαυτή ἡ δεσποτική ἑορτή, ἔχει δώσει ἀφορμή σέ δημοσιεύσεις ἀπειράριθμων λόγων-ὁμιλιῶν-κηρυγμάτων καί ἐγκωμίων Ἁγίων Πατέρων καί Ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων-ὁμιλητῶν, μέσα στό διάβα τῶν αἰώνων. Δέν νομίζω, ἕνα εὐτελές ἀρθρίδιο, σάν κι αὐτό, ὅτι θά προσέθετε κάτι καινούργιο. Ἀντιθέτως, τό γεγονός πού περιγράφεται στό Εὐαγγέλιο, ἀμέσως μετά ἀπό τήν Μεταμόρφωση, γεγονός πάντοτε ἐπίκαιρο, μᾶς δίδει, νομίζω, ἀφορμή γιά νέες – κάθε φορά - ἐπανατοποθετήσεις μας, σέ θέματα καίριας σημασίας.

Ἐπιτρέψτε μου, νά θεωρήσω ὡς πλέον ἐνδιαφερόμενους «παραλῆπτες» τῆς παρούσης μου προσλαλιᾶς, ὅσους ἀπό ἐσᾶς ἀξιωθήκατε, χάριτι καί ἐλέῳ Θεοῦ, νά εἶσθε γονεῖς τέκνων. Ἄλλωστε, ἕνας ἁπλός πατέρας τέκνου ἦταν καί ὁ πρωταγωνιστής τῆς σχετικῆς εὐαγγελικῆς διηγήσεως· ἕνας πονεμένος πατέρας, πού προσέφερε τό «κακῶς διαμονιζόμενο» παιδί του στόν Κύριό μας, γιά νά τό θεραπεύσει, ὅταν Ἐκεῖνος κατέβηκε ἀπό τό ὄρος Θαβώρ, μετά τήν Μεταμόρφωση. Μέσα στή σχετική διήγηση, πού ὅλοι ἔχουμε διαβάσει, ξεχωρίζουν δύο κραυγές: Μία τοῦ Χριστοῦ μας καί μία τοῦ πονεμένου πατέρα. Ὁ Χριστός μας, ὅταν ἄκουσε τήν αἰτία, γιά τήν ὁποία αὐτός ὁ πατέρας Τοῦ προσέφερε τό παιδί του γιά θεραπεία, ἔκραξε: «Ὦ γενεά ἄπιστος καί διεστραμμένη, ἕως πότε ἀνέξωμαι ὑμῶν;». Στό πρόσωπο δηλαδή τοῦ συγκεκριμένου πατέρα, ὁ Χριστός ἔβλεπε ὅλη τήν γενεά ἐκείνη, πού ἦταν - ὅπως καί ἡ δική μας - ἄπιστη καί διεστραμμένη. Καί ἡ δεύτερη κραυγή, τοῦ πατέρα (ὁ ὁποῖος ἔμαθε πάνω στήν πράξη τό κυριακό λόγιο «εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι») ἦταν, ὡς γνωστόν, ὁ τίτλος τῆς παρούσης εὐλαβοῦς – πρός γονεῖς τέκνων - ἀδελφικῆς μου προσρήσεως: «Πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ».

Κατ’ ἀρχάς, ἄς σταθοῦμε, στιγμιαῖα, στήν πρώτη, τήν Κυριακή κραυγή. Εἶναι πολύ ὀδυνηρό νά βαθμολογεῖ ὁ ἴδιος ὁ Δεσπότης Χριστός τήν γενεά ἐκείνη – πού δέν διαφέρει ἀπό τήν σημερινή - ὡς ἄπιστη καί διεστραμμένη· καί μάλιστα μέ ὕφος, μᾶλλον ἀγανακτισμένο καί πονεμένο μαζί. Ὁ συγκεκριμένος πατέρας τῆς διηγήσεως, πράγματι εἶχε δείξει ἀπιστία, μαζί καί ψυχική ἀκαμψία. Δέν παρεκάλεσε, δέν ταπεινώθηκε, οὔτε μπροστά στούς Μαθητές τοῦ Κυρίου ἀρχικά – στούς ὁποίους πρωτοπαρουσίασε τόν γιό του – οὔτε στόν   Ἴδιο τόν Χριστό, τόν ἰατρό ψυχῶν καί σωμάτων. Λέγει στόν Κύριο, ὅτι «εἶπε» στούς Μαθητές Του, νά θε-ραπεύσουν τό παιδί του κι ἐκεῖνοι δέν μπόρεσαν.

«Εἶπε»· δέν παρεκάλεσε· δέν ταπεινώθηκε. Ἀλλά καί μπροστά στόν Δεσπότη Χριστό, ἄκαμπτος παρέμεινε. «Ἄν μπορεῖς», τοῦ λέγει, «κάνε κάτι». Δηλαδή, ὑποθετικός λόγος. Ἄραγε ποίου εἴδους; (κατά τό Συντακτικό) Αὐτή, λοιπόν, ἦταν ἡ πίστη του· ἕνας ὑποθετικός λόγος· ὄχι μιά βεβαιότητα. «Εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν». Ὁ Χριστός μας ὅμως, ἔστω καί ἔτσι ἄκαμπτον καί ἀταπείνωτον, τόν δέχεται· δέν τόν ἀπορρίπτει· ὅπως δέν ἀπορρίπτει καί ὅλους μας, πού στή ζωή μας ὁ καθένας παρουσιάζει τήν δική του πνευματική ἀκαμψία καί ὑπερηφάνεια. Τόν βοηθάει διακριτικά, νά ξεπεράσει τήν σκληροκαρδία του, μέ τά γνωστά λόγια: «Εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι».

Κι ἐρχόμαστε ἔτσι, φυσιολογικά, στήν δεύτερη κραυγή, αὐτήν τοῦ πατέρα: «Πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ». Τήν κραυγή αὐτή, ὁ πατέρας τήν ἔβγαλε μέ πολύ πόνο καί δάκρυ ψυχῆς καί σώματος, ταπεινωμένος πιά. Μετά ταῦτα, ἡ σωτηρία τοῦ παιδιοῦ του, ἦρθε ὡς θεία ἀνταπόκριση, σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Ψαλμοῦ: «Ἐταπεινώθην καί ἔσωσέ με ὁ Κύριος».

Δέν νομίζετε, ὅτι ὁ συγκεκριμένος πατέρας, πρόδρομος ὅλων τῶν σημερινῶν γονέων, εἶναι παράδειγμα, τόσο πρός μίμησιν, ὅσο καί πρός ἀποφυγήν; Ἀποφυγήν τῆς ψυχικῆς - ἐγωϊστικῆς ἀκαμψίας, καί μίμησιν τῆς ἐμπόνου καί δακρύβρεκτης προσευχῆς «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς τούς ἁμαρτωλούς»; Ὅταν ὅλοι μας ζητᾶμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, «ταμπουρωμένοι» στά πάθη μας, δέν εἶναι ἑπόμενο ὁ Δεσπότης Χριστός νά μᾶς βαθμολογήσει καί νά μᾶς χαρακτηρίσει «γενεά ἄπιστη»; Μπορεῖ, ἐνδεχομένως, νά ζητᾶμε τήν ἀπαλλαγή ἀπό τό πάθος ἤ τά πάθη μας, ἀλλ’ ὅμως, μέσα στά μύχια τῆς ψυχῆς καί τῆς καρδιᾶς μας, τό θέλουμε καί τό ἀγαποῦμε αὐτό τό πάθος (ἤ αὐτά τά πάθη). Καί ἔτσι, εἶναι σάν νά λέμε: Κύριε, οὐαί καί ἀλλοίμονο, ἐάν μέ ἀπαλλάξης, ἀπ’ τό πάθος αὐτό. Τό θέλω. Δηλαδή, στό περίπου, ἐπαληθεύεται τό λαϊκό γνωμικό: «τραβᾶτε με κι ἄς κλαίω». Ἀλλ’ ἐπειδή ὁ συγκεκριμένος πατέρας τοῦ Εὐαγγελίου, ἀπ’ ὅ,τι φάνηκε, δέν στάθηκε μπροστά στόν Κύριο, γιά νά ζητήσει κάποιο δικό του ἀτομικό ὄφελος, ἀλλά τήν θεραπεία τοῦ γιοῦ του, ἔστω καί μέ μιά - ἀρχικῶς - ἄπιστη ἤ καί ἡμίπιστη διάθεση, ἄς προσπαθήσουν - ἄν τό δέχονται βέβαια – νά ἔλθουν στή θέση του, ὅλοι οἱ σημερινοί γονεῖς, πού μέ πόνο διαπιστώνουν πόσο δύσκολο - ἄν ὄχι καί ἀδύνατο – εἶναι νά σωθοῦν τά δικά τους παιδιά, πού «κακῶς δαιμονίζονται», ὅταν ὅλη ἡ γενεά μας (δηλαδή, κράτος, πολιτεία, παιδεία, ἐκπαίδευση κλπ.) εἶναι ἄπιστη καί διεστραμμένη.

Κατ’ ἀρχάς, ἡ περιδεής στάση πολλῶν συγχρόνων ἀγωνιζομένων χριστιανῶν-γονέων καί μή- οἱ ὁποῖοι ἁπλῶς ἐλεεινολογοῦν τήν σύγχρονη ἀπιστία καί διαστροφή, μέ τά γνωστά κάθε φορά ἐπαναλαμβανόμενα λόγια: «Ποῦ βαδίζουμε; Ποῦ πάει ἡ κοινωνία; Πῶς κατάντησε ἡ Ἑλλάδα μας ἔτσι; Αἰδώς(=ντροπή) κύριοι πολιτικοί ἄρχοντες» (καί ὅλα τά σχετικά περιδεῆ λόγια), ἄραγε, λέγω, αὐτή ἡ στάση, αὐτή ἡ τοποθέτηση, λύνει τό πρόβλημα; Ἤ ἁπλῶς πρόκειται γιά μετάθεση εὐθύνης; Τό ὅτι ἡ κοινωνία γενικῶς εἶναι ἄπιστη καί διεστραμμένη, εἶναι μία διαπίστωση, πού πρό πολλῶν αἰώνων ἡ ἴδια ἡ Ἁγία Γραφή ἔχει διατυπώσει, μέ τό γνωστό λόγιο: «Ὁ κόσμος ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται». Μήπως, λοιπόν, στεκόμαστε ἁπλοί μόνον παρατηρητές, χωρίς νά ἀναλογιζόμαστε τήν εὐθύνη, πού ὁ καθένας – γονέας ἤ μή – φέρει, γιά τήν σημερινή κατάντια τῆς κοινωνίας γενικότερα καί τῆς Ἑλλάδας μας εἰδικότερα; Ἡ ἀπιστία καί διαστροφή, πού παγκοσμίως κυριαρχεῖ, ἄραγε, ἔγινε ἀφορμή στούς ἁπλῶς ἐλεεινολογοῦντες, γιά νά προσέλθουν στό πετραχήλι τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως καί, ἀπ’ τό πετραχήλι, στό Ἅγιο Ποτήριο καί γενικότερα στήν μυστηριακή ζωή; Δέν νομίζω. Διότι, ἄν αὐτό εἶχε πραγματοποιηθεῖ, τόν πρῶτον πού θά ἐλεεινολογοῦσαν, θά ἦταν ὁ ἑαυτός τους, λέγοντας: «Ἄξια ὧν ἔπραξα ἀπολαμβάνω». Οἱ σεβαστοί, λοιπόν, ἀγωνιζόμενοι γονεῖς, ἄς μιμηθοῦν τόν πατέρα, τῆς εὐαγγελικῆς διηγήσεως, ὄχι στήν ἁπλῆ διαπίστωση καί ἀκαμψία του, ὅτι «εἶπε στούς Μαθητές τοῦ Χριστοῦ, νά θεραπεύσουν τό παιδί του κι αὐτοί δέν μπόρεσαν», ἀλλά, ἄς τόν μιμηθοῦν, στήν μετέπειτα ταπείνωση καί στό γονάτισμα τοῦ ἐγωϊσμοῦ του, μέ τήν κραυγή: «Πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ». Ταπείνωση θέλει ὁ Θεός ἀπό μᾶς, γιά νά θεραπεύσει, πρῶτα τήν ἀταπείνωτη ψυχή μας καί ἔπειτα τά τυχόν παραστρατημένα παιδιά ἤ λοιπά μέλη τῆς οἰκογενείας ἤ τῆς Πατρίδας γενικότερα. Ὁπότε, ἔτσι, ἐρχόμαστε στήν ἐκπλήρωση τῆς ψαλμικῆς διδασκαλίας: «Ἐταπεινώθην καί ἔσωσέ με ὁ Κύριος». Κι ὄχι μόνον ἐμέ, ἀλλά καί τά παιδιά, τόσο τά δικά μου, ὅσο κι ὅλης τῆς Ἑλλάδας μας. Καί τήν περιμένει αὐτήν τήν ταπείνωση, ἐκ μέρους τῶν γονέων, ὁ Δεσπότης Χριστός. Τήν περιμένει. Τοῦ εἶναι πολύ εὔκολο, μέ ἕνα νεῦμα Του, νά «καταργήσῃ τόν τό κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοὐτέστι τόν διάβολον», πού – μέ παραχώρησή Του – βασιλεύει σήμερα· καί ἔτσι, νά σώσει τήν νέα γενιά τῶν συγχρόνων παιδιῶν. Γιά νά τό κάνει ὅμως αὐτό ὁ Χριστός μας, περιμένει τόν γονέα, νά συνειδητοποιήσει τήν πνευματική του ἀνεπάρκεια καί νά ταπεινωθεῖ μπροστά στό πετραχῆλι τοῦ ἀντιπροσώπου Του, δηλαδή τοῦ Ἱερέως – πνευματικοῦ. Καί, κατόπιν, νά κάνει καί κάποιες θυσίες ἐκ μέρους του, τίς ὁποῖες αὐτός ὁ Ἱερεύς θά τοῦ ὑποδείξει ὡς κανόνα. Κι ἔτσι θά ἔρθει ἡ λύτρωση. Ἔτσι ὁ Χριστός μας θά ἐνεργήσει σωστικά.

Πέρα ὅμως ἀπό τήν ἀνωτέρω διαπίστωση, ἡ ἐκ μέρους πολλῶν ἐκφραζομένη ἐλεεινολογία γιά τήν κατάντια τοῦ σημερινοῦ κόσμου καί τῆς ἀποστασίας τῶν παιδιῶν, τά ὁποῖα, ἐνδεχομένως, μέχρις κάποιας ἐφηβικῆς ἡλικίας ἦσαν παιδιά τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς μυστηριακῆς ζωῆς, δέν νομίζετε, ὅτι κρύβει καί ἕνα εἶδος μυστικῆς ἀπιστίας; Μιᾶς ἀπιστίας, πού καί ὁ πατέρας τῆς εὐαγγελικῆς διηγήσεως ἔκρυβε τεχνηέντως μέσα του;

Δηλαδή, ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ἐπέτρεψε καί παρεχώρησε νά γεννηθοῦν τά νέα αὐτά παιδιά «ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καί ἁμαρτωλῷ», δέν εἶναι Δυνατός – μέ τρόπους καί μεθόδους πού μόνος Ἐκεῖνος γνωρίζει – νά τά ὁδηγήσει σέ θεογνωσία, ἔστω κι ἄν ὅλες οἱ ὑπάρχουσες φαινομενικῶς συνθῆκες τό ἀποκλείουν; Ποῦ εἶναι λοιπόν ἡ πίστη στήν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ; Ποῦ εἶναι ἡ πίστη στό: «ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν, Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα»; Μήπως, δέν μάθαμε ὅλοι, ἀπό τήν πατερική διδασκαλία, ὅτι καί ἡ παραχώρηση, εἶναι κι αὐτή, ἔστω καί δευτερευόντως, θέλημα Θεοῦ; Ἤ, μήπως τό Δεσποτικό Σῶμα καί Αἷμα – πού τά παιδιά αὐτά ἔχουν μέσα τους, ἀπό τήν νηπιακή τους ἡλικία, ὅταν τά ὁδήγησαν οἱ γονεῖς ἤ οἱ ἀνάδοχοι στό Ἅγιο Ποτήριο – δέν εἶναι ἱκανό, δίκην πνευματικῆς ἀτομικῆς βόμβας, νά στενάξει, νά ἐκραγεῖ καί νά τά κάνει ὅλα λίμπα μέσα στήν ψυχή τους, στήν δική τους προσωπική Χιροσίμα; Κι ἔτσι, νά σωθοῦν; Ποῦ εἶναι ἡ πίστη μας στό Σῶμα Χριστοῦ καί τό Αἷμα, τό «φλέγον ἁμαρτίας τήν ὕλην καί ἐμπιπρῶν παθῶν τάς ἀκάνθας»;

Οἱ σεβαστοί, λοιπόν, καί ἀγαπητοί γονεῖς, πού –εἴτε ἐνδεχομένως εἴτε σίγουρα– εὐθύνονται γιά τήν δική τους πρῶτα –καί κατόπιν τῶν παιδιῶν– ἀπιστία ἤ ὀλιγοπιστία, ἄς γονατίσουν, ἄς κλάψουν, ἄς μιμηθοῦν τόν ἀναφερθέντα πατέρα, προσευχόμενοι, περίπου ἔτσι: «Κύριε, βλέπεις, πῶς κινδυνεύουν αὐτά τά παιδιά, πού –στό κάτω-κάτω– δικά Σου εἶναι καί πού ἡ ἀγαθότης Σου ἐπέτρεψε καί παρεχώρησε –ἄρα, ἠθέλησε– νά γεννηθοῦν στίς πονηρές αὐτές, γιά ὅλους, ἡμέρες. Ἴσως, διότι «ἄξια ὧν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν». Ἴσως, διότι, ἀπό βρέφη, δέν φροντίσαμε νά τά συνδέσουμε μέ τό Ποτήριον τῆς Ζωῆς καί τήν ἐκκλησιαστική-μυστηριακή ζωή, τῆς ὁποίας κι ἐμεῖς ἄγευστοι ἀποδειχθήκαμε. Σύ, ὅμως, Δέσποτα Χριστέ, πού «ἐξῆλθες νικῶν καί ἵνα νικήσῃς», νίκησον τήν ἁμαρτία μας· ἐλέησον καί ἐμᾶς καί αὐτά· διότι, τελικά, δέν ξέρουμε,  ἄν ἐμεῖς πρῶτοι καί ὕστερα αὐτά, χρήζουμε ἐλέους. Ἄς νικήσει τό Ἄχραντο Σῶμα καί Αἷμα Σου, μέ τό ὁποῖο –καί ἐμεῖς καί αὐτά– σφραγισθήκαμε μιά γιά πάντα. Ἄς νικήσει, ἄς ἐκραγεῖ σάν Χριστο-βόμβα καί ἄς μᾶς ἐνεργήσει τήν καλήν ἀλλοίωσιν· σέ γονεῖς καί σέ παιδιά. «Πιστεύομεν, ὡς τοῦτο ποιήσῃς, Κύριε· βοήθει ἡμῶν τῇ ἀπιστίᾳ».

Ἀγαπητοί μας ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, «παραφρονῶν ἐλάλησα» ἐνδεχομένως. Καί τοῦτο, διότι «γάμου ὑπάρχω ἀμύητος», ὡς μοναχός. Αὐτή ὅμως ἡ –ἐνδεχομένως– παραφροσύνη, εἶναι τό ὑπερχύλισμα ἑνός φτωχοῦ, ταπεινοῦ, ἀσήμαντου κομποσχοινιοῦ, πού μέ πόνο ψυχῆς καί προθυμία, ὅλοι οἱ μοναχοί κάνουμε γιά σᾶς, τούς πονεμένους γονεῖς, «τούς ἐντειλαμένους ἡμῖν τοῖς ἀναξίοις εὔχεσθαι» ὑπέρ ὑμῶν. Σᾶς παρακαλῶ, αὐτό τό ὑπερχύλισμα, μήν τό περιφρονήσετε, διότι δέν ἔχουμε κάτι ἄλλο νά σᾶς προσφέρουμε· «ὅ ἔχω, τοῦτο σοι δίδωμι». Γνωρίζουμε πολύ καλά, ὅτι σάν ἀγωνιζόμενοι χριστιανοί γονεῖς, κάνατε καί κάνετε ἀκόμη ὅ,τι περνάει ἀπ’ τό χέρι σας, γιά νά «μορφωθῇ Χριστός» στά νεαρά βλαστάρια σας, πού μέχρι κάποτε, ἐνδεχομένως, ἀκολουθοῦσαν κι αὐτά τή δική σας ἐν Χριστῷ ζωή. Ἐάν μπορούσατε νά κάνετε δέκα θυσίες γι’ αὐτά, ἐσεῖς κάνατε δώδεκα· ποτέ ἐννιά. Τώρα, παραδώσατέ τα, διά τῆς προσευχῆς, στόν Δεσπότη Χριστό, ἐάν ἤδη δέν τό ἔχετε κάνει. Καθ’ ὅσον, δέν πρέπει νά ξεχνᾶτε, ὅτι τά παιδιά σας, θέλουν λίγα λόγια, καλό παράδειγμα καί πολύ προσευχή, ἐκ μέρους σας.

Καί, τέλος, «θαρσεῖτε· ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον», εἶπεν ὁ Δεσπότης Χριστός. Λοιπόν, «μείζων ὁ ἐν ἡμῖν (Χριστός) ἤ ὁ ἐν τῷ κόσμῳ (διάβολος)», ὁ ὁποῖος διάβολος, μπορεῖ μέν - ἴσως – νά βασιλεύει τώρα, «ἀλλ’ οὐκ αἰωνίζει». Ὁ Χριστός «ἐξῆλθε νικῶν καί ἵνα νικήσῃ», τόσο τόν διάβολο, ὅσο καί τά πάθη μέ τίς ἁμαρτίες μας.

Αὐτῷ ἡ δόξα καί τό κράτος, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.  Ἀμήν!

 

Μέ ἀγάπη Χριστοῦ, σεβασμό καί –κυρίως– πόνο ψυχῆς

 

Μοναχός Νεκτάριος

Κελλίον Ἁγίου Νικολάου Μπουραζέρη,

τῆς Μονῆς Χιλανδαρίου,

Καρυαί – ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

 

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ»   Ἀρ. Τεύχους 204-205

Aὔγουστος-Σεπτέμβριος 2019