Ἡ Ἁγία Τριάδα δέν εἶναι εἰκόνα Ἱεραρχίας!

 

Ἡ Ἁγία Τριάδα δέν εἶναι εἰκόνα Ἱεραρχίας!

Τά τελευταῖα χρόνια συχνά ἀκοῦµε τούς ὅρους «Νεο-Πατερική Σύνθεση» καί «Μετα-Πατερική Θεολογία». Οἱ ὅροι αὐτοί ἔχουν καταστεῖ ἀντιλεγόµενοι: κάποιοι θεολόγοι, οἱ «προοδευτικοί», ὑποστηρίζουν, µέ ἐνίοτε ἔντονη καί κάποτε µάλιστα κάπως στερεότυπη φρασεολογία, ὅτι εἶναι ἀνάγκη καί «ἐπείγουσα ἀπαίτηση τῶν καιρῶν» νά προχωρήσει ἡ ὀρθόδοξη θεολογία σέ «νέες συνθέσεις», ἀπελευθερούµενη ἀπό τό «γράµµα» τῶν κειµένων τῶν Ἁγίων Πατέρων, οὕτως ὥστε νά ἀπαντήσει «στίς ἀγωνίες καί στά ἐρωτήµατα τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου». Ἄλλοι, οἱ «συντηρητικοί», ἀντιτάσσονται µέ σταθερότητα καί ἐπιµονή σέ κάθε τέτοια ἀπόπειρα. Αὐτό, πού ὅµως δέν συµβαίνει ὅσο συχνά καί µεθοδικά θά ἀνέµενε κανείς, εἶναι ἡ προσπάθεια νά ἐπικεντρωθεῖ κάθε φορά ἡ συζήτηση σέ συγκεκριµένες περιπτώσεις, µέ τήν ἀντιπαραβολή κειµένων καί ἀπόψεων, ὥστε νά καταστεῖ σαφές περί τίνος ἀκριβῶς πρόκειται καί πόσο σηµαντικό εἶναι αὐτό, πού ἑκάστοτε διακυβεύεται, καθώς καί ἡ “ἰδεολογική συνάφεια”, στήν ὁποία ἐγγράφεται κάθε ἄποψη.

Γιά νά καταστήσουµε σαφές αὐτό πού προσπαθοῦµε νά ποῦµε, θά δώσουµε ἕνα συγκεκριµένο παράδειγµα: Θά παρουσιάσουµε πρῶτα µιά θεολογική ἄποψη, ἡ ὁποία ἐπιδιώκει νά καταστεῖ κυρίαρχη στίς ἡµέρες µας καί ἡ ὁποία αὐτοπαρουσιάζεται ὡς τό κατ’ ἐξοχήν δεῖγµα «νέο-πατερικῆς σύνθεσης». Κατόπιν, θά ἀντιπαραβάλλουµε σέ αὐτήν ἕνα «κλασσικό» Πατερικό κείµενο, ὅπως αὐτό ἔχει ἀκριβῶς διατυπωθεῖ κατά «τό γράµµα» του.

Ὑποστηρικτής τῆς θεολογικῆς ἄποψης, στήν ὁποία ἀναφερθήκαµε, εἶναι ὁ πιό προβεβληµένος σύγχρονος Ἕλληνας θεολόγος, ὁ Ἐπίσκοπος Περγάµου Ἰωάννης. Ἡ ἄποψή του δέ αὐτή, ἀφορᾶ κατά πρῶτον στήν Ἁγία Τριάδα καί εἰδικότερα τίς σχέσεις τοῦ Πατρός µέ τόν Υἱό. Ἀπό τή συγκεκριµένη  δέ παρουσίαση τῶν σχέσεων τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ, καί µέ τήν περαιτέρῳ ὑπόρρητη παραδοχή ὅτι ἡ «δοµή» τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ἐκείνη τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νά εἶναι ὁµόλογες, ὁ ὡς ἄνω Ἐπίσκοπος ἐπιχειρεῖ νά συνάγει συµπεράσµατα, σχετικά µέ τήν ὀργάνωση καί τή διοίκηση τῆς ἐπίγειας Ἐκκλησίας.

Σύµφωνα, λοιπόν, µέ ἕνα πρόσφατο δηµοσίευµα στήν ἐφηµερίδα « Ὀρθόδοξος Τύπος» (βλ. φύλλο τῆς 5ης Ἰουλίου 2019), ὁ ἐπίσκοπος Ἰωάννης ἔχει ὑποστηρίξει τά ἑξῆς: «Ἔχουµε νά κάνουµε µέ θεολογικό ζήτηµα. Ἡ ἔννοια τῆς ἱεραρχίας ὑποδηλώνει µιά διαβάθµιση. Δηλαδή δέν ἔχουµε αὐτόµατα συνύπαρξη, ἀλλά ὕπαρξη πού µεταφέρεται ἀπό ἕναν σέ ἄλλον. Ὀντολογικά ἱεραρχία αὐτό σηµαίνει. Καί στήν Ἁγία Τριάδα ἡ πηγή, ἡ ἀρχή εἶναι ὁ Πατήρ. Ἀπό ἐκεῖ πηγάζουν καί ἐµφανίζονται τά πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἄν ποῦµε ὅτι τά πρόσωπα ἐµφανίζονται ξαφνικά καί τά τρία µαζί … τότε καταργοῦµε ὅλη τήν ἔννοια τῆς αἰτιότητας πού ὑπεστήριξαν οἱ Καππαδόκες Πατέρες…Ἀπό τήν στιγµή, ὅµως, πού εἰσάγουµε αὐτή τήν αἰτιότητα, εἰσάγουµε ἱεραρχία. Δέν εἶναι δυνατόν νά λές ὅτι ὁ Υἱός προέρχεται ἀπό τόν Πατέρα, εἶναι ἐκ τοῦ Πατρός καί συγχρόνως νά βάλεις τόν Υἱόν πάνω ἀπό τόν Πατέρα –πῶς θά Τόν βάλεις– ἤ δίπλα Του; Λοιπόν ἄν µέσα στήν Ἁγία Τριάδα, τό γνησιότερο εἶναι πού εἶναι ὁ Θεός, ἄν ἐκεῖ µέσα ὑπάρχει ἱεραρχία, πῶς εἶναι δυνατόν ἡ Ἐκκλησία, πού εἰκονίζει τήν Ἁγία Τριάδα, νά µήν ἀντανακλᾶ αὐτήν τήν κατάσταση;…».

Στό παραπάνω ἀπόσπασµα µπορεῖ κανείς νά παρατηρήσει δύο κρίσιµα στοιχεῖα τῆς ἐν λόγῳ ἄποψης: ὅτι ὁ Πατήρ, ὡς πηγή τοῦ Υἱοῦ, ὑπερέχει ἱεραρχικῶς Αὐτοῦ καί εἶναι ὁ Πρῶτος µεταξύ τῆς Τριάδος τῶν Προσώπων. Ἑποµένως, πρέπει καί στήν Ἐκκλησία νά ἀναγνωρισθεῖ κάποιος (βλ. ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως), ὁ ὁποῖος, ἔχοντας θέση ὁµόλογη µέ ἐκείνη τοῦ Πατρός, θά ὑπερέχει ὡς Πρῶτος, ὡς φέρων τό Πρωτεῖο τῆς Τιµῆς, σέ ὅλο τό Ἐκκλησιαστικό Σῶµα. Εἶναι, βέβαια, γνωστή ἡ ἀναστάτωση πού ἤδη ἔχει προκληθεῖ στήν Ἐκκλησία καί ὑπάρχει κίνδυνος νά ἐνταθεῖ ἔτι περαιτέρῳ ἀπό τήν θεολογική καί ἐκκλησιολογική αὐτή ἄποψη, ὥστε νά µή χρειάζεται νά ποῦµε κάτι περισσότερο ἐπ’ αὐτοῦ.

Τό Πατερικό κείµενο, περικοπές τοῦ ὁποίου θά παραθέσουµε, γράφηκε ἀπό ἕναν κάπως ξεχασµένο σήµερα Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας, τόν Ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας καί ἀφορᾶ στήν Εὐαγγελική ρήση: «Καθώς ἀπέστειλέ µε ὁ ζῶν Πατήρ, κἀγώ ζῶ διά τόν Πατέρα καί ὁ τρώγων µε, κἀκεῖνος ζήσεται δι’ ἐµέ» (βλ. «Ἑρµηνεία εἰς τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιον», Πατρολογία Migne, τόµος 73, σελ. 585 κ.ε.). Ἡ βασική θέση στήν ὁποία στηρίζεται ἐδῶ ὁ Ἅγιος Κύριλλος εἶναι ὅτι ὁ Υἱός εἶναι ὁ «ἀκριβής χαρακτήρ τῆς ὑποστάσεως τοῦ Πατρός».

Βέβαια, ὁ Ἅγιος ἔχει ἐπισηµάνει τόν κίνδυνο πού συνεπάγεται ἡ περιέργεια στά θέµατα τῆς Πίστης: «Καί περιεργάζεσθαι µέν τό πίστει παραδεκτόν, ὡς ἐπί τό πλεῖστον οὐκ ἀσφαλές…» (Τό νά περιεργάζεται κανείς ἐκεῖνο πού εἶναι παραδεκτό µέ τήν Πίστη, τίς περισσότερες φορές ἐγκυµονεῖ κινδύνους σφάλµατος). Ταὐτοχρόνως, ὅµως, ἔχει ὑποδείξει τήν ἀνάγκη νά ὑποβάλλονται οἱ ἀπόψεις, πού τυχόν ὑποστηρίζονται, σέ ἔρευνα καί ἐξέταση («βασανιστέον»), οὕτως ὥστε νά µήν ὑψηλοφρονοῦν οἱ ἑκάστοτε ἀντίπαλοι («ἵνα µή µέγα φρονεῖεν ἐφ’ ἑαυτοῖς οἱ δι’ ἐναντίας»).

Προχωρῶντας, λοιπόν, ὑπό τούς ἄνω ὅρους, στήν ἐξέταση τῆς «σχέσης» τοῦ Υἱοῦ πρός τόν Πατέρα, ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἀναφέρει, µεταξύ ἄλλων, τά ἑξῆς: «….τόν Μονογενῆ τῷ Θεῶ καί Πατρί συνδοξάζοµεν, οὐ κατά τινα διαφοράν, ἀλλ’ ἐν ἰσότητι τιµῆς καί δόξης, ὡς Θεόν ἐκ Θεοῦ, καί φῶς ἐκ φωτός καί ζωήν ἐκ ζωῆς» (=δοξάζουµε ἀπό κοινοῦ τόν Μονογενῆ Υἱό µέ τόν Θεό καί Πατέρα, χωρίς νά δεχόµαστε κάποια διαφορά ἀνάµεσά Τους, ἀλλά ἀναγνωρίζοντας τήν ἰσότητά Τους ὡς πρός τήν τιµή καί τήν δόξα πού Τούς ἀπονέµουµε, ὡς Θεόν ἐκ Θεοῦ καί φῶς ἐκ φωτός καί ζωή ἐκ ζωῆς)».  Ἀκόµη, ὁ ἅγιος ἀναφέρει ὅτι: «…Ζωήν εἶναι, φῆς, κατά φύσιν τόν Θεόν καί Πατέρα. Καλῶς. Ἔχει γάρ οὕτως. Ἀλλ’ ἔστι καί ἐν Υἱῷ…. Ἄρα (ὁ Πατήρ) µεταδώσει τῆς ἑαυτοῦ ζωῆς τῷ ἰδίῳ γεννήµατι, καθάπερ δεοµένω, καί οὐκ ἔχοντι τήν ζωήν ἐξ ἑαυτοῦ; Καί πῶς οὐκ ἀνάγκη πᾶσα νοεῖν ἔρηµον εἶναι ζωῆς τόν Υἱόν; Τό δέ ζωῆς ἔρηµον, τί ἄν ἕτερον εἴη λοιπόν ἤ φθαρτόν; Ἀλλ’ οὐ µεταδώσει τῆς ἑαυτοῦ ζωῆς τῷ γεννήµατι; Ζωή γάρ καί εἰ µή δέχοιτο παρ’ αὐτοῦ. Πῶς οὖν ἔτι συκοφαντοῦσι τινές ἀθυρογλωττοῦντες ἀφυλάκτως καί διά τοῦτο λέγουσι ζῆν τόν Υἱόν, ἐπεῖπερ ἔχει ζωήν ὄντα κατά φύσιν ἐν ἑαυτῷ τόν Πατέρα; Εἰ µέν γάρ ζῆ καί δίχα τοῦ Πατρός, ὡς ὑπάρχων οὐσιωδῶς καί αὐτός ζωή, οὐκέτι ζῆ διά τόν Πατέρα, τοὐτέστι διά τήν ἐκ Πατρός µετάληψιν. Εἰ δέ χορηγόν τῆς ἰδίας ζωῆς ἔχει τόν Πατέρα, ζωήν ἰδίαν οὐκ ἔχων αὐτός ἀναδειχθήσεται δανείζεται γάρ τήν παρ’ ἑτέρου….(Λέγεις ὅτι ὁ Θεός καί Πατήρ εἶναι κατά τή φύση Του Ζωή. Καλῶς. Πράγµατι, ἔτσι εἶναι. Ἀλλά –ἡ Ζωή– εἶναι καί στόν Υἱό… Ἄρα –ὁ Πατήρ– θά µεταδώσει τή δική Του Ζωή στό δικό Του Γέννηµα –τόν Υἱό–, ὡσάν νά τό εἶχε ἀνάγκη –ὁ Υἱός– καί νά µήν εἶχε Ζωή ἀπό µόνος Του; Καί πῶς δέν θά ἦταν κανείς ἀναγκασµένος νά σκεφτεῖ ὅτι ὁ Υἱός θά ἦταν –σέ µιά τέτοια περίπτωση–ἔρηµος ἀπό ζωή; Τό νά εἶναι δέ κάτι ἔρηµο ζωῆς, τί ἄλλο σηµαίνει ἀπό τό ὅτι θά ἦταν φθαρτό; Ἑποµένως, δέν θά µεταδώσει –ὁ Πατήρ– τή δική Του ζωή στό Γέννηµά Του – στόν Υἱό. Διότι –ὁ Υἱός– εἶναι ζωή, ἀκόµη καί ἐάν δέν δεχόταν –ζωή– ἀπό Αὐτόν –τόν Πατέρα. Πῶς λοιπόν ἀκόµη συκοφαντοῦν κάποιοι ἀθυρόστοµοι καί λέγουν χωρίς νά φυλάγονται ὅτι ὁ Υἱός ζῆ γιά τόν λόγο αὐτό, ἐπειδή δηλαδή ἔχει ἐν Ἑαυτῷ τόν Πατέρα κατά φύσιν; Διότι ἐάν ζῆ καί χωρίς τόν Πατέρα, διότι ὑπάρχει καί ζῆ οὐσιωδῶς, δέν ζῆ διά τόν Πατέρα, λόγῳ τοῦ ὅτι, δηλαδή, µεταλαµβάνει τήν ζωή ἀπό τόν Πατέρα. Ἐάν δέ ἔχει χορηγό τῆς δικῆς Του ζωῆς τόν Πατέρα, θά φανερωθεῖ ὅτι Αὐτός –ὁ Υἱός– δέν ἔχει δική Του ζωή, διότι δανείζεται τή ζωή ἀπό ἄλλον…). Ἐπίσης, ὁ Ἅγιος Κύριλλος γράφει:  «Ὅταν οὖν λέγῃ: “Ζῶ διά τόν Πατέρα”, µή νοµίσης ὅτι διά τό δέχεσθαι τήν παρά τοῦ Πατρός ζωήν, ζῆν ἑαυτόν ὁµολογεῖ, ἀλλ’ ἐπείπερ ἐκ ζῶντος ἐγεννήθη Πατρός, διά τοῦτο καί ζῆν ἑαυτόν διϊσχυρίσατο. Οὐ γάρ ἐνεχώρει µή ζῆν τόν ἐκ ζῶντος Πατρός…» (Ὅταν λοιπόν λέγη –ὁ Υἱός– “Ζῶ διά τόν Πατέρα”, µή νοµίσεις ὅτι ὁµολογεῖ γιά τόν Ἑαυτό Του ὅτι ζῆ, ἐπειδή δέχεται τήν ζωή ἀπό τόν Πατέρα, ἀλλά ἐπειδή ἀκριβῶς γεννήθηκε ἀπό ζῶντα Πατέρα, γι’ αὐτό καί ἰσχυρίζεται ὅτι ζῆ ὁ ἴδιος – ὁ Υἱός. Διότι δέν θά ἦταν δυνατό νά µήν ἔχει ζωή Αὐτός πού προέρχεται ἀπό τόν ζῶντα Πατέρα…). Καί ἀκόµη, «ἐπεί πῶς ἔσται χαρακτήρ τῆς ὑποστάσεως τοῦ γεννήσαντος αὐτόν, πῶς δέ εἰκών καί ὁµοίωσις ἀκριβής; Ἤ πῶς οὐκ ὀρθῶς ἐποίει λέγων ὁ Φίλιππος “δεῖξον ἡµῖν τόν Πατέρα καί ἀρκεῖ ἡµῖν;”….» (διότι πώς θά εἶναι ἀκριβές ἀντίγραφο τῆς ὑποστάσεως τοῦ Γεννήσαντος Αὐτόν, πῶς δέ θά εἶναι ἀκριβής εἰκών καί ὁµοίωσις; Ἤ δέν ἔκανε καλά ὁ Φίλιππος πού εἶπε “δεῖξε µας τόν Πατέρα καί µᾶς ἀρκεῖ;”…). Ἐπίσης, ὁ Ἅγιος ἀναφέρει καί τά ἑξῆς: «Πῶς γάρ ἄν καί ἀληθεῦσαι λέγων “Ἐγώ εἰµί ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή;” Ζωή γάρ ἐστίν τό ζωογονοῦν, οὐ τό παρ’ ἑτέρου ζωῆς ἐπιδεές» (πῶς λοιπόν θά ἔλεγε τήν ἀλήθεια –ὁ Χριστός– ὅταν εἶπε: “Ἐγώ εἶµαι ἡ ἀνάσταση καί ἡ ζωή; ”Διότι ζωή εἶναι αὐτό πού ζωογονεῖ, ὄχι ἐκεῖνο πού ἔχει ἀνάγκη νά λάβει ζωή ἀπό ἄλλον). Καί ἀκόµη: «Ὁρᾶς ἀληθεύοντα τόν Ψαλµῳδόν… ὅτε φησί πρός τόν τῶν ὅλων Πατέρα Θεόν: “Ὅτι παρά σοί πηγή ζωῆς;” ἦν γάρ καί ἔστι παρ’ αὐτῷ πηγή ζωῆς ὁ Υἱός» (βλέπεις ὅτι ὁ Ψαλµῳδός Δαβίδ λέγει τήν ἀλήθεια, ὅταν λέγει πρός τόν Πατέρα τῶν ὅλων Θεόν: ὅτι δίπλα σέ Σένα –τόν Πατέρα– ὑπάρχει ἡ πηγή τῆς ζωῆς – ὁ Υἱός. Διότι ἦταν καί εἶναι δίπλα Του ὁ Υἱός ὡς πηγή ζωῆς).

Ἤδη ἔχουµε ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἅγιος Κύριλλος, Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας, ἔχει ἐπισηµάνει πώς εἶναι ἐπικίνδυνο νά πολυπραγµονεῖ κανείς τά ζητήµατα τῆς Πίστεως. Συνεπῶς, δέν πρόκειται νά προβοῦµε σέ κάποιο ἰδιαίτερο σχόλιο οὔτε, πολύ λιγότερο, νά ἐπιχειρήσουµε νά ἐπεξεργασθοῦµε τό ἰδιαίτερα δύσκολο καί ὑψηλό κείµενό του, πού προπαραθέσαµε. Ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος Κύριλλος ὁµολογεῖ ἄλλωστε, ὅτι «ἀσυµφανέστερος µέν τῶν προκειµένων ὁ νοῦς καί οὐ τῇ τυχούσῃ δυσχερείᾳ κατηµφιεσµένος» (τό νόηµα τοῦ ἑρµηνευτέου εὐαγγελικοῦ κειµένου δέν εἶναι καθόλου φανερό καί περιβάλλεται µέ ὄχι τυχαία δυσκολία). Ἁπλῶς, θελήσαµε µέ τήν παράθεση κάποιων περικοπῶν του νά ἐπιστήσουµε τήν προσοχή στά θέµατα πού ἀναπτύσσει: ὅτι, δηλαδή, ὁ Υἱός εἶναι Αὐτοζωή καί Ἴσος ὡς πρός τήν Τιµή καί τή Δόξα µέ τόν Πατέρα, εἶναι «παρά τῷ Πατρί» (δίπλα στόν Πατέρα) καί ὅτι ἑποµένως δέν ὑπάρχει Πρωτεῖο Τιµῆς µεταξύ τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Περαιτέρῳ, µένοντας µόνο στήν πρώτη ἐντύπωση ἀπό τήν ἁπλῇ ἀνάγνωση τῶν κειµένων, ἀνακύπτει τό ἑξῆς ἐρώτηµα: Ποιό ἀπό τά δύο κείµενα πού ἀντιπαραβάλαµε φαίνεται νά εἶναι περισσότερο σύνθετο, πιό πολυδιάστατο, πιό βαθύ καί ἀκριβές, πιό σύµφωνο µέ τό “πνεῦµα” καί τό “γράµµα” τῆς Ἁγίας Γραφῆς; Ποιό πάλι φαίνεται νά ἀναπαράγει ἀπόψεις παγανιστῶν φιλοσόφων, ὅπως τοῦ Πλωτίνου, πού δίδασκε ὅτι ἐντός τῆς θεότητας ὑπάρχουν τρεῖς ὑποστάσεις διαβαθµισµένες σέ τρεῖς βαθµούς–«ἀνόµοιες» καί «ἔκφυλες»;

Μέ τίς τρέχουσες ἀντιλήψεις πού περιορίζουν τή σκέψη µας θά ἀνέµενε, ἴσως, κανείς ὅτι τό χρονολογικά ὕστερο –ἄς τό ποῦµε Νέο-πατερικό– κείµενο, τό ὁποῖο παραθέσαµε ἐδῶ πρῶτο, θά ἦταν καί τό πιό «στέρεο», τό πιό «µοντέρνο» καί «ζωντανό». Ἐνῷ τό ἀρχαιότερο Πατερικό κείµενο θά ἔπρεπε νά ἦταν «ξεπερασµένο», «συντηρητικό» καί «ἀποστειρωµένο». Νοµίζουµε, ὅµως, ὅτι ἡ ἔστω πρόχειρη ἀνάγνωσή τους δέν δικαιολογεῖ καθόλου ἕνα τέτοιο συµπέρασµα.

Γιά νά µή θεωρηθεῖ δέ ὅτι ὁ Ἅγιος Κύριλλος διαφωνοῦσε ὡς πρός τό ζήτηµα αὐτό µέ τούς Καππαδόκες Πατέρες, τούς ὁποίους ἐπικαλεῖται ὁ ἐπίσκοπος Ἰωάννης, παραθέτουµε τό ἑξῆς ἀπόσπασµα ἀπό τόν Γ’ Θεολογικό Λόγο τοῦ Καππαδόκη Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, περί τοῦ ὅτι ὁ ὅρος «Μοναρχία» δέν σηµαίνει Μοναρχία τοῦ Ἑνός Πατρός ἐπί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος, ἀλλά τήν ἐντός τῆς Ἁγίας Τριάδος «ὁµοτιµία», τή «σύµπνοια τῆς γνώµης», τήν «ταυτότητα τῆς κινήσεως» καί τή «σύννευση»: «Ἡµῖν δέ µοναρχία τό τιµώµενον, µοναρχία δέ οὐχ ἕν περιγράφει πρόσωπον, ἔστι γάρ καί τό ἕν στασιάζον πρός ἑαυτό πολλά καθίστασθαι, ἀλλ’ ἥν φύσεως ὁµοτιµία συνίστησι καί γνώµης σύµπνοια καί ταυτότης κινήσεως καί πρός τό ἐν τῶν ἐξ αὐτοῦ συννεύσις…» (Ἀπό ἐµᾶς τιµᾶται ἡ µοναρχία. Ὄχι ὅµως ἡ µοναρχία, ὅπου ἡ ἐξουσία ἀνήκει µόνο σέ ἕνα πρόσωπο, διότι εἶναι δυνατόν καί τό ἕνα νά γίνεται πολλά, σέ περίπτωση πού ἐπαναστατήσει κατά τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἀλλά ἐκείνη –ἡ µοναρχία–, ἡ ὁποία συνιστᾶται ἀπό τήν ὁµοτιµία τῆς φύσης, ἀπό τή σύµπνοια τῆς γνώµης, ἀπό τήν ταυτότητα τῆς κίνησης καί ἀπό τήν συναίνεση τῶν δύο πρός τό ἕνα, ἀπό τό ὁποῖο προῆλθαν…).

 

ΝΟΜΟΜΑΘΗΣ

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ»   Ἀρ. Τεύχους 204-205

Aὔγουστος-Σεπτέμβριος 2019