Κάποιες σκέψεις περί «Θεοκρατίας» 

202 203 Nomomathis

Κάποιες σκέψεις περί «Θεοκρατίας» 

Πρόσφατα δηµοσιεύθηκε στόν Νοµικό Τύπο καί συγκεκριµένα στό περιοδικό Ἐπιθεώρηση Δηµοσίου καί Διοικητικοῦ Δικαίου (τεῦχος 1/2019) ἕνα ἐπίκαιρο, πρωτότυπο καί ἀξιοπρόσεκτο ἄρθρο πού ὑπογράφεται ἀπό τόν Δρ. Συνταγµατικοῦ Δικαίου Γεώργιο Κριππᾶ καί φέρει τόν τίτλο «Οἱ πολύ αὐστηρές προϋποθέσεις πού τίθενται γιά τήν ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγµατος καί ἡ ἀπόλυτη ἀπαγόρευση ἀναθεωρήσεως τοῦ ἄρθρου 3».

Πρόκειται γιά ἕνα ἄρθρο σύντοµο, ἀλλά, ὅπως ἐµεῖς τοὐλάχιστον ἐκτιµοῦµε, ἡ συντοµία του εἶναι ἀντιστρόφως ἀνάλογη µέ τήν ἰδιαίτερη σηµασία του. Γιά τόν λόγο αὐτό καί µέ δεδοµένο ὅτι δηµοσιεύθηκε σέ περιοδικό, πού ἀπευθύνεται σέ εἰδικό κοινό, χωρίς νά λάβει περαιτέρῳ δηµοσιότητα, τοὐλάχιστον σέ «ἐκκλησιαστικά» ἔντυπα, ὅπως ἴσως εὔλογα θά προσδοκοῦσε κανείς, κρίνουµε σκόπιµο νά ἐπισηµάνουµε τήν ὕπαρξή του καί, ἀκόµη, νά παρουσιάσουµε µέ συντοµία τό περιεχόµενό του.

Ἤδη ἀπό τόν τίτλο του, τό ἄρθρο προδιαθέτει τόν ἀναγνώστη του γιά τόν ρηξικέλευθο χαρακτῆρα του. Διότι, ἀντίθετα µέ αὐτό πού θεωρεῖται ὡς αὐτονόητο καί ἔχει τεθεῖ ὡς κοινή βάση τοῦ σχετικοῦ δηµοσίου διαλόγου µεταξύ τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Πολιτείας γιά τήν ἐπικείµενη Ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγµατος,  ὁ συγγραφέας δηλώνει, ἤδη µέ τήν τιτλοδότηση τοῦ ἄρθρου του, ὅτι τό ἄρθρο 3 –αὐτό, δηλαδή, πού ρυθµίζει τίς σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Πολιτείας καί τό ὁποῖο ἀρχικά ἦταν τό ἄρθρο 1, ἀναριθµηθέν ἀργότερα σέ 3ο ἀπαγορεύεται ἀπολύτως, ἤτοι δέν ἐπιτρέπεται σέ καµία περίπτωση, νά ἀναθεωρηθεῖ!

Ὁ συγγραφέας ξεκινάει µέ µιά σύντοµη ἀναφορά στό ἄρθρο 110 τοῦ Συντάγµατος, τό ὁποῖο καθορίζει τούς ὅρους τῆς ἀναθεώρησης τοῦ Συντάγµατος. Στό ἄρθρο αὐτό ὁρίζονται, µεταξύ ἄλλων, τά ἑξῆς: «1. Οἱ διατάξεις τοῦ Συντάγµατος ὑπόκεινται σέ ἀναθεώρηση, ἐκτός ἀπό ἐκεῖνες πού καθορίζουν τή βάση καί τή µορφή τοῦ πολιτεύµατος, ὡς Προεδρευόµενης Κοινοβουλευτικῆς Δηµοκρατίας, καθώς καί ἀπό τίς διατάξεις τῶν ἄρθρων 2 παράγραφος 1, 4 παράγραφοι 1, 4 καί 7, 5 παράγραφοι 1 καί 3, 13 παράγραφος 1 καί 26….» Ὅπως µπορεῖ νά παρατηρήσει κανείς, τό ἄρθρο 3 δέν περιλαµβάνεται µεταξύ ἐκείνων τῶν ἄρθρων, τῶν ὁποίων ἀπαγορεύεται ἡ ἀναθεώρηση. Μέ βάση, λοιπόν, αὐτή τή βιαστική ἀνάγνωση, καί µάλιστα µεµονωµένη, τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ ἔχει γίνει δεκτό, χωρίς ἰδιαίτερη διερώτηση ἐπ’ αὐτοῦ, τό ὅτι εἶναι ἐπιτρεπτή κατ’ἀρχήν ἡ ἀναθεώρηση τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγµατος καί ὅτι ἑποµένως, ἡ συζήτηση πρέπει νά προχωρήσει περαιτέρῳ καί νά ἐπικεντρωθεῖ στήν κατεύθυνση καί τό συγκεκριµένο περιεχόµενο τῆς τροποποίησης.

Ὁ συγγραφέας, ὅµως, ἤδη ἐξ ἀρχῆς συνοψίζει ὡς ἑξῆς τή δική του θέση: «Τό ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγµατος (περί θρησκείας καί Ἐκκλησίας) ἀποτελεῖ προέκταση τοῦ προοιµίου του (ἐνν. τό Προοίµιο τοῦ Συντάγµατος, ὅπου γίνεται ἡ ἐπίκληση τῆς Ἁγίας Τριάδας) καί ἄρα δέν ἐπιτρέπεται ἡ ἀναθεώρησή του». Δέν θά ἐπαναλάβουµε ἐδῶ κατά λέξη τά ἑρµηνευτικά ἐπιχειρήµατα, τά ὁποῖα ἐπικαλεῖται γιά νά ὑποστηρίξει τή θέση του αὐτή. Θά ἐπικεντρώσουµε, ὅµως, τήν προσοχή µας σέ δυό-τρία καίρια σηµεῖα τῆς ἐπιχειρηµατολογίας του.

Αὐτό πού κατά πρῶτον ὑποστηρίζει ὁ συγγραφέας εἶναι ἡ πρωταρχική καί κορυφαία θέση πού ἔχει στό Σύνταγµά µας τό Προοίµιο αὐτοῦ. Ἀντίθετα, λοιπόν, ἀπό τήν πλειοψηφία σχεδόν τῶν συνταγµατολόγων, οἱ ὁποῖοι, ὅπως εἴχαµε ἀναφέρει σέ παλαιότερο σηµείωµά µας, ἀρνοῦνται κάθε νοµική σηµασία στό Προοίµιο-Προµετωπίδα τοῦ Συντάγµατός µας, ὁ συγγραφέας τοῦ ἄρθρου, ὄχι µόνο ἀποδίδει νοµική-δεσµευτική σηµασία σέ αὐτό, ἀλλά ἐπιπλέον ἀποκαθιστᾶ ἑρµηνευτικά τό Προοίµιο στήν πρωτεύουσα, συστηµατικά, τελολογικά καί γραµµατικά, θέση του: Τό Προοίµιο συνοψίζει τήν κοσµοθεωρητική θέση τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας, συνιστᾶ τό θεµέλιο τοῦ Συντάγµατος καί, ἑποµένως, ἀποτελεῖ τό κριτήριο καί, συνεπῶς, τό ὅριο κάθε ἑπόµενης ἀναθεώρησης.

Μέ βάση τή θέση του αὐτή, ὑποστηρίζει ὅτι τό ἄρθρο 3 ἀποτελεῖ «προέκταση», ἤτοι περαιτέρῳ ἀνάπτυξη καί ἐφαρµογή τοῦ Προοιµίου. Συνεπῶς, δέν ἐπιτρέπεται νά ἀναθεωρηθεῖ, τοὐλάχιστον σέ κατεύθυνση ἀντίθετη ἀπό τό Πνεῦµα καί τό Γράµµα τοῦ Προοιµίου.

Τέλος, ὁ συγγραφέας, θέτει τό ἐρώτηµα: πῶς θά ἐκτιµηθεῖ συνταγµατικά µιά ἐνδεχόµενη ἀναθεώρηση τοῦ ἄρθρου 3; Ὅπως εἶναι γνωστό στούς νοµικούς, κάθε ἄρθρο τοῦ Συντάγµατος ἔχει ἴση ἰσχύ µέ τά λοιπά. Δέν εἶναι δυνατό, δηλαδή, νά ἐπικαλεσθεῖ κάποιος ἕνα ἄρθρο τοῦ Συντάγµατος γιά νά παραµερίσει, πλήρως, τήν ἐφαρµογή κάποιου ἄλλου. Ἀντιθέτως, πρέπει νά καταβάλλεται ἑρµηνευτική προσπάθεια γιά νά ἐναρµονίζονται οἱ ἀντιθετικές ἀναγνώσεις τῶν ἄρθρων τοῦ Συντάγµατος, ὥστε νά ἐπιτυγχάνεται σέ κάθε συγκεκριµένη περίπτωση ἡ «πρακτική ἐναρµόνισή» τους. Ἔτσι, συνήθως ὑποστηρίζεται ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά εὑρεθοῦν «ἀντισυνταγµατικές» διατάξεις στό ἴδιο τό Σύνταγµα, ἀφοῦ ὅλες οἱ διατάξεις του ἔχουν τήν ἴδια ἰσχύ καί κῦρος.

Σύµφωνα, ὅµως, µέ τήν ἀξιοπρόσεκτη καί, κατά τή γνώµη µας πειστική, θέση τοῦ ἄρθρου, ὑπάρχει µιά ἐξαίρεση στόν κανόνα αὐτό: Τό Προοίµιο τοῦ Συντάγµατος δέν ἀποτελεῖ µιά συνταγµατική διάταξη ἀνάµεσα στίς ἄλλες. Ἤδη, παραθέσαµε τή θέση τοῦ συγγραφέα ὅτι ὁ συνταγµατικός νοµοθέτης τοποθέτησε, προφανῶς ὄχι χωρίς λόγο, τήν ἐπίκληση τῆς Ἁγίας Τριάδας στήν κορυφή τοῦ Συνταγµατικοῦ κειµένου. Ἑποµένως, τό Προοίµιο ὡς πηγή καί θεµέλιο τῶν διατάξεων τοῦ Συντάγµατος ἔχει ὑπέρτερη ἰσχύ σέ σχέση µέ αὐτές. Ἄρα, ὅπως ὑποστηρίζει ὁ συγγραφέας, ἐνδεχόµενη υἱοθέτηση τῆς διάταξης περί οὐδετερόθρησκου κράτους θά ἐρχόταν σέ ἀντίθεση, ὄχι µόνο λογική, ἀλλά καί νοµική, µέ τό ὑπέρτερης ἰσχύος Προοίµιο καί θά συνιστοῦσε ἀνεπίτρεπτη συνταγµατική παρέκκλιση. Περαιτέρῳ, ἄξια προσοχῆς εἶναι καί ἡ θέση τοῦ συγγραφέα ὅτι µιά τέτοια παρέκκλιση «εἶναι δυνατό νά ἐλεγχθεῖ ἀπό τά δικαστήρια».

Τό ἄρθρο αὐτό, πού µέ κάποια συντοµία παρουσιάσαµε, θέτει τό εὐρύτερο καί πολύ παρεξηγηµένο ζήτηµα τῆς «θεοκρατίας». Πολλοί Χριστιανοί, περισσότερο µέ βάση στερεότυπα καί παγιωµένα ἀντανακλαστικά καί λιγότερο κατόπιν νηφάλιας λογικῆς ἀνάλυσης, τείνουν νά ἀντιδροῦν σέ κάθε νοµική ἐπιχειρηµατολογία πού προβάλλει τήν Θεοκρατική, ἤ καλύτερα Ἅγιο-Τριαδολογική, βάση τοῦ Ἑλληνικοῦ Συντάγµατος. Προτιµοῦν νά ἀπορρίπτουν κάθε τέτοια ἀνάγνωση καί θεωροῦν ὅτι ἡ πρόβλεψη τοῦ Συντάγµατος περί «ἐπικρατούσας θρησκείας» συνιστᾶ «ἀλλοτρίωση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος».

Ὁ ὅρος «θεοκρατία» ἔχει ἐπιβαρυνθεῖ ἱστορικά καί ἔχει παγιωθεῖ ἡ µονοµερής καί ἀρνητικά φορτισµένη σηµασία του. Ἔτσι, ὅπως εἴχαµε παρατηρήσει καί στό παρελθόν, πολλοί τήν ταὐτίζουν –ἀδικαιολόγητα κατά τή γνώµη µας– µέ τή «θρησκευτική τροµοκρατία» καί τήν ἀντιδιαστέλλουν µέ τή Δηµοκρατία, χωρίς, ὅµως, νά προσδιορίζουν µέ συγκεκριµένο τρόπο τό ἀξιακό περιεχόµενο τῆς Δηµοκρατίας, πού ὑποστηρίζουν. Ἴσως, λοιπόν, γιά τή διευκόλυνση τῆς συνεννόησης ἐπί τῶν «πραγµάτων», θά πρέπει νά µή χρησιµοποιεῖται στόν σχετικό διάλογο ὁ ὅρος αὐτός, ἀφοῦ πρό τῆς «ἐπί τῶν πραγµάτων ὁµοφωνίας» τά «ὀνόµατα» πρέπει νά εἶναι ἀδιάφορα. Πάντως, νοµίζουµε ὅτι εἶναι τοὐλάχιστον ἀδικαιολόγητη ἡ πρόχειρη ταύτιση τῆς Ὀρθόδοξης Θεοκρατίας µέ τήν Ἰσλαµική, τή στιγµή πού θά ἔπρεπε νά εἶναι κοινό κτῆµα ὅτι γιά τήν Ὀρθοδοξία δέν ἐπιτρέπεται ἡ σύµπτωση στό ἴδιο πρόσωπο Ἐκκλησιαστικοῦ καί Πολιτικοῦ ἀξιώµατος, ἐνῶ ἀντιθέτως στό πλαίσιο τῆς Ἰσλαµικῆς θρησκείας (ὅπως καί τῆς Ρωµαιοκαθολικῆς καί Προτεσταντικῆς) ἡ σύµπτωση αὐτή –στό πρόσωπο τοῦ Χαλίφη– θεωρεῖται θεµιτή καί αὐτονόητη.

Πολύ συχνή εἶναι, ἀκόµη, ἀπό ὅσους βάλλουν κατά τῆς «Θεοκρατίας» ἡ ἐπίκληση τοῦ Μύθου τοῦ Μεγάλου Ἱεροεξεταστῆ ἀπό τό βιβλίο τοῦ Θ. Ντοστογιέφσκυ «Οἱ ἀδελφοί Καραµαζώφ». Ἐκεῖ, ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ Ρῶσσος συγγραφέας παρουσιάζει ἕναν Ἰσπανό Ἱεροεξεταστή νά «ὁµολογεῖ» στόν Χριστό ὅτι ἡ Ρωµαιοκαθολική «ἐκκλησία» ἔχει ὑποκύψει στόν Τρίτο Πειρασµό, τόν Πειρασµό τῆς Ἐξουσίας, τήν ὁποία ἀσκεῖ συνειδητά καί µετατρέποντας τούς πιστούς σέ «ἀνθρώπινο κοπάδι», στό ὁποῖο ἐπιτρέπει «νά ἁµαρτάνει κατόπιν ἀδείας», οὕτως ὥστε νά ἀπαλλάσσεται ἀπό τό βάρος τῆς ἐνοχῆς καί, ἑποµένως, τῆς ἐλευθερίας.

Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ σέ σχετικά ἄρθρα του (βλ. ἰδίως «Dostoevsky and Europe, Collected Works 11», σελ. 68 ἑπόµ.) ἔχει ἐπισηµάνει τό ὅτι δέν εἶναι σαφές τί ἀκριβῶς ἤθελε νά πεῖ ὁ Ντοστογιέσκυ µέ τόν Μῦθο αὐτό. Πάντως, σύµφωνα µέ τόν ἴδιο τόν Ρῶσσο µυθιστοριογράφο «ἀπό τήν ἀρχή του (ὁ Ρωµαιοκαθολικισµός) ἔστρεψε ὅλο τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ στή µέριµνα γιά τή δική του ἐπίγεια ἐξουσία καί γιά τή µέλλουσα ἐξουσία του ἐπί ὅλου τοῦ κόσµου» καί ὅτι «ὅλο αὐτό ἦταν διακηρυγµένο ἀπό τόν Νέο Χριστό, πού δέν ἔµοιαζε µέ τόν Προηγούµενο, ἕναν Χριστό ὑποκύψαντα στόν Τρίτο ἀπό τούς Πειρασµούς τοῦ Διαβόλου, τά βασίλεια τῆς γῆς». Σύµφωνα πάλι µέ τόν Ρῶσσο θεολόγο: «Ὁ Ντοστογιέφσκυ κατανόησε ὀρθῶς τή θεµελιώδη ἰδέα τῆς Δυτικῆς Καθολικῆς λύσης στό κοινωνικό πρόβληµα –µέσα ἀπό τή φόρµουλα τῆς ὀργάνωσης καί τῆς ἰσχύος. Καί ἔδειξε ἐπακριβῶς τό πρωτότυπό της στό προ-Χριστιανικό ἰδεῶδες τοῦ Ρωµαϊκοῦ Ἰµπέριουµ». Ἀκόµη, κατά τόν Ντοστογιέφσκυ: «Ὁ Σοσιαλισµός δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό τήν ἕνωση τῆς ἀνθρωπότητας διά τῆς βίας –µιά ἰδέα τῆς ὁποίας ἡ καταγωγή µπορεῖ νά ἀνιχνευθεῖ στήν ἀρχαία Ρώµη καί ἡ ὁποία, ἐν συνεχείᾳ, διατηρήθηκε πλήρως στόν Καθολικισµό… Ἡ φοβερή Γαλλική Ἐπανάσταση ξέσπασε –πού δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό τήν τελική τροποποίηση καί ἐπανενσάρκωση τῆς ἴδιας Ρωµαϊκῆς ἰδέας γιά τήν ἕνωση τοῦ κόσµου. Ὁ Σοσιαλισµός εἶναι ἡ κληρονοµιά τοῦ Καθολικισµοῦ, ἡ ἐγκόσµια µορφή του».

Ὁ Ρῶσσος µυθιστοριογράφος δέν ἀποτελεῖ βέβαια κατά πάντα τόν ἀκριβῆ γνώµονα τῆς ἀληθείας. Ἀπό τήν ἁπλῆ, ὅµως, καί ἀρκετά πρόχειρη, παράθεση τῶν ἀνωτέρῳ ἀποσπασµάτων, προκύπτει µιά διαφορετική εἰκόνα γιά τίς ἰδέες πού ἐνέπνευσαν τή δηµιουργία τοῦ Μύθου τοῦ Μεγάλου Ἱεροεξεταστῆ. Γίνεται σαφές, δηλαδή, ὅτι ὁ Ντοστογιέφσκη δέν ἀναφερόταν στή Βυζαντινή Αὐτοκρατορία, ἀλλά διαδοχικά στήν ἀρχαία Ρώµη, τόν Ρωµαιοκαθολικισµό, τήν Γαλλική Ἐπανάσταση καί, µάλιστα, στόν Σοσιαλισµό, ὡς ἐνσαρκώσεις τῆς «ἐξουσιαστικῆς ἰδέας». Ἑποµένως, εἶναι –κατά τή γνώµη µας– µᾶλλον ἄστοχο καί ἀντίθετο µέ τήν πρόθεση τοῦ δηµιουργοῦ του τό νά ἐπικαλεῖται κανείς τόν Μῦθο τοῦ Ἱεροεξεταστῆ, γιά νά ἐπιχειρήσει νά παρουσιάσει τή Βυζαντινή Αὐτοκρατορία ὡς µιά περίπτωση «θεοκρατίας» µέ τήν ἀρνητική ἔννοια τοῦ ὅρου. Ἀντιθέτως µάλιστα, θά εἶχε ἐνδιαφέρον νά ἀναρωτηθεῖ κανείς, µήπως ὁ Ντοστογιέφσκυ θά συµφωνοῦσε µέ τήν παρατήρηση ὅτι τά σύγχρονα «δηµοκρατικά» κράτη, τά ὁποῖα παρέχουν στούς ἀνθρώπους νοµοθετικά τήν «ἄδεια νά ἁµαρτάνουν» µέ διάφορους τρόπους καί τούς «κοιµίζουν τή συνείδηση»,  εἶναι ἐκεῖνα πού ἀποτελοῦν τά σύγχρονα καί «τυπικά» παραδείγµατα Μεγάλου Ἱεροεξεταστῆ, ὅπως τόν ἐννοοῦσε ὁ ἴδιος ὁ δηµιουργός τοῦ σχετικοῦ Μύθου.

Ὅσον ἀφορᾶ στήν  πραγµατική ἄποψη τοῦ Ρώσσου µυθιστοριογράφου γιά τό ζήτηµα τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Κράτους, θά παραθέσουµε, ἀντί ἐπιλόγου, πάλι ἀπό τούς «Ἀδελφούς Καραµαζώφ», ἕνα µόνο ἀπόσπασµα ἀπό τό κεφάλαιο τοῦ βιβλίου µέ τόν τίτλο «Οὕτω γενήσεται!» (στήν πλήρη ἀνάγνωση τοῦ ὁποίου παραπέµπουµε κάθε ἐνδιαφερόµενο ἀναγνώστη), τοῦ ὁποίου, παραδόξως, δέν γίνεται ποτέ ἐπίκληση:

(Μιλάει ὁ Ἱεροµόναχος Παΐσιος): «σύµφωνα µέ µερικές θεωρίες, πού ἐµφανίστηκαν καθαρά στό δέκατο ἔνατο αἰῶνα µας, ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά ἐξελίσσεται σέ Κράτος καί νά µεταβάλλεται κατά κάποιον τρόπο ἀπό κατώτερο σέ ἀνώτερο εἶδος γιά νά ἐξαφανιστεῖ ἀργότερα µέσα του, παραχωρῶντας τή θέση της στήν ἐπιστήµη, στό πνεῦµα τῆς ἐποχή µας καί στόν πολιτισµό. Ἄν δέν τό θέλει αὐτό κι ἀντιστέκεται, τότε τῆς παραχωρεῖται µιά γωνιά µέσα στό Κράτος. Μά καί κεῖ ἀκόµα εἶναι ὑπό ἐπιτήρηση. Αὐτό γίνεται παντοῦ στήν ἐποχή µας στά σύγχρονα εὐρωπαϊκά κράτη. Μά κατά τή ρούσικη ἀντίληψη καί τή ρούσικη ἐλπίδα πρέπει ὄχι ἡ Ἐκκλησία νά ἐξελιχθεῖ σέ Κράτος, περνῶντας τἄχα ἀπό κατώτερο σ’ ἀνώτερο τύπο, µά ἀπεναντίας πρέπει τό Κράτος νά ἐξαφανιστεῖ καί ν’ ἀξιωθεῖ νά γίνει ἀποκλειστικά Ἐκκλησία καί µονάχα Ἐκκλησία. Καί οὕτω γενήσεται! Οὕτω γενήσεται!»

Νοµοµαθής

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ»  Ἀρ. Τεύχους 202-203

Ἰούνιος-Ἰούλιος 2019