Μεθέορτοι στοχασμοί
Τῆς Κυριακῆς τοῦ Θωμᾶ ἡ ἑόρτιος αὐλαία
Τὸ Ἑλληνικὸν ἔθνος, τὸ δοῦλον, ἀλλ᾽ οὐδὲν ἧττον καὶ τὸ ἐλεύθερον, ἔχει καὶ θὰ ἔχῃ διὰ παντὸς ἀνάγκην τῆς θρησκείας του. (Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης)
Πέρασε πιὰ ἡ Μεγαλοβδομάδα, ἡ Ἀνάσταση, ἀλλὰ καὶ ἡ χαρμόσυνη Διακαινήσιμος ἑβδομάδα κι ὅλοι, μετὰ τὴν Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ, ξεκινήσαμε γιὰ τὰ ἴδια, γιὰ τὴν στεγνὴ καθημερινότητα, περιμένοντας καὶ πάλι μιὰν ἄλλη εὐκαιρία. Εὐκαιρία γιορταστική, χαρμόσυνη, φωτεινή, ὥστε νὰ συνέλθουμε καὶ νὰ χαροῦμε πάλι. Ὅπως τὶς μέρες ποὺ πέρασαν. Καὶ τὸ ἐρώτημα, ποὺ τίθεται τώρα πιά, εἶναι τὸ ἑξῆς: Ἀλήθεια, ἡ Ἐκκλησία σὲ ὅλη αὐτὴν τὴν ἑόρτιο, χαλαρωτική, χαρμόσυνη καὶ εὐλογημένη παρένθεση στὴ ζωή μας, ποῦ βρίσκεται καὶ γιατί; Διότι ὀρθολογικὰ νὰ πάρουμε τὰ πράγματα, διαπιστώνουμε πώς, χάριν τῶν ἐκκλησιαστικῶν αὐτῶν γιορτῶν, ἀπολαύσαμε τὶς διακοπές μας, τὴ φυγή μας ἀπὸ τὸ ἄγχος, ποὺ ζοῦμε κάθε μέρα, ἀλλὰ καὶ τὴ λυτρωτική μας ἐπίσκεψη στὰ πάτρια. Ὅπου οἱ πλείονες, δηλαδή, τῶν Ἑλλήνων καταφεύγουν νὰ γιορτάσουν τὸ Πάσχα. Κι ὄχι γιατὶ εἶναι τοῦ συρμοῦ αὐτὴ ἡ συνήθεια, μὰ γιατὶ ἔτσι τὸ ζήσανε γενιὲς γενεῶν, ἑκατοντάδες χιλιάδων νεοελλήνων, ὥστε ὁ λόγος τοῦ ποιητῆ νὰ ἔχει θεμέλιο:
«Πολλὰ δὲ θέλει ὁ ἄνθρωπος νὰ ’ναι ἤμερος νὰ ’ναι ἄκακος
λίγο φαΐ, λίγο κρασί, Χριστούγεννα κι Ἀνάσταση» (Ὀδ. Ἐλύτης)
Ὅσοι ζήσαμε σὲ κοινωνίες ἁπλῶν, ἀγράμματων καί συνάμα σοφῶν χωρικῶν, βιώσαμε τὴν ὁμορφιὰ καὶ τὴν ἀλήθεια ποὺ ἐνέχουν στὸν πυρήνα τους αὐτοὶ οἱ στίχοι. Γιατὶ ἐκεῖνοι, ποὺ ἤξεραν νὰ τιμοῦν τὴ Λαμπρή, τὸ Πάσχα, δηλαδή, γνώριζαν πολὺ καλὰ τοὺς κανόνες καὶ τὶς ἀρχές, ὥστε νὰ τιμοῦν καὶ τὴ Σαρακοστή. Νὰ σέβονται παναπεῖ τὴ Νηστεία, χωρὶς νὰ παραπονιοῦνται, ἐπειδὴ εἶχαν κάνει τὸ κουμάντο τους. Ναί, εἶχαν ἀνοίξει, μὲ λίγα λόγια, τὸ θεμέλιο πάνω στὸ ὁποῖο θὰ ἔστηναν τὸ δικό τους τὸ πνευματικὸ οἰκοδόμημα. Αὐτὸ τῆς ἐγκράτειας τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Κι ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ γῆ τοὺς προμήθευε μὲ τόσες θεσπέσιες εὐωδιές, ποὺ ἤξεραν ὅτι εἶναι ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ σπαρμένη γύρω τους. Καὶ τὴ ζοῦσαν μὲ μεγάλη ἱκανοποίηση καὶ χαρά. Γι᾿ αὐτὸ καὶ μόλις ἔφτανε ἡ Πασχαλιὰ ξεφάντωναν, πανηγύριζαν, χαίρονταν: «Σήμερον ἔαρ μυρίζει καὶ καινὴ κτίσις χορεύει...» Κι ὅποιος ἀνοίξει τὶς ποιητικές, πασχαλινὲς σελίδες τοῦ μεγάλου μας Παπαδιαμάντη καταλαβαίνει πολὺ καλὰ αὐτὸ ποὺ λέω.
Αὐτή, λοιπόν, εἶναι ἡ προσφορὰ τῆς Ἐκκλησίας στὸ κάθε πιστό, στὸ κάθε ἄνθρωπο, ποὺ θέλει νὰ ζήσει σωστά, ὅμορφα καὶ κρατῶντας γερὰ τὸ σχοινὶ τῆς παράδοσης, ποὺ τὸν δένει μὲ τὸ χτές. Τὸ χτὲς τῶν προγόνων μας, τῶν δικῶν μας ἀνθρώπων, ποὺ ξέρανε τὴ γιορτὴ καὶ τὴ καθημερινή. Ποὺ ξέρανε τὴν Ἐκκλησιά τους καὶ τὴν Πίστη τους. Ἐμεῖς, εἶναι τὸ ἐρώτημα, τί κάνουμε;
π. Κωνσταντῖνος. Ν. Καλλιανός