Ο ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΣ ΟΙΚΟΔΟΜΕΙ
ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ*
Σύµφωνα µέ ἕνα σύγχρονο θεολόγο, ἡ Ἐκκλησία σέ αὐτόν τόν κόσµο βρίσκεται ἐνώπιον µιᾶς ἐπιλογῆς. Ἐάν ἡ Ἐκκλησία πρόκειται νά καθορισθεῖ ὡς ἀποκλειστική κοινωνία, πού προσπαθεῖ νά ἱκανοποιήσει ὅλες τίς ἀπαιτήσεις τῶν πιστῶν καί «κοσµικές» καί «πνευµατικές» χωρίς νά δίνει προσοχή στήν ὑπάρχουσα τάξη καί χωρίς νά ἐπιτρέπει καµιά φροντίδα στόν ἐξωτερικό κόσµο, αὐτό θά σήµαινε ὁλοκληρωτικό διαχωρισµό ἀπό τόν κόσµο, τελικό πέταγµα ἔξω ἀπό αὐτόν καί ριζική ἄρνηση κάθε κοσµικῆς ἐξουσίας. Ἐάν ἡ Ἐκκλησία θά ἐπιχειροῦσε γενικό ἐκχριστιανισµό τοῦ κόσµου, ὑποτάσσοντας τήν ὅλη ζωή στόν χριστιανικό κανόνα καί τήν αὐθεντία, αὐτό θά ἦταν προσπάθεια γιά νά ἀναµορφώσει καί νά ἀναδιοργανώσει τήν κοσµική ζωή µέ χριστιανικές ἀρχές γιά νά οἰκοδοµήσει τήν χριστιανική πολιτεία. Στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας µποροῦµε νά παρακολουθήσουµε καί τίς δύο λύσεις: «φυγή στήν Ἔρηµο καί οἰκοδόµηση τῆς Χριστιανικῆς Αὐτοκρατορίας».
Ὁ π. Ἀστέριος Γεροστέργιος µέ τό βιβλίο τοῦ «Ἰουστινιανός ὁ Μέγας Αὐτοκράτωρ καί Ἅγιος» µᾶς παρουσιάζει µιά προσωπικότητα, πού ἐνώπιον τοῦ παραπάνω διλήµµατος ἀποφάσισε µέ σταθερότητα, συνέπεια καί µέ ἱεραποστολικό ζῆλο νά ἐργασθεῖ γιά τήν οἰκοδόµηση τῆς Χριστιανικῆς Πολιτείας.
Ὁ αὐτοκράτωρ Ἰουστινιανός µᾶς εἶναι γνωστός κυρίως ὡς ἐκεῖνος πού ἀνέλαβε τήν προσπάθεια νά κωδικοποιήσει τό προϋπάρχον δίκαιο καί, ἐπίσης, ὡς ἐκεῖνος πού ἔκτισε τήν µεγάλη Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Σοφίας στήν Κωνσταντινούπολη. Ὁ π. Γεροστέργιος, ὅµως, ἐπέλεξε νά παρουσιάσει τόν Ἰουστινιανό ὡς ἕναν ἄνθρωπο, πού τό πρῶτο καί κύριο κίνητρό του ἦταν νά ἐφαρµόσει τήν ἐντολή τοῦ Χριστοῦ «πορευθέντες µαθητεύσατε πάντα τα ἔθνη». Σύµφωνα µέ τή θέση τοῦ συγγραφέα, µέσα ἀπό τό πρῖσµα αὐτό εἶναι δυνατό νά γίνει κατανοητό ὅλο το εὐρύτατο φάσµα τῶν δραστηριοτήτων τοῦ αὐτοκράτορος, τόν ὁποῖο ὁ γνωστός ἱστορικός τῶν δογµάτων Ἄντολφ Χάρνακ χαρακτήρισε ὡς τόν µεγαλύτερο θεολόγο τοῦ αἰῶνα του. Ἀπό τήν πλευρά του ὁ Μέγας Φώτιος χαρακτήρισε τόν Ἰουστινιανό «κράτιστον ἐν βασιλεῦσιν» καί σύµφωνο µέ τό ἐκκλησιαστικό φρόνηµα.
Μέ τήν εἰσήγησή µας θά ἀναφερθοῦµε σέ κάποιες ὄψεις τοῦ νοµοθετικοῦ ἔργου τοῦ Αὐτοκράτορος, ὅπως αὐτές θίγονται στό βιβλίο, ξεκινῶντας ἀπό τό θέµα τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί κράτους, ἐπί τοῦ ὁποίου ἡ συνεισφορά τοῦ Ἰουστινιανοῦ ἦταν καθοριστική.
Στό βιβλίο, µεταξύ ἄλλων, ἀναφέρονται τά ἑξῆς ὡς τό συµπέρασµα ἀπό τήν πραγµάτευση τοῦ ζητήµατος τῆς στάσης τοῦ Ἰουστινιανοῦ ἀπέναντι στό θέµα τῶν σχέσεων Κράτους καί Ἐκκλησίας: «Ἡ παρέµβασή του στίς ὑποθέσεις τῆς Ἐκκλησίας βασίστηκε στήν ἐξαίρετη ἀρχή τῆς συµφωνίας, ἡ ὁποία ἀποτελοῦσε µακρά παράδοση στήν Ἐκκλησία καί τό Κράτος. Αὐτή ἡ παράδοση δέν ἦταν σαφής καί ἀποκρυσταλλωµένη καί οἱ δύο ἐξουσίες ἀντιµάχονταν ἡ µία τήν ἄλλη κατά καιρούς. Ὁ Ἰουστινιανός ἀποσαφήνισε αὐτήν τήν παράδοση καί ἔθεσε τίς βάσεις γιά ἁρµονική συνεργασία µεταξύ τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Κράτους. Σύµφωνα µέ τόν Ἰουστινιανό, οἱ δύο αὐτές ἐξουσίες εἶναι αὐτάρκεις καί αὐτεξούσιοι ὀργανισµοί. Καί καθώς ἀπορρέουν ἀπό τήν ἴδια πηγή, δηλαδή τόν Θεό, καί ἔχουν τόν ἴδιο σκοπό, δηλαδή τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων καί τή δόξα τοῦ Θεοῦ, βασικά δέν µποροῦν νά διαφωνοῦν µεταξύ τους. Ἔτσι, αὐτές τίς δύο ἐξουσίες δέν πρέπει νά τίς χαρακτηρίζει οὔτε ἕνα πνεῦµα Καισαροπαπισµοῦ (δηλαδή, αὐθαίρετη παρέµβαση τοῦ Κράτους σέ θέµατα πού ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία) οὔτε ἕνα πνεῦµα Παποκαισαρισµοῦ (δηλαδή, αὐθαίρετη παρέµβαση τῆς Ἐκκλησίας στίς ὑποθέσεις τοῦ Κράτους), ἀλλά ἕνα πνεῦµα συνεργασίας καί ἀµοιβαίας βοήθειας. Ἐφαρµόζοντας αὐτήν τήν ἐξαίρετη θεωρητική ἀρχή, ὁ Ἰουστινιανός διέταξε ὅπως οἱ νόµοι τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή οἱ ἅγιοι Κανόνες, νά εἶναι ἐπίσης καί νόµοι τοῦ Κράτους. Ἐπίσης, κάθε φορά πού οἱ νόµοι τῆς Ἐκκλησίας ἦταν ἀντίθετοι στούς νόµους τοῦ Κράτους, ὅρισε ὅτι πρέπει νά ἐπικρατοῦν οἱ πρῶτοι. Ἔτσι, ὁ Ἰουστινιανός δέν νοµοθέτησε γιά τήν Ἐκκλησία, ἀλλά γιά τό Κράτος. Κάθε φορά πού συνέβη νά ἐκδώσει νόµους γιά τήν Ἐκκλησία, τό περιεχόµενό τους προερχόταν, ὄχι ἀπό τόν ἴδιο ἤ ἀπό τούς νόµους τοῦ κράτους, ἀλλά ἀπό τίς διδαχές τῆς Ἐκκλησίας καί τίς παραδόσεις της. Ἔτσι, ἡ κρατική νοµοθεσία δέν ἀποτελοῦσε πηγή τῆς ἐκκλησιαστικῆς νοµοθεσίας, ἀλλά ἐπηρεαζόταν ἀντιθέτως ἀπό τήν ἐκκλησιαστική διδασκαλία καί παράδοση. Ἡ νοµοθεσία τοῦ Ἰουστινιανοῦ οὔτε ἀποδυνάµωσε τήν θεϊκή νοµοθεσία τῆς Ἐκκλησίας οὔτε τροποποίησε ἤ ἄλλαξε τούς κανόνες της. Τό γεγονός αὐτό, ἀποδεικνύει, κατά τόν συγγραφέα, ὅτι ἡ πρόθεση τῆς νοµοθεσίας τοῦ Ἰουστινιανοῦ ἀναφορικά µέ τή ρύθµιση τῶν σχέσεων µεταξύ τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Κράτους προερχόταν κυρίως ἀπό τίς θρησκευτικές πεποιθήσεις του, χωρίς νά ἀποκλείονται ἄλλες πηγές, ὅπως πολιτικές, ἐθνικές κλπ.».
Ὁ Ἰουστινιανός προέβη στήν ἔκδοση τοῦ Ἰουστινιάνειου Κώδικα, µέ τόν ὁποῖο κωδικοποίησε τούς προϋπάρχοντες νόµους, παρεµβαίνοντας µάλιστα προσωπικά κατά τήν πορεία τῶν ἐργασιῶν γιά τήν ἐπίλυση τῶν ἀµφιβαλλοµένων ζητηµάτων καί τήν ἄρση τῶν δυσκολιῶν. Ἀκόµη ἐξέδωσε νέους νόµους, τίς λεγόµενες Νεαρές, γιά τά νέα κοινωνικά προβλήµατα πού ἀνέκυπταν. Οἱ Νεαρές εἶναι οἱ πρῶτοι νόµοι πού συνετάγησαν καί δηµοσιεύθηκαν στήν Ἑλληνική γλῶσσα, ὡς ἐπίσηµη γλῶσσα τοῦ κράτους, προκειµένου νά εἶναι περισσότερο κατανοητές καί νά διευκολύνεται ἡ ἑρµηνεία τους. Πολλές ἀπό αὐτές ἀναφέρονταν σέ ἐκκλησιαστικά ζητήµατα. Σχετική µέ µιά ἐπιµέρους ὄψη τοῦ ζητήµατος τῶν σχέσεων κράτους καί Ἐκκλησίας, ὄψη πού ἀφορᾶ καί τή δικαστική προστασία, εἶναι ἡ Νεαρά 86. Ἐκεῖ, µεταξύ ἄλλων ἀναφέρονται τά ἑξῆς ἀξιοσηµείωτα, ὡς πρός τό θέµα τοῦ ἀλληλοελέγχου τῆς κρατικῆς καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας: «Ἄν κάποιος ἔχει µιά διαφορά µέ κάποιον ἄλλον εἴτε γιά χρηµατική αἰτία, εἴτε γιά ἀφαίρεση πραγµάτων κινητῶν ἤ ἀκινήτων … εἴτε γιά κάποιο ἔγκληµα, πρῶτα νά προσέρχεται στόν λαµπρότατο ἄρχοντα τῆς ἐπαρχίας, ὥστε αὐτός νά ἐξετάσει τό ζήτηµα σύµφωνα µέ τούς νόµους µας καί νά ἀποδώσει τό δίκαιο στόν καθένα. Ἄν ὅµως προσερχόµενος κάποιος στόν ἄρχοντα τῆς χώρας δέν τύχει δικαίας ἀντιµετώπισης, τότε προστάζουµε νά προσέλθει στόν κατά τόπον ἐπίσκοπο … γιά νά πείσει τόν ἄρχοντα νά ἀκούσει τόν προσερχόµενο …Ἄν δέ ὁ ἄρχων ἐξακολουθήσει νά ἀναβάλλει τήν κρίση ἐπί τῆς ὑπόθεσης… ἐπιτρέπουµε στόν ὁσιώτατο ἐπίσκοπο νά µᾶς ἐνηµερώσει µέ ἐπιστολή του …, ὥστε ἐµεῖς νά τιµωρήσουµε τόν ἄρχοντα τῆς ἐπαρχίας, διότι ἄν καί τοῦ τό ζήτησε ὁ ἀδικούµενος καί τόν παρακίνησε ὁ ἐπίσκοπος, ἐκεῖνος δέν ἐκδίκασε τήν ὑπόθεση». Ἰσχύει ὅµως καί τό ἀντίστροφο: «ἐάν εὕρουµε κάποιον ἀπό τούς ὁσιώτατους ἐπισκόπους νά ἔχει παραβλέψει τό δίκαιο ἀπό εὔνοια γιά κάποιον, διατάζουµε νά σωφρονισθεῖ σύµφωνα µέ τούς κανόνες, γιά νά φροντίζουν νά κρίνουν τό δίκαιο µέ φόβο Θεοῦ. Ὥστε νά µήν ἀναγκάζονται οἱ ἄνθρωποι νά ἐγκαταλείπουν τίς πόλεις τους καί νά προστρέχουν ἐδῶ γιά νά τύχουν δικαίας ἀντιµετώπισης».
Μέ ἄλλες Νεαρές του, ὁ αὐτοκράτορας ἔδειξε τό ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον του γιά τήν στερέωση τῆς κρατικῆς ἐξουσίας. Ἔτσι στή Νεαρά 85 «περί τῶν ὅπλων» καθιερώνεται τό λεγόµενο µονοπώλιο τοῦ κράτους ἐπί τοῦ νόµιµου καί συντεταγµένου καταναγκασµοῦ. «Θέλοντας νά ἀπελευθερώσουµε τούς ἀνθρώπους ἀπό τούς φόνους ἀποφασίσαµε κανείς ἰδιώτης νά µήν ἀσχολεῖται µέ τήν κατασκευή ὅπλων, νά κατασκευάζουν δέ ὅπλα µόνον ἐκεῖνοι πού ἐργάζονται στά δηµόσια ὁπλοποιεῖα, νά µήν τά πωλοῦν, ὅµως, σέ ἰδιῶτες». Ἀκόµη, στόν ὅρκο πού ἔπρεπε νά δώσουν οἱ ἀξιωµατοῦχοι τῆς αὐτοκρατορίας ἀναφέρονταν, µεταξύ ἄλλων, τά ἑξῆς: «…Θά συµπεριφερθῶ πατρικά σέ ὅσους ἔχουν καλή προαίρεση καί θά προφυλάξω τούς ὑπηκόους τῶν εὐσεβεστάτων βασιλέων ἀπό κάθε ἀδικία, µέ ὅση δύναµη ἔχω. Καί θά τηρήσω τήν ἰσότητα στίς δίκες γιά κάθε ἀντίδικο µέρος … καί δέν θά συµµαχήσω µέ κάποιο ἀπό τά µέρη παραβαίνοντας ἔτσι τά ὅσα προστάζει τό δίκαιο. Ἀλλά θά ἀντιταχθῶ σέ ὅλους τούς ἀδικοῦντες καί θά διαφυλάξω τήν ἀρχή τῆς ἰσότητας, σύµφωνα µέ αὐτό πού προκύπτει ὡς δίκαιο. Ὅσους εἶναι ἀθῶοι, θά τούς προφυλάξω, θά τιµωρήσω, ὅµως, τούς ἐνόχους σύµφωνα µέ τό νόµο. Καί θά τηρήσω κάθε δικαιοσύνη…στίς δηµόσιες καί τίς ἰδιωτικές συναλλαγές, καθώς καί στίς περιπτώσεις πού θά διαπιστώσω ὅτι ἀδικεῖται τό δηµόσιο…». Ἀκόµη, στή Νεαρά 124 διαβάζουµε: «Ἐπιπλέον προστάζουµε ὅλοι οἱ στρατιωτικοί καί πολιτικοί δικαστές σέ κάθε τόπο τῆς πολιτείας νά ἐπιβλέπουν, ὥστε κανένας ἀξιωµατοῦχος νά µή λαµβάνει ἀπό ὁποιοδήποτε πρόσωπο κάτι περισσότερο ἀπό ὅσα ὁρίζουν οἱ νόµοι µας… Ἀλλά ἄν βροῦν κάποιον νά ἀπαιτεῖ κάτι περισσότερο, ἔχουν τό δικαίωµα νά τόν συλλαµβάνουν καί νά τόν φυλακίζουν καί νά λαµβάνουν ἀπό αὐτόν τό τετραπλάσιο ἐκείνων πού ἔλαβε, οὕτως ὥστε νά ἀποδώσουν στόν ζηµιωθέντα τό 1/4 καί τά ὑπόλοιπα 3/4 νά τά εἰσφέρουν στό κρατικό ταµεῖο». Ἐν ὄψει τῶν ὅσων συνήθως ἀναφέρονται γιά τίς συγκεντρωτικές τάσεις τῶν αὐτοκρατόρων, ἄξια µνείας εἶναι καί ἡ Νεαρά 62 «περί τῶν Συγκλητικῶν». Ἐκεῖ ὁ αὐτοκράτορας ἀναφέρεται στήν ἀνάγκη νά αὐξηθεῖ ὁ ἀριθµός τῶν Συγκλητικῶν, διότι παρουσιάσθηκαν πολλά καί ποικίλα ἔργα, µέ τά ὁποῖα ὁ ἴδιος πρέπει ἐπειγόντως νά ἀσχοληθεῖ, τοῦτο δέ σέ µιά περίοδο, πού ὁ ἀριθµός τῶν συγκλητικῶν εἶχε ὑποστεῖ µεγάλη ἐλάττωση.
Ὅταν ἀναφερόµαστε στόν ἅγιο αὐτοκράτορα Ἰουστινιανό, δέν πρέπει νά παραλείπουµε καί τή σύζυγό του, ἁγία αὐτοκράτειρα Θεοδώρα. Ὁ συγγραφέας ἐπισηµαίνει τό γεγονός ὅτι ὁ Ἰουστινιανός εἶχε ὡς σταθερό συνεργάτη του, τήν αὐτοκράτειρα, ἰδίως ὡς πρός τήν προστασία τῶν γυναικῶν καί ἀναφέρει µέτρα, πού ἔλαβε γιά τήν προστασία αὐτῶν. Σχετικῶς διαβάζουµε σέ ἕνα διάταγµα τοῦ αὐτοκράτορος πού ἀναφέρεται στούς Ἀρµενίους: «ἐπειδή µάθαµε πρό ὀλίγου ὅτι σέ αὐτούς (δηλ. στούς Ἀρµενίους) ὑπάρχει κάποιος βαρβαρικός καί θρασύς νόµος, πού δέν ταιριάζει στούς Ρωµαίους, οὔτε στή δικαιοσύνη τῆς δικῆς µας πολιτείας. Σύµφωνα µέ τόν νόµο αὐτό µόνο οἱ ἄρρενες θά κληρονοµοῦν τούς γονεῖς τους, ὄχι ὅµως καί οἱ θήλειες. Γιά τόν λόγο αὐτό θεσπίζουµε, χρησιµοποιῶντας τόν παρόντα θεῖο νόµο, νά εἶναι ἴσες οἱ διαδοχές καί ὅσα προβλέπονται ἀπό τούς νόµους τῶν Ρωµαίων, τόσο γιά τούς ἄνδρες ὅσο καί γιά τίς γυναῖκες, νά ἐφαρµόζονται καί στήν Ἀρµενία. Γιά τόν λόγο αὐτό ἀποστείλαµε ἐκεῖ τούς δικούς µας νόµους, προκειµένου δηλαδή νά πολιτεύονται, ἀποβλέποντας σέ αὐτούς». Γιά τό ἴδιο ζήτηµα ἀναφέρει στή Νεαρά 21 ὅτι «ὄχι µόνο αὐτοί (δηλαδή οἱ Ἀρµένιοι) εἶχαν αὐτή τήν ἀγριότερη δοξασία, ἀλλά καί ἄλλα ἔθνη µέ τόν ἴδιο τρόπο ἀτίµασαν τή φύση καί περιύβρισαν τό θῆλυ, ὅτι τάχα δέν δηµιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό … ἀλλά ὅτι εἶναι τάχα εὐτελές καί ἀτιµασµένο καί ὅτι δέν πρέπει νά λαµβάνει καµία τιµή».
Κάτι πού προκύπτει ἀπό τό βιβλίο εἶναι ὅτι τό νοµοθετικό ἔργο τοῦ Ἰουστινιανοῦ συνολικά, οἱ περιστάσεις ὑπό τίς ὁποῖες ἐκδόθηκε κάθε ἐπιµέρους νοµοθετική διάταξη καί περαιτέρω ἡ ἐφαρµογή της στήν πράξη, εἶναι ζητήµατα τά ὁποῖα χρήζουν περισσότερο ἀκριβοῦς καί ἀµερόληπτης ἱστορικῆς ἔρευνας. Γιά παράδειγµα, σήµερα οἱ περισσότεροι ἀγνοοῦµε τό ὅτι τό νοµοθετικό ἔργο τοῦ Ἰουστινιανοῦ ἀποτέλεσε ἀρκετούς αἰῶνες ἀργότερα τή βάση τοῦ Ἰταλικοῦ, τοῦ Γαλλικοῦ καί τοῦ Γερµανικοῦ δικαίου. Ὅσον ἀφορᾶ ἐπιµέρους διατάξεις, ὡς πρός τίς ὁποῖες ἡ ἔρευνα θά πρέπει νά προχωρήσει περισσότερο, θά παραθέσουµε σχετικῶς τρία παραδείγµατα. Ὁ συγγραφέας ἀναφέρεται κατά πρῶτον στό ζήτηµα, ἐάν πράγµατι ὁ Ἰουστινιανός ἐξέδωσε διάταγµα γιά τό κλείσιµο τῆς Σχολῆς τῆς Φιλοσοφίας στήν Ἀθήνα, τό 529 µ.Χ. Παραθέτει σχετικῶς τήν ἀπόφανση ἑνός ἄγγλου ἱστορικοῦ, τοῦ J. Βury, σύµφωνα µέ τόν ὁποῖο «δέν γνωρίζουµε ἀκριβῶς τί συνέβη τό ἔτος 529 µ.Χ.», καθώς καί τό γεγονός ὅτι µέχρι σήµερα δέν ἔχει εὑρεθεῖ ρητή σχετική διαταγή τοῦ αὐτοκράτορος γιά τό ζήτηµα αὐτό. Ὁ ἱστορικός Ἔβανς ἐπισηµαίνει σχετικά: «δέν ὑπάρχει καµία εἰδική ρύθµιση στό σύνολο τῶν νόµων τοῦ Ἰουστινιανοῦ, πού νά κάνει εἰδική µνεία γιά τήν Ἀκαδηµία». Ὁ συγγραφέας παραθέτει, ἀκόµη, τή µαρτυρία τοῦ ἱστορικοῦ Ἀγαθία, τήν ὁποία πολλοί σύγχρονοι ἱστορικοί εἴτε τήν παραλείπουν, εἴτε δέν τήν ἀξιολογοῦν. Σύµφωνα µέ αὐτήν, οἱ διδάσκαλοι τῆς σχολῆς τῶν Ἀθηνῶν ἀναχώρησαν µέν γιά τήν Περσία, τήν ὁποία φαντάζονταν ὡς τή χώρα τῆς ἐπαγγελίας. «Νόµιζαν ὅτι ἡ Περσική πολιτεία ἦταν πολύ καλύτερη» (µᾶς λέει σχετικά ὁ Ἀγαθίας). Ὅµως, ἐν συνεχείᾳ βρῆκαν «τούς ἐκεῖ ἄρχοντες πολύ ἀλαζόνες καί ἐξογκωµένους πέραν τοῦ δέοντος» καί γιά τόν λόγο αὐτό ἀπογοητεύθηκαν καί «ἐδυσφόρουν καί κατηγοροῦσαν τούς ἑαυτούς τους γιά τή µετανάστευση (στήν Περσία)», µᾶς λέει πάλι ὁ Ἀγαθίας. Ἔτσι, ἐπέστρεψαν οἰκειοθελῶς στή Ρωµαϊκή Αὐτοκρατορία, δηλώνοντας µέ τόν ἔµπρακτο αὐτό τρόπο τήν προτίµησή τους γιά τή Ρωµαϊκή Αὐτοκρατορία τοῦ Ἰουστινιανοῦ ὡς τόν τόπο διαµονῆς τους.
Τό δεύτερο παράδειγµα ἔχει νά κάνει µέ τό ζήτηµα τῆς ὑποτιθέµενης προσχώρησης τοῦ γηραιοῦ πιά αὐτοκράτορος στόν Ἀφθαρτοδοκητισµό. Ὅπως εἶναι ἴσως γνωστό, ὁ ἱστορικός Εὐάγριος ἀναφέρει στήν Ἐκκλησιαστική του Ἱστορία ὅτι ὁ Ἰουστινιανός ἐξέδωσε τό 564 µ.Χ. ἕνα διάταγµα, µέ τό ὁποῖο δῆθεν ἐπέβαλλε τή διδασκαλία τῶν Ἀφθαρτοδοκητῶν. Ὅµως, ὁ συγγραφέας, ἀφοῦ ἀναλύσει τό ζήτηµα αὐτό, παραθέτει τό συµπέρασµά του ὅτι «ὁ Ἰουστινιανός ποτέ δέν ἐξέδωσε, οὔτε σχεδίαζε νά ἐκδώσει διάταγµα πού νά ἐπιβάλλει τόν Ἀφθαρτοδοκητισµό» καί ἀκόµη παραθέτει τό ἐπιχείρηµα ὅτι «τέτοιο διάταγµα θά ἦταν σέ ἀντίθεση µέ ὅλο το προηγούµενο θεολογικό του ἔργο»!
Τό τρίτο παράδειγµα ἀφορᾶ τήν σκληρή ἀντιµετώπιση, τήν ὁποία ὁ Ἰουστινιανός ἐπεφύλαξε, ὅπως πολλοί τόν κατηγοροῦν, ἀπέναντι στή θρησκευτική καί ἐθνική ὁµάδα τῶν Σαµαρειτῶν. Ὁπωσδήποτε καί ὡς πρός τό ζήτηµα αὐτό ἀπαιτεῖται πρόσθετη καί ἀκριβέστερη ἱστορική ἔρευνα. Ὅµως, πρῶτα πρέπει κανείς νά ἀκούσει τόν ἴδιο τόν Ἰουστινιανό, µέσα ἀπό τό προοίµιο τῆς 129 Νεαρᾶς, στήν ὁποία παραπέµπει ὁ συγγραφέας: «Κανένα ἁµάρτηµα τῶν ὑπηκόων µας δέν εἶναι τόσο µεγάλο, ὥστε νά µήν ἀξιωθεῖ τῆς δικῆς µας φιλανθρωπίας. Διότι ἀκόµη καί ἄν, ἀποστρεφόµενοι τίς πράξεις τους, κινηθοῦµε γιά νά ἀποδώσουµε δικαιοσύνη, ὅµως, ἀφοῦ πρῶτα οἰκονοµήσουµε τίς περιστάσεις καί νουθετήσουµε τούς ἁµαρτάνοντες µέ τούς κατάλληλους τρόπους, πάλι ἐπιστρέφουµε στήν φιλανθρωπία µας, κατευνάζοντες τήν ὀργή µέ τούς λογισµούς τῆς καλοσύνης. Σέ αὐτό ἀποβλέπει καί ὁ παρών νόµος µας. Διότι τούς Σαµαρεῖτες, οἱ ὁποῖοι ἐπέδειξαν θράσος καί ξεσηκώθηκαν κατά τῶν Χριστιανῶν … τούς σωφρονίσαµε µέ πολλά ἐπιτίµια. Ἕνα ἀπό αὐτά ἦταν νά µήν µποροῦν νά διαθέτουν τήν περιουσία τους µέ διαθήκη ἤ χωρίς διαθήκη… τούς ἀπαγορεύσαµε ἀκόµη νά κάνουν καί δωρεές καί ἐκποιήσεις… Αὐτά τά ἀναφέραµε σέ ἕναν γενικό νόµο. Ὅµως, στήν πραγµατικότητα δέν τηρήσαµε τό γράµµα τοῦ νόµου µέ ἀκρίβεια. Διότι δέν ἀνεχθήκαµε οὔτε τό δηµόσιο, οὔτε τό αὐτοκρατορικό µας ταµεῖο νά λάβει τίποτα ἀπό ἐκείνους, παρά τό ὅτι ὁ νόµος µας παραχωροῦσε τό σχετικό δικαίωµα». Στό προοίµιο πού παραθέσαµε τρία σηµεῖα πρέπει νά προσεχθοῦν: ὅτι, σύµφωνα µέ τόν ἴδιο τόν αὐτοκράτορα, τά µέτρα κατά τῶν Σαµαρειτῶν ἦταν –οὕτως εἰπεῖν– ἀµυντικά καί ἐλήφθησαν λόγῳ τῶν βιαιοπραγιῶν τους κατά τῶν Χριστιανῶν, ὅτι ἀκόµη τά µέτρα αὐτά ἦταν προσωρινά καί, τέλος, ὅτι στήν πραγµατικότητα τά µέτρα αὐτά, συνειδητά, δέν ἐφαρµόσθηκαν κἄν. Ἔτσι ἐπιβεβαιώνεται τό συµπέρασµα τοῦ συγγραφέα ὅτι ἡ νοµοθεσία τοῦ Ἰουστινιανοῦ ἔδινε µέν ἐνίοτε τήν ἐντύπωση τῆς αὐστηρότητας, ἀλλά ὅτι στήν πραγµατικότητα στίς περιπτώσεις αὐτές δέν ἐφαρµοζόταν.
Μιά φράση πού χαρακτηρίζει γενικά τή νοµοθετική συνείδηση τοῦ Ἰουστινιανοῦ συναντᾶµε στή 18η Νεαρά: «Καί πάντοτε µέν ὁρίζουµε νά γίνει κάτι φιλάνθρωπο. Ἀλλά ἐπειδή αὐτό δέν τό προβλέπει πάντοτε ρητά ὁ νόµος, ντρεπόµαστε κάπως καί συστελλόµεθα (=ἐπειδή ἔτσι «παραβιάζεται» ὁ νόµος). Γιά τόν λόγο αὐτό προβαίνουµε στή νοµοθέτηση, ὥστε νά λυθοῦν τά ζητήµατα καί νά δώσουµε σέ ὅλους τή βοήθεια τοῦ νόµου».
Ἀναφέραµε κάποιες µόνο ἀπό τίς πτυχές τοῦ νοµοθετικοῦ ἔργου τοῦ Ἰουστινιανοῦ, ἑνός προσώπου πολύπλευρου, πού παραµένει µέχρι σήµερα οὐσιωδῶς ἄγνωστο ἤ ἀκόµη καί ἀντιλεγόµενο. Τό βιβλίο, ἄν καί σχετικά σύντοµο, εἶναι ἀξιοσηµείωτα πλούσιο σέ περιεχόµενο καί παρουσιάζει καί ἄλλες, ἀπό τίς ὁλότελα ἄγνωστες ἤ λίγο µελετηµένες πτυχές τῆς δραστηριότητας τοῦ ἁγίου αὐτοκράτορα, καί µεταξύ αὐτῶν τή θεολογική δραστηριότητά του καί τίς ἐνέργειές του σχετικά µέ τήν Ε΄ Οἰκουµενική Σύνοδο. Ὅλα αὐτά βέβαια πρέπει νά τύχουν εἰδικῆς προσοχῆς καί ἐξέτασης. Ἐλπίζουµε δέ ὅτι στό µέλλον θά βρεθοῦν ἐρευνητές καί ἱστορικοί καί θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι θά συνεχίσουν ἀντάξια τό ἔργο τοῦ π. Γεροστεργίου.
Κωνσταντῖνος Βούλγαρης
Δικαστικός
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 201
Μάϊος 2019
* Εἰσήγηση στήν παρουσίαση τοῦ βιβλίου «Ἰουστινιανός, ὁ Μέγας Αὐτοκράτωρ καί Ἅγιος»