Ο  ΑΝΘΡΩΠΟΣ  ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΣ  (482-565) ΚΑΙ  Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ (527-565)

201 NVol 1

Ο  ΑΝΘΡΩΠΟΣ  ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΣ  (482-565)

ΚΑΙ  Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ (527-565)* 

Σεβαστοί πατέρες, ἀξιότιµες κυρίες καί ἀξιότιµοι κύριοι,

Οἱ ἐκδόσεις µας «ΥΠΑΚΟΗ» σᾶς καλωσορίζουν καί σᾶς εὐχαριστοῦν γιά τήν παρουσία σας.

Ηρθαµε, ἀπόψε, γιά νά σᾶς παρουσιάσουµε ἕνα βιβλίο καί ὄχι ὁποιοδήποτε βιβλίο. Πολλά εἶναι τά βιβλία πού γράφονται ἀπό ἱστορικούς, γιατί εἶναι εὔκολο νά κοιτάζει ἐκ τῶν ὑστέρων κανείς τή ζωή τῶν ἀνθρώπων καί νά λέει τή γνώµη του. Τόν τελευταῖο καιρό, µάλιστα, στήν Εὐρώπη, οἱ καθηγητές συνηθίζουν νά βάζουν τούς φοιτητές νά βαθµολογοῦν τό ἔργο τῶν ἀνθρώπων πού µελετοῦν καί τούς παροτρύνουν, µέ ἄριστα τό ἑκατό, νά κρίνουν καί νά βάζουν βαθµό σέ ἕνα αὐτοκράτορα, γιά τή δουλειά πού ἔκανε στήν οἰκονοµία, στήν ἐξωτερική πολιτική, στή θρησκευτική του πολιτική κλπ. Μόνο στούς σύγχρονους πολιτικούς δέν τολµάει κανείς, οὔτε καθηγητής οὔτε φοιτητής νά βγεῖ δηµόσια νά βαθµολογήσει τίς διοικητικές ἱκανότητές τους.

201 NVol 2

* Εἰσήγηση στήν παρουσίαση τοῦ βιβλίου «Ἰουστινιανός, ὁ Μέγας Αὐτο-* Εἰσήγηση στήν παρουσίαση τοῦ βιβλίου «Ἰουστινιανός, ὁ Μέγας Αὐτο-κράτωρ καί Ἅγιος»

Τέλος πάντων, µέσα σ᾽αὐτό τό πέλαγος καί στά πολλά λόγια πού λέγονται καί γράφονται, εἶναι πάρα πολύ δύσκολο νά βρεῖ κανείς “λόγο” πού γράφεται µέ γνώση, µέ σοφία, λόγο, πού νά θυµίζει τή στόφα τῶν παλιῶν πατέρων καί δασκάλων, λόγο, πού νά θυµίζει «τό παλαιόν τῆς Ἐκκλησίας σχῆµα»! Εἴµαστε τυχεροί πού ἔχουµε ἀκόµα πατέρες καί δασκάλους ὅπως ὁ πατήρ Ἀστέριος Γεροστέργιος, ὁ συγγραφέας αὐτοῦ τοῦ πολύτιµου βιβλίου, τό ὁποῖο σᾶς παρουσιάζουµε ἀπόψε.

Τό βιβλίο, ὅπως βλέπετε καί ἀπό τόν τίτλο του, µιλάει γιά τόν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανό. Δέν νοµίζω νά ὑπάρχουν πολλοί ἄνθρωποι, τοὐλάχιστον στήν πατρίδα µας, πού νά µήν τόν ἔχουν ἔστω ἀκουστά. Εἶναι ὅµως ἐλάχιστοι αὐτοί, πού γνωρίζουν µέ λεπτοµέρειες τή ζωή του καί τό ἀντίκτυπο πού εἶχε ἡ ζωή του στή ζωή καί στήν ἱστορία τοῦ κόσµου, καί ἰδιαίτερα στή ζωή καί στήν ἱστορία τοῦ δικοῦ µας λαοῦ. Τό βιβλίο ἑστιάζεται κυρίως στη θεολογική παρακαταθήκη τοῦ µεγάλου αὐτοῦ αὐτοκράτορα, ὅπως καί στό νοµικό του ἔργο καί, γι᾽αὐτά θά σᾶς µιλήσουν οἱ ἁρµόδιοι, ἐγώ δέν ἔχω ἐκεῖ δουλειά. Σέ µένα πέφτει τό ἄχαρο ἔργο νά σᾶς παρουσιάσω τήν κοσµική εἰκόνα µιᾶς ἐποχῆς τόσο ὅµοιας, ὅσο καί ἀντίθετης ἀπό τή δική µας. Ὅµοιας γιατί οἱ ἄνθρωποι εἶναι χθές καί σήµερα οἱ ἴδιοι καί γιατί ἡ ἐποχή ἐκείνη, ὅπως καί ἡ δική µας, εἶναι ἐποχές µεταβατικές, ἐποχές πού εξελίσσουν µιά νέα νοοτροπία. Ἀντίθετες εἶναι, γιατί, τότε ὁ κόσµος πάσχιζε νά µάθει πῶς πρέπει νά ζεῖ χριστιανικά, ἐνῶ ὁ δικός µας κόσµος πασχίζει νά ξε-µάθει ὅ,τι µᾶς ἔµαθε ὁ κόσµος τοῦ Ἰουστινιανοῦ, δηλαδή, πασχίζει νά µάθει πῶς θά ἀποχριστιανίσει τήν οἰκουµένη.

Εἶναι δύσκολο νά πεῖ κανείς τόσα πολλά σέ λίγη ὥρα, γιατί, ὁ χρόνος εἶναι ἕνα κουβάρι µαλλί, πού κάποτε εἶχε τήν πρώτη ἀρχή του, καί ἀπό τότε, ἐξακολουθεῖ νά τυλίγεται, µέχρι πού θά φτάσει τήν τελευταία ἄκρη του. Ὅπως καταλαβαίνετε, ἕνα κουβάρι µαλλί, εἶναι ἕνα σύνολο, δέν µπορεῖς νά τό ξετυλίξεις ἀκριβῶς στό σηµεῖο πού θέλεις, γιατί αὐτό τό σηµεῖο, εἶναι ἑνωµένο µέ τά προηγούµενα καί µέ τά ἑπόµενα σηµεῖα του.

Πολύ περισσότερο, δέν µπορεῖς νά ἀποµονώσεις τή ζωή ἑνός ἀνθρώπου καί νά προσπαθήσεις νά τόν γνωρίσεις, ἀγνοῶντας τόν κόσµο πού ἔζησε καί τήν ἐποχή του. Ἄν, γιά παράδειγµα, κάποιος στό µέλλον θέλει νά γνωρίσει τή δική µας ἐποχή, εἶναι δυνατόν νά τήν καταλάβει, ἄν δέν µελετήσει άπό τόν προηγούµενο αἰῶνα, τή Ρωσική ἐπανάσταση καί τούς δύο µεγάλους πολέµους, πού διαµόρφωσαν τήν κατάσταση τοῦ κόσµου µας;

Ἔτσι κι ἐµεῖς, δέν µποροῦµε νά καταλάβουµε τήν ἀρχή τοῦ ἕκτου αἰῶνα, ἄν δέν δοῦµε πῶς τέλειωσε ὁ πέµπτος. Ὁ ε´αἰῶνας! Ἡ ἐποχή τῶν βαρβάρων! Καί πῶς τέλειωσε ὁ πέµπτος! Τέλειωσε µ᾽ ἕνα τέλος! Μ᾽ ἕνα θάνατο, µέ µιά πτώση, ἤ, ὅπως θέλουν νά τήν ὀνοµάσουν οἱ σύγχρονοι ἱστορικοί, µέ µιά µεταµόρφωση! Ὅπως καί νά τό πεῖς, τό τέλος τοῦ πέµπτου αἰῶνα, σηµαίνει καί τό τέλος τῆς Ρώµης, ὄχι µέ µία, ἀλλά µέ δυό καταλήψεις καί λεηλασίες, τή µία τόν Αὔγουστο τοῦ 410, πού ἔπεσε στούς Βησιγότθους τοῦ Ἀλάριχου καί τή δεύτερη καί τελειωτική, τό 455, πού ἔπεσε στούς Βανδάλους τοῦ Γιζέριχου!

Τό ἀστεῖο εἶναι ὅτι οἱ βάρβαροι πού θεωροῦνται ὑπεύθυνοι γιά τήν πτώση -ἤ µεταµόρφωση- τῆς Ρώµης, δέν εἶχαν καµµία διάθεση νά τήν κατακτήσουν. Αὐτό πού ζητοῦσαν ἀπό τήν ἀρχή, ἦταν νά τούς δοθεῖ µιά περιοχή νά ἐγκατασταθοῦν. Ἡ ἴδια ἡ Ρώµη δέν εἶχε πιά καµµιά γοητεία, καµµιά αἴγλη, τίποτα τό ποθητό, τίποτα τό ἀξιοζήλευτο, πού νά τό ἐπιθυµοῦν. Ἀκόµη κι οἱ τελευταῖοι της αὐτοκράτορες τήν εἶχαν ἐγκαταλείψει καί εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στή Ραβέννα. Ὁ τελευταῖος, µάλιστα, ἕνα νεαρό αγόρι, πού, µᾶλλον ἀπό εἰρωνεία τῆς τύχης ὀνοµαζόταν Romulus Augustulus (δηλαδή, Ρωµύλος σάν τόν ἱδρυτή τῆς Ρώµης καί Αὐγουστῖλος, µιά παραφθορά τοῦ τίτλου, πού καθιέρωσε ὁ πρῶτος ἔνδοξος αὐτοκράτορας Ὀκταβιανός, πού δηµιούργησε τόν τίτλο Αὔγουστος) ὅταν ἐκθρονίστηκε ἀπό τόν βάρβαρο στρατηγό Ὀδόακρο, πῆγε νά ζήσει µέ κάποιους συγγενεῖς του στήν Καµπανία, ἔχοντας ἐξασφαλίσει µιά πολύ ἄνετη σύνταξη.       

Ἀλλά οὔτε κι οἱ νικητές βάρβαροι εἶχαν καµµία διάθεση νά πάρουν αὐτοκρατορικό τίτλο, γι᾽αὐτό ὁ Ὀδόακρος, µετά τήν ἐκθρόνιση τοῦ Ρωµύλου Αὐγουστίλου, ἔστειλε µία πρεσβεία µέ τά αὐτοκρατορικά διάσηµα στήν Κωνσταντινούπολη, νά τά παραδώσουν στόν αὐτοκράτορα Ζήνωνα, δηλώνοντας ὅτι δέν διεκδικοῦσε γιά τόν ἑαυτό του τίποτα περισσότερο ἀπό τόν τίτλο τοῦ Πατρίκιου καί τή διακυβέρνηση τῆς Ἰταλίας, στό ὄνοµα τοῦ αὐτοκράτορα!

Ἡ Δυτική Ρωµαϊκή αὐτοκρατορία, ἀπ᾽ ὅ,τι φαίνεται, άφέθηκε νά καταρρεύσει µᾶλλον ἀπό πλήξη καί ἀδιαφορία, παρά ἀπό ἄλλο λόγο!

Ὡστόσο, αὐτή ἡ ἀδιαφορία γιά τήν αὐτοκρατορική ἐξουσία, δηµιούργησε στούς Ρωµαίους τῆς Δύσης τήν ἀνάγκη νά στραφοῦν σέ µιά ἄλλη ἐξουσία, γιά ἀσφάλεια. Ἔτσι, άρχίζει να διαµορφώνεται ὁ ρόλος τοῦ Πάπα, ἤ, ὅπως λέει ὁ Norwitch, “τότε ἀρχίζει ἡ µεσαιωνική Παπική ἐποχή”!

Καί ἐνῶ αὐτές οἱ ἀνακατατάξεις συµβαίνουν στή Δύση, στήν Ἀνατολική Ρωµαϊκή αὐτοκρατορία, συµβαίνουν ἐπίσης ἀνακατατάξεις, ἄλλου εἴδους, τό ἴδιο ὅµως καθοριστικές γιά τό µέλλον της. Ἐδῶ, ἐκτός ἀπό τούς βαρβάρους καί τούς πολέµους, οἱ αἱρέσεις ἀπειλοῦν τήν τάξη καί τήν ὁµαλή λειτουργία τοῦ κράτους. Γιατί; Γιατί ἡ Πίστη, γιά τούς πολίτες τῆς Νέας Ρώµης καί ὅλης τῆς Ἀνατολῆς, πού πάντα εἶχε κλίση πρός τό µυστικισµό, ἦταν τό σηµαντικώτερο πρᾶγµα στή ζωή τους. Καί ὁ λαός, σ᾽αὐτό τό τµῆµα τῆς αὐτοκρατορίας, εἶχε σηµαντική συµµετοχή καί στά πολιτικά, καί στά θρησκευτικά πράγµατα. Ὁ λαός ἦταν πού, ὅταν πρίν ἑκατό χρόνια περίπου, ἐξώρισαν τον πατριάρχη του, τόν Ἅγιο Ἰωάννη τό Χρυσόστοµο, εἶχε βάλει φωτιά σέ δηµόσια κτίρια καί εἶχε κάψει καί τον πρῶτο ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας, τόν ὁποῖο ἔχτισε καί πάλι ὁ Θεοδόσιος ὁ Β´, ὁ γιός τῆς Εὐδοξίας, τῆς αὐτοκράτειρας πού ἔγινε αἰτία νά ἐξοριστεῖ ὁ ἅγιος.

Ἀκόµα κι ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας ἔπρεπε νά ἔχει τήν ἔγκριση τοῦ λαοῦ. Τοῦ λαοῦ καί τοῦ στρατοῦ. Ὁ στρατός, ἀνακήρυσσε τούς αὐτοκράτορες στό Ἕβδοµο, τό προάστειο, ἔξω ἀπό τά χερσαῖα τείχη, ὅπου γινόταν ἡ στρατιωτική ἐκπαίδευση, τά γυµνάσια καί οἱ παρελάσεις. Ὁ λαός τόν ὑποδεχόταν, ὅταν ἀπό τό Ἕβδοµο ἔµπαινε στήν Πόλη του, περνῶντας ἀπό τήν περίφηµη  Χρυσῆ Πύλη, τήν Πύλη πού ἄνοιγε µόνο γιά τόν αὐτοκράτορα, γιά τή στέψη του καί γιά τούς θριάµβους του.

Ἔτσι, µετά τό θάνατο τοῦ αὐτοκράτορα Ζήνωνα, καί ἐνῶ ὁ διάδοχός του εἶχε πεθάνει ἀπό τήν ἔκφυλη ζωή του καί τά ἀφροδίσια νοσήµατα, ὁ λαός ἦταν πού διάλεξε ἕναν ἀφανῆ µέν ἄνθρωπο, γνωστό ὅµως γιά τήν ἀρετή του καί τήν εὐσέβειά του, τόν Φλάβιο Ἀναστάσιο, παρ᾽ὅλο πού αὐτός δέν ἦταν νέος, εἶχε περάσει τά ἑξῆντα, καί δέν εἶχε κάτι ἀξιοπρόσεκτο νά ἐπιδείξει, ἐκτός ἀπό τό ὅτι ἔκανε κάποιο εἶδος Κατηχητικό στήν Ἁγία Σοφία. Ἐκτός ὅµως ἀπό αὐτό, δέν εἶχε διακριθεῖ σέ κανένα τοµέα. Κι ὅµως, γι᾽αὐτόν καί µόνο τό λόγο ὁ λαός τόν δέχτηκε µέ ἐνθουσιασµό καί τοῦ φώναζε: ῾Βασίλευε, Ἀναστάσιε, βασίλευε ὅπως ἔζησες.᾽ Βέβαια, ἀργότερα, ὅταν τούς ἀπαγόρευσε τίς θηριοµαχίες στόν Ἱππόδροµο καί ἀπαγόρευσε ἀκόµα καί τά ἰδιωτικά µεταµεσονύχτια γλέντια, δέν τούς ἄρεσε καί πολύ καί µετάνοιωσαν πού τόν διάλεξαν τόσο αὐστηρό!

Αὐτό ἐπίσης πού µείωσε τή δηµοτικότητά του καί δηµιούργησε ταραχές σέ βάρος του, ἦταν ὅτι ἡ εὐσέβειά του, στράφηκε πρός τόν Μονοφυσιτισµό καί, µάλιστα, χωρίς νά τό καταλαβαίνει. Ἐκεῖνος θεωρούσε τόν ἑαυτό του Ὀρθόδοξο καί ἔλεγε ὅτι τόν κατηγοροῦν ἄδικα. Ὁ θρόνος του κινδύνευσε σοβαρά, ὅταν θέλησε νά ἐξορίσει τόν ἐνάρετο καί ἀγαπητό σέ ὅλους πατριάρχη Μακεδόνιο καί τότε ἕνα µεγάλο πλῆθος βάδισε ἀπειλητικά ἐναντίον τοῦ Παλατιοῦ. Τήν κατάσταση ἔσωσε ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης, πού ἔσπευσε στό πλευρό τοῦ αὐτοκράτορα καί ἡσύχασε τό λαό, χωρίς, ὡστόσο, αὐτή ἡ συµπαράσταση, νά σώσει τόν ἴδιο ἀπό τήν ἐξορία!

Τό λαό τόν ἐκπροσωποῦσαν δύο βασικοί φορεῖς, δύο παρατάξεις, πού ὀνοµάζονταν Δῆµοι: οἱ Γαλάζιοι (Βένετοι) καί οἱ Πράσινοι. Αὐτοί, ἀρχικά ξεκίνησαν σάν ἀντίπαλες ὁµάδες, πού ὑποστήριζαν δύο διαφορετικά χρώµατα στίς ἁρµατοδροµίες τοῦ Ἱπποδρόµου. Ὕστερα ὅµως, µπῆκε στό παιχνίδι ἡ πολιτική καί τό κράτος θέλησε νά ἐλέγξει τή λαϊκή δύναµη, ἐλέγχοντας αὐτές τίς ὁµάδες. Οἱ ἀρχηγοί τους ἄρχισαν νά διορίζονται ἀπό τήν κυβέρνηση καί νά παίρνουν κρατικές ἁρµοδιότητες, ὅπως τό νά εἶναι ὑπεύθυνοι γιά τή συντήρηση τῶν τειχῶν καί νά ἔχουν καθήκοντα φρούρησης. Ἔτσι, σέ ὅλες τίς µεγάλες πόλεις τῆς αὐτοκρατορίας, οἱ Δῆµοι, εἶχαν σχεδόν πολιτικό καί ἀστυνοµικό ρόλο καί, οἱ αὐτοκράτορες, φρόντιζαν νά ἔχουν καλές σχέσεις καί νά κρατοῦν τούς Δήµους εὐχαριστηµένους, ἄν ἤθελαν τήν ἡσυχία τους.

Αὐτές οἱ δύο παρατάξεις, λοιπόν, ἀντιπροσώπευαν δύο µερίδες τοῦ λαοῦ. Οἱ Βένετοι ἦταν ἡ ἀριστοκρατία, οἱ γαλαζοαίµατοι, οἱ παλιές Ἑλληνο-Ρωµαϊκές οἰκογένειες, κυρίως γαιοκτήµονες. Οἱ Πράσινοι, ἦταν αὐτό πού σήµερα λέµε ῾µεσαία τάξη᾽, δηλαδή ἄνθρωποι τοῦ ἐµπορίου, ἐπιχειρηµατίες καί βιοµήχανοι καί αὐτοδηµιούργητοι κρατικοί ὑπάλληλοι. Οἱ περισσότεροι ἀπό αὐτούς προέρχονταν ἀπό τήν Ἀνατολή καί ἦσαν Μονοφυσῖτες, ἐνῶ οἱ Γαλάζιοι ἐκπροσωποῦσαν τούς Ὀρθοδόξους. Ἀκόµα καί οἱ αὐτοκρατορικές θρησκευτικές πεποιθήσεις φαίνονταν ἀπό ποιόν Δῆµο ὑποστήριζαν οἱ αὐτοκράτορες. Ὁ Ἀναστάσιος, γιά παράδειγµα, ὑποστήριζε τούς Πράσινους, ἐνῶ ἡ Θεοδώρα, παρ᾽ὅλες τίς φῆµες πού τήν ἤθελαν νά συµπαθεῖ τόν Μονοφυσιτισµό, στόν Ἱππόδροµο, χαιρετοῦσε τούς Γαλάζιους καί τούς ἔγνεφε καί τούς ἐπευφηµοῦσε, ἀγνοῶντας τούς Πράσινους.

Ὅταν, λοιπόν, ὁ αὐτοκράτορας Ἀναστάσιος, πολύ ἡλικιωµένος πιά,  πλησίαζε πρός τό τέλος του καί δέν ἤξερε ποιόν νά ὁρίσει διάδοχό του. Ἔκανε µιά ἀπόπειρα νά ἀφήσει τό Θεό νά διαλέξει, µέ τό νά καλέσει σέ δεῖπνο τούς τρεῖς ανηψιούς του καί νά τούς ἑτοιµάσει τρία ἀνάκλιντρα. Σέ ἕνα ἀπό τά τρία, κάτω ἀπό τά µαξιλάρια, εἶχε βάλει ἕνα κοµµατάκι περγαµηνῆς, ὅπου εἶχε γράψει τή λέξη: REGNUM. Ὅποιος ἀπό τούς τρεῖς ἀνηψιούς διάλεγε αὐτό τό ἀνάκλιντρο, θά γινόταν διάδοχος. Ὅµως, φαίνεται ὅτι οἱ δύο ἀπό τούς ανηψιούς ἦταν ἰδιαίτερα "ἀγαπηµένοι", καί κάθησαν στό ἴδιο ἀνάκλιντρο καί τό "τυχερό" ἔµεινε κενό!

Μετά ἀπό αὐτό, ἔγινε ἔντονη προσευχή στήν Κωνσταντινούπολη νά παρουσιάσει ὁ Θεός τή λύση στό πρόβληµα τῆς διαδοχῆς καί εἶπαν στόν Ἀναστάσιο, ὅτι αὐτός πού θά ἔµπαινε πρῶτος τό ἑπόµενο πρωί στόν κοιτῶνα του, αὐτός θά ἦταν ὁ ἐκλεκτός τοῦ Θεοῦ. Καί τό ἑπόµενο πρωί, µπῆκε ὁ Ἰουστῖνος, ὁ Κόµης τῶν Ἐξκουβιτόρων, ὁ θεῖος τοῦ Ἰουστινιανοῦ!

Ὁ Ἰουστῖνος ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ἀπό τή Θράκη, ἐντελῶς ἀγράµµατος καί ἄξεστος, γύρω στά ἑξῆντα ὀχτώ του χρόνια -µεγαλύτερος καί ἀπό τόν Ἀναστάσιο ὅταν ἔγινε αὐτοκράτορας- ἡ δέ γυναῖκα του (πού λεγόταν Λουπικίνα καί σάν αὐτοκράτειρα ὀνοµάστηκε Εὐφηµία) ἦταν ἀκόµα ταπεινότερης καταγωγῆς, γιατί ἦταν σκλάβα, πού τήν εἶχε ἐξαγοράσει ἀπό τόν πρώην ἀφέντη της. Ἦταν ὅµως ἔντιµος ἄνθρωπος καί καλός στή δουλειά του, ὅλοι στό στρατό τόν σέβονταν καί τον ἐκτιµοῦσαν καί, κυρίως, ἦταν Ὀρθόδοξος, ὀπαδός τῶν Γαλάζιων, ἄφοβος ἀντίπαλος τῶν Μονοφυσιτῶν Πράσινων καί τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστάσιου.

Ὁ Ἰουστῖνος εἶχε φέρει τόν ἀνηψιό του τόν Ἰουστινιανό (γιό τῆς ἀδελφῆς του) ἀπό τή Θράκη καί τόν εἶχε υἱοθετήσει καί τοῦ ἔδωσε τήν καλύτερη µόρφωση πού θά µποροῦσε νά ἔχει. Κάποιοι Σλάβοι ἱστορικοί, θέλησαν νά παρουσιάσουν τόν Ἰουστῖνο καί τόν Ἰουστινιανό, σάν Ἰλλυρούς Σλάβους, διόλου παράξενο, ἀφοῦ θέλουν νά παρουσιάσουν καί τόν Μέγα Ἀλέξανδρο Σλάβο, πόσο µᾶλλον τόν Ἰουστινιανό. Αὐτά ὅµως εἶναι ἀστεῖα πράγµατα καί, ὅπως γράφει καί ὁ πατήρ Ἀστέριος, ὁ Βρετανός ἱστορικός James Bryce, ἦταν ὁ πρῶτος πού ἀποκατέστησε τήν ἀλήθεια, πέρα ἀπό κάθε ἀµφιβολία. Τό 518, πού πέθανε ὁ αὐτοκράτορας Ἀναστάσιος, ὁ Ἰουστινιανός ἦταν 37 ἐτῶν καί ὑπηρετούσε στά Τάγµατα τῶν Σχολῶν καί, βέβαια, ὅταν ὁ θεῖος του ἀνέβηκε στό θρόνο, τόν ἀνέβασε κι αὐτόν στά µεγαλύτερα ἀξιώµατα. Τό 521 ἐξελέγη Ὕπατος καί ἡ γιορτή πού ἔγινε στόν Ἱππόδροµο δέν εἶχε προηγούµενο καί σέ λαµπρότητα, ἀλλά καί σέ σπατάλη. Καί ἐκεῖνος ὅµως βοηθοῦσε τόν θεῖο του µέ µεγάλη ἀφοσίωση, κάνοντας ἀρχή ἀπό τίς διαπραγµατεύσεις καί τήν συµφιλίωση µέ τόν Πάπα, µέ τόν ὁποῖο ἡ ρήξη εἶχε ξεκινήσει ἀπό τό 484.

Γύρω στό 520, συνάντησε τή µελλοντική σύζυγό του, τή Θεοδώρα, γιά τήν µέχρι τότε ζωή τῆς ὁποίας ἔχουν γραφεῖ πολλά, τά ὁποῖα δέν ἔχει νόηµα νά ἐπαναλάβουµε. Ἡ οὐσία εἶναι ὅτι, ὅποια κι ἄν ἦταν ἡ µέχρι τότε ζωή της, ὅταν ἐπέστρεψε ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου εἶχε ἀκολουθήσει ἕναν ἄνδρα ὁ ὁποῖος τήν ἐγκατέλειψε, εἶχε µεγάλη ἀλλαγή, ἀλλά καί µιά µεγάλη συµπάθεια στόν Μονοφυσιτισµό. Τό περίεργο εἶναι ὅτι αὐτή πού ἦταν ἐνάντια στό γάµο τους, ἦταν ἡ ἴδια ἡ αὐτοκράτειρα, ἡ µόνη πού θά ἔπρεπε νά ἔχει συµπάθεια καί κατανόηση, ἀφοῦ κι ἐκείνης ἡ ζωή, ὅσο ἦταν σκλάβα, δέν διέφερε καί πολύ ἀπό τῆς Θεοδώρας. Ὅσο ἡ αὐτοκράτειρα ζοῦσε, ὁ γάµος ἦταν ἀδύνατο νά γίνει, ἀλλά πέθανε τό 524, καί τό 525, ὀ Ἰουστινιανός καί ἡ Θεοδώρα παντρεύτηκαν στήν Ἁγία Σοφία. Δύο χρόνια ἀργότερα, στίς 4 Ἀπριλίου 527, στέφθηκαν συναυτοκράτορες καί, ὅταν ὁ Ἰουστῖνος πέθανε, τήν 1η Αὐγούστου, τοῦ ἴδιου ἔτους ἔµειναν οἱ µόνοι κυβερνῆτες τῆς Ἀνατολικῆς Ρωµαϊκῆς αὐτοκρατορίας. Τό ὅτι ἡ διακυβέρνηση ἦταν κοινή µέ τή Θεοδώρα, ἔγινε ἀπό τήν ἀρχή σαφές σέ ὅλους. Τό ἴδιο σαφές ὅµως εἶναι τό ὅτι τά ὅρια ξεπεράστηκαν κάποιες φορές ἀπό τήν πλευρά της.

Σύµφωνα µέ µαρτυρίες συγχρόνων ἱστορικῶν, ὁ Ἰουστινιανός ἦταν µέτριος στό ἀνάστηµα, κάπως γεµᾶτος, κοκκινοµάλλης καί κοκκινοπρόσωπος. Ἦταν λιτός στό φαγητό του, κοιµόταν ἐλάχιστα καί ἐργαζόταν πάρα πολλές ὧρες ἀκούραστα. Ἐνῶ ὅµως προσωπικά ἦταν τόσο λιτοδίαιτος ἄνθρωπος, ἡ δηµόσια ζωή του ἦταν ἐξαιρετικά σπάταλη. Τό ὑγιές περίσσευµα πού εἶχε ἀφήσει στό αὐτοκρατορικό ταµεῖο ὁ τσιγκούνης αὐτοκράτορας Ἀναστάσιος, ἐξαντλήθηκε πολύ γρήγορα καί, ποιός εἶναι ὁ εὐκολότερος καί  γρηγορώτερος τρόπος νά γεµίσουν καί πάλι τά ταµεῖα; Φυσικά, οἱ φόροι.

Ὅµως, παρά τό ὅτι ξεκίνησε µέ τήν δικαιολογηµένη ἀπειρία κάποιου πού µόλις ξεκινάει ἕνα ἔργο, ἡ διάθεσή του ἦταν νά κάνει τήν Κωνσταντινούπολη Βασιλεύουσα ἀνάµεσα σ᾽ὅλες τίς µεγάλες πόλεις τοῦ κόσµου καί, κυρίως, χριστιανική, γι᾽αὐτό καί τά ἔργα ἦταν ἀνάλογα µέ τά ἔξοδα.

Ἡ πρώτη ἐκκλησία πού ἔχτισε ἦταν ἡ Παναγία τῶν Βλαχερνῶν, στό σηµεῖο ὅπου τά τείχη τοῦ Θεοδοσίου κατεβαίνουν πρός τό Χρυσοῦν Κέρας καί ἡ δεύτερη, ὁ ναός τῶν Ἁγίων  Μαρτύρων Σεργίου καί Βάκχου, ὁ ὁποῖος, στίς µέρες µας, εἶναι τό δεύτερο σέ σπουδαιότητα µνηµεῖο, µετά τήν Ἁγία Σοφία. Ἀλλά καί ὁ Περσικός πόλεµος καί ἡ ῾ἀπέραντος εἰρήνη᾽, πού ἀκολούθησε, στοίχισαν µιά τεράστια ποσότητα χρυσοῦ στό δηµόσιο ταµεῖο. Τήν ἐξασφάλιση τῶν ἀπαραίτητων πόρων τήν ἀνέθεσε στόν Ἰωάννη Καππαδόκη, ἕναν ὀλιγογράµµατο ἄνθρωπο ἀπό τήν Καισαρεία, ἕναν ἄνθρωπο ἀδίσταχτο καί ἀνάλγητο, ὁ ὁποῖος δέν ὑπολόγιζε κανέναν προκειµένου νά πετύχει τό σκοπό του. Ἴσως, ἄν ζοῦσε σήµερα, νά διέπρεπε σάν ῾οἰκονοµολόγος᾽ στήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση!…

Τό ἴδιο ἀντιπαθής καί ἀδίστακτος, ἀλλά πολύ καλός στή δουλειά του ἦταν καί ὁ Τριβωνιανός ἕνας εἰδωλολάτρης ἀπό τήν Παµφυλία, στόν ὁποῖο ἀνέθεσε τό νοµικό τοµέα καί ὁ ὁποῖος ὁλοκλήρωσε τόν περίφηµο Ἰουστινιάνειο Κώδικα στίς 8 Ἀπριλίου τοῦ 529, µέσα σέ 14 µόλις µῆνες, καθώς καί, ἀργότερα, ἐξέδωσε καί τά ἄλλα δύο ἔργα, τούς Πανδέκτες καί τίς Εἰσηγήσεις.

Μπορεῖ, λοιπόν, οἱ συνεργάτες του νά ἦταν ἱκανώτατοι, ἀλλά ὄχι πάντα ἠθικοί καί συµπαθεῖς καί, στήν ἀρχή τῆς βασιλείας του, παρ᾽ὅλη τήν πρόοδο τῆς αὐτοκρατορίας, οὔτε ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας δέν ἦταν ἀγαπητός. Κι ὅταν ἡ φορολογία ἔγινε ἀβάσταχτη, ἡ λαϊκή ὀργή ἄρχισε νά συσσωρεύεται.

Γι᾽αὐτό, ὅταν στίς 13 Ἰανουαρίου τοῦ 532 στάθηκε στό αὐτοκρατορικό θεωρεῖο στόν Ἱππόδροµο καί ἔδωσε τό σῆµα νά ἀρχίσουν οἱ ἀγῶνες, εἶδε τούς Βένετους καί τούς Πράσινους γιά πρώτη φορά νά ξεχνοῦν τίς διαφορές τους καί νά συµµαχοῦν µεταξύ τους -ἀλλά ἐναντίον του! Καί γιά πρώτη φορά ἡ ἰαχή “Νίκα, Νίκα” δέν ἀπευθυνόταν στούς ἁρµατηλάτες γιά νά τούς ἐνθαρρύνει, ἀλλά στόν αὐτοκράτορα γιά νά τόν ἀπειλήσει! Ἡ περίφηµη Στάση τοῦ Νίκα, εἶχε ἀρχίσει.

Ὁ λαός, ὁδηγηµένος ἀπό τούς δύο Δήµους,  ξεχύθηκε στούς δρόµους καίγοντας καί καταστρέφοντας. Ὁ καπνός ἔκανε πέντε µέρες νά καθαρίσει, κι ἀνάµεσα στά κατεστραµµένα κτίρια ἦταν οἱ µεγάλοι ναοί τῆς ἁγίας Εἰρήνης καί τῆς ἁγίας Σοφίας. Τή δεύτερη µέρα τό πλῆθος ξαναγύρισε στόν Ἱππόδροµο καί ἀπαίτησε τήν ἀπόλυση τοῦ Ἰωάννου Καππαδόκη, τοῦ Τριβωνιανοῦ καί τοῦ Ἐπάρχου Εὐδαίµονος κι ὁ Ἰουστινιανός, τροµαγµένος, ἔδωσε ὑπόσχεση ὅτι θά τούς ἀπεµάκρυνε. Ὡστόσο, οἱ στασιαστές εἶχαν σύρει σχεδόν µέ τή βία τόν Ὑπάτιο, ἕναν ἡλικιωµένο ἀνηψιό τοῦ προηγούµενου αύτοκράτορα καί τόν ἔστεψαν παρά τή θέλησή του.

Ἡ ταραχή ἦταν τόση, ὥστε οἱ στρατηγοί του συµβούλεψαν τόν Ἰουστινιανό νά φύγει ἀπό τήν Πόλη καί, θά τούς ἄκουγε, ἄν δέν ἀρνιόταν ἡ Θεοδώρα καί δέν ἐπέµενε νά µείνουν. Τά λόγια της, πού ἔχουν µείνει καταγεγραµµένα, κάνουν ἐντύπωση γιά τόν τρόπο πού ἀπευθύνεται πρός τό σύζυγό της, ἀλλά δέν κάνει ἐντύπωση γιά µιά γυναῖκα τῆς δικῆς της προηγούµενης ζωῆς τό νά προτιµάει νά πεθάνει βασίλισσα ἀπό τό νά ἐπιστρέψει ἐκεῖ ἀπό ὅπου ξεκίνησε.

Ἡ στάση τοῦ Νίκα πνίγηκε τελικά στό αἷµα. Ὁ στρατηγός Βελισσάριος, ἕνας ἐκρωµαϊσµένος νεαρός Θρᾶξ καί ὁ στρατηγός Μοῦνδος, ἀπό τήν Ἰλλυρία, άρχηγός µιᾶς µεγάλης ὁµάδας Σκανδιναυῶν µισθοφόρων, ἔκλεισαν µέσα στόν Ἱππόδροµο 30 ἤ 40.000 ἀνθρώπους καί τούς κατέσφαξαν, ἐνῶ ὁ Ἀρµένιος εὐνοῦχος Ναρσῆς σκόρπιζε ἀφειδῶς χρήµατα, δωροδοκῶντας τούς πολῖτες γιά νά κερδίσει τήν εὔνοιά τους ὑπέρ τοῦ αὐτοκράτορα. Ἡ ἐπανάσταση κράτησε µιά ἑβδοµάδα καί ἀπό τότε τά προνόµια καί ἡ ἐλευθερία τῶν Δήµων περιορίστηκαν. Ὁ ταλαίπωρος ὁ Ὑπάτιος ὁδηγήθηκε µπροστά στόν Ἰουστινιανό, ὁ ὁποῖος θά τόν ἐλεοῦσε, ἄν καί πάλι δέν ἐπενέβαινε ἡ Θεοδώρα νά ἀπαιτήσει τήν τιµωρία του. Ὁ σύζυγός της τήν ὑπάκουσε, ὅπως ἔκανε σχεδόν πάντα, κι ὁ Ὑπάτιος µαζί µέ τόν ἀδερφό του ἐκτελέστηκαν καί τά σώµατά τους ρίχτηκαν στή θάλασσα.

Ὁ Ἰωάννης Καππαδόκης κι ὁ Τριβωνιανός ἐπέστρεψαν στίς θέσεις τους, ἀλλά οἱ φόροι µειώθηκαν καί ἡ ἀγανάκτηση τοῦ λαοῦ ἔγινε µάθηµα σέ ὅλους. Ὡστόσο, ἡ Πόλη εἶχε γίνει σχεδόν ἐρείπια καί ἔπρεπε νά ξαναγυρίσει στήν προηγούµενη δόξα της. Καί στίς 23 Φεβρουαρίου τοῦ 532, ὁ Ναός τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, ἄρχισε νά κτίζεται γιά τρίτη καί τελευταία φορά!

Ἀφοῦ λοιπόν, τακτοποιήθηκαν τά ἐσωτερικά τῆς Ἀνατολικῆς Ρωµαϊκῆς αὐτοκρατορίας, καί ὑπεγράφη ἡ “ἀπέραντος εἰρήνη”, ὅπως ὀνοµάστηκε, µέ τούς Πέρσες, ὁ Ἰουστινιανός στράφηκε καί στό Δυτικό τµήµα της καί θέλησε νά ἑνοποιήσει καί πάλι τά δύο τµήµατα τῆς αὐτοκρατορίας, σύµφωνα µέ τήν ἐπιθυµία του νά ὑπάρχει ἕνα Κράτος, ἕνας Νόµος, µία Ἐκκλησία.

Δέν θά σᾶς κουράσω µέ τήν περιγραφή τῶν πολέµων στήν Ἰταλία, οἱ ὁποῖοι ἦσαν κατά τό πλεῖστον νικηφόροι. Δέν χρειάζεται νά πεῖ κανείς τίποτε, γιατί οἱ χάρτες µιλοῦν µόνοι τους. Ἡ Ρώµη ξανακερδήθηκε καί ποτέ ξανά τά σύνορα τῆς αὐτοκρατορίας δέν ἔφτασαν ἀπὀ τή µιά ἄκρη τῆς Μεσογείου στήν ἄλλη, ἀπό Ἀνατολή σέ Δύση, ἀπό Βορρᾶ σέ Νότο, ἀπό τή Σινώπη καί τήν Τραπεζοῦντα στήν Αἴγυπτο, τή βόρεια Ἀφρική καί τήν Ἱσπανία.

Μαζί ὅµως µέ τή δόξα, ἡ αὐτοκρατορία γνώρισε καί µεγάλες καταστροφές. Τό 530, ἔχει καταγραφεῖ ὅτι ὁ Θεός φάνηκε ὅτι ἐγκατέλειψε τήν αυτοκρατορία, ὁ ἀέρας ἔγινε τοξικός καί ὁ ἥλιος, ἐνῶ ἔλαµπε στόν οὐρανό, δέν ἔδινε καθόλου ζέστη καί µεγάλη πεῖνα, τόσο µεγάλη, ὅσο ποτέ δέν εἶχε ξαναγίνει, ἁπλώθηκε καί στήν Εὐρώπη καί στήν Ἀνατολή.

Τό 542 ἡ ἐπιδηµία Βουβωνικῆς πανώλης, κόστισε χιλιάδες ζωές, ἔφτασε µέχρι τό Παλάτι καί ἔπληξε καί τόν ἴδιο τόν αὐτοκράτορα, πού, ὅµως ἐπέζησε καί, τό 551, ἕνας τροµερός σεισµός ἔγινε αἰσθητός ἀπό τήν Ἀντιόχεια µέχρι τήν Ἀλεξάνδρεια καί ἀκολουθήθηκε ἀπό τεράστια κύµατα. Τά θύµατα πέρασαν τίς 30.000!

Θά ἤθελα νά τελειώσω, µένοντας σέ δύο πτυχές τῆς προσωπικότητας τοῦ Ἰουστινιανοῦ, πού µοῦ ἔχουν κάνει ἐντύπωση. Ἡ πρώτη εἶναι ἡ ἀντίδρασή του στή δολοφονία τοῦ βασιλέα Γουβάζη, τῶν Λαζῶν, ἑνός λαοῦ τῆς Ἀνατολῆς, µέ τόν ὁποῖο ὁ αὐτοκράτορας εἶχε εἰρήνη. Μιά Ρωµαϊκή στρατιωτική δύναµη εἶχε µείνει στήν περιοχή γιά ἐνίσχυση καί προστασία, ὅταν ἦρθε ἡ εἴδηση ὅτι ὁ Λαζός βασιλιᾶς δολοφονήθηκε ἀπό τούς Ρωµαίους στρατηγούς, πρᾶγµα τό ὁποῖο ἐξώργισε τούς Λαζούς, που ἀπευθύνθηκαν στόν Ἰουστινιανό, ζητῶντας δικαιοσύνη. Πράγµατι, ὁ Ἰουστινιανός ἔστειλε ἕναν ἀδέκαστο συγκλητικό, τόν Ἀγαθία, στόν Καύκασο, νά συγκαλέσει δικαστήριο καί νά κρίνει τά συµβάντα. Τό δικαστήριο βρῆκε ἐνόχους τούς στρατηγούς καί τούς καταδίκασε σέ θάνατο. Ἡ φιλία τῶν Λαζῶν ἐξασφαλίστηκε, ὅπως ἐξασφαλίστηκε καί ἡ φήµη τῆς δικαιοσύνης τοῦ αὐτοκράτορα.

Ἡ δικαιοσύνη αὐτή, ὅµως, ἄφησε ἔξω τό µεγάλο καί ἀφοσιωµένο στρατηγό Βελισάριο, τό νικητή τῆς στάσης τοῦ Νίκα, τό νικητή τῶν Βανδάλων, αὐτόν πού ἀνακατέλαβε τή Ρώµη, αὐτόν πού ἦταν τόσο ἀφοσιωµένος, ὥστε, ἀκόµα κι ὅταν εἶχε ἀνακληθεῖ ἀπό τήν Ἰταλία καί τοῦ εἶχαν ἀφαιρεθεῖ ἀτιµωτικά τά ἀξιώµατά του καί εἶχε ἀποσυρθεῖ σέ δυσµένεια, ἐπέστρεψε ἀµέσως ὅταν τοῦ ζητήθηκε νά ὑπερασπιστεῖ τήν Κωνσταντινούπολη ἀπό τούς Οὕννους, µόνο καί µόνο γιά νά πέσει καί πάλι σέ δυσµένεια. Κανείς δέν ἀµφισβήτησε ποτέ τήν ἀφοσίωσή του στόν αὐτοκράτορά του, ὅπως δέν ἀµφισβήτησε κανείς τήν ἀγάπη του γιά τήν Ἀντωνίνα, τή σύζυγό του καί φίλη τῆς Θεοδώρας. Κι ὅµως, καί ὁ αὐτοκράτοράς του τόν ἀδίκησε καί ἀπό τή σύζυγό του ἐξευτελίστηκε, ἐνῶ καί οἱ στρατιῶτες του καί ὁ λαός τοῦ εἶχαν µεγάλη ἀγάπη. Καί ἡ λαϊκή ἀγανάκτηση γιά τήν ἄδικη µεταχείρισή του, ἦταν τόση, ὥστε ἔµεινε γιά πολλούς αἰῶνες ἡ φήµη ὅτι εἶχε τυφλωθεῖ ἀπό τόν Ἰουστινιανό! Ὑπάρχει µάλιστα ἕνα ποίηµα τοῦ Τζέτζη ἀπό τόν 11ο αἰῶνα, πού λέει:

Οὗτος ὁ Βελισάριος ὁ στρατηγός ὁ µέγας,

Ἰουστινιάνειος ὤν ἐν χρόνοις στρατηλάτης,

Πρός πᾶσαν τετραµέρειαν γῆς ἐφαπλώσας νίκας,

Ὕστερον φθόνῳ τυφλωθείς, ὦ τύχης τῆς ἀστάτου

Ἔκπωµα ξύλινον κρατῶν ἐβόα τῷ Μιλίῳ:

Βελισαρίω ὀβολόν δότε τῷ στρατηλάτῃ,

Ὅν τύχη µέν ἐδόξασεν, ἀποτυφλεῖ δ᾽ὁ φθόνος

Ἄλλοι φασί τῶν χρονικῶν µή τυφλωθῆναι τοῦτον,

Ἐξ ἐπιτίµων δ᾽ἄτιµον ἐσχάτως γεγονέναι,

Καί πάλιν εἰς ἀνάκλησιν πάλιν ἐλθεῖν προτέρας.

Ὅπως καί νά ἔχει τό πρᾶγµα, δέν ὑπάρχει ἀµφιβολία ὅτι ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανός ἦταν ὁ κατάλληλος ἄνθρωπος στήν κατάλληλη ἐποχή. Σέ µιά ἐποχή, πού, µπορεῖ νά ἦταν δύσκολη, ἀλλά ἔβγαζε καί µεγάλους ἀνθρώπους. Ὅµως, σέ ὅλες τίς ἐποχές, οἱ µεγάλοι ἄνθρωποι εἶναι πολύ λιγώτεροι ἀπό τίς ἀνάγκες τῆς ἀνθρωπότητας. Γιά σκεφτεῖτε, πῶς θά ἦταν ὁ κόσµος ἄν ὑπῆρχε ἕνας ἀνάλογος ἄνθρωπος στή Δύση; Ἤ, ἄν ὑπῆρχε διάδοχος ἀντάξιος τοῦ µεγάλου αὐτοῦ αὐτοκράτορα,  πού θά συνέχιζε καί θά συµπλήρωνε τό ἔργο του, ἀντί νά τό ἀναιρεῖ, ἤ, ἀκόµα καλύτερα, ἄν ὑπῆρχαν καί στήν Δύση καί στήν Ἀνατολή, ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος νά ἐξασφαλίζει τήν πνευµατική καί τήν πολιτική του διαδοχή σέ κάθε γενεά; Σέ τί κόσµο, ἄραγε, θά ζούσαµε σήµερα;

Νινέττα Βολουδάκη

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 201

Μάϊος 2019

 

 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Angold, M. Byzantium: The Bridge from Antiquity to the Middle Ages. PHOENIX PRESS 2001
  2. Norwich J. J, Byzantium, The Apogee. BCA Penguin Books. London 1991
  3. Christie, N. THE FALL OF THE WESTERN ROMAN EMPIRE, An Archeological & Historical Perspective. BLOOMSBURY ACADEMIC 2011
  4. Kershaw, S. P. A Brief History of the Roman Empire. Robinson London 2013
  5. Goldsworthy A. A Fall of the West: The Slow Death of the Roman Superpower. Weidenfield & Nicolson. London 2009