Ὅταν ἡ κότα δέν κάνει πιά αὐγά
Χθές μέ ἐπισκέφθηκε ἕνας φίλος μου ἀπό παλαιά. Ποιός; Ἐκεῖνος ὁ καλαμπουρτζής πού μέ περίμενε πολλές φορές στό δρόμο γιά νά μοῦ «πουλήσει» μιά ἱστοριούλα γιά ἕνα φλιτζάνι ζεστό καφέ. Τοῦ ἔλειψα, ἰσχυριζόταν, ὅλο αὐτό τόν καιρό. Προσωπικά, δέν ξέρω ἄν τοῦ ἔλειψα ὄντως ἐγώ ἤ τό ζεστό καφεδάκι. Πάντως, ἐμένα μοῦ ἔλειψαν πραγματικά οἱ ὡραῖες καί διδακτικές ἱστορίες του. Τόν ὑπάντησα χαρούμενος, καί μετά τό ζεστό τσαγάκι, τοῦ ζήτησα «βεβαίως, βεβαίως» (γιά νά μή ξεχνᾶμε καί τίς καλές ἀτάκες τοῦ Ἑλληνικοῦ σινεμά!), μιά ἱστορία γιά τήν τρέχουσα ἐποχή μας. Δέν περίμενε πολλά παρακάλια!
«Θά σοῦ πῶ κάποια ἀληθινή ἱστορία πού τήν ἄκουσα πρόσφατα, ἀλλά θά μιλήσω ἀλληγορικά. Πρῶτα ὅμως μία μικρή διευκρίνιση.
Στά μέρη αὐτά τῆς ἀνατολικῆς Εὐρώπης καί κατά τά «πρῶτα» Σοβιετικά, ἀλλά καί στά «δεύτερα ἀριστερά» πού οἱ Ρῶσοι ἐπέβαλαν στίς γειτονικές τους χῶρες, τό κύριο δόγμα πού ἐπικρατοῦσε ἦταν «νά ἐξαλειφθοῦν οἱ ταξικές διαφορές ἀνάμεσα στούς πλουσίους καί τούς φτωχούς». Γι’ αὐτό πολλοί πλούσιοι, πού δέν πρόλαβαν νά φύγουν στό ἐξωτερικό, κλείσθηκαν στίς φυλακές καί τά περιουσιακά τους στοιχεῖα «κρατικοποιήθηκαν» ἤ, σωστότερα, «δημεύθηκαν» διότι στήν πραγματικότητα μοιράσθηκαν μεταξύ τῶν μελῶν τῆς νέας «προλεταριακῆς» ἐξουσίας. Ἀπό ἐκεῖ ἐξ ἄλλου γεννήθηκε καί ὁ σύντομος ὁρισμός τῆς κομμουνιστικῆς κοινωνίας: «Ὅ,τι κατέχεις ἄνθρωπέ μου εἶναι κοινά, ἀνήκει δηλαδή στό κόμμα, ἀλλά τά περιουσιακά στοιχεῖα τῶν μελῶν τοῦ κόμματος δέν σέ ἀφοροῦν!»
Καιρός εἶναι ὅμως νά ἀρχίζω τήν ἱστορία. Σέ κάποιο ἀπομακρυσμένο χωριό, «κλειστό τόπο, μόνο βουνά», ὅπως θά ἔλεγε ὁ Σεφέρης, οἱ «προοδευτικές δυνάμεις» ἵδρυσαν μέ τήν βία –ὅπως παντοῦ στήν χώρα ἐξ ἄλλου– μιά «κολεκτίβα». Οἱ δύο τρεῖς εὐκατάστατοι κάτοικοι τοῦ χωριοῦ μπῆκαν στίς φυλακές γιά «ἀναμόρφωση» καί τά περιουσιακά τους στοιχεῖα «δημεύθηκαν» σύμφωνα μέ τό σοσιαλιστικό κοινωνικοοικονομικό σύστημα. Δέν πέρασε ὅμως πολύς καιρός καί ἡ ἀστυφιλία ἐρήμωσε τό χωριό. Ἔμειναν μονάχα μερικές γριές, τό «προεδρεῖο τῆς κολεκτίβας» καί ἕνας «γέρος», ὁ πρώην «πλούσιος» τοῦ χωριοῦ πού ἐπέστρεψε μετά τήν “ἐκπαίδευσή του” στίς φυλακές. Ἦταν πενηντάρης, ἀλλά μετά ἀπό δέκα χρόνια στίς πιό σκληρές φυλακές φαινόταν γέρος. Τό κρίμα του; Ὅτι ἦταν πλούσιος καί δέν ἀναμειγνυόταν στίς πολιτικές διαμάχες. Ὅτι δέ τύγχανε ὁ μεγαλύτερος εὐεργέτης τῆς περιοχῆς, δέν μετροῦσε καθόλου. Τήν περιουσία του τήν εἶχαν μοιράσει. Τά χωράφια τοῦ τά πῆρε ἡ «κολεκτίβα», ἀλλά, ἐπειδή οἱ νέοι μετανάστεψαν στίς πόλεις, αὐτά ἔμειναν ἀκαλλιέργητα. Γιά τά μεγάλα ζωντανά, τά ἄλογα καί τίς ἀγελάδες, ἡ λύση ἦταν εὔκολη: τά ὁδήγησαν σέ σφαγεῖα. Ἔμειναν μονάχα οἱ κότες, πού δέν εἶχαν ἀνάγκη γιά ἰδιαίτερη φροντίδα. Καί γιά νά ἀποδείξουν ἔμπρακτα ὅτι «τό οἰκονομικό σύστημα βασισμένο στίς ἀρχές τοῦ σοσιαλισμοῦ», φροντίζει τόν κάθε ἄνθρωπο, ἔδωσαν στόν ἀποφυλακισμένο Μανώλη –αὐτό ἦταν τό ὄνομα τοῦ πλουσίου!– γιά κατοικία ἕναν ἀπό τούς παλαιούς στάβλους καί γιά περιουσία ἕναν γερασμένο κόκκορα.
Ὁ Μανώλης τά δέχθηκε ὅλα μέ ταπεινοφροσύνη καί μέ τήν πεποίθηση ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἁγιάζει ἤ καταστρέφει τόν τόπο. «Ὁ Θεός δίνει τήν χάρη Του κι ἐμεῖς τείνουμε τό χέρι μας», ἔλεγε. «Δέν ἔχουμε τίποτε πού νά ἐξαρτιέται μόνο ἀπό ἐμᾶς, τίποτε πού μποροῦμε νά κρατήσουμε ἤ νά ἀρνηθοῦμε νά τό προσφέρουμε. Στόν Θεό θά παραδώσουμε τήν ψυχή μας καί στό χῶμα τό σῶμα μας. Οἱ συνθῆκες τῆς ζωῆς μποροῦν νά μᾶς κάνουν πλουσιότερους ἤ τελείως φτωχούς».
Καί πράγματι σέ λίγο χρόνο, μέ τά λιγοστά ὑπάρχοντά του, ὁ Μανώλης κατάφερε νά μετατρέψει τό στάβλο σέ μικρό σπιτάκι, σέ μικρό «ἀρχονταρίκι». Καί δέν ξεχνοῦσε οὔτε στιγμή τόν κόκορα σύντροφό του πού τόν ἀκολουθοῦσε παντοῦ καί μέ τόν ὁποῖο μοίραζε τήν στέγη καί τά λιγοστά ἀγαθά του.
Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, οἱ «ἀρχόντισσες τοῦ λαοῦ» προσπαθοῦσαν μέ κάθε τρόπο νά ἐκμεταλλευθοῦν τίς κότες τους, νά τίς κλειδώσουν στό σκοτάδι δύο ἤ καί τρεῖς φορές τήν ἡμέρα γιά νά κάνουν περισσότερα αὐγά. Τόν ἀγῶνα ὅμως αὐτό γιά πλεονάσματα ἐξουθένωσαν τά ζῶα. Μερικά ἀπέδρασαν ἀπό τήν μάντρα, ἄλλα πέθαναν ἀπό ἔλλειψη φροντίδας, ἀλλά ἀδυνατοῦσαν πλέον νά κάνουν αὐγά. Ὅπως ἀκριβῶς κι ἐμεῖς σήμερα.
Ὁ Μανώλης γνώριζε κι αὐτός τίς ἐλλείψεις. Ἀλλά προσπαθοῦσε μέ ὅλες του τίς δυνάμεις, ὥστε ὁ κόκοράς του νά μή αἰσθάνεται κάποια ἔλλειψη. Δέν ἤξερε ὅμως τίς κρυφές, θαυματουργές δυνάμεις τοῦ ζώου του. Μιά μέρα, ὅταν ὁ κόκορας εἶδε ὅτι ὁ ἀφέντης τοῦ θυσίασε γιά πολλοστή φορά τό φαγητό του γι’ αὐτόν, ἐγκατέλειψε τό σπίτι ἀποφασισμένος νά κάνει τό πᾶν γιά νά τόν βοηθήσει. Καί πράγματι στίς περιπλανήσεις του, σκάβοντας δεξιά καί ἀριστερά βρῆκε ἕνα πουγκί μέ χρυσά νομίσματα. Γεμάτος χαρά τά ἔφερε στόν ἀφέντη του ὁ ὁποῖος ἀγόρασε ἀμέσως ὅλα τά ἀναγκαῖα γιά τό σπίτι καί ἔκτισε καινούργια κοτέτσι γιά τόν κόκορά του.
Ὅταν στήν κολεκτίβα μαθεύτηκε τό γεγονός, πώς ἕνας περιφρονημένος κόκορας ἐμπλούτισε ξανά τό ἀφέντη του, ἄρχιζαν νά καταπιέζουν ἀκόμη περισσότερο τίς κότες, νά τίς διώχνουν στούς δρόμους γιά νά τούς φέρουν καί αὐτές πλούτη ὅπως ὁ κόκορας.
Καί πράγματι, μετά ἀπό κάμποσο διάστημα ἄκουσαν τά εὐχάριστα κακαρίσματα τῶν κοτῶν πού ἐπέστρεφαν θριαμβευτικά ἀπό τό κυνήγι τοῦ χρυσοῦ. Καί ἀφοῦ κλώσησαν γιά μερικές ὧρες ἀνακοίνωσαν μέ φωνή μεγάλη τά κατορθώματά τους: εἶχαν ὅλες γεμίσει τίς φωλιές τους ἀντί γιά χρυσά αὐγά μέ … ἄχρηστες γυαλιστερές χάνδρες».
* * * * *
Δέν τόν διέκοψα. Ὅταν ὅμως τελείωσε ἄνοιξα κι ἐγώ τό στόμα μου γιά νά τόν προκαλέσω περισσότερο: «Οἱ ἀλληγορίες ἔχουν πάντα καί κάποια ἑρμηνεία. Τήν δικιά σου πῶς ἀκριβῶς νά τήν ἑρμηνεύσω;»
Ἔμεινε ἕνα λεπτό σιωπηλός σάν νά ἀναρωτιόταν: «Νά τήν πῶ, ἤ νά μήν τήν πῶ!» Ἀλλά δέν ἄντεξε πολύ. «Ἐπειδή μόλις πέρασε ἡ Ἐθνική ἑορτή σου λέγω μόνο τα ἑξῆς: Οἱ πατεράδες μας ἦταν “ἀστοί τοῦ κερατᾶ”. Δούλευαν σκληρά. Ζούσανε μέ πολλές ἐλλείψεις. Τρώγανε ψωμί καί ἐλιές, ἀλλά ὡς πιστοί βρίσκονταν πάντα στά “δεξιά του Θεοῦ” καί ὡς ἀληθινοί κοκκόροι μᾶς ἄφησαν μιά χώρα–χρυσάφι. Καί ἐμεῖς “προοδεύσαμε”. Πήγαμε ἀπό ἀριστερά στά πιό ἀριστερά τοῦ Θεοῦ καί ὡς ἀληθινές κότες χαλᾶμε τόν κόσμο μέ τά κακαρίσματά μας ὅταν τυχαίνει νά κάνουμε ἀντί γιά χρυσά αὐγά κάποιες … γυάλινες χάνδρες».
Καί ἀπό τά μάτια τοῦ κύλησε στό μάγουλό του σάν μαργαριτάρι, ἕνα δάκρυ.
π. Ἠλίας Ι. Φρατσέας
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 200
Ἀπρίλιος 2019