Πατήρ Πλακίδας (Pere Placide Deseille)
Ἕνας ἤρεμος, ἀνήσυχος καί ἀκαταπόνητος
στήν ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας
Ρωμαιοκαθολικός μοναχός,
πού ἔγινε Κληρικός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
Ι. ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Ὁ π. Πλακίδας ἐκοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ 92 ἐτῶν στίς 7 Ἰανουαρίου 2018 στό ἀνδρικό μετόχι τῆς Σιμωνόπετρας, πού εἶχε ἱδρύσει στό ὄνομα τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου στό Vercors (μέση Γαλλία, κοντά στήν Grenoble). Στό αὐτοβιογραφικό του κείμενο “Σταθμοί ἑνός προσκυνήματος” σημειώνει ὅτι στούς κόλπους τῆς οἰκογενείας του, ἡ γιαγιά του καί δύο θεῖες του, ἀπό τήν πλευρά τοῦ πατέρα του, τοῦ μετέδωσαν πολύ νωρίς τήν γεύση τῶν θησαυρῶν τῆς Παραδόσεως μέσῳ καί δύο ἔργων γιά τήν ἀρχαία Προσευχή καί τίς ἀρχαῖες Λειτουργίες τῆς Δύσεως καί τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλά καί τῆς εὐσεβείας των.
Δωδεκάχρονος, ἐντυπωσιάσθηκε βαθιά ἀπό τήν ἀνάγνωση ἑνός ἄρθρου μέ φωτογραφίες ἀπό τά μοναστήρια τῶν Μετεώρων καί, ὅπως γράφει, αἰσθάνθηκε “πώς στούς τόπους αὐτούς ὑπῆρχε μιά παράδοση ἀκόμη πιό σεβάσμια, ἀκόμη πιό αὐθεντική ἀπό ἐκείνη τῶν συγχρόνων Ἀββαείων τῶν Βενεδίκτων...”. Δέν ἄργησε νά φανεῖ ὅτι ὁ π. Πλακίδας ἀνῆκε στούς λίγους στούς ὁποίους ἡ μοναχική κλήση ἔχει δοθεῖ «ἐκ φύσεως»(οἷς δέδοται, Ματθ., 19, 11). Ὅταν ἦταν 16 ἐτῶν “τυχαῖες” περιστάσεις τόν ὁδήγησαν νά παραμείνει γιά λίγο στό Σιστερσιανό Ἀββαεῖο Bellefontaine καί ὁ ἡγούμενος, πού ἐξήταζε ἐπί μακρόν τίς μοναχικές κλήσεις, τόν ἐρώτησε –ἤδη στήν πρώτη συζήτηση– πότε θέλει νά μπεῖ στό μοναστήρι (!), πρᾶγμα πού ἔγινε μετά δίμηνο ὡς δόκιμος μοναχός στό αὐστηρότερο τάγμα τῶν Σιστερσιανῶν Τραππιστῶν.
Κατά τήν δεκαετῆ ἄσκησή του ὡς μοναχοῦ ἐσπούδασε τά Θεολογικά γράμματα στό μοναστήρι, μέχρι τῆς χειροτονίας του σέ πρεσβύτερο. Ἀπό τίς μελέτες του αὐτές, ὁ π. Πλακίδας συνειδητοποίησε τίς διαφορές μεταξύ τῶν Πατέρων τῶν πρώτων αἰώνων –στούς ὁποίους ἡ γνώση φαινόταν ὅτι προερχόταν ἀπό τό πλήρωμα τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί ἐμπειρίας– καί τῶν κλασικῶν τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ, πού ὅλοι ἔζησαν μετά τόν 11ον αἰῶνα, οἱ ὁποῖοι διδάσκουν, ξεκινῶντας ἀπό ἀποδεικτικούς συλλογισμούς καί ὑποθέσεις. Εἰδικά ἡ σχολαστική μέθοδος τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτου, τοῦ φαινόταν ὅτι μετέτρεπε τά Μυστήρια τοῦ Θεοῦ σέ ὅ,τι ἡ κοσμική λογική μπορεῖ νά καταλάβει. Ἔβλεπε ὅτι ἦταν κάτι βαθειά διαφορετικό ἀπό τήν θεολογική πορεία τῶν Ἁγίων Πατέρων, γιά τούς ὁποίους ἦταν πεπεισμένος ὅτι ἦσαν οἱ μεγάλοι μάρτυρες τῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποία ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶχε διατηρήσει ἀκεραία.
Μετά τήν χειροτονία του, διορίσθηκε καθηγητής τῆς Δογματικῆς Θεολογίας καί σέ ταξίδι του στό Παρίσι, ἐπισκέφθηκε τό Ὀρθόδοξο Ἰνστιτοῦτο «Ἅγιος Σέργιος» καί ἐγνώρισε τόν Bladimir Lossky, τοῦ ὁποίου τό ἔργο «Μυστική Θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας» τόν εἶχε ἐνθουσιάσει, στήν ἀναζήτηση στοιχείων τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης πού, ὅπως ἔγραφε ὁ ἴδιος, θά τόν βοηθοῦσαν νά κατανοήσει καλύτερα τό νόημα τῆς δικῆς του (Ρωμαιοκαθολικῆς) παράδοσης. Τότε, δέν ζητοῦσε τίποτε περισσότερο.
Ἡ περαιτέρῳ πορεία του, τόν ὁδήγησε στήν συνειδητοποίηση τῶν θεμελιωδῶν διαφοροποιήσεων τῆς Δυτικῆς ἐκκλησίας ἀπό τό πνεῦμα τῶν Πατέρων τῆς Ἀρχαίας Ἐκκλησίας καί ἐν πρώτοις, αὐτό τό ἐντόπισε στόν μοναχισμό, στόν ὁποῖο διεῖδε ὅτι εἶχε ἀναπτυχθεῖ ἰδιαιτέρα πνευματικότητα καί ὅτι ἡ μοναχική ζωή στό βάθος της εἶναι μία, χωρίς παραλλαγές. Αὐτή ἡ συνειδητοποίησή του, ὑπῆρξε μιά πρώτη αἰτία σύγκρουσης μέ τό τάγμα τῶν Σιστερσιανῶν στό ὁποῖο ἀνῆκε, ὅταν τοῦ ζητήθηκε νά συντάξει μιά συλλογή κειμένων τοῦ τάγματος τοῦ ΙΒ΄ αἰῶνα, ὡς ἐάν ὑπῆρχε μία “Σιστερσιανή πνευματικότητα”.
Ὁ π. Πλακίδας, σταδιακά, ὅλο καί περισσότερο διαπίστωνε τίς βαθειές θεολογικές ἀλλαγές, πού εἶχαν σημειωθεῖ στήν θρησκευτική Ἱστορία τῆς Δύσης, μεταξύ τοῦ 11ου καί τοῦ 13ου αἰῶνα (στήν παποσύνη, στούς θεσμούς, στήν τέλεση τῶν μυστηρίων, στήν σχολαστική μέθοδο, στήν φυσιοκρατική τέχνη...). Κατά τήν ἐπίπονη πνευματική ἀναζήτησή του ἀναρωτήθηκε ἐπίσης ὁ π. Πλακίδας ἄν ἡ Οὐνία θά μποροῦσε νά εἶναι τό προζύμι τῆς ἐπιστροφῆς ὅλης τῆς Ἐκκλησίας στό πνεῦμα τῶν Πατέρων, ἀλλά γρήγορα ἀντελήφθη ὅτι τελικά οἱ Οὐνίτες ἀποκομμένοι ἀπό τίς ρίζες τους, ἀκολουθοῦσαν ὑποκειμενικές ἀντιλήψεις μέ ἐλεύθερο τό πεδίο στίς πλάνες, στίς αὐταπάτες καί στήν ὕπουλη καί δόλια ποιμαντική.
Μετά ἀπό αὐτήν τήν συνειδητοποίηση, ζῶντας καί κινούμενος στό πνεῦμα τοῦ κοινοβιακοῦ μοναχικοῦ βίου, ἵδρυσε τό 1966 μέ μερικούς ἀδελφούς τῆς Bellefontaine, πού ἀκολουθοῦσαν ἀπό πολλά χρόνια ἀνάλογη μέ ἐκεῖνον ἐσωτερική πορεία, τό «ἄτυπο» μοναστήρι τῆς Μεταμορφώσεως στό Aubazine, ἔξω ἀπό τά ὑπάρχοντα νομικά πλαίσια. Ἐπί δέκα ἔτη προσπάθησαν νά ζήσουν τήν λειτουργική καί πνευματική Παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, παραμένοντας ὡστόσο ἀκόμη στήν Ρωμαιοκαθολική ἐκκλησία. Πολύ προοδευτικά ἔφθασε ὁ π. Πλακίδας στήν πεποίθηση ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μόνη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ στό πλήρωμά της καί ἡ παπική Ἐκκλησία ἕνα μέλος της χωρισμένο. Μέ τούς ἀδελφούς τοῦ Aubazine εἶχε ἐπικρατήσει ἡ βεβαιότητα ὅτι δέν μποροῦσαν πιά νά διστάζουν. Ἄλλωστε, κατά τά προηγούμενα ἔτη εἶχαν ἐπισκεφθεῖ Ὀρθόδοξες χῶρες, τήν Ρουμανία, τήν Σερβία, τήν Ἑλλάδα καί κατέληξαν, “τυχαῖα”, στήν Μονή τῆς Σιμωνόπετρας τό 1971!
«Ἀπό τήν πρώτη ἐπίσκεψη στό Ἅγιο Ὄρος –ἐνῶ ἀκόμη εἴμαστε Ρωμαιοκαθολικοί– ἐκτιμήσαμε (γράφει ὁ π. Πλακίδας), πόσο ξέρουν οἱ μοναχοί τοῦ Ὄρους νά συνδυάζουν μιά ἀγάπη πολύ λεπτή πρός τά πρόσωπα, ὅποιες καί ἄν εἶναι οἱ πεποιθήσεις καί ὁπουδήποτε καί ὁμολογιακά ἄν ἀνήκουν, μέ τήν ἀνυποχώρητη στάση σέ δογματικά ζητήματα. Ὁμολογοῦν ἁπλῶς τήν Πίστη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».
Στίς συζητήσεις, πού εἶχαν ἐν ὄψει τῆς εἰσόδου τους στήν Ὀρθοδοξία, ὁ Γέροντας Αἰμιλιανός, ἡγούμενος τῆς Σιμωνόπετρας, δέν τούς ἀπέκρυψε ὅτι ὁ ἐνδεδειγμένος τρόπος εἰσόδου στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι τό Βάπτισμα, πρᾶγμα πού ἔγινε μέ τήν ἐλεύθερη συναίνεσή τους, ὅπως μοῦ εἶχε προσωπικά ἐμπιστευθεῖ ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Γαλλίας Μελέτιος, ἀναφερόμενος σέ ἐπιστολή τοῦ π. Πλακίδα. Ἐξ ἴσου ἐλεύθερη ἦταν ἡ ἀπόφασή τους, ὅταν ἔγιναν μοναχοί της Σιμωνόπετρας (26 Φεβρουαρίου 1978), νά μή μείνουν στό Ὄρος, ἀλλά νά ἐπιστρέψουν στήν Γαλλία, ὅπου ὁ π. Πλακίδας ἵδρυσε δύο μετόχια τῆς μονῆς Σίμωνος Πέτρας, τό ἕνα, ἤδη ἀναφερθέν (ἀνδρικό), ἀφιερωμένο στόν Μέγαν Ἅγιον Ἀντώνιον καί τό δεύτερο (γυναικεῖο), ὀνομαζόμενο Μονή τοῦ Solan (νότιο Γαλλία).
II. ΤΟ ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟ
Τό πλούσιο συγγραφικό ἔργο τοῦ πατρός Πλακίδα, ἐκτός τοῦ ἐξαιρετικά καίριου χαρακτῆρα του, ἐπικεντρώνεται στήν ἀνάδειξη τῶν ἀληθειῶν τῶν Πατέρων τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, ἔργο πού εἶχε ἤδη ἀρχίσει ὡς Ρωμαιοκαθολικός μοναχός στήν Μονή τῆς Bellefontaine, ὄντας ἱδρυτής τῆς σειρᾶς «Ἀνατολική Πνευματικότητα», μεταφράζοντας κυρίως τά βιβλία: «Ὁ δρόμος τῶν Ἀσκητῶν, Εἰσαγωγή στήν πνευματική ζωή» τοῦ Tito Collandier, «Ἡ Κλῖμαξ» τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου καί τίς «Πνευματικές ὁμιλίες» τοῦ Ἁγίου Μακαρίου τῆς Αἰγυπτίου. Αὐτά τά ἔργα, τῶν συγκεκριμένων συγγραφέων, δέν προκάλεσαν ἀντιδράσεις ἐκ μέρους τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, ἀλλά ὅσον ἀφορᾶ στίς δικές του μελέτες γιά τήν Ὀρθόδοξη μοναστική πνευματικότητα, δέν ἀντέδρασαν μέν ἀλλά τόν ...ἐτίμησαν(!) μέ τήν σιωπή τους καί ὁ Ρωμαιοκαθολικός Τύπος1 καί οἱ λοιποί Ἐκδοτικοί Οἴκοι, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ π. Πλακίδας πολύ ἀργότερα (τό 2005), εἶχε σέ πολύ χαμηλούς τόνους ἀποκαλύψει σέ συνέντευξή του.
Ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα καί, βάσει τῶν πνευματικῶν του προτιμήσεων, σπουδαιότερο ἔργο του εἶναι «Το Εὐαγγέλιο στήν ἔρημο. Πηγές καί ἀνάπτυξη τῆς μοναστικῆς πνευματικότητας», O.E.I.L., YMCA-PRESS, Paris, 1985, 379 σελ. Τό ἔργο ἐξετάζει ἐποπτικά τά κύρια στάδια τῆς ἱστορίας τῆς μοναστικῆς ζωῆς στήν Ἀνατολή καί στήν Δύση καί συνάγει τό νόημα καί τίς βαθειές χριστιανικές ἀξίες πού ἐνυπάρχουν.
Ὁ π. Πλακίδας συνέγραψε καί πολλά σημαντικότατα μικρά δοκίμια γιά κρίσιμα θέματα τῆς χριστιανικῆς πίστης, τόσο οὐσιαστικά, ὥστε θά ἀρκοῦσε κανείς νά τά μελετήσει γιά νά ἀποκτήσει συνολική εἰκόνα τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως χωρίς νά ἀνατρέξει σέ θεολογικά συγγράμματα. Θά ἀναφέρω τέσσερα δοκίμια χαρακτηριστικά: 1) «Ὀρθόδοξες ἀπόψεις γιά τήν ἑνότητα τῶν χριστιανῶν» (1995), μέ ἀναφορές στόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ. 2) «Ὁ θάνατος ἔχει νικηθεῖ». Οἱ ἔσχατοι καιροί κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας (1995)· ἡ ὑπερνίκηση τοῦ θανάτου στούς ἔσχατους καιρούς μέ τήν ἐπάνοδο τοῦ Χριστοῦ θά πραγματοποιήσει τόν τελευταῖο σκοπό τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό ἡ βεβαιότητα αὐτή πρέπει νά εἶναι στό ἐπίκεντρο τῆς ζωῆς τῶν χριστιανῶν, ὅπως στούς πρώτους αἰῶνες. 3) «Ἡ πνευματική διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἰσαάκ τοῦ Σύρου» (2008)· ἡ πνευματική ἀκτινοβολία τοῦ ἁγίου λόγω τοῦ βαθύτατου θεολογικοῦ ἔργου του, εἶναι τεράστια. Ἐδῶ ἀναφέρω ἁπλῶς τά ἀναφερόμενα στήν καθαρότητα τῆς ψυχῆς, πού ὁ ἅγιος τήν παρουσιάζει ὡς «καῦσιν καρδίας ὑπέρ πάσης τῆς Κτίσεως». 4) «Ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἀπό τό διάταγμα τοῦ Μιλάνου στό σχῖσμα τοῦ XI αἰῶνος» (2009)· στό δοκίμιο τονίζεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν προστέθηκε ὡς ἔνδυμα πρόσκαιρο στήν Ρωμαϊκή αὐτοκρατορία, ἀλλά μεταμόρφωσε μεταβάλλοντας εἰς βάθος τόν πολιτισμό της καί δημιουργῶντας συγχρόνως ἕνα οἰκουμενικό πολιτισμό.
Μεταξύ τῶν μεγάλων ἔργων τῆς Ὀρθόδοξης ζωῆς του θά ἀναφερθοῦν ἐδῶ τρεῖς μελέτες. Ἡ πρώτη εἶναι ἀναμφίβολα τό «Εἴδομεν τό φῶς τό ἀληθινόν» (335 σελ.) – ἀπό τήν φράση τῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου– πού ἐκδόθηκε ἤδη τό 1990 στόν Ἑλβετικό Οἶκο L’Age de l’ Homme2· διαπραγματεύεται τήν μοναστική ζωή (ἀνατολική καί δυτική), τά θεμέλια τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τήν ὁδό τῆς Βασιλείας καί ἀφιερώνει τίς τελευταῖες 210 σελίδες σέ θεμελιώδη κείμενα ταπεινῶν κορυφαίων προσωπικοτήτων τοῦ μοναχισμοῦ. Δύο πολύ πιό πρόσφατα δημοσιευθέντα ἔργα ἀποτελοῦν συνθέσεις μελετῶν, πού ἀφοροῦν στά κεντρικά στοιχεῖα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας. Ἔχουν ὡς τίτλο, τό ἕνα «Βεβαιότης τοῦ ἀοράτου» (Paris, 2002, 180 σελ.) καί τό ἄλλο «Οἱ δρόμοι τῆς καρδιᾶς. Ἡ πνευματική διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας» (Monastere Saint-Antoine-le-Grand, 2012, 187 σελ.). Τό πρῶτο ἔργο δίνει τόν λακωνικό καί ὡραῖο ὁρισμό τῆς Πίστεως, πού ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει στήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολήν του (Ἑβρ. 11, 1), ὑπονοῶντας ὅτι ἐφ’ ὅσον τό Μυστήριο τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπρόσιτο στίς ἀνθρώπινες δυνατότητές μας, μποροῦμε νά τό γνωρίσουμε μόνον ἐάν ὁ Θεός μᾶς τό ἀποκαλύψει, ὁπότε ἡ βεβαιότητά μας τότε ὑπερβαίνει κάθε ἀνθρώπινη διαβεβαίωση. Ὅπως ἐξηγεῖ ὁ π. Πλακίδας, μοναδικός σκοπός τοῦ ἔργου εἶναι «νά μεταδώσει πιστά τόν λόγο τῆς ἀληθείας», ὅπως μᾶς μεταδόθηκε ἀπό τούς Ἁγίους καί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, αὐτούς τούς αὐθεντικούς Θεολόγους, τῶν ὁποίων ἡ διδασκαλία πηγάζει ἀπό τήν ἀφθονία μιᾶς καρδιᾶς φωτισμένης ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀκριβῶς τό ἴδιο νόημα ἔχει καί δεύτερο ἔργο πού ἀποτελεῖται ἀπό ὁμιλίες πού δόθηκαν, εἴτε στό Ὀρθόδοξο Πνευματικό Κέντρο τοῦ Montgeron τοῦ Nikita Struve, εἴτε ἀπαντῶντας σέ αἰτήσεις ἐνδιαφερομένων «νά ζήσουν τήν πληρότητα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ».
Περαιώνοντας τό ἀτελές σημείωμα γιά τόν ταπεινό διάκονο τοῦ Χριστοῦ, μέ τόν ὁποῖο μέ συνέδεε πολυετής σχέση –λόγῳ τοῦ κατ’ ἔτος προσκυνήματός μου στήν ἀνδρική Μονή τοῦ Ἁγίου Μεγάλου Ἀντωνίου– θά ἤθελα ἁπλῶς νά μνημονεύσω τούς τίτλους τριῶν ἀκόμη μικρῶν δοκιμίων, οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν ἀφ’ ἑαυτῶν γιά τήν σημασία τους: 1) «Ἡ Ρωμαϊκή Καθολική Πνευματικότητα καί ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση», 2) «Ἡ Εὐχαριστία καί ὁ ἁγιασμός τῶν χριστιανῶν κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας», 3) «Γνώση καί ἀγνωσία Θεοῦ στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση». Καί τά τρία δοκίμια ἐκδόθηκαν τό ἴδιο ἔτος (1995) ἀπό τήν μονή τοῦ Ἁγίου Μεγάλου Ἀντωνίου, μετοχίου τῆς Σίμωνος Πέτρας.
* * *
Ἡ ἀκροθιγής ἀναφορά στήν σπανίζουσα στούς καιρούς μας ἐν εἰρήνῃ ἐπίμονη ἀναζήτηση τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας καί ὁ μετά τήν χειροτονία του ὡς μοναχοῦ τῆς Σιμωνόπετρας ἀγώνας τοῦ π. Πλακίδα νά καταθέσει τήν Ὀρθόδοξη μαρτυρία στό Γαλλικό ἔδαφος ἐπί δεκαετίες, δίδουν μία ὁπωσδήποτε ἀτελῆ εἰκόνα ἑνός γνησίου ἀποστόλου τοῦ Κυρίου, τοῦ ὁποίου τό ἔργο καταλλήλως διαδιδόμενο μπορεῖ νά ἀνοίξει τά μάτια πολλῶν πρός τήν ἀλήθεια καί τό πραγματικό νόημα ζωῆς.
Κηφισιά, Φεβρουάριος 2019. Νικήτας Ἀλιπράντης
Ὁμ. Καθηγητής Νομικῆς
Ὑποσημειώσεις
- Placide Deseille, Propos d’un moine orthodoxe. Entretiens avec Jean-Claude Noye, Lethielleux, Group DDG, 2010, Paris, σελ. 8-9.
- Ἐκδόσαντα πλείστους ὀρθοδόξους θεολόγους τοῦ 20ου αἰῶνος (Florensky, Boulgakov, Berdiaev, κ.ἄ.).
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 200
Ἀπρίλιος 2019