Τόν καιρό πού τά βουνά χαμήλωσαν
καί ψήλωσαν οἱ κοπριές!
Εἶναι γεγονός ἀναντίρρητο ὅτι ὁ λαός μας ἔχει ἔμφυτη τήν κλίση του νά φιλοσοφεῖ. Νομίζω ὅτι ὅσο ἁπλοϊκότερος εἶναι τόσο περισσότερο πετυχημένα στοχάζεται.
Ἔτσι, πρίν χρόνια μοῦ ἀφηγήθηκε ὁ πατέρας μου, πῶς ἕνας ἁπλός ἄνθρωπος τῆς ὑπαίθρου, θέλοντας νά περιγράψει τήν κατάσταση πού ἐπικρατεῖ στόν τόπο μας τοῦ εἶπε: Δημοσθένη, στόν καιρό μας χαμήλωσαν τά βουνά καί ψήλωσαν οἱ κοπριές!
Εἰλικρινά, δυσκολεύομαι νά βρῶ ἄν ἔχω ἀκούσει σοφότερα λόγια μέ τά ὁποῖα νά ἀποδίδεται, ἡ σύγχρονη Ἑλλαδική πραγματικότητα.
Πόση ἀλήθεια, Θεέ μου, κρύβουν τά λόγια ἐκείνου τοῦ ἁπλοῦ ἀνθρώπου πού ἔχει πλέον περάσει στήν αἰωνιότητα; Πόσα παραδείγματα χρειάζονται, γιά νά μπορέσουν νά ἐξηγήσουν τί ἐννοοῦν αὐτές οἱ ἁπλές λέξεις;
Ἀνιχνεύοντας κανείς στό ἀνάγλυφο τοῦ δημόσιου βίου, μέ θλίψη διαπιστώνει πόσο ἄλλαξαν οἱ ρόλοι τῶν πρωταγωνιστῶν στό ἔργο τῆς ζωῆς τῶν Ἑλλήνων. Ἀνύπαρκτα τά πρόσωπα μέ ὕψος ἠθικό, μέ μεγαλεῖο ψυχῆς. Δέν εἴμαστε ἁπλᾶ μιά κοινωνία μετρίων, προχωρήσαμε περισσότερο. Ἐπιτρέψαμε νά γίνουν πρωταγωνιστές τῆς ζωῆς μας ἄνθρωποι, πού σέ μιά κοινωνία μέ ἀρχές καί ἦθος θά ἀνῆκαν στό περιθώριο, ἤ, τοὐλάχιστον θά ἦταν ἀγνοημένοι. Κοντά ἀναστήματα, σέ ὅλες τίς ἐκφάνσεις τοῦ βίου μας. Στό σχολεῖο, στήν πόλη, στό χῶρο τοῦ πνεύματος καί τῶν γραμμάτων, στήν πολιτική, στήν Ἐκκλησία, στό στρατό.
Ἐπιτρέψαμε νά ἀποφασίζουν γιά τήν τύχη τοῦ τόπου, ἄνθρωποι πού δέν εἶναι ἱκανοί οὔτε ἔρωτα νά ἐμπνεύσουν στίς γυναῖκες τους. Στό πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας μας ἔχουμε πηδαλιούχους, πού ἀνέχονται νά ταπεινώνεται ἡ πίστη μας, αὐτή ἡ ἀκαταμάχητη κληρονομιά, πού μᾶς παρέδωσαν οἱ πατέρες μας. Οἱ στρατιωτικοί μας ἡγέτες ἀδιαμαρτύρητα συναινοῦν στή βούληση τῶν ἀρχόντων νά ζητήσουν τή συνδρομή τῶν ξένων γιά νά ἀσφαλίσουν τά σύνορα τῆς πατρίδας, ὡς ἀνήμποροι τἄχα ἐμεῖς νά φυλάξουμε τά σύνορα τῆς Εὐρώπης. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ πνεύματος ἀναδείχθηκαν οἱ μεγάλοι ἀπόντες, ἄν ὄχι συνεργοί, στήν ἐπιχειρούμενη μετάλλαξη τῆς ἰδιοσυστασίας τοῦ Ἑλληνικοῦ πολιτισμικοῦ ἰδεώδους. Ἡ συντεταγμένη πολιτεία φοβισμένη, ἀπό τή μιά παραμένει ἄφωνη μπροστά στή δολοφονία ἑνός φτωχόπαιδου, πού τόλμησε νά διαδηλώσει τήν πίστη του στό ἐθνικό ἰδεῶδες καί ἀπό τήν ἄλλη ἀποδίδει τιμές σ’ ἐκείνους, πού παρέδωσαν στόν ἐχθρό, χωρίς οὔτε κἄν νά ἀπειλοῦνται, τά ὅπλα τῆς πατρίδας τά ἱερά. Ἀνθρωπάκια πανηγυρίζουν, ἀντί νά ντρέπονται, ἐπειδή δέν εἶχαν τήν ψυχή νά ἀγωνισθοῦν ὡς τό τέλος, γιά νά ὑπερασπίσουν τήν τιμή τῆς πατρίδας, ὅπως ἔκαναν ἑκατό χρόνια πρίν, μερικές δεκάδες ἀξιωματικῶν, πού ἀγωνίσθηκαν γιά νά ὑπερασπισθοῦν τά ἱερά χώματα τῆς Μακεδονίας.
Πού εἶναι σήμερα ἕνας Χρύσανθος Φιλιππίδης, πού εἶναι ἕνας Τάσσος Παπαδόπουλος; Πού εἶναι ἕνας Νεοκλής Σαρρής; Πόσοι γνωρίζουν σήμερα ποιός εἶναι ὁ Στρατηγός Κωνσταντῖνος Κόρκας; Ποιός ἀφηγήθηκε στά παιδιά μας, τί ἀπάντησε κατά τήν εἰσβολή στήν Κύπρο, ὁ τότε Ταγματάρχης Βασίλης Μανουρᾶς στόν Καναδό ἀξιωματικό τοῦ ΟΗΕ, πού τοῦ ζήτησε νά παραδώσει τό ἀεροδρόμιο τῆς Λευκωσίας; Δυστυχῶς, ἡ κοινωνία μας σήμερα καί δέν μπορεῖ, ἀλλά καί δέν θέλει νά παράγει ἀναστήματα ὑψηλά.
Πρίν μερικά χρόνια, ρωτήθηκε τό ἀκροατήριο νέων, σέ μιά αἴθουσα διδασκαλίας, ἄν κανείς γνώριζε ποιός εἶναι ὁ Κωνσταντῖνος Βαβοῦσκος, ὁ τότε πρόεδρος τῆς Ἑταιρείας Μακεδονικῶν Σπουδῶν, τόν καιρό, πού ἐκεῖνος ἀκαταπόνητος, παρότι γέρων, διέσχιζε τήν Ἑλληνική ἐπικράτεια ὑπερασπιζόμενος τήν Ἑλληνικότητα τῆς Μακεδονίας μας, καί οὐδείς ἀπάντησε. Μά, ἄν πράγματι γνώριζαν οἱ νέοι μας, εἶναι πολύ πιθανόν νά μήν φθάναμε στό σημεῖο, ὁ πολύφερνος διάδοχός του, νά τολμᾶ νά ὑπερασπίζεται τήν ἐκχώρηση τοῦ ὀνόματος τῆς γενέτειράς του, μιλῶντας γιά ἔντιμο συμβιβασμό!
Ἀλλά τί νά ἀναδείξει μιά κοινωνία, πού βρίσκεται σέ χειμέρια νάρκη; Ὄχι δέν μπορεῖ νά παράξει κάτι ἀξιόλογο, οὔτε νά ἀντιδράσει μπορεῖ ὅταν ἀπειλεῖται καί αὐτή ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξή της. Σέ μιά κοινωνία, πού κατέληξε ὡς πολιτεία συντεταγμένη νά προβάλλει τήν ἀριστεῖα ὡς ἐλάττωμα, εἶναι ἀναμενόμενο ὅτι δέν θά ὑπάρξει κανένας ὑπέροχος.
Ψάξτε νά βρεῖτε τί μπορεῖ νά προτείνει ἕνας γονιός σήμερα στά παιδιά του, ἄν θέλει νά τούς παρακινήσει νά γίνουν, ὄχι σπουδαῖοι, ὄχι τρανοί, ἁπλᾶ νά γίνουν ὡραῖοι, ὡραῖοι στήν ψυχή, ὡραῖοι σάν Ἕλληνες; Ποιόν θά βρεῖ νά προβάλλει ὡς ὑπόδειγμα; Πρέπει νά πάει πολύ πίσω.
Αὐτές οἱ μορφές οἱ σπουδαῖες, οἱ ψυχές οἱ μεγάλες, δέν γίνονται ξαφνικά, τίς παράγει ἡ κοινωνία ἐφόσον τούς χρειάζεται. Βγαίνουν ἀπ’ τή φαμίλια τους, ξεχωρίζουν στή γειτονιά, ἀναδεικνύονται στό σχολειό, μεγαλουργοῦν στή δουλειά τους, καλλιεργοῦν τίς κλίσεις τους, ἀποδεικνύονται ἄξιοι ὅταν τό καλέσει ἡ περίσταση. Εἶναι πρωτίστως οἱ ἄγνωστοι πρωταγωνιστές τῆς καθημερινῆς ζωῆς.
Πῶς νά γίνει κανείς ὑπέροχος σέ μιά κοινωνία, πού ἀδυνατεῖ νά παράξει μορφές σάν αὐτή τοῦ τίμιου γέροντα τοῦ περιστατικοῦ, πού περιγράφει στίς σελίδες του τό ἀναγνωστικό τῆς Δ΄Δημοτικοῦ τοῦ 1963, ὅταν στά χρόνια της Κατοχῆς προτείνει στούς κατακτητές νά πάρουν σανό γιά τά ἄλογά τους ἀπό τό δικό του χωράφι, προτιμῶντας νά ζημιωθεῖ αὐτός ἀντί νά ζημιώσει ἄλλο συγχωριανό του, παρότι ὁ ἴδιος βρισκόταν σέ μεγάλη ἀνάγκη.
Γιά νά ἀναδείξει προσωπικότητες ἕνας λαός πρέπει νά ἔχει μεγαλώσει τά παιδιά του μέ ἱστορίες γιά ἄγνωστους ἥρωες, ὅπως αὐτή τοῦ καπετάνιου τῆς Ἑλληνικῆς ἐπανάστασης, πού περιγράφει στό βιβλίο του «Ἀναφορά στό Γκρέκο» ὁ Καζαντζάκης, ὁ ὁποῖος ἀδιαφορεῖ γιά τό δίπλωμα, πού τοῦ προσφέρει ὁ κρατικός ὑπάλληλος, ὡς ἀναγνώριση τῶν ὑπηρεσιῶν του στόν Ἀγώνα, καί παίρνοντάς το στά χέρια, τό σχίζει λέγοντας τό ἀμίμητο: «ἐγώ πολέμησα γιά νά κάμω Ἱστορία!»
Μορφές μεγάλες, ψυχές ἐλεύθερες, θά βγάλει μιά κοινωνία πού ἔχει μανάδες σάν τήν Ἑλένη Ἰωαννίδου, τή μάνα ἐκείνη ἀπ’ τήν Κυπαρισσία, πού τό 1941, μαθαίνοντας τό θάνατο, στό μέτωπο, ἑνός ἀπό τούς πέντε ὑπηρετοῦντες γιούς της, ζητᾶ ἀπό τόν τότε Πρωθυπουργό νά καλέσει στά ὅπλα καί τούς ἄλλους τέσσερις γιά τήν ἀνάγκη τῆς πατρίδας καί ὄχι σάν αὐτές, πού κλαῖνε στήν προβλήτα τοῦ λιμανιοῦ ἀπ’ ὅπου ἀποπλέει τό πολεμικό πλοῖο γιά νά συμμετάσχει, ἐκ μέρους τῆς πατρίδας, στόν Πόλεμο τοῦ Κόλπου, παρότι θά ἔπλεε σέ ἀπόσταση πολύ μακράν τοῦ θεάτρου τῶν ἐπιχειρήσεων.
Χαμήλωσαν πράγματι τά βουνά στόν τόπο μας γιατί τό ἐπέτρεψε ἡ κοινωνία, γιατί δέν φρόντισε ἡ πολιτεία. Ἄν οἱ σημερινοί Ἕλληνες εἶχαν καρδιές λεόντων θά μποροῦσαν ποτέ νά ἔχουν ἄρχοντες ἀρνιά; Ἄν θέλαμε νά εἴμαστε ἀπροσκύνητοι θά ἐπιλέγαμε νά μᾶς ἐκπροσωποῦν προσκυνημένοι; Πῶς νά προκόψει ὁ τόπος, ὅταν γιά πρωταγωνιστές στή ζωή μας ἀναδεικνύουμε πρόσωπα, πού σέ ἐποχές μεγαλείου θά ἔπαιζαν ὡς κομπάρσοι;
Ὅμως, γι’ αὐτά πού συμβαίνουν στά χρόνια μας, ὅπως καί γιά ἄλλα πολλά, ἔχουν μιλήσει οἱ πρόγονοί μας. «Τότε τάς πόλεις ἀπόλλυσθαι, ὅταν οὐ δύνωνται τούς φαύλους ἀπό τῶν σπουδαίων, διακρίνειν», μᾶς λέει ἀπό τά βάθη τῶν αἰώνων ὁ φιλόσοφος Ἀντισθένης.
Καί ξέρετε τί συμβαίνει; Οἱ φαῦλοι στίς μέρες μας πρωταγωνιστοῦν, γιατί οἱ σπουδαῖοι, οἱ ἄξιοι, ἀρνοῦνται νά παίξουν τό ρόλο τους. Γι’ αὐτό ψήλωσαν οἱ κοπριές, ὅπως τόσο εὔστοχα σημείωσε ὁ ταπεινός ἐκεῖνος χωρικός τῆς ἀφήγησης. Παραμέρισαν αὐτοί πού στηρίζουν τήν κοινωνία, ἐγκατέλειψε τόν ἀγώνα τό «ἅλας» τῆς γῆς καί βρῆκαν χῶρο καί γέμισαν τό κενό, πού δημιουργήθηκε, ἄνθρωποι λιγοστοί, πρόσωπα μέ κίνητρα ταπεινά. Κι ὅσο δέν ἐξανίστανται οἱ «φύλακες» τό ἔθνος θά βυθίζεται ὁλοένα καί περισσότερο.
Κατά τά φαινόμενα, ἐπειδή τά περιθώρια γιά τή σωτηρία τοῦ τόπου ἀπό τό σπιράλ τοῦ θανάτου, στό ὁποῖο περιδινίζεται, ἔχουν στενέψει ἀπελπιστικά, μᾶλλον ἀπομένει νά εὐχηθοῦμε ὅπως ὁ ἐρχόμενος κι ἐφέτος νά ἀναστηθεῖ Ἰησοῦς Χριστός, νά ἀναστήσει καί τίς καρδιές μας.
Στῶμεν καλῶς, ἀδέλφια καί ὁ Θεός βοηθός!
Δημήτριος Κοσκινιώτης
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 200
Ἀπρίλιος 2019