«..Συνεορτάσωμεν, λοιπόν, ταῖς φιλεόρτοις
τάξεσι, Πάσχα Θεοῦ τὸ σωτήριον»
Δὲν εἶναι καὶ λιγοστὴ ἡ δωρεά, ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε, ἡ ὁποία μᾶς χαρίζεται κάθε χρόνο αὐτὴν τὴν «σωτήριο νύκτα τῆς ἐγέρσεώς» Του. Δωρεὰ πάντιμος, ἱερὰ καὶ ὑπέρλαμπρος. Ὅπως ὑπέρλαμπρη εἶναι καὶ ἡ ἑορτὴ αὐτή. Ἡ ἑορτὴ τῶν ἑορτῶν, ποὺ μέσα στὴν ὅλη κατήφεια τῆς καθημερινότητος καὶ τῆς κάθε ἄλλου εἴδους ἔνδειας, προσφέρει τὴν φωτεινή Της αἰσιοδοξία καὶ γίνεται ὁ ἰσχυρὸς ἀνασχετικὸς παράγοντας, ποὺ καταλύει κάθε ἀπόγνωση. Συνάμα κομίζονται κι ὅλες οἱ ξεχωριστὲς οἱ εὐωδιὲς τῆς Ἀνοίξεως, ποὺ μὲ τὰ λαμπρά, πλούσια καὶ φωτοφορα ἄνθη στολίζει τὴ γιορτή, στολίζει τοὺς ναούς, ἀλλὰ καὶ τὴν καρδιά μας. Ποὺ εὐχαρίστως δέχεται καὶ τούτη τὴν προσφορὰ τῆς κτίσεως, ἀλλὰ καὶ τοῦ Δημιουργοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος πολὺ ὀρθὰ γράφει, πὼς ἀπόψε, τὴ λαμπρὴ αὐτὴ γιορτή, συνεορτάζουμε. Ὄχι ἁπλᾶ ἑορτάζουμε, ἀλλὰ συνεορτάζουμε μαζὶ μὲ «ταῖς φιλεόρτοις τάξεσι», ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν Σύμπαντα τὸν κόσμο, ποὺ τὸν ἀπαρτίζει «ὁ οὐρανὸς τε ἡ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια». Ἔτσι, μέσα στὸν εὐώδη λειμῶνα τῆς ἀνοίξεως ἀνοίγεται ἡ χαρὰ τῆς γιορτῆς. Χαρὰ ποὺ τὴ φωτίζει τὸ «Χαίρετε» τοῦ ἀναστημένου Κυρίου πρὸς τὶς Μυροφόρες γυναῖκες, τὶς πρῶτες ποὺ ἔζησαν τὸ ρῖγος τοῦ κενοῦ μνημείου καὶ τὴν Ἀγγελικὴ παρουσία μὲ ἐκεῖνο τὸ ἐκρηκτικὸ λόγιο «Ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν» (Μαρκ. 26, 6).
Αὐτὸ τὸ ἱερὸ ρῖγος, λοιπόν, κάθε χρόνο, τούτη τὴ μοναδική, ἀνεπανάληπτη καὶ θεοφώτιστη νύχτα μᾶς προσφέρει ἡ Ἐκκλησία. Μᾶς τὸ προσφέρει μὲ τὴν προοπτικὴ νὰ τὸ βιώσουμε μὲ πίστη, δηλαδή, ἐμπιστοσύνη σ᾿ Ἐκεῖνον, ποὺ «τὰς ἁμαρτίας μας φέρει καὶ ὑπὲρ ἡμῶν ὁδυνᾶται» (Ἡσ.53, 4). Ἤ γιὰ νὰ ποῦμε τὰ πράγματα μὲ τό ὄνομά τους, σὲ Ἐκεῖνον ποὺ ἦλθε σιμά μας, ὄχι γιὰ νὰ κρίνει τὸν Κόσμο –ἄρα κι ἐμᾶς–, ἀλλὰ νὰ τὸν σώσει. ( πρβλ. Ἰω.12, 47 ) Γι᾿ αὐτὸ κι ὅποιος Τὸν πλησιάσει, Τὸν συναντήσει καὶ γίνει φίλος Του (βλ. Ἰω.15, 4), τότε ζεῖ καὶ χαίρεται τὴν ὄντως εἰρήνη. Ἐπειδή ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶναι ἡ «ὄντως εἰρήνη». Ἄλλωστε, μὴν τὸ λησμονοῦμε, πὼς αὐτὴν τὴν εἰρήνη ὅλοι μας ἀναζητοῦμε καὶ γι’ αὐτὴν ἀγωνιζόμαστε, ἀγνοῶντας, δυστυχῶς, πὼς εἶναι τόσο σιμά μας. Γιατὶ εἶναι τόσο σιμά μας, δίπλα μας θὰ ἔλεγε κανείς, ὁ Κύριος, ὅμως οἱ μέριμνες τοῦ βίου, οἱ ποικίλοι περισπασμοὶ μᾶς παραπλανοῦν, ὥστε νὰ μὴν Τὸν βλέπουμε. Ὅπως δὲν βλέπουμε ὅτι αὐτὴν τὴν μοναδικὴ νύχτα, «χαρὰ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ» φάνηκε μὲ τὴν Ἀνάστασή Του, ὅμως ἀλλοῦ προσανατολιζόμαστε καὶ καταλαβαίνουμε. Κι’ αὐτὰ εἶναι τόσο ἐφήμερα καὶ ἄχρηστα, ὅπως ἄχρηστη γίνεται ἡ ὅλη μας προσπάθεια νὰ γιορτάσουμε μὲ κοσμικὰ κτιτήρια τὸ Πάσχα, χάνοντας γι᾿ ἄλλη μιὰ χρονιὰ τὴ δυνατότητα νὰ διαβοῦμε τὴν ἀδιαφορία μας, ὥστε νὰ Τὸν πλησιάσουμε καὶ νὰ Τὸν δεξιωθοῦμε κατὰ τὴ μεγάλη αὐτὴ καὶ τρανὴ ἡμέρα τῆς Ἐγερσεώς Του, γιὰ νὰ συνεορτάσουμε. Γιατί, μὴν τὸ ξεχνᾶμε, πὼς «θανάτου ἑορτάζουμε νέκρωσιν....καὶ ἄλλης βιοτῆς ἀπαρχήν». Κι αὐτὴ ἡ ἀπαρχὴ τῆς ἄλλης, τῆς νέας μας βιοτῆς, θὰ πρέπει νὰ γνωρίζουμε, πὼς ἀπὸ Ἐκεῖνον ξεκινάει καὶ σὲ Ἐκεῖνον καταλήγει. Γιατὶ Αὐτὸς εἶναι τὸ «Α καὶ τὸ Ω» (Ἀποκ. 22, 13). Καὶ δὲν εἶναι διόλου ὑπερβολὴ αὐτό, μήτε κάτι τὸ ξεπερασμένο καὶ χωρὶς τὴ σημασία του. Γιατὶ ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ὁ «ἐκ τοῦ τάφου ὡραῖος, δικαιοσύνης..... ἥλιος», ὁ «πρὸ ἡλίου Ἥλιος», εἶναι ἡ μοναδικὴ αὐθεντικὴ ἑστία φωτὸς στὴ σκοτεινιὰ ποὺ μᾶς περιβάλλει. Κι αὐτὸ τὸ φῶς, «τὸ ἄχρονον φῶς, [ποὺ] ἐκ τάφου σωματικῶς πᾶσιν ἐπέλαμψεν», πηγάζει κι ἐφέτος ἀπὸ τὸν Πανάγιο Τάφο καὶ μᾶς προσφέρεται, ὥστε νὰ βηματίσουμε «εὐσεβῶς καὶ φιλοθέως», γιὰ ν’ ἀπολαύσουμε θεοφιλῶς «τῆς καλῆς ταύτης καὶ λαμπρᾶς πανηγύρεως». Καὶ νὰ συνεορτάσωμεν....
Σκόπελος π. Κων. Ν. Καλλιανός
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 200
Ἀπρίλιος 2019