Τὸ ἄλλο εὐλογημένο Σάββατο,
ἐκεῖνο τῆς Διακαινησίμου,
καὶ ἡ ἁγιοτρόφος νῆσος Σκιάθος.
Εἶναι ἀλήθεια, πὼς μὲ περισσὴ συγκίνηση ἑορτάσαμε τὴν Θεόσωμον Ταφὴν καὶ τὴν εἰς ᾍδου Κάθοδον τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ τὸ Μέγα Σάββατο, ὅμως καὶ τὸ ἑπόμενο Σάββατο, ἐκεῖνο δηλαδή, μὲ τὸ ὁποῖο κλείει τὴν θύρα της ἡ ἐπιφανὴς καὶ εὐωδιάζουσα ἀπὸ Πασχαλινὴν εὐφροσύνην Διακαινήσιμος Ἑβδομάδα, διότι κατ᾿ αὐτὴν τὴν ἡμέραν ἔχει πλέον θεσπιστεῖ νὰ τιμᾶται ὁ περίτρανος, θεοτερπὴς καὶ πάντιμος χορὸς τῶν Ἁγίων Πατέρων τῶν ἐπιλεγομένων Κολλυβάδων. Καὶ ὀρθῶς μέσα στὴν πάντερπνη ἄνοιξη, τὸ ἔαρ δηλαδή, ὅπου ἡ «καινὴ κτίσις χορεύει», τιμῶνται τὰ ἄνθη αὐτὰ τοῦ Παραδείσου, ποὺ εὐωδιάζουν ἁγιότητα καὶ προσφορά, διότι κατ᾿ ἐκείνους τοὺς ζοφεροὺς καὶ δυσχείμερους καιρούς, ποὺ ἔζησαν τὸ ἄλλο ἔαρ τῆς εὐλαβείας καὶ θεοπειθοῦς βιοτῆς, ἐκόμισαν στὸν Νέο Ἑλληνισμὸ καὶ ὄχι μόνο.
Εἶναι γνωστὸ δέ, ὅτι γιὰ τὴ μερίδα τῶν ὀρθολογιστῶν καὶ διαφωτιστῶν οἱ «Κολλυβάδες» ἐκφράζουν κάτι τὸ ὀπισθοδρομικό, τὸ παρωχημένο ἤ καὶ συντηρητικό. Ὡστόσο, πέρα ἀπὸ ὅλα αὐτά, οἱ Πατέρες αὐτοὶ ἀκολούθησαν τὴ γνήσια ὀρθόδοξη πνευματικὴ ζωή, «ἀκολουθοῦντες τοῖς πατράσιν αὐτῶν» καὶ ἰδιαίτερα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ ἡσυχαστικὸ πνεῦμα ποὺ προτείνει καὶ διδάσκει, προσπαθεῖ νὰ ἐπαναπροσδιορίσει τὶς ρίζες τῆς Ὀρθοδόξου πνευματικότητος.
Συνειδητοποιῶντας, λοιπόν, τὸ γεγονὸς τῆς Πανηγύρεως αὐτῆς πρὸς τιμὴν καὶ μνήμην τῶν Ἁγίων Κολλυβάδων, μὲ ἱερὸ δέος καὶ συγκίνηση ἐπισκεπτόμαστε νοερῶς τὴν Θεοτοκοφίλητον νῆσον Σκίαθον, τὴ νῆσον τῶν ἱεροπρεπῶν, κατὰ Παπαδιαμάντη, Κολλυβάδων καὶ δὴ τῶν κατὰ τὴν ἁγιωτάτην Ἱερὰν Μονὴν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, τὸ λεγόμενο «Νέο Μοναστήρι», ἐνασκηθέντων θεοφιλῶς καὶ ἐναρέτως Ἁγίων Πατέρων. Μὲ κορυφαῖον τὸν ὁσιακῆς βιοτῆς καὶ τελειώσεως Γέροντα Νήφωνα τὸν Κοινοβιάρχην, τὸν Χῖον, κτήτορα τοῦ ἐν λόγῳ Ἱεροῦ Καθιδρύματος. Γιὰ νὰ ἀκολουθήσουν καὶ ἄλλοι πατέρες ποὺ ἐνασκήθησαν ἐκεῖ, ὅπως ὁ π. Γρηγόριος Χατζησταμάτης, ὁ Σκιάθιος, πνευματικὸ ἀνάστημα τοῦ Ὁσίου Νήφωνος, ὁ λόγιος ἱεροδιάκονος Ἰωσήφ ἐκ Φουρνᾶ τῶν Ἀγράφων, πνευματικὸς συνοδοιπόρος τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου, ὁ ἐκ τῆς Ἀρτης καταγόμενος ἱερομόναχος Φλαβιανὸς Ρίζος, ὁ ἱερομόναχος Εὐθύμιος Σταυρουδᾶς, βιογράφος καὶ πνευματικὸς ἀδελφὸς τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ὁ ἱερομόναχος Στέφανος Σκουρταῖος, τῆς ὀνομαστῆς συνοδείας τῶν Σκουρταίων, πνευματικῶν ἀδελφῶν τοῦ ὁσίου Νικοδήμου κ.ἄ.
Ἄν καὶ δὲν ἔζησε στὸν Εὐαγγελισμό, ἐν τούτοις ὀφείλουμε νὰ ὁμολογήσουμε πὼς συγκαταλέγεται στὴ χορεία τῶν θεοφιλῶν Κολλυβάδων, ἐφ᾿ ὅσον μᾶς τὸ πληροφορεῖ καὶ ὁ μέγας Παπαδιαμάντης, κι ὁ πολὺς Γέρων Διονύσιος Ἐπιφανείου Δημητριάδης, κορυφαῖος πνευματικὸς καὶ λόγιος. «Ὁ Διονύσιος, ἀναφέρει ὁ Παπαδιαμάντης, ἀνῆκεν εἰς τὴν ἀρχαιοπρεπῆ ἐκείνην τάξιν τῶν μοναχῶν, τῶν Κολλυβάδων καλουμένων, ἧς ἦτο ὁ τελευταῖος σχεδὸν ἀντιπρόσωπος». Μὲ διάδοχό του τὸν παπα-Ἱερεμία, τὸν παπα-Ἐρημίτη, ὅπως τὸν ἔλεγαν οἱ Σκιαθίτες καὶ πολὺ συγκινητικὰ τὸν μνημονεύει κι ὁ ἕτερος μέγας τῆς Σκιάθου λόγιος, ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, γράφοντας τὰ παρακάτω:
«Πλὴν τὰ πολλὰ παράπονά της ἡ γραία, τὸν ἀληθινὸν τῆς καρδίας της πόνον ἐξεμυστηρεύετο μόνον εἰς τὸν «παπᾶ-Ἐρημίτη» ὅπου μετέβαινε κατὰ Κυριακὴν μετὰ τῶν θυγατέρων της ν᾿ ἀκούσῃ τὴν ὡραίαν ἀκολουθίαν, τῶν σεμνῶν Κολλυβάδων ἀκολουθίαν, ἐκλείπουσαν ὁλονὲν ἀπὸ τῆς Ἀνατολῆς, τῶν ἐρημιτῶν Κολλυβάδων, ἑπτάκις τῆς ἡμέρας ὑμνούντων τὸν Κύριον, κατὰ τὸν ψαλμόν. Ἐν ὄρθρῳ τῇ πρώτῃ ὥρᾳ τῆς ἡμέρας, τῇ τρίτῃ, τῇ ἕκτῃ, τῇ ἐνάτῃ τῷ ἑσπερινῷ καὶ τῷ ἀποδείπνῳ». (Τὰ Βακούφικα).
Τὴν χορείαν τῶν ἐναρέτων τῆς Σκιάθου Κολλυβάδων κλείει ἡ κορυφαία Μορφὴ τοῦ πολιοῦ Γέροντος Σωφρονίου Κεχαγιόγλου, ὁ ὁποῖος, τῇ προτροπῇ τῶν πνευματικῶν του ἀδελφῶν καὶ φίλων, τῶν δύο Ἀλεξάνδρων, Μωραϊτίδη καὶ Παπαδιαμάντη, ἐπανίδρυσε τὴν ἱερὰν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ Μονή, ἐπαναφέρων τὸ ἀρχαῖον κάλλος της καὶ τὴν κολλυβαδικήν της παράδοσιν.
Δικαίως, πιστεύω, ὅτι ἡ Σκίαθος ὀνομάστηκε «ἡ ἑτέρα, μετὰ τὴν Τῆνον, ἱερὰ νῆσος» (†Μητροπολίτης Χαλκίδος Νικόλαος), διότι εἶχε τὴν εὐλογία νὰ φιλοξενήσει στὰ πάντερπνα ἱερά της καθιδρύματα, ἕναν ἱκανὸν ἀριθμὸν ἐκ τῶν Ἁγιοφιλήτων καὶ σεμνῶν Κολλυβάδων πατέρων, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν θεάρεστον βιοτή τους, ἐσφράγισαν τὸν τόπο αὐτὸν τῆς ἁγιοβαδίστου νήσου, ὁ ὁποῖος οὐδέποτε πρέπει νὰ μετονομαστεῖ σὲ «νησί» καὶ τὰ τοιαῦτα. Διότι «ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος»( βλ.Γεν 28. 10) καὶ ἅγιος. Διότι «ὁ γὰρ τόπος, ἐν ᾧ σὺ ἔστηκας, γῆ ἁγία ἐστί» (Ἐξ. 3, 5) καὶ θὰ εἶναι πάντοτε, ἕως τῆς συντελείας.
Σκόπελος π. Κων. Ν. Καλλιανός
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 200
Ἀπρίλιος 2019