Ο ΣΤΑΥΡΟΣ,
«αὐτό τό φυλαχτό τῆς συγκράτησης» τῆς
ἀνθρωπότητος ἀπό τήν Καταστροφή της!
Ὁ Heinrich Heine (1797-1856) ἦταν ὁ σηµαντικότερος Γερµανός ποιητής τοῦ 19ου αἰῶνα µετά τόν Γκαῖτε καί τόν Χαίλντερλιν. Ἦταν ἕνας «πολιτικοποιηµένος» ποιητής πού ὑπερασπιζόταν τούς καταπιεσµένους καί, ἐπίσης, ἕνας «σοσιαλιστής» ποιητής, πού εἶχε ἀσπασθεῖ ὡς ἕνα βαθµό τίς ἰδέες τοῦ Κάρλ Μάρξ. Τά ποιήµατά του διαβάζονταν στήν Εὐρώπη περισσότερο ἀπό ὁποιουδήποτε ἄλλου, ἐνῷ ἦταν, ἐπιπροσθέτως, ἕνας παραγωγικός δοκιµιογράφος καί κριτικός. Ἄν καί εἶχε Ἰουδαϊκή καταγωγή, ἀσπάσθηκε προσχηµατικά τόν προτεσταντισµό, γιά νά προσληφθεῖ σέ µιά δηµόσια θέση καί προκειµένου νά λάβει ἔτσι «τό εἰσιτήριό του στόν Εὐρωπαϊκό πολιτισµό». Σχετικά µέ τή βάπτισή του ἔγραψε σέ µιά ἐπιστολή: «Τώρα µέ µισοῦν καί οἱ Χριστιανοί καί οἱ Ἰουδαῖοι. Ἔχω µετανιώσει πού βαπτίσθηκα. Δέν βλέπω κανένα σηµάδι ὅτι τά πράγµατα πᾶνε καλύτερα γιά µένα. Ἀντιθέτως, δέν ἔχω ἀντιµετωπίσει παρά κακοτυχία ἀπό τήν ἡµέρα ἐκείνη καί µετά». Ἕνας µεταγενέστερος κριτικός, λαµβάνοντας ὑπ’ ὄψη του καί τό γεγονός ὅτι ὁ Heine ἔζησε γιά πολύ στό Παρίσι µακριά ἀπό τήν πατρίδα του, τόν χαρακτήρισε ὡς τήν «ἐνσάρκωση τῆς µοντέρνας ἀνεστιότητας», ἐνῷ ὁ ἴδιος εἶχε γράψει σέ µιά ἐπιστολή του ὅτι τήν ὕψιστη ἐλευθερία καί κοινωνικότητα µπορεῖ κανείς νά τή συναντήσει σέ ἕνα µασκέ-πάρτυ, ὅπου δέν ἔχει καµιά σηµασία ποιός εἶναι πίσω ἀπό τή µάσκα.
Ὁ Heine διακρίθηκε γιά τίς εὔστοχες, πνευµατώδεις καί δηκτικές παρατηρήσεις του σχετικά µέ τίς ἰδέες καί τή συµπεριφορά τῶν συγχρόνων του. Ἐπεδίωκε νά ἐντοπίζει καί νά ἀναδεικνύει αὐτό πού θεωροῦσε οὐσιῶδες σέ κάθε ἰδεολογία ἤ κοσµοθεωρία, ὥστε νά τήν παρουσιάζει µέ τρόπο κατανοητό, ἄν καί κάποιες φορές ὑπερβολικά σαρκαστικό καί περιπαικτικό, σέ ὅλους. Ἦταν ἄθεος καί ἀκολούθησε «ἀπό τά ἀριστερά» τή διδασκαλία τοῦ Χέγκελ, στόν ὁποῖο ἀναφερθήκαµε καί στό προηγούµενο σηµείωµα. Περισσότερο ἀπό ὁ,τιδήποτε ἄλλο θεωροῦσε τόν ἑαυτό του ὡς ἕνα κοσµοπολίτη Εὐρωπαῖο, ἀφοσιωµένο στίς ἀρχές τῆς ἰσότητας καί τῆς ἐλευθερίας. Πίστευε δέ ὅτι αὐτό πού χαρακτήριζε τήν σύγχρονη Εὐρώπη ἦταν ὁ σεβασµός της γιά τόν ἀφηρηµένο νόµο, γεγονός πού τήν καθιστοῦσε διάδοχο τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ὁ πρῶτος «µοντέρνος» λαός, δηλαδή ὁ πρῶτος λαός πού ἀσπάσθηκε τόν ἀφηρηµένο καί ὀρθολογικό Νόµο. «Οἱ Ἰουδαῖοι, ἔγραψε, ἀφιερώθηκαν µόνο στόν νόµο, στήν ἀφηρηµένη σκέψη, ὅπως οἱ πιό κοντινοί µας κοσµοπολῖτες Ρεπουµπλικάνοι, οἱ ὁποῖοι δέν σέβονται τή γενέθλια γῆ, οὔτε τό πρόσωπο τοῦ ἡγεµόνα τους, ἀλλά µόνο τόν νόµο». Γιά δέ τούς «δεξιούς» φιλοσόφους τῆς ἐποχῆς του ἔχει ἐπισηµάνει ὅτι «ὅπως κάποτε παλιά οἱ Ἀλεξανδρινοί φιλόσοφοι ἔστυβαν τό µυαλό τους νά βροῦν ἀλληγορικές ἑρµηνεῖες γιά νά σώσουν µέ αὐτές ἀπό τήν ὁλική κατάρρευση τή θρησκεία τοῦ Δία πού βυθιζόταν, ἔτσι ἐπιχειροῦν τώρα κάτι παρόµοιο οἱ Γερµανοί φιλόσοφοί µας γιά τή θρησκεία τοῦ Χριστοῦ». Εἰδικότερα γιά τόν Ἰµµάνουελ Κάντ εἶχε πεῖ ἐπιγραµµατικά ὅτι: «ὁ Κάντ κατάργησε τόν Θεό στήν πρώτη «Κριτική» του (τήν «Κριτική τοῦ Θεωρητικοῦ Λόγου»), ἀλλά νιώθοντας λύπη πού ἔτσι στενοχώρησε τόν φτωχό ὑπηρέτη του ἀποφάσισε νά Τόν ἐπαναφέρει (τόν Θεό) στή δεύτερη «Κριτική» του (τήν «Κριτική τοῦ Πρακτικοῦ Λόγου»)». Ἀκόµη ὑποστήριζε ὅτι: «Κανείς δέν τό ὁµολογεῖ, ὅµως ὅλοι τό γνωρίζουν. Ὁ πανθεϊσµός εἶναι τό κοινό µυστικό σήµερα στή Γερµανία… Ὁ πανθεϊσµός εἶναι ἡ κρυφή θρησκεία τῆς Γερµανίας».
Τό 1834 ὁ Heine ξεκίνησε νά γράφει στό Παρίσι µιά σειρά ἀπό ἄρθρα, τά ὁποῖα συγκέντρωσε καί δηµοσίευσε τό ἑπόµενο ἔτος µέ τόν τίτλο «Σχετικά µέ τήν Ἱστορία τῆς Θρησκείας καί τῆς Φιλοσοφίας στήν Γερµανία». Τά ἄρθρα αὐτά πού εἶναι γραµµένα σέ ὕφος καθαρό καί καυστικό ἀποτελοῦν µιά προσπάθεια τοῦ συγγραφέα νά παρουσιάσει σέ λίγες δυνατές γραµµές αὐτό πού ἦταν οὐσιῶδες στή Γερµανική θεολογία καί φιλοσοφία τῆς ἐποχῆς του.
Ἀπό τό βιβλίο αὐτό θά παραθέσουµε τρεῖς σύντοµες περικοπές, οἱ ὁποῖες, ἔχοντας προξενήσει ἰδιαίτερη ἐντύπωση µέ τή δύναµη καί τήν βαθύτητά τους, ἔχουν προσελκύσει τήν προσοχή καί τόν σχολιασµό ἀρκετῶν συγγραφέων ἔκτοτε. Εἶναι ἀληθές ὅτι γιά τήν πλήρη κατανόησή τους προαπαιτεῖται µιά στοιχειώδης ἔστω γνώση τοῦ περιεχοµένου τῶν ἰδεῶν, στίς ὁποῖες οἱ περικοπές αὐτές ἀναφέρονται, ὅµως, τίς παραθέτουµε παρά ταῦτα, διότι ἐκτιµοῦµε ὅτι σέ κάθε περίπτωση µποροῦν νά γίνουν κατανοητές στά κύρια σηµεῖα τους καί ἀπό ὅσους δέν ἔχουν εἰδικές γνώσεις.
Ἡ πρώτη περικοπή πού ἀναφέρεται στούς τρεῖς µεγάλους Γερµανούς φιλοσόφους, τόν Κάντ, τόν Φίχτε καί τόν Σέλινγκ, καί τήν τροµακτική ἐπιρροή τους, εἶναι ἡ ἑξῆς: «…Μήν ἀδηµονεῖτε Γερµανοί Ρεπουµπλικάνοι (=ἤθελαν νά µιµηθοῦν τό παράδειγµα τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης). Ἡ Γερµανική Ἐπανάσταση δέν θά εἶναι περισσότερο εὐχάριστη ἤ εὐγενική, ἐπειδή προηγήθηκε ἡ Καντιανή Κριτική, ὁ Ὑπερβατικός Ἰδεαλισµός τοῦ Φίχτε ἤ ἡ Φυσική φιλοσοφία (=τοῦ Σέλινγκ). Μέ αὐτές τίς ἐπαναστατικές θεωρίες οἱ ἐπαναστατικές δυνάµεις θά ξεσπάσουνε ἐλεύθερες, γεµίζοντας τόν κόσµο µέ φρίκη καί δέος. Θά παρουσιασθοῦν Καντιανοί πού δέν ἔχουν καµία σχέση µέ τό ἔλεος (=ὁ Κάντ θεωροῦσε ὅτι ἠθική εἶναι µόνο ἡ πράξη πού γίνεται ἀπό καθῆκον, καί ὄχι ἀπό ὁποιοδήποτε αἴσθηµα, ὅπως τό ἔλεος ἤ ἡ συµπάθεια) ἀκόµα καί στόν κόσµο τῶν φαινοµένων (=ὁ Κάντ διέκρινε ἀνάµεσα στά φαινόµενα στίς αἰσθήσεις µας καί στά πράγµατα, ὅπως εἶναι καθ’ ἑαυτά). Θά κατασκάψουν χωρίς λύπηση τό ἔδαφος τῆς Εὐρωπαϊκῆς µας ζωῆς µέ ξίφος καί τσεκοῦρι, προκειµένου νά ἐξαλείψουν κάθε ἐναποµείνασα ρίζα τοῦ παρελθόντος… Θά ξεσηκωθοῦν ὁπλισµένοι Φιχτιανοί, τῶν ὁποίων ἡ φανατική θέληση δέν θά εἶναι δυνατόν νά περιορισθεῖ, οὔτε µέ τόν φόβο, οὔτε µέ τό συµφέρον τῆς αὐτοσυντήρησης (=ὁ Φίχτε δίδασκε ὅτι ὅλος ὁ κόσµος εἶναι ἕνα πεδίο, ὅπου πρέπει νά ἐξασκηθεῖ ἡ θέληση καί ἡ ἀποφασιστικότητα τοῦ Ἐγώ)… Πιό τροµεροί ἀπό ὅλους θά εἶναι οἱ «φυσικοί φιλόσοφοι», πού θά συµµετάσχουν ἐνεργά στή Γερµανική Ἐπανάσταση, ταὐτίζοντας τόν ἑαυτό τους µέ τό ἴδιο τό ἔργο τῆς καταστροφῆς (=ἡ «φυσική φιλοσοφία» µιλοῦσε γιά τήν ὀργανική «ταυτότητα» τοῦ ὑποκειµένου-ἀνθρώπου µέ τή φύση-ἀντικείµενο). Ἄν τό χέρι τοῦ Καντιανοῦ χτυπάει γρήγορα καί σίγουρα, ἐπειδή ἡ καρδιά του δέν κινεῖται ἀπό τόν παραδοσιακό σεβασµό (=ὁ Καντ δίδασκε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὡριµάζει, µόνο ὅταν δέν παραδέχεται καµιά παραδοσιακή αὐθεντία, ἀλλά σκέφτεται ὁ ἴδιος γιά τόν ἑαυτό του). Ἄν ὁ Φιχτιανός ἀψηφᾶ θαρραλέα κάθε κίνδυνο, ἐπειδή ὁ κίνδυνος δέν ὑπάρχει γιά αὐτόν στήν πραγµατικότητα (= ὅσο παράδοξο καί ἄν ἀκούγεται, ὁ Φίχτε δίδασκε ὅτι ὁ ἐξωτερικός αἰσθητός κόσµος εἶναι στήν πραγµατικότητα µιά φαντασία τοῦ Ἐγώ πού προβάλλεται ἀσυνείδητα πρός τά ἔξω, προκειµένου νά ἀνοίγει στό Ἐγώ τό πεδίο τῆς δράσης του). Ὅµως, ὁ φυσικός φιλόσοφος θά εἶναι τροµερός. Θά ἐπικαλεσθεῖ τίς δαιµονικές δυνάµεις τοῦ ἀρχαίου Γερµανικοῦ πανθεϊσµοῦ καί θά ἀναφλεγεῖ ἀπό µέσα του ὁ πόθος γιά τή µάχη πού συναντοῦµε στούς ἀρχαίους Γερµανούς …».
Ἡ δεύτερη περικοπή-προειδοποίηση ἀπό τό µακρινό 1835 ἔχει ὡς ἑξῆς: «Μή χαµογελᾶτε στόν ὁραµατιστή πού περιµένει στόν κόσµο τῆς πραγµατικότητας ἐπανάσταση ἴδια µέ ἐκείνη πού συνέβη στόν κόσµο τοῦ πνεύµατος. Ἡ σκέψη προκαταλαµβάνει τήν πράξη, ὅπως ἡ ἀστραπή προηγεῖται τῆς βροντῆς. Ἡ Γερµανική βροντή εἶναι, φυσικά, ἀληθινά Γερµανική: δέν εἶναι ἰδιαίτερα εὐλύγιστη, ἀλλά προχωρεῖ µᾶλλον ἀργά. Θά ἔρθει, ὅµως. Καί ἄν κάποια µέρα ἀκούσετε µία βροντή τέτοια πού οὐδέποτε ξανά στήν ἱστορία τοῦ κόσµου ἔχει ἀκουσθεῖ, θά γνωρίζετε ὅτι ἡ Γερµανική βροντή τελικά ἔφθασε… Θά ἀνεβεῖ µία παράσταση στή Γερµανία, µπροστά στήν ὁποία ἡ Γαλλική Ἐπανάσταση θά µοιάζει ἁπλῶς ἀθώα εἰδυλλιακή σκηνή…».
Καί ἡ τρίτη περικοπή, πού συνδυάζει τήν προειδοποίηση µέ τή διάγνωση, ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ὁ Χριστιανισµός –καί αὐτό εἶναι τό µεγαλύτερο προτέρηµά του– ὑπέταξε µέχρι ἑνός σηµείου αὐτήν τή βάναυση Γερµανική λαγνεία τῆς µάχης, ἀλλά δέν µπόρεσε νά τήν ἐξαλείψει. Καί ἄν κάποια µέρα αὐτό τό φυλαχτό τῆς συγκράτησης, ὁ Σταυρός, θραυσθεῖ, τότε τό µένος τῶν παλαιῶν πολεµιστῶν θά ἐκραγεῖ ξανά... αὐτό τό φυλαχτό παρακµάζει καί θά ἔρθει ἡ ἡµέρα πού δυστυχῶς θά ἀποσυντεθεῖ. Οἱ παλιοί θεοί τῆς πέτρας θά σηκωθοῦν τότε ξανά ἀπό τά ξεχασµένα ἐρείπια, θά σκουπίσουν τή σκόνη τῶν αἰώνων ἀπό τά µάτια τους καί ὁ Θώρ (=µυθικός θεός τοῦ Γερµανικοῦ πανθέου) ἐπιτέλους θά σηκωθεῖ µέ τό γιγάντιο σφυρί του καί θά συντρίψει τούς γοτθικούς καθεδρικούς ναούς».
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἱωάννης ὁ Δαµασκηνός καί ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου, στά βιβλία πού ἔχουν συγγράψει σχετικά µέ τίς αἱρετικές διδασκαλίες πού εἶχαν παρουσιασθεῖ µέχρι τούς χρόνους τους, περιέλαβαν ὄχι µόνο τίς δοξασίες γνωστῶν αἱρετικῶν, ὅπως ὁ Ἄρειος, ἀλλά ἐπιπροσθέτως καί φιλοσοφικές θεωρίες, ὅπως ἐκεῖνες τῶν Στωϊκῶν ἤ τῶν Πυθαγορείων, οἱ ὁποῖες, µέ τά σηµερινά µας κριτήρια, δέν ἔχουν προφανές θρησκευτικό ἤ θεολογικό περιεχόµενο καί ὡς ἐκ τούτου µέ µιά πρώτη µατιά φαίνεται ὅτι δέν θά εἶχαν θέση σέ ἕνα ἀντιαιρετικό σύγγραµµα. Εἶναι, ἴσως, χαρακτηριστικό τῆς ἐποχῆς µας, ὅπου ἔχει ἐπικρατήσει µιά κακῶς ἐννοούµενη ἐξειδίκευση καί κατάτµηση τῶν ἐπιστηµῶν, τό γεγονός ὅτι ἀρκεῖ κάποιος νά χαρακτηρίσει µιά δοξασία του ὡς «φιλοσοφική» ἤ ὡς «ἐπιστηµονική» γιά νά τεθεῖ στό ἀπυρόβλητο καί νά διαλάθει τῆς προσοχῆς, ὅσων ἔχουν ἐπιφορτισθεῖ µέ τό ἀντιαιρετικό καί τό ἀπολογητικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή οἱ περικοπές ἀπό τό βιβλίο τοῦ Heine ἀποτελοῦν µιά πολύ χρήσιµη –καί ὀδυνηρή– ὑπόµνηση τοῦ γεγονότος ὅτι οἱ φιλοσοφικές ἰδέες, ἀκόµη καί ἄν παρουσιάζονται µέ µιά ἀφηρηµένη ἤ περίπλοκη καί «οὐδέτερη» µορφή, εἶναι δυνατό νά ἔχουν σοβαρότατες, ἀκόµη καί καταστρεπτικές, ἐπιπτώσεις στή ζωή µας. Ἴσως δέν εἶναι περιττό νά ἐπισηµάνουµε, ἀκόµη, ὅτι ὁ µέν Heine ἔγραψε καί ἐπέκρινε τούς συγχρόνους του Γερµανούς, αὐτό, ὅµως, δέν µπορεῖ νά σηµαίνει, βέβαια, ὅτι ἄλλοι λαοί, ἤ µᾶλλον ἄλλα πρόσωπα ἀτοµικῶς λαµβανόµενα δέν εἶναι, ἐνδεχοµένως, ἐξ ἴσου ἤ καί περισσότερο ὑπεύθυνα γιά γεγονότα καί καταστροφές πού συνέβησαν στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας.
Στόν πρόλογο τοῦ κειµένου ἀναφέραµε ὅτι ὁ Heine φαίνεται πώς δέν εἶχε προσέλθει στόν Χριστιανισµό (εἰδικότερα στόν Προτεσταντισµό) µέ εἰλικρίνεια. Ἀπό τήν ἄλλη, δέν µποροῦµε παρά νά ἐπισηµάνουµε τήν πρωτοτυπία, τή ζωηρότητα καί ἐνάργεια, καθώς καί τήν ἱστορική αἴσθηση, µέ τήν ὁποία ἐπεσήµανε καί τόνισε τήν κοσµοϊστορική σηµασία τοῦ Σταυροῦ. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ ἐπισήµανσή του ὅτι αὐτό πού συγκρατεῖ τήν ἀνθρωπότητα ἀπό τήν καταστροφή εἶναι «τό φυλαχτό τοῦ Σταυροῦ». Οὔτε µπορεῖ νά ἑρµηνευθεῖ ἡ προειδοποίησή του αὐτή µέ κάποιο ἀλληγορικό καί µή κυριολεκτικό τρόπο, ἀφοῦ σαφῶς ἀναφέρεται στό πεδίο τῆς Ἱστορίας. Πρόκειται γιά ἕνα πραγµατικό παράδοξο: πῶς εἶναι δυνατόν, ἕνας ἄνθρωπος, πού ἔγραψε αὐτά, νά µήν πίστευε στόν Σταυρό, ὡς τόν φύλακα πάσης τῆς οἰκουµένης;
ΝΟΜΟΜΑΘΗΣ
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 200
Ἀπρίλιος 2019