Η  Ζ΄  ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ  ΣΥΝΟΔΟΣ  ΚΑΙ  Η  ΠΟΛΙΤΙΚΗ  ΣΤΗΝ  ΕΛΛΑΔΑ

199 NOM 1

Ἡ Δεξιά καί ἡ Ἀριστερά, γεννήµατα τοῦ Χέγκελ!

Η  Ζ΄  ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ  ΣΥΝΟΔΟΣ
 ΚΑΙ  Η  ΠΟΛΙΤΙΚΗ  ΣΤΗΝ  ΕΛΛΑΔΑ

«Καί τά ὦτα σου ἀκούσονται τούς λόγους

τῶν ὀπίσω σέ πλανησάντων, οἱ λέγοντες:

Αὕτη ἡ ὁδός, πορευθῶµεν ἐν αὐτῇ, εἴτε

δεξιά, εἴτε ἀριστερά» (Ἠσ.30,21)

Τόν προηγούµενο µῆνα εἴχαµε ἀναφέρει ὅτι «ἡ Δεξιά καί ἡ Ἀριστερά στήν Ἑλλάδα δέν εἶναι, σέ γενικές γραµµές, τίποτε ἄλλο ἀπό τίς πολιτικές προεκτάσεις τῆς δεξιᾶς καί τῆς ἀριστερῆς παράταξης, στίς ὁποῖες διαιρέθηκαν, ἀντίστοιχα, οἱ ὀπαδοί τοῦ ἄλλου µεγάλου ἐκπροσώπου τοῦ Γερµανικοῦ ἰδεαλισµοῦ, τοῦ Γκ. Χέγκελ». Ἡ ἐπισήµανση αὐτή ἔγινε συντοµογραφικά καί ἀπέµεινε κάπως µετέωρη. Ἤδη, θά δώσουµε κάποιες ἐπεξηγήσεις γιά νά γίνει περισσότερο κατανοητό αὐτό πού ὑπαινιχθήκαµε καί γιά νά δοθεῖ ἀφορµή γιά περαιτέρῳ ἐπεξεργασία τοῦ ζητήµατος, ἡ ὁποία, προφανῶς, ἀπαιτεῖ τή  συνεισφορά πολλῶν, καί µάλιστα, εἰδηµόνων.

Στόν Γερµανό φιλόσοφο Γκ. Χέγκελ εἴχαµε ἀναφερθεῖ καί παλαιότερα. Πρόκειται γιά ἕναν φιλόσοφο µέ ἰδιαίτερα πλούσια σκέψη καί αὐτό πού προσπάθησε νά κάνει στό πλαίσιο τῆς δικῆς του ἐποχῆς πρέπει νά τό ἀντιµετωπίσουµε µέ ἰδιαίτερη προσοχή. Σέ πρώιµη ἡλικία, εἶχε συνδεθεῖ φιλικά µέ τόν ποιητή καί φιλόσοφο Χαίλντερλιν, ὁ ὁποῖος ἀναζήτησε τό ἰδανικό του, τόν «παράδεισό» του, στήν ἀρχαία Ἑλλάδα, τήν ὁποία ἐξιδανίκευσε. Τό ἀποτέλεσµα ἦταν νά διαψευσθεῖ ἀπό τήν σκληρή πραγµατικότητα, νά ἀπογοητευθεῖ καί νά ἐµπλακεῖ διά βίου στά δίκτυα τῆς ψυχικῆς ἀσθένειας. Ὁ Χέγκελ ἔζησε καί αὐτός µιά βασανιστική ψυχική κρίση. Ὑπερνίκησε, ὅµως, τήν ἀπελπισία καί ἀποφάσισε νά δεῖ µέσα στόν πεζό αὐτό κόσµο, µέ τίς ἐνίοτε τραγικές ἀντιφάσεις του,  ἕνα κρυµµένο θετικό καί ὑψηλό νόηµα, πού δικαιολογεῖ κάθε συγκεκριµένο συµβάν, ὁσοδήποτε ἄθλιο ἤ ἀκόµη καί ἐγκληµατικό, ὡς µοχλό καί κινητῆρα γιά τήν προώθηση τῆς ἱστορικῆς πορείας πρός ἕνα αἴσιο Τέλος-Σκοπό.

Ἡ στάση τοῦ Χέγκελ ἀπέναντι στή  θρησκεία εἶναι διφορούµενη. Λόγῳ τοῦ αἰνιγµατικοῦ χαρακτῆρα τῶν διατυπώσεών του οἱ ἱστορικοί διχάζονται ὡς πρός τό ἄν ἦταν εἰλικρινής προτεστάντης ἤ ἄν στήν πραγµατικότητα συγκάλυπτε τό ὅτι ἦταν ἄθεος ἤ µᾶλλον πανθεϊστής, τό ὅτι εἶχε δηλαδή τήν πίστη ὅτι αὐτό πού ὀδηγοῦσε τήν ἱστορία τοῦ κόσµου «διά πυρός καί σιδήρου» ἦταν ἕνα εἶδος ἐκκοσµικευµένης «θείας» πρόνοιας, ἕνας ἐµµενής, (καί ὄχι ὑπερβατικός καί ἄκτιστος), «λόγος», µέ τίς πανουργίες του µέν, ἀλλά τή θετική, ἐν τέλει, στόχευσή του.

Ὁ Χέγκελ διέκρινε ἀνάµεσα στόν φιλοσοφικό καί στόν θρησκευτικό λόγο. Κατ’ αὐτόν, ὁ φιλοσοφικός λόγος εἶναι γενικός καί ἀφηρηµένος καί ἀναφέρεται στήν Ἰδέα, τήν Ἔννοια ἤ τό Πνεῦµα, σέ ἀφηρηµένα, δηλαδή, οὐσιαστικά. Ἀντιθέτως, ὁ θρησκευτικός λόγος εἶναι συγκεκριµένος καί «εἰκονικός» (pictorial), ἀναφέρεται σέ πρόσωπα καί περιλαµβάνει ἀφηγήσεις γιά τήν ἐν τόπῳ καί χρόνῳ (βλ. τήν στερεότυπη Εὐαγγελική φράση: «Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ…») δράση προσώπων µέ κύρια ὀνόµατα καί ρήµατα. Σύµφωνα µέ µιά χαρακτηριστική ἀντίληψη τῆς Δυτικῆς (καί τῆς Ἄπω Ἀνατολικῆς) σκέψης τό ἄπειρο καί τό ἀπόλυτο δέν µπορεῖ νά ἔχει (περι-)ορισµό. Ἑποµένως, τό ἀπόλυτο καί τό ἄπειρο, αὐτό πού ὑπάρχει ἀληθινά, δέν µπορεῖ νά εἶναι πρόσωπο συγκεκριµένο, οὔτε νά δρᾷ µέ συγκεκριµένο τρόπο. Ἄρα, ὁ Χριστιανικός θρησκευτικός λόγος πού ἀναφέρεται σέ Θεῖα Πρόσωπα καί σέ Ἱερά Ἱστορία καί πολλῷ µᾶλλον στήν Ἐνσάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου δέν µπορεῖ παρά νά ἔχει χαρακτῆρα ἀλληγορικό. Εἶναι µέν, ὑπό µιά κάποια ἔννοια, ἀληθής, ἀλλά πάντως «παιδαριώδης», ἐνῷ ἡ βαθύτερη ἀλήθεια εἶναι αὐτή τῆς φιλοσοφίας πού ταὐτίζει τό ἀληθινό µέ τό ἀφηρηµένο καί τό γενικό καί δέν πιστεύει σέ Θεόν-Πατέρα καί Παντοκράτορα, Ποιητήν οὐρανοῦ καί γῆς, ἀλλά στήν ἄπειρη Ἔννοια ἤ Ἰδέα. Παρόµοιες ἰδέες εἶχε ἐκφράσει καί ὁ ἄλλος µεγάλος Γερµανός φιλόσοφος Ἰµµάνουελ Κάντ. Σύµφωνα µέ τόν τελευταῖο, ὁ Χριστός εἶναι ἁπλῶς  τό «ἰδεῶδες τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου», πού «κατεβαίνει» ἀπό τόν οὐρανό, ὄχι ἱστορικά, ἀλλά ὑπό τήν ἔννοια ὅτι φανερώνει στόν αἰσθητό κόσµο (ὡς µιά «εἰκόνα») αὐτό πού εἶναι νοητό. Ἡ δέ Ἐκκλησία, υἱοθετεῖ διάφορα δόγµατα, ἁπλῶς καί µόνο γιά νά ἀναπαραστήσει ὑπό αἰσθητή µορφή («εἰκονική», «µυθική») αὐτό, πού εἶναι στήν πραγµατικότητα, µόνο νοητό. Εἶναι, δηλαδή, προφανές ὅτι οἱ φιλόσοφοι αὐτοί υἱοθετοῦν στήν πραγµατικότητα µιά «εἰκονοµαχική» στάση, ἴδια στήν οὐσία της µέ τήν αἵρεση πού καταδικάσθηκε ἀπό τήν Ζ’ Οἰκουµενική Σύνοδο.

Μία ἄλλη ἰδέα τοῦ Χέγκελ εἶναι αὐτή πού ἀναφέρεται στήν ἔννοια καί στήν ἀποστολή τῶν κρατῶν καί τῶν ἐθνῶν. Γιά τόν φιλόσοφο αὐτό, ὁ «πανοῦργος λόγος», πού κινεῖ τήν Ἱστορία, «ἀναθέτει» κατά καιρούς σέ συγκεκριµένα κράτη τήν κοσµοϊστορική «ἀποστολή» νά ἐπιτύχουν κάτι µεγάλο καί ἔτσι νά ὠθήσουν τήν Ἱστορία πρός τό Τέλος της. Ἐξ ἄλλου, κάθε ἐπιµέρους ἄτοµο βρίσκει τήν ὁλοκλήρωσή του ἐντός τοῦ κράτους καί τοῦ ἔθνους του, διότι ἡ θέληση τοῦ καθενός τότε µόνο γίνεται ἀληθινή καί «καθολική», ὅταν συµπίπτει µέ τή  γενική πολιτειακή θέληση.

Ἡ ἐπίδραση τοῦ Χέγκελ στήν φιλοσοφία καί στήν ἱστορική πορεία εἶναι πραγµατικά τεράστια καί δέν µπορεῖ κανείς εὔκολα νά ὑπερβάλει ὡς πρός αὐτό. Πάντως, οἱ πολλοί ἄµεσοι µαθητές καί ὀπαδοί του διαιρέθηκαν γρήγορα σέ δύο παρατάξεις. Τήν συντηρητικότερη Χεγκελιανή δεξιά καί τήν προοδευτικότερη Χεγκελιανή ἀριστερά.

Γιά τήν Χεγκελιανή ἀριστερά, δέν θά ἀναφέρουµε πολλά. Κατά πρῶτον, θά ἀναφερθοῦµε στόν Δαβίδ Στράους, ὁ ὁποῖος συνέγραψε τό διαβόητο βιβλίο µέ τόν τίτλο «Ὁ βίος τοῦ Ιησοῦ», µέ τό ὁποῖο παρουσίασε τόν Χριστό ὡς ἕνα «ἱστορικό µύθο» καί κλόνισε τήν πίστη πολλῶν Εὐρωπαίων. Ἀκόµη, ἁπλῶς  καί µόνο ἐνδεικτικά, θά ἀναφέρουµε τόν πασίγνωστο Κάρολο Μάρξ, ὁ ὁποῖος δήλωσε «εἰλικρινῶς µαθητής» τοῦ Χέγκελ καί ἀκολούθησε πολλές ἀπό τίς βασικές ἰδέες τοῦ «διδασκάλου» του, ἐνῷ δέν χρειάζεται, βέβαια, νά ἐπισηµάνουµε ὅτι µέ τίς ἰδέες καί τή  δράση του διαµόρφωσε ἐπί ἑνάµιση αἰῶνα καί σέ τεράστιο βαθµό τή  νοοτροπία, τή  στάση ζωῆς καί τίς τύχες πολύ µεγάλου µέρους τῆς ἀνθρωπότητας.

Ἐπειδή, ὅµως, λίγο πολύ ἡ σκέψη καί ἡ δράση τῶν προσώπων καί τῶν κοµµάτων, πού ἀκολούθησαν «ἐξ ἀριστερῶν» τόν Χέγκελ, εἶναι γνωστή στή  χώρα µας (ἀκόµη καί ἐάν ἀγνοοῦµε, ἴσως, τόν ἴδιο τόν Χέγκελ), θά στραφοῦµε, κάπως πιό ἀναλυτικά, στήν παρουσίαση τῆς ἐπίδρασης, πού ἄσκησε στή  χώρα µας ἡ «ἐκ δεξιῶν» Χεγκελιανή καί εὐρύτερα ἡ Γερµανική σκέψη. Ἀντί, ὅµως, νά προχωρήσουµε σέ ἀφηρηµένες καί γενικόλογες ἀναλύσεις ἰδεολογικῆς ἱστορίας, γιά τίς ὁποῖες ἄλλωστε δέν ἔχουµε πλήρη καί λεπτοµερῆ ἱστορικά στοιχεῖα, κρίνουµε προτιµότερο νά ἀναφερθοῦµε σέ ἕνα πρόσωπο τῆς Ἑλληνικῆς ἱστορίας πού ἐνσαρκώνει, κατά τήν ἄποψή µας, µέ τρόπο ἀρκετά ἀντιπροσωπευτικό αὐτό πού ἐπιδιώκουµε νά ποῦµε.

Πρόκειται συγκεκριµένα γιά τόν Κωνσταντῖνο Τσάτσο. Γερµανοµαθής, διακεκριµένος νοµικός καί φιλόσοφος τοῦ δικαίου, ποιητής, κριτικός τῆς λογοτεχνίας καί συγγραφέας φιλοσοφικῶν ἔργων, καθηγητής Πανεπιστηµίου, πολιτικός, ὑπουργός Παιδείας καί Πρόεδρος τῆς Δηµοκρατίας, εἶχε καθοριστική συµβολή στή  σύνταξη τοῦ ἰσχύοντος ἀπό τό 1975 Ἑλληνικοῦ Συντάγµατος. Ἀνῆκε στήν ὁµάδα τῶν Γερµανοµαθῶν φιλοσόφων, ὅπως ὁ Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ὁ Ἰωάννης Θεοδωρακόπουλος καί ὁ Εὐάγγελος Παπανοῦτσος, πού ἐπηρέασαν σέ µεγάλο βαθµό τήν Ἑλληνική ἰδεολογία µέ τή  στροφή τους στόν ἀρχαιοελληνικό κλασσικισµό καί τή  φιλοδυτική στάση τους.

Ἐδῶ θά παραθέσουµε κάποια χαρακτηριστικά ἀποσπάσµατα ἀπό δηµοσιευµένα γραπτά τοῦ Κωνσταντίνου Τσάτσου, προτάσσοντας τήν ἐπισήµανση ὅτι, σύµφωνα µέ τόν π. Ἰωάννη Κωστώφ, ἀπό τό βιβλίο τοῦ ὁποίου µέ τίτλο «Θεός ἐφανερώθη, ἀπό τόν Ἀθεϊσµό στό Χριστό» ἀντλοῦµε τά σχετικά στοιχεῖα, ὁ Κ.Τσάτσος τελικῶς προσχώρησε στήν Χριστιανική Πίστη, ξεπερνῶντας τούς «Γερµανικούς» ἐνδοιασµούς του.

Ἔτσι, σέ ἕνα βιβλίο του γράφει µέ χαρακτηριστικό «Γερµανικό-Ἑλληνικό» τρόπο: «Εἷµαι θρῆσκος; Ἀδίστακτα ἀπαντῶ ναί… Ἀνήκω σέ καµιά θρησκεία; Καί ναί καί ὄχι. Εἶµαι θρησκευόµενος µέ ὅλες τίς θρησκεῖες .. δέν εἷµαι δεµένος µέ καµιά ἐγκόσµια θρησκεία, διότι ὅλες προχωροῦν πρός ἀνεπίτρεπτους προσδιορισµούς. Ἀπό τίς ἐγκόσµιες θρησκεῖες κλίνω πρὀς τό χριστιανισµό… µή πιστεύοντας καί µή συµφωνῶντας µέ κανένα θεολογικό δόγµα… Στήν κοινωνική µου συµπεριφορά παρουσιάζοµαι σάν ὀρθόδοξος χριστιανός, ἐνῷ δέν  εἶµαι  µέσα µου πιστός καµιᾶς ἐγκαθιδρυµένης θρησκείας…». Ἀλλοῦ γράφει: «… θαυµάζω τόν Χριστό καί δέν βρίσκω συντρόφους στόν τρόπο µέ τόν ὁποῖο Τόν λατρεύω … ἀναζητῶ τή  µορφή –Ἕλληνας γάρ- πού ταιριάζει στήν οὐσία τῆς πίστεώς µου καί δέν τή βρίσκω…». Ἐπίσης, σέ µιά ἐπιστολή του γράφει: «Πολεµῶ καί ἐγώ τήν ἀποµυθοποίησι, τόν ἀνθρωποµορφισµό. Εἶναι ἀδύνατον οἱ Μεγάλοι νά µή συνέλαβαν τό ἀπόλυτο σάν κάτι τό ἀπρόσωπο… Ἐκεῖ, πού φοβοῦµαι ὅτι δέν ταὐτιζόµασθε, εἶναι ἡ σύνδεσι τοῦ Ἀπολύτου µέ τό σχετικό, τό ἱστορικό γίγνεσθαι. Σέ αὐτό δέν συµβαδίζουµε, ἄν καί θά ἔδινα ὅ,τι πολύτιµο ἔχω, ἐάν µποροῦσα νά συµβαδίσω. Μόνο αὐτό θά µέ ἀνέπαυε ἀπό τήν ἀδιάκοπη ἀγωνία καί τή  θλίψη».

Στά παραπάνω ἀποσπάσµατα συναντᾶ κανείς τή  χαρακτηριστική στάση πολλῶν Ἑλλήνων, πού τοποθετοῦνται στή δεξιά καί κεντροδεξιά παράταξη στή χώρα µας.νοῦς τους σκέφτεται φιλοσοφικά καί ἀφηρηµένα, εἴτε εἶναι σέ θέση νά διατυπώσουν τή  σκέψη τους, εἴτε ὄχι, ἐνῷ ἡ θέλησή τους δέν ἀποχωρίζεται τήν Πίστη. Ἀκόµη, αἰσθάνονται ὑπερήφανοι γιά τήν ἀρχαιοελληνική καταγωγή τους καί ταὐτόχρονα ἑλκύονται ἀπό τήν Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ζῶντας σέ ἕνα εἶδος διχασµοῦ καί ἀµφιταλάντευσης. Διαισθάνονται ὅτι ἡ Χριστιανική Πίστη εἶναι ἡ ἀληθής, ἀλλά, ταὐτόχρονα, ἔχουν τόν πειρασµό ὅτι τό εἰκονόφιλον Δόγµα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι –δῆθεν- «ἀφελές» ἤ «µυθικό» καί, οὕτως εἰπεῖν, «παιδικό» ἤ «ἀνθρωποµορφικό»!

Ἴσως αὐτή ἡ στάση νά ὀφείλεται στό ὅτι τίς προηγούµενες δεκαετίες ἡ ἀπολογητική προσπάθεια τῆς Ἐκκλησίας στράφηκε κυρίως ἐναντίον τοῦ Μαρξισµοῦ καί τοῦ Λενινιστικοῦ διαλεκτικοῦ ὑλισµοῦ, συµµαχῶντας γιά λόγους τακτικῆς µέ τή  «δεξιά» ἰδεαλιστική παράταξη, µέ τήν ἀθέλητη παρενέργεια νά µήν ἀποσαφηνισθοῦν ἐπαρκῶς οἱ  σχέσεις τοῦ Χριστιανισµοῦ µέ τόν δεξιό «Ἑλληνο-Γερµανισµό». Ἀντιθέτως, µάλιστα, σέ προηγούµενες δεκαετίες καί ἰδίως ὅσο διαρκοῦσε ὁ λεγόµενος «Ψυχρός Πόλεµος», τό σύνθηµα περί τῆς «Ἑλληνο-Χριστιανικῆς Σύνθεσης» εἶχε διαδοθεῖ εὐρύτερα καί εἶχε σχεδόν ἐπικρατήσει ὡς ἡ ἀναµφισβήτητη ἀλήθεια, µέ ἀξιοσηµείωτη ἐξαίρεση τή σειρά τῶν ἄρθρων, πού δηµοσίευσε στό θρησκευτικό φύλλο «Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι»π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος (τά ἄρθρα αὐτά ἔχουν συγκεντρωθεῖ στό «Ἄρθρα Μελέται Ἐπιστολαί», Τόµος Α’, Ἀθῆναι 1986).

Τό γεγονός ὅτι τό ζήτηµα τῆς σχέσης τοῦ Χριστιανισµοῦ µέ τόν ἀρχαῖο Ἑλληνισµό ἤ τόν Γερµανικό ἰδεαλισµό (πού εἶναι περίπου τό ἴδιο) εἶναι κάπως συγκεχυµένο γιά ἐµᾶς, µπορεῖ κανείς νά τό διαπιστώσει καί στό γεγονός ὅτι δέν ἔχουν, ὡσαύτως, ἀποσαφηνισθεῖ στό πλαίσιο τοῦ δηµοσίου λόγου οὔτε οἱ σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἔθνους.

Ἔτσι, πολύ συχνά ἀκοῦµε ἀπό «δεξιόστροφους» πολιτικούς ὅτι τιµοῦν τήν Ἐκκλησία, διότι «ὡς ἄλλη Κιβωτός ἔσωσε τό Ἔθνος». Μέ τή  φράση αὐτή ἐννοεῖται ὅτι ἡ Ἐκκλησία κατά τήν διάρκεια τῆς Ἱστορίας καί µάλιστα ἐπί Τουρκοκρατίας διέσωσε τήν Ἑλληνική γλῶσσα καί εὐρύτερα τήν ἐθνική συνείδηση καί συντέλεσε στή σύσταση τοῦ νέου Ἑλληνικοῦ Κράτους. Ὅµως, αὐτό, πού δέν ἀποσαφηνίζεται µέ τή  φράση αὐτή, εἶναι ἐάν ἀποδίδεται πρωτεύουσα σηµασία στήν Ἐκκλησία ἤ στό 199 NOM 2Κράτος-Ἔθνος. Νοµίζουµε, δηλαδή, ὅτι πολλοί θεωροῦν –µέ τρόπο Χεγκελιανό- ὡς πρωτεῦον ζήτηµα τήν ἐπιβίωση τοῦ Ἔθνους ἤ τοῦ Κράτους, ὅπου, κατά τήν ἄποψή τους, εὑρίσκουν τήν «ὁλοκλήρωσή» τους τά ἐπιµέρους ἄτοµα, ἐνῷ στήν Ἐκκλησία παραχωροῦν ἁπλῶς  καί µόνο τήν ἀναγνώριση ὅτι συντέλεσε ὡς χρήσιµο ἐργαλεῖο ἤ µέσο, ἴσως ἀχρείαστο καί παρωχηµένο πλέον, στήν διατήρηση τῆς «ἰδέας» τοῦ Ἑλληνισµοῦ ή τοῦ Ἑλληνικοῦ κράτους, ὡς τῶν ἀληθινῶν «τόπων», ὅπου πραγµατώνεται ἡ ἀληθής «καθολική» κοινωνία (σήµερα, βέβαια, τή  θέση τῆς «Ἑλληνικῆς ἰδέας» τείνει νά καταλάβει ἡ «Εὐρωπαϊκή ἰδέα»).

Ἔτσι, ὁ Κωνσταντῖνος Τσάτσος, πού, ὅπως προαναφέραµε, συνέβαλε καθοριστικά στή  διατύπωση τοῦ ἰσχύοντος Συντάγµατος,  σέ µία ὁµιλία του στίς 7 Ιουνίου 1975 ἀνέφερε τά ἑξῆς: «Ἐδιδάχθηµεν ἀπό πολλούς καί πολλά πρότυπα. Ἐδιδάχθηµεν, ἀλλά δἐν ἐµιµηθήκαµεν κανένα. Τό Σύνταγµα αὐτό ἐπήγασεν ἀπό Ἑλληνικόν πνεῦµα, οἰκοδοµήθηκε µέ τό Ἑλληνικό µέτρο καί ἀφιερώνεται στό Ἑλληνικό ἔθνος».

Τό ζήτηµα τῶν ἀλλοτρίων ἐπιδράσεων στή  σκέψη τῶν Χριστιανῶν εἶναι σοβαρό καί δέν µπορεῖ νά ἐξαντληθεῖ σέ λίγες σελίδες. Ἀπλῶς  σηµειώνουµε ἐν κατακλεῖδι ὅτι δέν πρέπει νά παρατρέχουµε ὡς (ἀ)σήµαντες φράσεις, ὅπως «τό Ἑλληνικό πνεῦµα» ἤ ἀντίστοιχες, ὅπως ἡ «Ἐθνική συνείδηση», οἱ ὁποῖες χρησιµοποιοῦνται εὐρέως στόν δηµόσιο λόγο καί ἠχοῦν οἰκεῖες. Διότι, ἄλλο τό «πνεῦµα» καί ἄλλο τό «Ἅγιον Πνεῦµα». Τό Ἅγιον Πνεῦµα εἶναι Πρόσωπο καί Ὑπόσταση, ἐνῷ τό «Ἑλληνικό πνεῦµα» δέν ὑφίσταται, δέν ἔχει δική του ζωή, ἐνέργεια ἤ φύση καί τό νά τοῦ ἀποδίδεται ὑπόσταση ἰδιαίτερη, συνιστᾶ ἐκλεπτυσµένη εἰδωλολατρεία…

Νοµοµαθής

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 199

Μάρτιος 2019